Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Ο Τραμπ και η κρίση της Δημοκρατίας

trump2-630.jpg

Ο Τραμπ πέτυχε κάτι που στα μάτια των ειδικών φάνταζε αδιανόητοΟ Τραμπ πέτυχε κάτι που στα μάτια των ειδικών φάνταζε αδιανόητο: επικράτησε στα κάστρα των Δημοκρατικών (Οχάιο, Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν) | AP Photo/Steve Helber
Μετάφραση-επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου
Η νίκη του Τραμπ συνδέεται με μια παγκόσμια τάση υπέρ του αυταρχικού εθνικού λαϊκισμού σε σχέση με τις ανεπάρκειες και τη διαφθορά που γίνονται αντιληπτές στη φιλελεύθερη δημοκρατική διαδικαστικότητα. 
Σ’ αυτό το φόντο, είναι μια καθυστερημένη απάντηση στη Μεγάλη Υφεση του 2008, κυρίως από πλατιά στρώματα του εκλογικού σώματος που έχουν σταματήσει να εμπιστεύονται την αντίληψη business-as-usual, την «επίσημη» προσέγγιση της παραδοσιακής θεσμικής πολιτικής. 
Ανάμεσα σ’ αυτά τα στρώματα, ένα από τα ξεκάθαρα μαθήματα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είναι ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος είναι σχετικά αδιάφοροι για τα πολιτιστικά και οικονομικά θέματα που κυρίως τους αφορούν. 
Στην περίπτωση και των δύο μεγάλων κομμάτων, αυτή η τάση ήταν πάρα πολύ εμφανής κατά τη διάρκεια της περιόδου των προκριματικών. 
Ετσι, οι Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι απέρριψαν μετ’ επιτάσεως υποψήφιους του κατεστημένου, όπως ο Τζεμπ Μπους, ο Τεντ Κρουζ και ο Μάρκο Ρούμπιο. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στους Δημοκρατικούς, με την ισχυρή λαϊκίστικη πρόκληση προς τη Χίλαρι Κλίντον να παίρνει τη μορφή του Μπέρνι Σάντερς. 
Απ’ αυτή την άποψη, η τρομακτική νίκη του Τραμπ φωτίζει επίσης αυτό που κάποιος θα χαρακτήριζε ως κρίση της πολιτικής αντιπροσώπευσης: μια κολοσσιαία έλλειψη εμπιστοσύνης στην ικανότητα των επαγγελματιών πολιτικών να επιλύουν τα πιο πιεστικά πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί σήμερα: δομική ανεργία και υποαπασχόληση, κοινωνική ανισότητα, ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές και το φάντασμα της τρομοκρατικής απειλής.
Οπως το έθεσε κάποτε η πολιτική φιλόσοφος Τζούντιθ Σκλαρ στο βιβλίο της «Αμερικανική υπηκοότητα», από τις απαρχές της η αμερικανική πολιτική συνίστατο στην «αναζήτηση της ένταξης». 
Ηταν πάντα μια διαδικασία όπου οι ομάδες των «απ’ έξω» πίεζαν, με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας, για ν’ αποκτήσουν πλήρη και ίσα δικαιώματα του πολίτη. 
Ωστόσο, για δεκαετίες οι λιγότερο μορφωμένοι λευκοί ψηφοφόροι, οι οποίοι εκπροσωπούν τον πυρήνα των ψηφοφόρων του Τραμπ, ήταν μάρτυρες αυτών των αγώνων- όπως στις περιπτώσεις των γυναικών, των αφροαμερικανών, της ΛΟΑΤ κοινότητας κ.λπ.- και συμπέραναν ότι για τις επιτυχίες αυτών των ομάδων πλήρωσαν το μάρμαρο οι ίδιοι. 
Παρομοίως, από τη δεκαετία του 1970, έχουμε δει την αξιοσημείωτη άνοδο των «πολιτισμικών πολιτικών»: την πάλη από μέρους περιθωριακών και υποεκπροσωπούμενων ομάδων, προκειμένου να αναγνωριστεί και να επικυρωθεί η ταυτότητά τους. Ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, επίσης, η πολιτική είναι ζήτημα δούναι και λαβείν και κόστους ευκαιρίας. 
Ετσι, εάν προσεγγίσουμε το θέμα από τη σκοπιά της κεντρικής Αμερικής, αυτού που ονομάστηκε ως «Τραμποχώρα», οι θρίαμβοι αυτών των αγώνων φαίνονται επίσης να έχουν επιτευχθεί εις βάρος της ξεχασμένης αγγλικής πλειοψηφίας της Αμερικής: εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους, σωστά ή λανθασμένα, ως «πραγματικούς Αμερικανούς», και που τώρα αισθάνονται ότι έχουν μείνει πίσω πολιτιστικά και οικονομικά. 
Παρ’ όλα αυτά, μια από τις παράπλευρες συνέπειες της πρόσφατης εξάπλωσης των «πολιτικών της ταυτότητας» είναι ότι η μία ταυτότητα που φάνηκε ανεπιθύμητη ή απαξιώθηκε ανοιχτά σαν «πολιτικά μη ορθή» ήταν αυτή των λευκών αρσενικών μελών της εργατικής τάξης. 
Θεωρητικά, αυτοί θα μπορούσαν να είχαν ψηφίσει κάποιον άλλο εκτός του Τραμπ, εάν υπήρχε τέτοιο πρόσωπο. Αντίθετα, την Τρίτη ψήφισαν μαζικά υπέρ του Τραμπ, παρά τον υπερφίαλο χαρακτήρα του, στον βαθμό που μόνο ο Τραμπ τούς υποσχέθηκε ότι θα είναι η φωνή τους.
Στον απόηχο της ντροπιαστικής ήττας της Τρίτης, οι Δημοκρατικοί θα έπρεπε να καταπιαστούν όχι μόνο με μια ενδοσκόπηση, αλλά και με την παλαιού τύπου αυτομαστίγωση.
Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ εξασφάλισε τη νίκη του ξεφτιλίζοντάς τους ακριβώς σ’ εκείνες τις αποβιομηχανισμένες περιοχές που παραδοσιακά αποτελούσαν κάστρα των Δημοκρατικών: Οχάιο, Πενσιλβάνια, Μίσιγκαν. Πέτυχε έτσι κάτι που στα μάτια των ειδικών φάνταζε αδιανόητο.
Ετσι, για το Δημοκρατικό Κόμμα το τρομερό αποτέλεσμα της κάλπης σηματοδοτεί επίσης μια ηχηρή ήττα του επιτελείου του για τη στρατηγική του της δεκαετίας του 1980. 
Ηταν σε εκείνο το σημείο που οι επονομαζόμενοι «Νέοι Δημοκρατικοί» εγκατέλειψαν τον «προοδευτισμό» - και μαζί μ’ αυτόν το παραδοσιακό τους εκλογικό κοινό, την αμερικανική εργατική τάξη – προς όφελος μιας στρατηγικής που απευθυνόταν τόσο στη Δεξιά όσο και στην Αριστερά, κάτι που σήμανε ότι συχνά ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τα ιδανικά των Δημοκρατικών από τις ρεπουμπλικανικές πολιτικές και τους στόχους: για παράδειγμα, η νομοθεσία για το κράτος πρόνοιας και η απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα επί προεδρίας Κλίντον. 
Από τότε το Δημοκρατικό Κόμμα έχει αγνοήσει την αμερικανική εργατική τάξη, υποστηρίζοντας εμπορικές συμφωνίες όπως η NAFTA, οι οποίες ολοφάνερα έπλητταν τα μέλη της.
Ετσι, οι εργάτες απάντησαν σ’ αυτή την πράξη προδοσίας με τη στροφή τους προς εκείνο τον υποψήφιο που έμοιαζε να τείνει ευήκοον ους στη σοβαρή τους κατάσταση: τον Ντόναλντ Τραμπ.
Από ιστορικής απόψεως, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει υπάρξει υπερβολικά αντιδημοφιλής και δυσφημισμένη μορφή πολιτικής διακυβέρνησης. Στις απαρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην ευρωπαϊκή ήπειρο υπήρχαν μόλις τρεις δημοκρατίες: Γαλλία, Ιταλία και Ολλανδία. 
Μέσα σε λίγα χρόνια από το τέλος του πολέμου, οι ελπίδες του προέδρου Γούντροου Γουίλσον να καταστήσει τον κόσμο «ασφαλή για τη δημοκρατία» είχαν λίγο πολύ εξατμιστεί.
Αντίθετα, ως αποτέλεσμα των δυσλειτουργιών της δημοκρατίας αναδύθηκε η «δικτατορία» για να γίνει η προτιμητέα μορφή πολιτικής κυριαρχίας.
Σήμερα, με την άνοδο αυταρχικών εθνικών λαϊκιστικών κυβερνήσεων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, βρισκόμαστε σε μια παράλληλη κατάσταση – παρ’ όλες τις σημαντικές διαφορές που πρέπει να έχουμε κατά νου.
Στα μεσοπολεμικά χρόνια η απαξίωση των πολιτικών εγγυήσεων, οι οποίες αποτελούν τον ζωτικό χυμό του πολιτικού φιλελευθερισμού, κατηύθυνε πολλά ευρωπαϊκά έθνη προς την εθνολαϊκιστική δικτατορία. 
Σήμερα, ίσως είναι εύκολο να παραβλέψουμε πόσο πρόθυμα η σαδομαζοχιστική σχέση ανάμεσα στους «ηγέτες και τις «μάζες» έκανε τότε μετάσταση και μετατράπηκε σε σκληρές γεωπολιτικές αντιπαλότητες και, τελικά, σε παγκόσμιο πόλεμο σε μια αδιανόητη προηγουμένως κλίμακα.
Τόσο τότε όσο και τώρα, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αυταρχικού εθνικού λαϊκισμού είναι η περιφρόνηση για τις μεθοδικές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης και, αντίθετα, μια προτίμηση σε έναν χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ενσωματώνει άμεσα τη «θέληση του λαού» -όπως διατυπώθηκε αυτό από τον Τραμπ στο Συνέδριο των Ρεπουμπλικανών: «Θα είμαι η φωνή σας». 
Οπως έδειξε ο Μαρκ Μαζάουερ σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του στους Financial Times («Ιδέες που εξέθρεψαν το τέρας του Φασισμού ανθίζουν σήμερα», 7 Νοεμβρίου), στις μέρες μας το σχετικό προηγούμενο δεν αφορά την απειλή του φασισμού, αλλά, αντίθετα, την απώλεια «της πίστης στην κοινοβουλευτική κυβέρνηση, στα θεσμικά αντίβαρα και στις βασικές ελευθερίες». 
Με τον ίδιο τρόπο στη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930 πολλοί κατηγορούσαν τη νομοθετική εξουσία για τις συμφορές της κοινωνίας και επιθυμούσαν να δουν περισσότερες εξουσίες στα χέρια ενός και μοναδικού ηγέτη. 
Τα Κοινοβούλια «διαγράφτηκαν» σαν βιτρίνες που απλώς επικύρωναν όσα απαιτούσαν οι ελίτ και τα λόμπι που δεν λογοδοτούσαν σε κανένα. 
Τα δε πολιτικά κόμματα κινήθηκαν προς τα άκρα και αναφέρονταν το ένα για το άλλα σαν να ήταν βασικά χωρίς νομιμοποίηση. Το δικαστικό σώμα και η αστυνομία πολιτικοποιήθηκαν.
Είναι αυτή η κρίση των θεσμών που μας δίνει το πιο χτυπητό αντίστοιχο μεταξύ της Βαϊμάρης και των ΗΠΑ σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια, τα παραδείγματα της Πολωνίας και της Ουγγαρίας έχουν δείξει την ευκολία με την οποία τα προνόμια του συνταγματισμού και της κυριαρχίας του νόμου μπορούν να ακυρωθούν από αυταρχικούς δημαγωγούς, προκειμένου να προωθήσουν την ατζέντα του εθνολαϊκιστικού σοβινισμού. 
Και στις δύο περιπτώσεις, το καθαρό αποτέλεσμα ήταν η αντικατάσταση της πολιτικής δημοκρατίας από την εθνική δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η ισότητα ενώπιον του νόμου έχει θυσιαστεί στον βωμό των πρωτόγονων δικαιωμάτων του αίματος και του ανήκειν. 
Από την αρχή της εκστρατείας του ο Τραμπ υιοθέτησε ανεύθυνα τέτοιους οπισθοδρομικούς πολιτικούς πειρασμούς και αλληγορίες, δαιμονοποιώντας ευάλωτες ομάδες –γυναίκες, ισπανόφωνους και μουσουλμάνους– προκειμένου να υποκινήσει συναισθηματική θέρμη στην πολιτική του βάση. Κατά τραγικό τρόπο, η στρατηγική του πέτυχε.
Ποια ευθύνη έχουμε εμείς ως ακαδημαϊκά μέλη για την έκπτωση της αμερικανικής πολιτικής που βλέπουμε; Μεγάλη θα έλεγα. Εγκαταλείποντας σταθερά τους παραδοσιακούς στόχους της φιλελεύθερης εκπαίδευσης προς όφελος επαγγελματικών στόχων και δίνοντας έμφαση στον τελικό απολογισμό, έχουμε μεταδώσει στους φοιτητές μας ένα οπισθοδρομικό μήνυμα: 
«Στην υπερ-ανταγωνιστική εποχή του νεοφιλελευθερισμού, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθείτε να μελετήσετε το όλο ή να σπαταλάτε πολύτιμο χρόνο θέτοντας θεωρητικές ερωτήσεις για το νόημα και τον σκοπό των πάντων. 
Αν κάνετε κάτι τέτοιο, δεν θα προάγετε ούτε τους στόχους της επαγγελματικής σας προόδου ούτε θα ενισχύσετε το επίπεδο της «αποζημίωσης», το οποίο οι φοιτητές δικαιούνται μετά την αποφοίτηση». 
Και επιπρόσθετα, στα περισσότερα τετραετή κολέγια και πανεπιστήμια σήμερα τέτοιες ανησυχίες καταδικάζονται σταθερά σαν χαρακτηριστικά παραδείγματα «αντιπαραγωγικής εργασίας». 
Το μήνυμα που μεταφέρουμε είναι ότι στη σημερινή οικονομία το να καλλιεργείς μια κουλτούρα κριτικής γνώσης είναι πολυτέλεια, για την οποία η ανώτατη εκπαίδευση έχει ελάχιστα περιθώρια.
Στον απόηχο του πολιτικού σεισμού της Τρίτης, του οποίου οι μετασεισμοί θα συνεχιστούν στο προβλεπτό μέλλον, καλά θα κάνουμε να θυμηθούμε τα αξιομνημόνευτα λόγια του Γερμανού αντιναζί πάστορα Μάρτιν Νίεμιλερ (1892-1984) «Πρώτα ήρθαν για τους κομμουνιστές, αλλά εγώ δεν ήμουν κομμουνιστής και έτσι δεν μίλησα. 
Μετά ήρθαν για τους σοσιαλιστές και τους συνδικαλιστές, αλλά εγώ δεν ήμουν τέτοιος και έτσι δεν μίλησα.
Υστερα ήρθαν για τους Εβραίους, αλλά εγώ δεν ήμουν Εβραίος και έτσι δεν μίλησα. Και όταν ήρθαν για μένα δεν είχε μείνει κανείς για να μιλήσει».
♦ΣΗΜ.: Το άρθρο γράφτηκε αποκλειστικά για την «Εφημερίδα των Συντακτών»
*Καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου