Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018


Ελλάδα και Βενεζουέλα στο τοπ των απωλειών πλούτου

Η περιουσία ανά ενήλικο (εκτός δανεισμού) στην Ελλάδα υποχώρησε κατά μέσον όρο 62.000 δολάρια
Ελλάδα και Βενεζουέλα στο τοπ των απωλειών πλούτου
εκτύπωση  

Η Βενεζουέλα και η Ελλάδα αποτελούν τις χώρες  με τη μεγαλύτερη απώλεια πλούτου στην δεκαετία 2007-2017, που σημαδεύτηκε από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους στην ζώνη του ευρώ.
Σύμφωνα με έρευνα της News World Wealth σε συνεργασία με την Visual Capitalist, ο παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτος  διαμορφώθηκε το 2017 στα 215 τρισ. δολάρια,  αποτυπώνοντας τον  πλούτο που διατηρεί ο γενικός πληθυσμός, καθώς και τα 15,2 εκατομμύρια εκατομμυριούχων, οι 584 χιλιάδες πολυεκατομμυριούχοι και οι 2.252 δισεκατομμυριούχοι.
Το Βιετνάμ, μάλιστα που βρίσκεται στην κορυφή των χωρών με τη μεγαλύτερη αύξηση πλούτου την τελευταία 10ετία, που έφθασε το 210%, ενώ νέα άνοδος κατά  200% αναμένεται και την επόμενη 10ετία. Ακολουθεί η Κίνα με αύξηση πλούτου στη 10ετία 198%, ενώ ακολουθούν  ο Μαυρίκιος (195%), η Αιθιοπία (190%) και η Ινδία (160%), η Σρι Λάνκα (133%), ο Παναμάς (125%), η Ουρουγουάη(117%), η Μάλτα (95%) και η Ινδονησία (92%).
Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώνεται, η Βενεζουέλα που κάποτε ήταν η πιο πλούσια της χώρα της Νότιας Αμερικής  μέσα στην τελευταία δεκαετία κατάφερε να χάσει σχεδόν τον μισό της πλούτο (-48%) και  η Ελλάδα που βρέθηκε στο επίκεντρο της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη (-37%), αποτελούν οι χώρες με την μεγαλύτερη απώλεια πλούτου την τελευταία δεκαετία.  Ακολουθούν από την ευρωπαϊκό Νότο η Ιταλία και η Ισπανία που έχασαν το 19% του πλούτου τους,  η Νορβηγία (λόγω πτώσης των τιμών του πετρελαίου) με απώλειες 17%,  η Πορτογαλία με 13%, η Ολλανδία με 12%, η Γαλλία      με 11%, η Φινλανδία      11% επίσης  και η Αίγυπτος με που έχασε το 10% του πλούτου της.
Να σημειωθεί πως σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μελετών της Credit Suisse, που εξετάζει την εξέλιξη του πλούτου σε πάνω από 200 χώρες, 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης ο παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτος, απορροφώντας τις απώλειες, έχει αυξηθεί κατά 27%, καθώς από τα 220 τρισ. δολάρια του 2007 ανήλθε στα 280 τρισ. δολάρια το 2017. Στην Ελλάδα, βέβαια, από την κορύφωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων στα 1,57 τρισ. δολάρια το 2007, ο Αρμαγεδδών της μακροχρόνιας ύφεσης οδήγησε, τη δεκαετία αυτή, τα ελληνικά νοικοκυριά σε απώλειες 560 δισ. δολαρίων, καθώς η περιουσία ανά ενήλικο (εκτός δανεισμού) υποχώρησε κατά μέσον όρο 62.000 δολάρια.

Να σημειωθεί πάντως ότι το 2001, τη χρονιά που Ελλάδα εντάχθηκε στο ευρώ, η περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών αποτιμώνταν σε 631 δισ. δολ. ενώ έναν χρόνο αργότερα εκτοξεύθηκε στα 746 δισ. δολ. και στο τέλος του 2009, λίγο πριν από το Καστελόριζο (23.4.2010), βρισκόταν στα 1,42 τρισ. δολ., για να υποχωρήσει το 2015 στο χαμηλό για την περίοδο του ευρώ των 923 δισ. δολ., απόρροια και του «Varoufakis effect», όπως αποκαλείται πλέον το α' εξάμηνο του 2015 όπου η τύχη της οικονομίας (και της χώρας) βρισκόταν στα χέρια του τότε υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη.

Η επώδυνη στροφή της Ελλάδας σε πιο ορθολογικές λύσεις, μετά τον σκληρό συμβιβασμό με τους εταίρους και δανειστές, παρά το γεγονός ότι «αποδεκάτισε» τη μεσαία τάξη, οδήγησε τις αξίες σε μερική άνοδο και την αποτίμηση της συνολικής περιουσίας των νοικοκυριών στα 1,007 τρισ. δολ.  τη χρονιά που οσονούπω φθάνει στο τέλος της.

Από τα 111.684 δολ. που υπολογίζεται σήμερα η περιουσία ανά ενήλικο (εκτός δανεισμού), το 76% αφορά μη χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως ακίνητα) και το υπόλοιπο 24%  χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κ.λπ.).  Ενώ στην Ευρώπη, η περιουσία σε χρηματοοικονομικά προϊόντα αφορά το 45,4% και σε μη χρηματοοικονομικά μέσα το 54,6%, έναντι 54,2% και 45,8% αντίστοιχα παγκοσμίως, στην περίπτωση της Ελλάδας κυριαρχεί η συμβολή κυρίως της ακίνητης περιουσίας στη μεταβολή του πλούτου, αφού το 76% της περιουσίας των Ελλήνων αφορά  μη χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως ακίνητα και αυτοκίνητα).
Από την άλλη πλευρά, ενώ ως το 2008 που αρχίζει να κορυφώνεται η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση τα ρευστά διαθέσιμα αντιπροσώπευαν σχεδόν το ήμισυ του χρηματοοικονομικού χαρτοφυλακίου, η κατάσταση αλλάζει άρδην από το 2009 και μετά, όταν η διακράτηση των ρευστών διαθεσίμων ανέρχεται ως και τα 3/4 του συνόλου, με τη συμμετοχή των τίτλων μετοχών, ομολόγων κ.λπ. να περιορίζεται στο 1/10, λόγω της κατάρρευσης των κεφαλαιαγορών.
Η έξοδος πάντως των καταθέσεων μετά το 2009, οι οποίες είτε κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό είτε διακρατήθηκαν ως μετρητά στο εσωτερικό, δεν αποτυπώθηκε στη συνολική περιουσία των ελληνικών νοικοκυριών. Το είδος του αναπτυξιακού προτύπου που ακολούθησε η χώρα μας στην περίοδο πριν από την κρίση διευκόλυνε τη συσσώρευση περιουσίας μέσω του υπερδανεισμού του Δημοσίου και της μεγάλης παραοικονομίας και φοροδιαφυγής.  
Από το Βήμα

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Περίπου 120 εκατ. Ευρωπαίοι απειλούνται από τη φτώχεια

Τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης
Περίπου 120 εκατ. Ευρωπαίοι απειλούνται από τη φτώχεια
εκτύπωση  

Πάνω από 120 εκατομμύρια Ευρωπαίοι απειλούνται από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό όπως προκύπτει από το Συμβούλιο της Ευρώπης που έλαβε χώρα από 22-26 Ιανουαρίου 2018. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων (ECSR) δημοσίευσε τα ετήσια συμπεράσματά της για το 2017 σχετικά με τη θεματική ομάδα «Υγεία, κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική προστασία».

Τα ετήσια συμπεράσματα αφορούσαν τα άρθρα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που εγγυάται τα θεμελιώδη κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα σχετικά με την απασχόληση τη στέγαση, την υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική προστασία και την ευημερία.

Η Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της για το γεγονός ότι σε πολλές χώρες το ποσοστό φτώχειας στην Ευρώπη είναι απαράδεκτα υψηλό και τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση αυτού του θεμελιώδους προβλήματος είναι ανεπαρκή. Συγκεκριμένα, σε πολλά κράτη, τα επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης (ιδίως όσον αφορά την ανεργία και το γήρας) βρίσκονται πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η κοινωνική πρόνοια, η οποία παραμένει πολύ χαμηλή.

Παράλληλα, η Ιταλίδα βουλευτής Nunzia Catalfo (Ανεξάρτητη, Κίνημα 5 Αστέρων), παρουσίασε έκθεση της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Αειφόρου Ανάπτυξης, σχετικά με το εισόδημα του πολίτη και την εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για όλους.

Η έκθεση επισημαίνει ότι περίπου 120 εκατ. Ευρωπαίοι απειλούνται από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, εκ των οποίων τα 25 εκατ. είναι παιδιά. 40 εκατ. άνθρωποι αντιμετωπίζουν καθημερινά υλικές δυσκολίες και πάνω από 4 εκατ. είναι άστεγοι.

«Η εισαγωγή ενός βασικού εισοδήματος, που θα καταβάλλεται χωρίς έλεγχο (της οικονομικής κατάστασης) ή απαιτήσεις εργασίας, είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και για την ενίσχυση της συμμετοχής όλων στην κοινωνία», αναφέρει η έκθεση. Θεωρείται ότι η εισαγωγή ενός βασικού εισοδήματος που ορίζεται ως «καθολικό, ατομικό, άνευ όρων και επαρκές για την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης» θα ανακουφίσει τη φτώχεια και θα εγγυηθεί ίσες ευκαιρίες για όλους, πιο αποτελεσματικά από το υπάρχον σύστημα διάφορων κοινωνικών επιδομάτων, παροχών και προγραμμάτων.

Η έκθεση εγκρίθηκε με πλειοψηφία στην ολομέλεια. Το ψήφισμα τονίζει ότι το βασικό εισόδημα θα συμπληρώνει τις απολαβές για όσους απασχολούνται σε μη τυποποιημένες μορφές εργασίας ή εργασία με μειωμένο ωράριο, υποαπασχολούμενοι, ή έχουν μη αμειβόμενη εργασία.

Προτείνονται μία σειρά από συστάσεις προς τα κράτη-μέλη ώστε να μπορέσουν να ορίσουν σε εθνικό επίπεδο ανάλογες και προσαρμοσμένες ρυθμίσεις για την εγγύηση ενός βασικού μισθού του πολίτη και ένα νέο πλαίσιο κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των πολιτών και το ίδιο το κράτος.

Αναγνωρίζεται πως για την υλοποίηση ενός βασικού εισοδήματος, θα πρέπει να προβλεφθούν ενδιάμεσα στάδια αναθεώρησης του ήδη υπάρχοντος συστήματος στο τομέα της εθνικής κοινωνικής προστασίας και του φορολογικού συστήματος.

Σύμφωνα με το εγκριθέν κείμενο, τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάσουν τη χρήση μεθοδολογιών και δεικτών αναφοράς για τον καθορισμό του επιπέδου των δικαιωμάτων που θα επιτρέπουν σε όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να απολαμβάνουν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο – όπως για παράδειγμα ο δείκτης (AROPE) «κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού» που ανέπτυξε η ΕΕ.

Τα κράτη-μέλη παροτρύνονται στη διοργάνωση δημόσιας εθνικής συζήτησης με θέμα το βασικό εισόδημα του πολίτη και στη πειραματική εφαρμογή του βασικού εισοδήματος του πολίτη σε εθνικό επίπεδο.
Από το Βήμα

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Χωρίς όριο η υποκρισία του ΔΝΤ

lagarde.jpg

Κριστίν ΛαγκάρντEUROKINISSI / WORLD ECONOMIC FORUM / JAKOB POLACSEK
Το θράσος καμιά φορά δεν έχει όρια. Ο τελευταίος διεθνής οργανισμός, ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσε να μιλήσει για τη φτώχεια των νέων στην Ε.Ε. είναι το ΔΝΤ και η γενική διευθύντριά του, Κριστίν Λαγκάρντ.
Με τις πολιτικές αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και ακραίας λιτότητας που επέβαλε σε Ελλάδα, Λετονία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και τις άλλες χώρες της Ευρώπης που κατέφυγαν σε πρόγραμμα διάσωσης την τελευταία δεκαετία, το ΔΝΤ αποτέλεσε επί της ουσίας τον θύτη της νέας γενιάς Ευρωπαίων.
Στη χώρα μας μόνο, το ΔΝΤ μαζί με τον Σόιμπλε και τις λοιπές δυνάμεις του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού ήταν ο αρχιτέκτονας της υποβάθμισης της «γενιάς των 700» σε «γενιά των 300», ο βασικός υπεύθυνος της εκτόξευσης της ανεργίας των νέων στο 50% και της μετανάστευσης χιλιάδων νέων επιστημόνων στο εξωτερικό.
Αντί, λοιπόν, να σιωπήσει για το κακό που έχει προκαλέσει, το ΔΝΤ προχώρησε, χθες, στη δημοσιοποίηση μιας ιδιαίτερα αμφιλεγόμενης ως προς τον στόχο της έρευνας για την ανισότητα και τη φτώχεια μεταξύ των γενεών στην Ευρωπαϊκή Ενωση («Inequality and Poverty across Generations in the European Union»).
Η έκθεση υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η ανισότητα στην Ευρώπη δεν αποτελεί τόσο μεγάλη απειλή όπως σε άλλα μέρη του κόσμου.
Διαπιστώνει ότι η μέση εισοδηματική ανισότητα παρέμεινε σταθερή από το 2007, κάτι που, όπως εξηγεί η επικεφαλής του Ταμείου, Κριστίν Λαγκάρντ, οφειλόταν «εν μέρει στα ισχυρά κοινωνικά δίκτυα ασφάλειας και την αναδιανομή πλούτου, που βοήθησαν εκατομμύρια ανθρώπους και ενίσχυσαν τη θέση της Ευρώπης έναντι άλλων ανεπτυγμένων οικονομιών».
Ωστόσο, υπάρχει μια τάση που ανησυχεί το ΔΝΤ, η σημαντική αύξηση του οικονομικού χάσματος μεταξύ των γενεών.
Οι νέοι μένουν πίσω και χωρίς κάποιες δράσεις δεν θα μπορέσουν ποτέ να ανακάμψουν, τονίζει το Ταμείο. Υπεύθυνη για τη φτώχεια και τη μείωση των αποδοχών των νέων μετά το 2007 είναι, σύμφωνα με τη Λαγκάρντ η ανεργία (και όχι οι πολιτικές λιτότητας που την εκτόξευσαν ούτε βέβαια η όλο και πιο άνιση κατανομή των καρπών της παραγωγικής διαδικασίας).
Η έκθεση του Ταμείου διαπιστώνει ότι σήμερα, 10 χρόνια από την κρίση, ένας στους πέντε νέους της Ε.Ε. ψάχνει ακόμη για δουλειά.
Η παρατεταμένη παραμονή στην ανεργία θα οδηγήσει πιθανότατα σε χαμηλότερους μισθούς, καταστρέφοντας την επαγγελματική τους καριέρα.
Οι νέοι άνθρωποι έχουν ακόμη το υψηλότερο σε σχέση με τα περιουσιακά τους στοιχεία χρέος από οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή ομάδα της Ε.Ε. Είναι έτσι οι πιο τρωτοί σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις.

Ανοιξε η ψαλίδα

Πριν από την κρίση, η σχετική φτώχεια μεταξύ νέων (18-24 ετών) και των μεγαλύτερων (πάνω από τα 65) στην Ευρώπη ήταν περίπου η ίδια.
Ομως, μετά την κρίση, άνοιξε η ψαλίδα δραματικά, με αποτέλεσμα ένας στους 4 νέους της Ευρώπης να είναι σήμερα αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της φτώχειας, επιβιώνοντας με εισοδήματα χαμηλότερα από το 60% του μέσου.
Σε αυτήν την εξέλιξη συνέβαλε και η υποαπασχόληση, επισημαίνει το ΔΝΤ, χωρίς όμως να αναφέρει ότι η τελευταία ήταν απόρροια των πολιτικών «ευελιξίας στην αγορά εργασίας», των οποίων είναι θιασώτης.
Αντίθετα, υπεύθυνη για την υποαπασχόληση είναι, σύμφωνα με τη Λαγκάρντ, η «gig economy» και το ανεπαρκές δίκτυο κοινωνικής ασφάλειας (δηλαδή το κράτος πρόνοιας που το ίδιο το Ταμείο κατακρεούργησε με τις απαιτήσεις του).
Στη μιζέρια των νέων, το Ταμείο αντιπαραθέτει διαρκώς στην έκθεσή του τους Ευρωπαίους άνω των 65 ετών, οι οποίοι, όπως υποστηρίζει, πηγαίνουν καλύτερα οικονομικά, επειδή οι συντάξεις τους είναι καλύτερα προστατευμένες.
Η Λαγκάρντ, θέλοντας να προλάβει τη μύχια σκέψη που γεννάται (οι γέροι τρώνε τα νιάτα), διατυμπανίζει ότι όλο αυτό δεν είναι μια σύγκρουση γενεών.
Με δεδομένες, όμως, τις άγριες περικοπές που επέβαλε όλα αυτά τα χρόνια στα «πειραματόζωα» -τους Ελληνες συνταξιούχους-, ποιος δεν υποψιάζεται ότι στόχος του ΔΝΤ και της έκθεσής του δεν είναι ακόμη ένας κοινωνικός αυτοματισμός, με στόχο αυτή τη φορά τους ηλικιωμένους της Δυτικής Ευρώπης;
Από την ΕφΣυν

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Στα χερια του 1% κατέληξε το 82% του παγκόσμιου πλούτου το 2017
Το 82% του πλούτου που δημιουργήθηκε πέρσι σε παγκόσμιο επίπεδο κατέληξε στα χέρια του 1% των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη, ενώ οι γυναίκες συνέχισαν να πληρώνουν το πιο βαρύ τίμημα εν μέσω της εντεινόμενης ανισότητας.
Τα στοιχεία αυτά φέρνει στη δημοσιότητα η ΜΚΟ Oxfam μέσω της νέας έκθεσής της, στην οποία τονίζει «αυτό το μπουμ των δισεκατομμυριούχων δεν είναι ένδειξη μιας ευημερούσας οικονομίας, αντιθέτως είναι σύμπτωμα της αποτυχίας του οικονομικού συστήματος». 
Η έκθεση της οργάνωσης φέρει τον τίτλο «Ανταμείψτε τη δουλειά, όχι τον πλούτο» και δημοσιοποιείται μια ημέρα πριν από την έναρξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ  (WEF) στο Νταβός.
Αποκαλύπτει πως «οι οικονομίες μας ανταμείβουν τον πλούτο, αντί της σκληρής δουλειάς εκατομμυρίων ανθρώπων», δήλωσε  η διευθύντρια της Oxfam Ουίνι Μπιανίμα στο Πρακτορείο Reuters. «Οι ελάχιστοι στην κορυφή (της πυραμίδας) γίνονται όλο και πιο πλούσιοι, τα εκατομμύρια στη βάση μένουν παγιδευμένα σε μισθούς φτώχειας», συμπλήρωσε.
«Υφίστανται εκμετάλλευση οι άνθρωποι που φτιάχνουν τα ρούχα που φοράμε, που συναρμολογούν τα κινητά μας τηλέφωνα, που καλλιεργούν τα τρόφιμα που τρώμε, για να εξασφαλίζεται ο διαρκής εφοδιασμός με φθηνά προϊόντα, και επίσης για να αυξάνονται τα κέρδη των εταιρειών και των πλουσίων επενδυτών τους», τονίζει η Μπιανίμα.
Το φτωχότερο 50% δεν είχε κανένα όφελος από την παγκόσμια ανάπτυξη
Σύμφωνα με την έκθεση της Oxfam, 3,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι, το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, δεν είχε το παραμικρό όφελος από την παγκόσμια ανάπτυξη της περασμένης χρονιάς, την ώρα που το πλουσιότερο 1% ενθυλάκωσε το 82% του πλούτου που παρήχθη πέρυσι.
Ένας νέος δισεκατομμυριούχος κάθε δυο ημέρες 
Από το 2010, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, ο πλούτος της λεγόμενης «οικονομικής ελίτ» αυξάνεται κατά μέσο όρο περί το 13% σε ετήσια βάση, διευκρινίζει η Oxfam. H κορύφωση του φαινομένου καταγράφηκε μεταξύ του Μαρτίου του 2016 και του Μαρτίου του 2017, σε μια περίοδο κατά την οποία σημειώθηκε «η μεγαλύτερη αύξηση στην ιστορία του αριθμού των ανθρώπων η περιουσία των οποίων ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο δολάρια», με ρυθμό που έφθανε τον έναν νέο δισεκατομμυριούχο κάθε δύο ημέρες.
Στους 10 οι 9 είναι άντρες 
Η Oxfam τονίζει πως είναι οι εργαζόμενες αυτές που βρίσκονται «στη βάση της πυραμίδας». «Σε όλο τον κόσμο, οι γυναίκες κερδίζουν λιγότερα από τους άνδρες και υπερεκπροσωπούνται στις λιγότερο καλοπληρωμένες και επισφαλέστερες θέσεις απασχόλησης», διαπιστώνει η οργάνωση. Παρομοίως, «στους 10 νέους δισεκατομμυριούχους, οι 9 είναι άνδρες», προσθέτει η Oxfam. 
Όχι για μια πλούσια μειοψηφία 
Η ΜΚΟ, η οποία συνηθίζει να δημοσιεύει μια έκθεση για τις ανισότητες πριν η οικονομική ελίτ πάει να συζητήσει στο Νταβός της Ελβετίας, απευθύνει μια έκκληση προς τους ηγέτες να φροντίσουν «η οικονομία να λειτουργεί για όλους κι όχι μόνο για μια πλούσια μειοψηφία».
Συνιστά να περιοριστούν τα μερίσματα για τους μετόχους και τα πριμ για τους επικεφαλής επιχειρήσεων, να αυξηθεί ο κατώτερος μισθός, να τερματιστεί το «μισθολογικό χάσμα» μεταξύ ανδρών και γυναικών, να ενταθεί ο αγώνας εναντίον της φοροδιαφυγής.
Βάσει μιας δημοσκόπησης που διενεργήθηκε από την Oxfam σε δείγμα 70.000 προσώπων σε 10 χώρες και δίνεται στη δημοσιότητα ταυτόχρονα με την έκθεση, τα δύο τρία εκ των ερωτηθέντων θεωρούν ότι είναι «επείγον» να αντιμετωπιστεί «το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών». 
Η έρευνα αυτή έγινε στην Ινδία, στη Νιγηρία, στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Μεξικό, στη Νότια Αφρική, στην Ισπανία, στο Μαρόκο, στην Ολλανδία και στη Δανία.
Τρεις άνθρωποι κατέχουν τον ίδιο πλούτο με το φτωχότερο μισό του πληθυσμού 
Στις δηλώσεις της στο Reuters, η Μπιανίμα επέκρινε ιδιαίτερα τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, που θα είναι παρών στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, όχι μόνο γιατί σχημάτισε «μια κυβέρνηση δισεκατομμυριούχων», αλλά κι επειδή η φορολογική μεταρρύθμιση την οποία προώθησε θα ωφελήσει τους πλουσιότερους και όχι τους απλούς Αμερικανούς. 
Στις ΗΠΑ, θυμίζει η Oxfam, οι τρεις πλουσιότεροι άνθρωποι κατέχουν πλούτο ίσο με αυτόν του φτωχότερου μισού του πληθυσμού.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

ΧΑΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ
Το 2013, ο 21 ετών, Moritz Erhardt, πέθανε μετά από 72 ώρες συνεχούς εργασίας στην Εθνική Τράπεζα της Αμερικής όπου έκανε την πρακτική του. Το ίδιο έτος, η 31χρονη Miwa Sado, εργαζόμενη στο ιαπωνικό κρατικό δίκτυο NHK, αναγκάστηκε να δουλέψει 159 ώρες υπερωρία, με μόλις δύο μέρες ρεπό τον Ιούλιο του 2013, προτού την προδώσει η καρδιά της.
Ήταν δύο περιστατικά που σόκαραν τότε την κοινή γνώμη, η οποία αδυνατούσε να αντιληφθεί πως ένα άτομο ήταν δυνατό να πεθάνει από την πολλή δουλειά. Όπως αποδείχθηκε δεν ήταν τα τελευταία περιστατικά, που ένας θάνατος συνδεόταν με τις υπερβολικές ώρες εργασίας. Σήμερα όλο και περισσότερες επιστημονικές έρευνες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τις ώρες αλλά και τις συνθήκες εργασίας της σύγχρονης εποχής.

Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν 30 χρόνια μετά την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού και ζώντας σε μια κοινωνία άκρατου καπιταλισμού, το ωράριο εργασίας από τις 9 μέχρι τις 5 φαντάζει ονειρικό για την πλειοψηφία των εργαζομένων ανά τον κόσμο. Με δουλείες όπου ο μέσος όρος εργασίας αγγίζει τις 10 ώρες και το άγχος και η αβεβαιότητα για αυτές να βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη, η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει συνηθίσει τη ζωή σε ένα καθεστώς υπερεργασίας.
Ταυτόχρονα, το κυρίαρχο πρότυπο όλο και υποβαθμίζει τις ασχολίες των ανθρώπων εκτός του γραφείου, όπως η χαλάρωση, τα χόμπι, ή ακόμα και η ανατροφή των παιδιών, ως κάτι το μη σημαντικό που υποδηλώνει μάλιστα τεμπελιά,  υποδεικνύοντας πόσο πανίσχυρη είναι η μυθολογία που έχει δημιουργηθεί γύρω από την έννοια της εργασίας.

Η τεχνολογία φαίνεται δε πως δυσχεραίνει περαιτέρω την κατάσταση, αφού αντί να μας αποδεσμεύει από την πολλή δουλειά, μας επιβαρύνει με περισσότερη. Σήμερα ο μισός εργαζόμενος πληθυσμός τσεκάρει το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο κατά τις ώρες που δεν βρίσκεται στη δουλειά, πολλές φορές μάλιστα πριν καν σηκωθεί από το κρεβάτι. Οι σύγχρονοι εργαζόμενοι δουλεύουν διαρκώς, μπαίνοντας όταν φεύγουν από το γραφείο σε λειτουργία standby. Στην Αμερική μάλιστα, παρά το γεγονός ότι είναι μια από τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες στον κόσμο, οι εργαζόμενοι κατά μέσο όρο παίρνουν άδεια για μόλις δύο εβδομάδες το χρόνο.
Όμως το κόστος αυτής της συνθήκης υπέρμετρης εργασίας φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια αποτελεί αντικείμενο μελετών, οι οποίες μάλιστα υποδεικνύουν ότι το μακροχρόνιο άγχος και η καθιστική ζωή, που συνδέονται με αυτή, μπορούν να αποβούν μοιραίοι παράγοντες.

Ερευνητές από το Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Κολούμπια διεξήγαγαν πρόσφατα μελέτη σύμφωνα με την οποία οι εργαζόμενοι που εργάζονταν καθισμένοι σε γραφείο για πάνω από 13 ώρες την ημέρα είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα από αυτούς που έκαναν το ίδιο για 11,5 ώρες. Οι ερευνητές κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι το να καθόμαστε στο γραφείο για  πολλές ώρες την ημέρα έχει παρόμοια αποτελέσματα με το κάπνισμα. Αντίστοιχα, στο University College του Λονδίνου, ερευνητές που εξέταζαν τις εργασιακές συνήθειες μεσήλικων ανδρών και γυναικών ανακάλυψαν πως η υπέρμετρη εργασία συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση καρδιαγγειακών προβλημάτων και πρόωρων εμφραγμάτων.

Εργατικά σωματεία ανά τον κόσμο επισημαίνουν πως οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν εξίσου τις ανθρώπινες σχέσεις και την ψυχική υγεία των εργαζομένων, ενώ το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας σε υπόμνημά του αναφέρει πως όταν η εβδομαδιαία εργασία του ανθρώπου ξεπερνά τις 39 ώρες, επηρεάζεται αρνητικά όλη του η ζωή.

Για τον Αμερικανό ερευνητή, Alex Soojung-Kim Pang, οι περισσότεροι σύγχρονοι εργαζόμενοι είναι παραγωγικοί για μόλις τέσσερις ώρες την ημέρα, ενώ όλες οι υπόλοιπες ώρες εργασίας τους αποτελούνται απλά από συσσωρευμένο άγχος. Πειράματα στη Σουηδία έδειξαν μάλιστα ότι όταν μια ομάδα από νοσοκόμες περιόρισε την εργασία της σε 6 ώρες την ημέρα αντί για 8 (διατηρώντας όμως τον ίδιο μισθό), αυτές ήταν πολύ πιο παραγωγικές, αρρώστησαν λιγότερο και βίωναν πολύ λιγότερο στρες στην καθημερινότητά τους. Στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και άλλες έρευνες, που επισημαίνουν τη σημασία των λιγότερων ωρών εργασίας.

Πέρα όμως από τη μελέτη του χρόνου που αφιερώνει κανείς στη δουλειά, είναι εξίσου σημαντικό να εξεταστούν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται οι σύγχρονοι άνθρωποι, αφού αυτές, σε ορισμένες δουλειές  όπου τηρούνται μικρότερα ωράρια, είναι ικανές για να επιβαρύνουν την υγεία του ανθρώπου σε επικίνδυνα επίπεδα.
Προκειμένου να καταστήσουμε τις θέσεις εργασίας πιο ευνοϊκές για την πνευματική και φυσιολογική ευημερία μας, ο περιορισμός της εργασίας είναι σίγουρα απαραίτητος. Αντίστοιχα, οι θέσεις εργασίας θα γίνουν αυτομάτως καλύτερες, όπου οι ιεραρχίες θα είναι λιγότερο αυταρχικές και τα καθήκοντα των εργαζομένων πιο ποικιλόμορφα και με πραγματικό νόημα. Το σημερινό οικονομικό σύστημα βέβαια δεν επιτρέπει τη δημιουργία θέσεων εργασίας με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Έτσι, ακόμα και οι πιο αφοσιωμένοι εργαζόμενοι, όσο κι αν επιδοθούν σε προγράμματα γιόγκα και στην κατανάλωση οργανικών φρούτων, «υπετροφών» και διαφόρων «προγραμμάτων ευεξίας», θα αισθάνονται πως τους λείπει κάτι: Το να έχουν πραγματική ζωή.
Με πληροφορίες από τον Guardian
Από το tvxs

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ
Μπορεί οι μαθητές στην Ιαπωνία να μην κάνουν κοπάνες από το σχολείο, να μην αργούν να πάνε στα μαθήματα, να μην αγνοούν ποτέ όσα τους διδάσκει ο καθηγητής τους την ώρα του μαθήματος, μπορεί το ιαπωνικό εκπαιδευτικό σύστημα να κατατάσσεται στα δέκα καλύτερα παγκοσμίως από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) και την Παγκόσμια Έκθεση Ανταγωνιστικότητας, ωστόσο μεταξύ του 1972 και του 2013, αυτοκτόνησαν 18.084 παιδιά. Κατά μέσο όρο, 92 παιδιά αυτοκτονούν κάθε χρόνο στις 31 Αυγούστου, 131 την 1η Σεπτεμβρίου και 94 στις 2 Σεπτεμβρίου. Αύξηση στις αυτοκτονίες παιδιών παρατηρείται και στις αρχές Απριλίου, όταν ξεκινά το πρώτο εξάμηνο στα σχολεία της χώρας.
Μάλιστα, η κυβέρνηση της Ιαπωνίας έχει προβεί σε πάρα πολλές ενέργειες -για παράδειγμα, ιδρύοντας ειδικά ινστιτούτα ή ανοίγοντας ειδικές τηλεφωνικές γραμμές- προκειμένου να βοηθήσει όσους έχουν τάσεις αυτοκτονίας.
«Το δεύτερο εξάμηνο ξεκινά σε λίγο. Αν σκέφτεσαι να αυτοκτονήσεις επειδή μισείς το σχολείο τόσο πολύ, γιατί δεν έρχεσαι σε εμάς; Έχουμε κόμικ και ελαφριά μυθιστορήματα. Κανένας δεν θα σε κατσαδιάσει αν περάσεις όλη τη μέρα εδώ. Να μας θυμάσαι σαν το καταφύγιό σου, αν σκέφτεσαι να διαλέξεις τον θάνατο αντί του σχολείου τον Σεπτέμβριο».
Η ανάγνωση και μόνο του tweet μίας δημόσιας βιβλιοθήκης, το οποίο «απαντά» στο δίλημμα αυτοκτονία ή σχολείο, προτρέποντας τα παιδιά να μην πάνε στην τάξη, προκαλεί περίεργα συναισθήματα. Ωστόσο, για την κοινωνία στην Ιαπωνία, αυτό το δίλημμα είναι μία πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, όπως αναφέρει το BBC, στη χώρα υπάρχει εφημερίδα ειδικά για παιδιά που αρνούνται να πάνε στο σχολείο. Πρόκειται για μη κερδοσκοπική οργάνωση, η οποία μετρά 17 χρόνια ζωής. Αφορμή για τη δημιουργία της, ήταν τρία τραγικά περιστατικά που συνέβηκαν το 1997: δύο παιδιά αυτοκτόνησαν στις 31 Αυγούστου, και τρία άλλα παιδιά έκαψαν το σχολείο τους την ίδια περίοδο.
«Κόλαση εξετάσεων» και Ρονίν
«Κόλαση εξετάσεων» αποκαλούν την περίοδο προετοιμασίας για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ιαπωνία. Ο λόγος είναι ότι ο ανταγωνισμός είναι τόσο υψηλός που μόνο το 76% των αποφοίτων των σχολείων συνεχίζουν την εκπαίδευσή τους μετά το γυμνάσιο.
Στην τελευταία τάξη της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, οι Ιάπωνες μαθητές πρέπει να εξεταστούν σε ένα πολύ σημαντικό διαγώνισμα, που κρίνει το μέλλον τους. Κάθε μαθητής μπορεί να επιλέξει ένα κολέγιο στο οποίο θα ήθελε να πάει κι αυτό το κολέγιο έχει μια συγκεκριμένη απαίτηση βαθμολογίας.  Εάν ένας φοιτητής δεν επιτύχει τη βαθμολογία αυτή, δεν μπορεί να εισαχθεί στο συγκεκριμένο κολέγιο.
Αυτή η δοκιμασία είναι το αποκορύφωμα των ετών έντονης προετοιμασίας που αρχίζει ήδη από το νηπιαγωγείο. Οι μητέρες προσεύχονται σε ειδικά ιερά Shinto για την επιτυχία των παιδιών τους και οι σπουδαστές αγοράζουν κούκλες daruma, που έχουν σκοπό να κρατήσουν τα κακά πνεύματα και τους δαίμονες μακριά, για να φέρουν καλή τύχη.
«Ο καθένας μπορεί να φτάσει σε ένα πανεπιστήμιο στην Ιαπωνία αυτή τη στιγμή», δηλώνει στο εκτενές ρεπορτάζ του Atlantic, ο Greg Poole, καθηγητής κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Ινστιτούτο Φιλελεύθερων Τεχνών του Πανεπιστημίου Doshisha στο Κιότο. Αλλά σε μια εξαιρετικά διαστρωμένη χώρα όπως η Ιαπωνία, μόνο τα κορυφαία δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια της χώρας μπορούν να εγγυηθούν στους νέους ενήλικες μια ελπιδοφόρα προοπτική.
Oι φοιτητές που δεν μπαίνουν σε ένα πολυπόθητο δημόσιο πανεπιστήμιο θα περιμένουν ένα χρόνο για να επαναλάβουν τη δοκιμασία, κατά τη διάρκεια του οποίου, αυτοί οι νέοι ενήλικες, γνωστοί ως Ρονίν, πηγαίνουν φροντιστήριο. Τα φροντιστήρια είναι πολύ διαδεδομένα (λέγονται Juku ή Yobikou). Ειδικεύονται στις τεχνικές λύσης προβλημάτων για τις παραπάνω εξετάσεις. Σε αυτά πηγαίνουν είτε μαθητές παράλληλα με το Λύκειο είτε απόφοιτοι Λυκείου που χρειάζονται έξτρα προετοιμασία για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Οι δεύτεροι πηγαίνουν την ημέρα (δίδακτρα $5-7000 το χρόνο). Οι πρώτοι: $100-200 ανά τάξη και ανά μήνα.
Στην Ιαπωνία, όπως και στην Κίνα, η διαδικασία προετοιμασίας για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο αρχίζει νωρίς. Ο ανταγωνισμός γύρω από την τριτοβάθμια εκπαίδευση ώθησε μια κερδοφόρα βιομηχανία προπαρασκευαστικών τάξεων και των λεγόμενων «κυλιόμενων» σχολείων. Αυτά τα προγράμματα είναι τόσο περιζήτητα ώστε ακόμη και οι γονείς κρίνονται σε συνεντεύξεις ενώ οι υποψήφιοι πρέπει τεστάρονται σε εκτιμήσεις ικανότητας (συνήθως αποτελούνται από γραπτό τεστ, έργα τέχνης, παζλ, μέχρι και σωματικές ασκήσεις) για να εξασφαλίσουνε μια θέση. Για να προετοιμαστούν, λοιπόν πηγαίνουν στο σχολείο juku ή cram, μια διαδικασία που απαιτεί τεράστια επένδυση χρόνου και χρήματος, που μόνο η ανώτερη οικονομική τάξη μπορεί να αντέξει οικονομικά. Ορισμένες οικογένειες χρεώνονται για να πληρώσουν το σχολείο cram, το οποίο μπορεί να κοστίσει ως και 13.000 δολάρια το χρόνο, το μισό του μέσου καθαρού εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ιαπωνία.
Είναι ενδεικτικό ότι Ρονίν ονομάζονταν οι σαμουράι που έμεναν δίχως άρχοντα όταν αυτός πέθαινε ή σκοτωνόταν σε κάποια μάχη, ήταν αναγκασμένοι να περιπλανιούνται και απουσία ενός δασκάλου, έχαναν την κοινωνική τους θέση και αποκλείονταν από πολλές παραδοσιακές μορφές απασχόλησης. Η αναλογία μεταξύ της σύγχρονης χρήσης του όρου και της σημασίας του στην αρχαιότητα είναι σημαντική, καθώς δηλώνει το κοινωνικό στίγμα που συνδέεται με την αποτυχία της δοκιμασίας για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο.
Σε μια ανάλυση του 2014, οι Ιάπωνες ψυχίατροι διαπίστωσαν ότι περίπου το 58% των Ρονίν που ερευνούσαν είχαν κατάθλιψη. Οι επιστήμονες κατέστησαν σαφή τη σχέση μεταξύ της αγχωτικής σχολικής εκπαίδευσης και της κακής ψυχικής υγείας μεταξύ των φοιτητών που «γονατίζουν» για να επαναλάβουν τη δοκιμασία της εισαγωγής.
Μεταρρύθμιση… λίφτινγκ
Ο έλεγχος στην εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα αυστηρός σε ολόκληρη την Ανατολική Ασία και με πολλούς τρόπους φαίνεται να αποδίδει με κριτήρια ανταγωνιστικότητας. Η περιοχή διαθέτει μερικούς από τους σπουδαστές με τις υψηλότερες επιδόσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών: Οι φοιτητές από τη Νότια Κορέα, τη Σαγκάη, το Βιετνάμ, την Ταϊβάν και το Χονγκ Κονγκ έχουν συνήθως καλύτερες επιδόσεις από τους Αμερικανούς ομολόγους τους σε διεθνείς ακαδημαϊκές αξιολογήσεις, λόγω προφανώς των υψηλών προσδοκιών από τα συστήματα εισαγωγής των χωρών τους.
Αλλά η εμμονή πάνω στα ακαδημαϊκά επιτεύγματα των παιδιών κινδυνεύει να θέσει σε κίνδυνο τον ανθρώπινο παράγοντα που βρίσκεται θεωρητικά στον πυρήνα όλων αυτών: τον ίδιο τον φοιτητή. Στην Ιαπωνία, όπου η επιτυχία εισαγωγής στα ανώτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα ταυτίζεται με το δείκτη της αξίας τους στην κοινωνία, το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού, Επιστημών και Τεχνολογίας (MEXT) σχεδιάζει τώρα μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση που επιδιώκει να αλλάξει τον ρόλο της αξιολόγησης στο πανεπιστημιακό σύστημα εισαγωγής και να επανεξετάσει τον τρόπο με τον οποίο οι ικανότητες μετριούνται και οι μαθητές εκπαιδεύονται για την επαγγελματική τους ζωή.
Η Ιαπωνία επιδιώκει πλέον τη μεταρρύθμιση της προσέγγισής της στην εκπαίδευση, αντιμετωπίζοντας τις αδυναμίες ενός θεωρητικά αξιοκρατικού συστήματος στο οποίο η απομνημόνευση αποτιμάται πάνω από τις ικανότητες και την ανθεκτικότητα στις κριτικές σκέψεις, πολλές φορές επιβαρύνοντας σοβαρά την ψυχική υγεία των μαθητών.
Εξηγώντας τις μεταρρυθμίσεις που πρόκειται να ισχύσουν από το ακαδημαϊκό έτος 2020, όταν το Τόκιο θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το MEXT τείνει να αναφέρει την επιρροή της δοκιμασίας εισαγωγής στη μακροοικονομία περισσότερο από ότι τη ψυχική υγεία των μαθητών.
Ο Chihiro Otsuka, αναπληρωτής διευθυντής στο MEXT, υποστηρίζει ότι το υπάρχον σύστημα εισαγωγής δεν καταφέρνει να προετοιμάσει τους Ιάπωνες φοιτητές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του κόσμου του 21ου αιώνα και ο λόγος κατά την άποψή του είναι ότι: «Στις παλιές εποχές, ικανότητες όπως η απομνημόνευση τεράστιου όγκου πληροφοριών ... ήταν πολύτιμες στην ιαπωνική αγορά εργασίας. Ωστόσο στον σημερινό κόσμο που αλλάζει γρήγορα, όπου η τεχνητή νοημοσύνη και η τεχνολογία προχωρούν, οι αναμενόμενοι ρόλοι των ανθρώπων αλλάζουν».
Σύμφωνα με τους ιθύνοντες της μεταρρύθμισης, αυτή θα σχεδιαστεί για να αξιολογήσει την κριτική σκέψη, κρίση και έκφραση, θα προωθήσει όχι μόνο την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων αλλά και την ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικά επαγγελματικά περιβάλλοντα και ανάγκες της αγοράς. Το MEXT πιστεύει ότι αυτό θα οδηγήσει σε μετατόπιση των προτεραιοτήτων όσον αφορά τη διδασκαλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα προετοιμάσει την επόμενη γενιά εργαζομένων για να αντιμετωπίσει μια δύσκολη και συχνά αδίστακτη αγορά εργασίας και τελικά θα διατηρήσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της χώρας στην παγκόσμια οικονομία.
Αυτές οι αλλαγές αποτελούν μέρος μιας μεγαλύτερης προσπάθειας για να εξασφαλιστεί ότι το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης της Ιαπωνίας ανταποκρίνεται στις σύγχρονες πραγματικότητες - μεταξύ των οποίων το γεγονός και μια σοβαρή δημογραφική κρίση. Ο νεαρός ενήλικος πληθυσμός της χώρας, η πηγή πιθανών υποψηφίων, έχει μειωθεί. Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας 15-24 ετών στην Ιαπωνία το 1950 ανερχόταν σε περίπου 16,2 εκατομμύρια, το 2015, ήταν περίπου 12 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 1,2 εκατομμύρια περίπου ήταν 18 ετών.
Λιγότεροι υποψήφιοι σπουδαστές εκτός των άλλων σημαίνει και ότι τα «καλά» και «ακριβά» πανεπιστήμια ενδέχεται να αναγκαστούν να κλείσουν αν αποτύχουν να προσελκύσουν πολλούς φοιτητές και τα δίδακτρά τους.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, τα πανεπιστήμια έχουν λίγες επιλογές. Ενώ το υπουργείο Παιδείας δεν μπορεί να κάνει πολλά για τη δημογραφική κρίση της χώρας, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θεωρούν ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση  είναι ένας τρόπος να εξασφαλιστεί ότι ο φοιτητικός πληθυσμός θα είναι καλύτερα εκπαιδευμένος και εξοπλισμένος για την απαιτητική αγορά εργασίας που τον περιμένει.
Στο παρελθόν, μεταρρυθμίσεις αυτής της κλίμακας αντιμετωπίστηκαν με έντονη επιφυλακτικότητα στην Ιαπωνία. Αλλά η κυβέρνηση πιστεύει ότι αυτήν τη φορά θα είναι διαφορετική. «Υπάρχει μια πραγματική βούληση από το υπουργείο για να ξεκινήσει μια πραγματική μεταρρύθμιση», δήλωσε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Doshisha. Υπάρχει επίσης και η φιλόδοξη πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Shinzō Abe για την αναζωογόνηση της οικονομίας της Ιαπωνίας - μια προσπάθεια που αποσκοπεί εν μέρει στην εξάλειψη των συνεπειών από την ταχεία γήρανση του πληθυσμού. Οι προσπάθειες του υπουργείου Παιδείας θα ωφελήσουν τους στόχους οικονομικής ανάπτυξης, καλλιεργώντας ταυτόχρονα ένα σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης που, σύμφωνα με το MEXT, «μετρά τα ανθρώπινα επιτεύγματα με πιο υγιή και ευρύ τρόπο και αποδίδει τις ικανότητες, τις επιθυμίες και την καταλληλότητα των αιτούντων».
Έχοντας περάσει από την «κόλαση των εξετάσεων», οι Ιάπωνες φοιτητές θεωρούν ότι τα φοιτητικά χρόνια είναι οι καλύτερες «διακοπές» στη ζωή ενός ατόμου. Ένα μικρό διάλειμμα από τη σκληρή εκπαίδευση στη σκληρή εργασία. Και ως φαίνεται έχουν απόλυτο δίκιο. Η σκληρή αγορά επιτρέπει στην καλύτερη περίπτωση ένα μικρό διάλειμμα εν ζωή. 
Από το tvxs

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Δούρειος ίππος για τον... παράδεισο

Αν ήταν χώρα, θα ήταν η 5η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. H HSBC (Hong Kong and Shanghai Banking Corporation) είναι τράπεζα. Μια επιχειρηματική οντότητα με 300 χιλιάδες εργαζομένους σε πέντε ηπείρους και διαχείριση πλούτου 3.000 δισ. δολαρίων.
Στην 150ετή ιστορία της τα κέρδη της όμως δεν τα έβγαζε μόνο από τους τόκους, τις μετοχές, τα ομόλογα και τις πάσης φύσεως προσόδους αλλά και από τους... γκάνγκστερ.
Η HSBC ιδρύθηκε στο Χονγκ Κονγκ το 1865, λίγο μετά τον Δεύτερο Πόλεμο του Οπίου (1856-1860). Η ηττημένη από τους Βρετανούς Κίνα υποχρεώθηκε, μεταξύ άλλων, τότε στην παράδοση του Χονγκ Κονγκ για 99 χρόνια στο βρετανικό στέμμα και τη νομιμοποίηση των εισαγωγών οπίου στην επικράτειά της.
Το όπιο εισαγόταν από την Ινδία και αποτελούσε το μεγαλύτερο προϊόν που εμπορεύονταν οι Βρετανοί στην Κίνα -σε αντάλλαγμα των εγχώριων μεταξωτών, του τσαγιού και της πορσελάνης.
Το εμπόριο του οπίου απέφερε τεράστια κέρδη στους Βρετανούς εμπόρους που το εισήγαν στην Κίνα από την Ινδία ενώ διαδραμάτιζε ρόλο-κλειδί για την υγεία της βρετανικής οικονομίας.
Δεδομένου του αυξανόμενου εθισμού των Βρετανών στα εισαγόμενα αγαθά της Απω Ανατολής, το όπιο ήταν το εμπόρευμα που διέσωσε το βρετανικό ισοζύγιο πληρωμών από ένα καταστροφικό έλλειμμα έναντι της Ασίας. Γι’ αυτό και όταν οι Κινέζοι αυτοκράτορες τον 19ο αιώνα επιχείρησαν να απαγορεύσουν το εμπόριο του οπίου οι Βρετανοί κατέφυγαν στη βία επιβάλλοντας -με την υπεροχή του Ναυτικού τους- τον δικό τους νόμο.

Εθισμένα κέρδη

Η HSBC πραγματοποίησε τα πρώτα της κέρδη από τις πωλήσεις του εισαγόμενου οπίου στους εθισμένους Κινέζους χρήστες.
Μεταξύ των ιδρυτών της τράπεζας υπήρξαν γνωστοί Βρετανοί και Σκοτσέζοι έμποροι οπίου εκείνης της εποχής, όπως για παράδειγμα ο Thomas Dent.
Το ένταλμα σύλληψης του τελευταίου και η προσπάθεια κλεισίματος των γεμάτων με όπιο αποθηκών του στο Χονγκ Κονγκ αποτέλεσε ένα από τα κύρια γεγονότα που πυροδότησαν τον Πρώτο Πόλεμο του Οπίου (1839-1842).
Με την ίδρυσή της η HSBC ανέλαβε αμέσως ηγετικό ρόλο στο Xoνγκ Κονγκ. Τυπώνει το νόμισμά του, χρηματοδοτεί την ανοικοδόμησή του ενώ φροντίζει παράλληλα για την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων του βρετανικού στέμματος στην περιοχή.
Με το όπιο δεν ήταν η μοναδική φορά που η HSBC έβγαλε κέρδη από ναρκωτικά. Το 2012 το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης κατηγόρησε την τράπεζα για ξέπλυμα του χρήματος των μεξικανικών και κολομβιανών καρτέλ κόκας.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, περίπου 1 δισ. ευρώ που προερχόταν από λαθρεμπόριο κοκαΐνης εισήλθε στο τραπεζικό σύστημα μέσω μεξικανικού υποκαταστήματος της HSBC πριν ανακυκλωθεί στην αμερικανική οικονομία.
Οι μαφιόζοι κατέθεταν συστηματικά στην HSBC τα χρήματα που κέρδιζαν από το εμπόριο κοκαΐνης σε... κούτες.
Μια μέρα κάποιος εξ αυτών φέρεται να κατέθεσε αμέτρητες κούτες που περιείχαν περί τα 3-4 εκατ. δολάρια σε χαρτονομίσματα. Οι υπάλληλοι της τράπεζας τα μετρούσαν όλη μέρα!
Η τράπεζα όμως δεν ανέφερε ποτέ κάτι γι’ αυτές τις καταθέσεις στις Αρχές. Απλώς εισέπραττε.
Η έρευνα έδειξε ότι υπεύθυνοι δεν ήταν μόνο οι υπάλληλοι του συγκεκριμένου υποκαταστήματος αλλά και οι ανώτεροί τους που γνώριζαν τι συνέβαινε.
«Το Λονδίνο γνώριζε αλλά δεν έκανε τίποτα», δήλωσε Αμερικανός εισαγγελέας που συμμετείχε στην έρευνα.
Με βάση το κατηγορητήριο, η HSBC θα έπρεπε κανονικά να κλείσει, να της αφαιρεθεί η άδεια λειτουργίας. «Δραπέτευσε» τελικά από την αμερικανική Δικαιοσύνη με πρόστιμο 2 δισ. δολαρίων, όσα δηλαδή τα κέρδη ενός μήνα!
Καθοριστική για την «ποινή-χάδι» ήταν η παρέμβαση της τότε βρετανικής κυβέρνησης Ντέιβιντ Κάμερον και πιο συγκεκριμένα του υπουργού Οικονομικών, Τζέιμς Οζμπορν, προς την κυβέρνηση Ομπάμα και τη Fed.
Οι Βρετανοί επικαλέστηκαν τον γνωστό «συστημικό κίνδυνο», τις επιπτώσεις που θα είχε δηλαδή για τη διεθνή τραπεζική σταθερότητα το κλείσιμο της 4ης μεγαλύτερης τράπεζας του κόσμου.
Οπως και το 2008, αποδείχτηκε ότι οι μεγάλες τράπεζες και οι τραπεζίτες είναι με τη βοήθεια των πολιτικών υπεράνω του νόμου.
Η βοήθεια που παρείχε ο Οζμπορν δεν ήταν άσχετη της στενής σχέσης της κυβέρνησής του με την τράπεζα.
Ο επί πολλά χρόνια πρόεδρος της HSBC, Στίβεν Γκριν, διετέλεσε υπουργός Εμπορίου της κυβέρνησης Κάμερον και ήταν o άνθρωπος που ανέλαβε τα ανοίγματα της τελευταίας στην ανερχόμενη Κίνα. Σε αντάλλαγμα ο Οζμπορν προστάτευσε την τράπεζα.

Παγκόσμιο «εργαλείο»

Η HSBC αποτελεί όμως σημαντικό «εργαλείο» όχι μόνο για το βρετανικό κεφάλαιο αλλά και το κινεζικό.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες βρετανικές τράπεζες, στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αρνήθηκε τη διάσωσή της από το Λονδίνο και επέλεξε την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου με χρήματα Κινέζων επενδυτών.
Η HSBC -που επί Μάο ήταν η μοναδική ξένη τράπεζα στην Κίνα- είχε κάνει την προς Ανατολάς επιλογή της πολύ νωρίτερα.
Το 1997, όταν το Χονγκ Κονγκ επιστράφηκε από τη Βρετανία στην Κίνα, η HSBC μετέφερε μεν τα γραφεία της στο City του Λονδίνου (και από τοπική τράπεζα έγινε παγκόσμια), αλλά από την άλλη πλευρά διατήρησε τις βασικές της δραστηριότητες στο -κινεζικό πια- Χονγκ Κονγκ προσβλέποντας στην τεράστια αγορά που άνοιγε και τα χρήματα των χιλιάδων νέων εκατομμυριούχων.
Ο αιώνας της Κίνας έχει ήδη ξεκινήσει και η HSBC ακολουθεί πλέον τον νέο της μάστερ.
Από το 2015 η HSBC αποτελεί τον βασικό βραχίονα στήριξης των κινεζικών επενδύσεων στη Δύση.
Σε ένα άλλο επίπεδο, επιχειρεί να αποτελέσει τη γέφυρα που θα ενώσει την Κίνα με το City και τα άλλα μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα της Δύσης.
Ο ρόλος της πλέον είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, να βοηθήσει την Κίνα να γίνει παγκόσμιος τραπεζίτης και το γουάν νόμισμα διεθνών συναλλαγών.
Νωρίτερα πάντως είχε προλάβει να βοηθήσει με το αζημίωτο περισσότερους από 100 χιλιάδες Ευρωπαίους να ελαφρύνουν τη φορολόγησή τους μεταφέροντας τα πλούτη τους στην Ελβετία.
Σύμφωνα με τις σχετικές αποκαλύψεις των Swiss Leaks (και της λίστας Φαλτσιανί), περί τα 180,6 δισ. ευρώ μεταφέρθηκαν μέσω λογαριασμών της HSBC αφορολόγητα την περίοδο 2006-2007 στη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης και άλλους υπεράκτιους παραδείσους.
Η HSBC, ωστόσο, βγήκε και πάλι λάδι. Οι ελβετικές Αρχές τής επέβαλαν πρόστιμο... 40 εκατ. ευρώ ενώ Βρετανοί και άλλοι Ευρωπαίοι επέλεξαν το... κουκούλωμα.
Από την ΕφΣυν

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Σύμφωνα με έκθεση της Bundesbank, η Γερμανία στα χρόνια της κρίσης κέρδισε περίπου 290 δισ. ευρώ, καθώς χάρη στα χαμηλά επιτόκια κατέβαλε πολύ λιγότερα χρήματα από τα προβλεπόμενα για την εξυπηρέτηση του χρέου της.
Όπως σημειώνει η γερμανική εφημρίδα Handelsblatt, πρόσφατη έρευνα υποστήριζε πως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, «οι περιουσίες των Γερμανών συρρικνώθηκαν αισθητά: μόνον το 2017 κατά 38 δις ευρώ όπως κατέδειξε πρόσφατη έρευνα». Πρόκειται όμως μόνον για τη μισή αλήθεια, τονίζει και επικαλούμενη τους υπολογισμούς της  γερμανικής Bundesbank, συνεχίζει:
«Διότι τα τελευταία δέκα χρόνια η Γερμανία κατέβαλε πολύ λιγότερα για την εξυπηρέτηση του χρέους της απ΄ ότι παλαιότερα. Από το 2008 συγκεκριμένα, το γερμανικό δημόσιο εξοικονόμησε συνολικά 290 δις ευρώ σε τόκους. Μόνον το 2017 η ομοσπονδία, τα κρατίδια, οι δήμοι και τα ασφαλιστικά ταμεία πλήρωσαν 50 δις ευρώ λιγότερα επιτόκια σε σύγκριση με την εποχή προ κρίσης»
Όπως γράφει η Deutsche Welle, για την ανάλυσή της αυτή η Ομοσπονδιακή Τράπεζα συνέκρινε το επίπεδο των επιτοκίων του 2007, τη χρονιά δηλαδή πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, με τα εκάστοτε επίπεδα των χρόνων που ακολούθησαν. Ενώ η Γερμανία δανείζονταν το 2007 με επιτόκια μέσης απόδοσης 4,23%, έφτασε να δανείζεται το 2017 έναντι επιτοκίων μόλις 1,86%.
Η συνεχής πτώση των επιτοκίων δανεισμού είχε φυσικά ως αποτέλεσμα το γερμανικό δημόσιο να καταβάλει όλο και λιγότερα χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Ενώ για παράδειγμα η ομοσπονδία κατέβαλε το 2008 40,2 δις ευρώ σε τόκους, το 2016 πλήρωσε μόλις 17,5 δις ευρώ, λιγότερα δηλαδή από τα μισά.
Η τεράστια αυτή εξοικονόμηση ωφελεί φυσικά και τους Γερμανούς φορολογούμενους και αποταμιευτές, επισημαίνει η Handelsblatt. Διότι τα χρήματα στους προϋπολογισμούς της κεντρικής κυβέρνησης, των κρατιδίων και των δήμων και κοινοτήτων που έπρεπε να καταβληθούν παλαιότερα για την αποπληρωμή επιτοκίων μπορούν να επενδύονται, για παράδειγμα, στην εκπαίδευση ή στις υποδομές. Ή και για τη μείωση της φορολογίας την οποία διαπραγματεύονται τα δυο μεγάλα κόμματα στις εν εξελίξει διερευνητικές.
Από το tvxs

Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018

Γιατί οι πλούσιοι θα παραμείνουν οι κερδισμένοι των κρίσεων

Κατά 91 τρισ. δολάρια αυξήθηκε στη μετά Lehman εποχή το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος του πλανήτη
Γιατί οι πλούσιοι θα παραμείνουν οι κερδισμένοι των κρίσεων
εκτύπωση  

Κατά 91 τρισ. δολάρια, υπερβαίνοντας το παγκόσμιο συνδυασμένο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), αυξήθηκε την τελευταία 10ετία το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος του πλανήτη, με αποτέλεσμα ο κόσμος να κάθεται πλέον πάνω σε μια «βόμβα» χρέους που ανήλθε στο ιστορικό υψηλό των 233 τρισ. δολαρίων. Ειδικότερα, το 2007, προτού δηλαδή η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αρχίσει να ξεδιπλώνεται, το συνολικό παγκόσμιο χρέος, σύμφωνα με τα στοιχεία της McKinsey, ήταν 142 τρισ. δολάρια, ενώ σύμφωνα με στοιχεία για το γ' τρίμηνο του 2017 του IIF (Institute of International Finance), καθώς αυξήθηκε κατά 16 τρισ. δολάρια στο εννεάμηνο του περασμένου έτους, ανήλθε σε 233 τρισ. δολάρια.

Το Ινστιτούτο υπολογίζει, μάλιστα, ότι πριν από το τέλος του 2018 θα πρέπει να υπάρξει αναχρηματοδότηση χρέους ύψους 1,7 τρισ. δολαρίων στις ανεπτυγμένες οικονομίες, οι οποίες πάντως, σύμφωνα με τη Fitch, διαθέτουν κρατικά ομόλογα με αρνητική απόδοση στο επίπεδο-ρεκόρ των 9,7 τρισ. δολαρίων, κάτι που ίσως καθυστερήσει τον ρυθμό αύξησης των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες, αφού, αν το κόστος δανεισμού αυξηθεί απότομα, θα αυξηθούν και οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα των υπερχρεωμένων εταιρειών και κυβερνήσεων να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.

Παράλληλα, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) προειδοποίησε πρόσφατα πως οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι προσπάθειές τους να αυξήσουν σταδιακά τα επιτόκια θα αποδειχθούν αρκετά αποτελεσματικές για να ελέγξουν και κάποιες αγορές στις οποίες σχηματίζονται «φούσκες», ενώ την ίδια ώρα τα υψηλά επίπεδα χρέους δεικνύουν και το πόσο ευάλωτο εμφανίζεται το χρηματοοικονομικό σύστημα.

Καθώς από την κατάρρευση της Lehman Brothers το παγκόσμιο χρέος έχει αυξηθεί κατά 91 τρισ. δολάρια, στην πραγματικότητα η παγκόσμια οικονομία χρησιμοποίησε τη μελλοντική ανάπτυξη ως ενέχυρο. Ουσιαστικά δανειστήκαμε από το μέλλον, ενώ για πρώτη φορά στην Ιστορία τόσο πολλές χώρες ταυτόχρονα προχώρησαν σε τύπωμα φθηνού χρήματος, όπου, μαζί με τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις, συνολικά 32 τρισ. δολάρια «έπεσαν» στην παγκόσμια οικονομία μετά το 2007 για να αποφευχθεί ένα οικονομικό κραχ.

Ποιοι κέρδισαν τα μάλα; Μα φυσικά οι πλούσιοι αυτού του κόσμου καθώς, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μελετών της Credit Suisse, που εξετάζει την εξέλιξη του πλούτου σε πάνω από 200 χώρες, 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης ο παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτος, απορροφώντας τις απώλειες, έχει αυξηθεί κατά 27%, καθώς από τα 220 τρισ. δολάρια του 2007 ανήλθε στα 280 τρισ. δολάρια το 2017. Στην Ελλάδα, βέβαια, από την κορύφωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων στα 1,57 τρισ. δολάρια το 2007, ο Αρμαγεδδών της μακροχρόνιας ύφεσης οδήγησε, τη δεκαετία αυτή, τα ελληνικά νοικοκυριά σε απώλειες 560 δισ. δολαρίων, καθώς η περιουσία ανά ενήλικο (εκτός δανεισμού) υποχώρησε κατά μέσον όρο 62.000 δολάρια.

Η εκτόξευση πάντως του παγκόσμιου χρέους πάνω από 323% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ένα μέγεθος που, κατά τον Kenneth Rogoff, έχει προ πολλού ξεπεράσει την ομαλή εξυπηρετησιμότητά του, και η ιλιγγιώδης συσσώρευση των παραγώγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων σε επίπεδα δεκαπλάσια του παγκόσμιου ΑΕΠ (770 τρισ. δολάρια), με ό,τι κινδύνους αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι μερικές από τις προκλήσεις που η διεθνής κοινότητα καλείται να αντιμετωπίσει εν όψει του κινδύνου μιας κατάρρευσης.

Το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πάντως, παραμένει μετά Μπρέτον Γουντς εποχή ευάλωτο στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Το αποκαλούμενο παραστατικό χρήμα (fiat money), που κυριάρχησε μετά το 1971, ενθάρρυνε τα δημοσιονομικά ελλείμματα, την αύξηση των χρεών, την τεράστια πίστωση, την παγκόσμια συσσώρευση ανισορροπιών, τη χρηματοπιστωτική απορρύθμιση, οδηγώντας σε πιο ασταθείς αγορές, αλλά και στην αύξηση της συχνότητας των κρίσεων. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα περιθώρια αντίδρασης και αντιμετώπισης των κρίσεων/σοκ είναι πια μεγαλύτερα.

Τα δεδομένα δείχνουν λοιπόν πως οι κρίσεις θα εξακολουθήσουν να αποτελούν τακτικό χαρακτηριστικό του σημερινού χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '70, και έως ότου βρεθεί κάποιο πιο σταθερό ο κόσμος θα είναι επιρρεπής σε έναν βραχυχρόνιο κύκλο κρίσεων και ανάκαμψης. Και φυσικά οι περισσότερο κερδισμένοι από αυτόν τον κύκλο θα παραμείνουν οι πλούσιοι αυτού του κόσμου.
Από το Βήμα