Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2015

Νικολούδης: Στα 120 δισ. ευρώ ο αφορολόγητος ελληνικός πλούτος εκτός χώρας

16:27 | 27 Φεβ. 2015
Ο υπουργός Επικρατείας και αρμόδιος για την καταπολέμηση της διαφθοράς Παναγιώτης Νικολούδης σημείωσε ότι υπάρχει μεγάλος αφορολόγητος ελληνικός πλούτος εκτός της χώρας, ο οποίος εκτιμάται σε περίπου 120 δισ. ευρώ.
Σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα New York Times την Παρασκευή ο Π. Νικολούδης αναφέρθηκε εκτενώς στα αποτελέσματα φορολογικών ελέγχων 3.500 υποθέσεων, από τους οποίους προκύπτουν φόροι ύψους 7 δισ. ευρώ, ενώ πρόσθεσε ότι ευελπιστεί στην είσπραξη 2,5 δισ. ευρώ έως το ερχόμενο καλοκαίρι.
Όπως είπε ο υπουργός, ήδη οι ελεγκτικοί μηχανισμοί ερευνούν άλλες 22.000 υποθέσεις ύψους πολλών δισ. ευρώ, τα οποία θα αναζητηθούν.
Ο υπουργός σημείωσε ότι ένας από τους τομείς, όπου υπάρχει διαφθορά και θέλει να στοχοποιήσει η κυβέρνηση, είναι ο τομέας της ενέργειας. «Μόνο από το λαθρεμπόριο καυσίμων εκτιμάται πως χάνονται ετησίως φορολογικά έσοδα 3 δισ. ευρώ», είπε ο Π. Νικολούδης.
«Αν ο κόσμος δει ότι είμαι καθαρός και ότι ο πρωθυπουργός είναι καθαρός και πως αυτοί που δεν είναι καθαροί στο τέλος θα πάνε στη φυλακή, θέλω να ελπίζω πως αυτό θα εμπνεύσει μια αλλαγή στην ελληνική κοινωνία», ανέφερε – μεταξύ άλλων – ο υπουργός Επικρατείας.
Από το tvxs

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

CNBC: Η φυγή επιστημόνων είναι τραγωδία για την Ελλάδα

Παράπλευρες απώλειες

09:27 | 26 Φεβ. 2015
Τελευταία ανανέωση 09:38 | 26 Φεβ. 2015
Η «φυγή εγκεφάλων» αποτελεί μία πραγματική τραγωδία για την ελληνική οικονομία. Τις πολύ σημαντικές επιπτώσεις του φαινομένου του braindrain στην ελληνική οικονομία, δηλαδή της φυγής των επιστημόνων στο εξωτερικό προς αναζήτηση εργασίας, επισημαίνει δημοσίευμα στην ιστοσελίδα του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου CNBC.
Αντλώντας στοιχεία από την έρευνα του καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και συγγραφέα Λόη Λαμπριανίδη, αλλά και από την έρευνα της Endeavor Greece και τη σχετική έκθεσή της, το CNBC τονίζει ότι 200.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ελλάδα από την αρχή της κρίσης, πριν από πέντε χρόνια. Όπως τονίζει το δημοσίευμα, οι μισοί από τους 160.000 με 180.000 αποφοίτους πανεπιστημίων που έχουν μεταναστεύσει από την Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, είναι κάτοχοι διδακτορικού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το περίπου 71% των Ελλήνων που έχουν μεταναστεύσει έχουν εγκατασταθεί σε ευρωπαϊκές χώρες, Το υπόλοιπο 29% έχει ταξιδέψει για την μακρινή Αυστραλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Όπως σημειώνει το δημοσίευμα είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές χώρες ζητούν συγκεκριμένες ειδικότητες, με τους Έλληνες οικονομολόγους να έχουν απορροφηθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο, τους γιατρούς από τη Γερμανία, τους πληροφορικούς από τις ΗΠΑ και τους μηχανικούς από τη Μέση Ανατολή.
Τα ποσοστά μετανάστευσης βρέθηκαν στο ζενίθ τους το 2013, όταν τριπλασιάστηκαν από τα προ-κρίσης επίπεδα. Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, «τη στιγμή που η ΕΕ θέλει την Ελλάδα να ανορθωθεί και να αναδιαρθρώσει την οικονομία της, η δύναμη της φαιάς ουσίας, που απαιτείται για τη μεταμόρφωση αυτή, φεύγει από τη χώρα». Το πιο ανησυχητικό στοιχείο που προκύπτει από τις έρευνες είναι το ότι η τάση για μετανάστευση δεν έχει υποχωρήσει, ενώ το 46% των Ελλήνων που ζουν στη χώρα σκοπεύουν να εγκατασταθούν στο εξωτερικό. «Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς ότι περισσότερες από 1 εκατ. θέσεις εργασίες έχουν χαθεί τα τελευταία 6 χρόνια», σημειώνει το αμερικανικό δίκτυο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Λόη Λαμπριανίδη, «η φυγή εγκεφάλων έχει τεράστιες συνέπειες για την Ελλάδα. Οι νέοι με υψηλή μόρφωση που εγκαταλείπουν τη χώρα δεν μπορούν να παραμείνουν στην Ελλάδα γιατί η οικονομία ακόμη βυθίζεται και δεν έμεινε κανείς που να δημιουργεί προϊόντα ή υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας. Είναι ένας φαύλος κύκλος».
Όπως λέει ο Χάρης Μακρυνιώτης, διευθύνων σύμβουλος της Endeavor Greece, στο CNBC «όλοι περιμένουν να δουν πως θα εξελιχθεί η τετράμηνη παράταση του νέου σχεδίου διάσωσης της ΕΕ και αν η Ελλάδα θα μείνει στο ευρώ».
Στη συνέχεια, αναφέρει ότι «η επίπτωση στην καθημερινή ζωή μπορεί να γίνει αισθητή από όλους» και ότι «οι τράπεζες δεν δανείζουν, κρατώντας τις εγκρίσεις σε αναμονή. Αυτό σημαίνει ότι για ένα μικρομεσαίο επιχειρηματία δεν υπάρχει κεφάλαιο κίνησης, τώρα. Και αν είστε ένας επιχειρηματίας που ψάχνει για κεφάλαια εκκίνησης, οι επενδυτές δεν ανοίγουν το πορτοφόλι τους. Αντ΄ αυτού, περιμένουν να δουν τι θα συμβεί με το ευρώ, δεδομένου ότι οποιαδήποτε αλλαγή θα επηρεάσει τις αποτιμήσεις».
Μεταξύ άλλων, υπογραμμίζεται ότι «είναι η αβεβαιότητα αναφορικά με τη σύγκλιση αριθμού παραγόντων που κρατά τη χώρα στο σημείο εκείνο που θα γείρει η πλάστιγγα. Αυτοί οι παράγοντες περιλαμβάνουν το πώς η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, θα εργαστεί για να δώσει κίνητρα για ξένες επενδύσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, να μεταρρυθμίσει το φορολογικό κώδικα και τις προϋποθέσεις αδειοδότησης των επιχειρήσεων, την προώθηση της επιχειρηματικότητας και την αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας, της κυβερνητικής διαφθοράς και της γραφειοκρατίας».
Από το tvxs

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2015

Eπίπεδα και φράγματα. Περί αριστείας, άμιλλας και ανταγωνισμού

taksi-vivlia.jpg

Στόχος της επόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν μπορεί λοιπόν να είναι άλλος από τον αέναο εκδημοκρατισμό μιας παιδείας που όλο και περισσότερο απειλείται
Οπως γνωρίζουμε από την «Αλίκη» του Λιούις Κάρολ, οι σημασίες των λέξεων δεν είναι ούτε αντικειμενικές ούτε αθώες. Ορίζονται πάντα από εκείνον που κάνει κουμάντο. Και αυτό ισχύει κατ’ εξοχήν σε ό,τι αφορά το «καλό» και το «κακό», το «σωστό» και το «λάθος». Με αυτή την έννοια, ο υπερθετικός βαθμός εκφράζει πάντα κάτι το «υπερθετικά αναμφισβήτητο» για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καν συζήτηση.
Υπό τους όρους αυτούς, εξ υποθέσεως, όσοι αντιτίθενται στο αυτονόητο είναι παράλογοι, ανόητοι, σκοταδιστές ή, ακόμα χειρότερο, αντιμεταρρυθμιστές! Αν το καλό «είναι» καλό εξ ορισμού, κατά μείζονα λόγο το άριστο «είναι» πάντα και από τη φύση του το καλύτερο δυνατό.
Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο απλά. Οπως όλες οι ιδέες, έτσι και ο περί «αριστείας» λόγος εκφέρεται πάντα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο και για ορισμένους λόγους. Ετσι, η ξαφνική έξαρση του ζητήματος της «αριστείας» στην εκπαίδευση υπερβαίνει τον διαχρονικό προβληματισμό για την «ποιότητα» της παιδείας εν γένει.
Το αιτούμενο δεν είναι η «καλή παιδεία» αλλά μια εντελώς ιδιαίτερη πρόσληψη της παιδείας. Μιας παιδείας που δεν στοχεύει στην ανύψωση των γνώσεων, των ικανοτήτων, της καλλιέργειας, της αξιακής συγκρότησης και των πνευματικών δεξιοτήτων όλων των νέων ανθρώπων, αλλά αποβλέπει πρωτίστως στο παραγωγικό της αποτέλεσμα. Μιας παιδείας δηλαδή ετερόνομης και αξιακά ετεροπροσδιορισμένης που υπακούει στις αγοραίες αρχές και οργανώνεται ως στίβος ενός αέναου ανταγωνισμού όπου όλοι αγωνίζονται εναντίον όλων των άλλων.
Οι νέοι άνθρωποι θα εθιστούν στην ιδέα πως η ζωή τους ολόκληρη δεν μπορεί παρά να διέπεται από την «ορθολογική» αγοραία ανταγωνιστικότητα, ή κατ’ ευφημισμόν από την ευγενή άμιλλα. Εξ απαλών ονύχων καλούνται να αποδεχθούν πως δεν είναι και δεν θα είναι ποτέ δυνατόν να είναι ίδιοι και ισότιμοι. Ετσι, η καταξίωση και προώθηση των αρίστων εις βάρος των μετρίων και των αποτυχημένων νοείται σαν αδήριτος νόμος της φύσης. Η μεθόδευση της συστηματικής εκπαιδευτικής επιλογής ακολουθεί κατά γράμμα το δαρβίνειο σχήμα της φυσικής επιλογής.
Το μοντέλο αυτό θα μπορούσε ίσως να συζητηθεί αν δεν ήταν εκ προοιμίου υποβολιμαίο και ψευδολόγο. Μολονότι η άνευ άλλου απόρριψη των ανίκανων και των αποτυχημένων στον Καιάδα της εκπαιδευτικής και κοινωνικής υποβάθμισης αντίκειται προφανώς στις στοιχειώδεις αξιακές αρχές του δυτικού πολιτισμού, δεν συνιστά κατ’ ανάγκην κοινωνική «αδικία».
Οι «νόμοι της φύσης» είναι πράγματι αδυσώπητοι. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Η εκπαιδευτική επιλογή δεν είναι φυσική αλλά ταξική. Οι άνθρωποι δεν προσέρχονται στον ανταγωνιστικό στίβο ως εκ φύσεως ίσοι ή έστω ισότιμοι. Η θέση του καθένα επικαθορίζεται από κοινωνικά προεγγεγραμμένες πλεονεξίες και μειονεξίες. Η κοινωνία μας είναι μια κοινωνία κληρονόμων.
Και αυτό ισχύει σε όλα τα επίπεδα. Οπως ακριβώς ο ελεύθερος αγοραίος ανταγωνισμός διεξάγεται ανάμεσα σε εκ προοιμίου άνισους «ιδιοκτήτες» και «άκληρους», έτσι και ο εκπαιδευτικός ανταγωνισμός διεξάγεται ανάμεσα σε άνισα προικισμένους με κληρονομικό «πολιτιστικό κεφάλαιο». Ολες ανεξαιρέτως οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι οι γόνοι των πλουσίων έχουν στατιστικά πολύ περισσότερες πιθανότητες να ανελιχθούν και να αριστεύσουν εκπαιδευτικά από τους γόνους των φτωχών.
Πράγματι, το άνετο οικογενειακό περιβάλλον σφραγίζει πολλαπλά τις προοπτικές, τις αξίες, τις ευχέρειες και τις συμπεριφορές. Ακόμα και η πρόσληψη της «ορθής γλώσσας», που στα πρώτα κυρίως χρόνια επικαθορίζει την (αυτοσωρευόμενη συνήθως) σχολική υστέρηση, διαφοροποιεί τις ευκαιρίες ανάμεσα στους νέους. Η διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι πάντα ταξική, και επομένως ριζικά «άδικη».
Η προφανής αυτή αναντιστοιχία ανάμεσα στην αφετηριακή ισότητα όλων των πολιτών και στις διαφοροποιημένες εκπαιδευτικές προοπτικές δεν πέρασε βέβαια απαρατήρητη. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ένα νέο ιδεολόγημα εισήλθε στο επίκεντρο των συζητήσεων για την οργάνωση της εκπαίδευσης. Η «ισότητα των ευκαιριών». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι, ονομαστικά τουλάχιστον, όλες οι δημοκρατικές φιλελεύθερες πολιτείες υποχρεώθηκαν, από ένα σημείο και πέρα, να σεβαστούν αυτή την αφετηριακή αρχή.
Με την αναγνώριση του οικουμενικού δικαιώματος στην εκπαίδευση, τα Κοινωνικά Κράτη αναλάμβαναν την ηθική ευθύνη μεθόδευσης μιας «εκπαιδευτικής δικαιοσύνης». Ακόμα λοιπόν και αν οι κληρονομημένες προνομίες εξακολουθούσαν να παίζουν τον ανισοποιητικό τους ρόλο, η πολιτεία οφείλει να παρεμβαίνει συνεχώς προς την κατεύθυνση της άμβλυνσής τους.
Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα ανέτρεψε αυτές τις τάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι βαθμιαία, σε όλες τις χώρες, το αίτημα των ίσων ευκαιριών αρχίζει να δίνει τη θέση του στο νεόκοπο σύνθημα της εκπαιδευτικής αξιοκρατίας ή αριστείας. Παντού, επιβάλλονται δίδακτρα, τα εκπαιδευτικά προγράμματα προσαρμόζονται στα κελεύσματα της αγοράς, οι δημόσιες εκπαιδευτικές παροχές μειώνονται θεαματικά και οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες ανισοποιούνται.
Και εδώ ακριβώς εντάσσεται η εξιδανίκευση της αξιοκρατίας και της εκπαιδευτικής «αριστείας» που αποτιμώνται «αντικειμενικά» μέσα από τις διαφορικές «επιδόσεις» που επικυρώνουν τις άνισες ευκαιρίες. Η διαδικασία κοινωνικοποίησης μπορεί πια να εμφανίζεται ως ουδέτερη, ορθολογική, άρα και δικαιωμένη.
Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να νοηθεί η θέσπιση όλο και περισσότερων διαγωνισμών και «κλειστών αριθμών» σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα, με κύριο αποτέλεσμα να οριστικοποιείται η διάκριση ανάμεσα στους επιτυχόντες και στους άλλους. Η επιλογή των μεν συνεπάγεται τον αποκλεισμό των δε. Οι εκπαιδευτικές ιεραρχίες παγιώνονται και παγώνουν.
Ετσι, το κοινωνικό σώμα συγκροτείται πλέον και ανανεώνεται με την αναπαραγωγή ενός συνεχούς όπου ο καθένας κατέχει την αρμόζουσα θέση του. Οσο το δυνατόν νωρίτερα, όλοι καλούνται λοιπόν να μάθουν πως οφείλουν να αποδεχθούν τη «φυσική» αυτή μοίρα που τους τάχθηκε. Βέβαια, οποιαδήποτε εκπαιδευτική διαδικασία πρέπει πάντα να μπορεί να ελέγχεται σε ό,τι αφορά το επίπεδο των κατακτημένων γνώσεων. Οι πειραματισμοί που επιδίωκαν μια απόλυτα αντιαυταρχική εκπαίδευση απέτυχαν.
Αλλο όμως εξετάσεις και άλλο διαγωνισμοί. Ως κατοχυρώνοντας απλώς το «επίπεδο», οι εξετάσεις δεν ματαιώνουν εσαεί την ελπίδα. Ακόμα και αν πρέπει να επανέλθουν, όλοι μπορούν ακόμα να προσδοκούν στην ανέλιξή τους, όλοι μπορούν να ελπίζουν στη βελτίωση της μοίρας τους. Οι διαγωνισμοί είναι όμως κάτι εντελώς διαφορετικό. Οριστικοποιώντας τη διάκριση ανάμεσα στους επιτυχόντες και στους άλλους, δεν κατοχυρώνουν «επίπεδα». Εγείρουν αδιαπέραστα κοινωνικά και ταξικά «φράγματα».
Σε αυτό το πλαίσιο κινείται, νομίζω, ο προβληματισμός του υπουργού Παιδείας, Αριστείδη Μπαλτά. Για πρώτη φορά, όλα τα επί μέρους προβλήματα εντάσσονται σε μια ευρύτερη εκπαιδευτική φιλοσοφία που ξεπερνά τα τεχνικά θέματα της εκπαιδευτικής οργάνωσης. Η συμβολική σημασία της νέας αυτής αντίληψης είναι κεφαλαιώδης. Καθίσταται πλέον σαφές ότι όλα τα επίμαχα ζητήματα της εκπαίδευσης, και ανάμεσά τους οι αιώνιοι φοιτητές, η λειτουργία των πρότυπων λυκείων και ο τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένα διακυβεύματα.
Στόχος της επόμενης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης δεν μπορεί λοιπόν να είναι άλλος από τον αέναο εκδημοκρατισμό μιας παιδείας που όλο και περισσότερο απειλείται όχι μόνον από την ιδιωτικοποίηση και την τεχνοποίηση, αλλά και από την κοντόφθαλμη εξιδανίκευση μιας ουδέτερης και αντικειμενικής «αποτελεσματικότητας». Δεν είναι βέβαια δυνατόν να λυθούν αυτομάτως όλα τα προβλήματα.
Ούτε η εκπαίδευση μπορεί να απεξαρτηθεί εντελώς από τις ανάγκες της παραγωγής, ούτε μπορεί να εξαφανισθεί από προσώπου γης ο εκπαιδευτικός ανταγωνισμός. Μια σύγχρονη παιδεία οφείλει όμως να υπακούει σε μια σειρά αφετηριακών αξιακών κανόνων. Πρέπει να είναι δημόσια, δημοκρατική, αξιακά αυτοτελής και οργανωτικά αυτόνομη. Ετσι και μόνο μπορούμε να ελπίζουμε πως τα παιδιά μας θα ζήσουν και θα σκέφτονται καλύτερα από μας. Αυτή είναι η πραγματική αριστεία.
Από την Εφημερίδα των Συντακτών

Τέσσερις γερμανικές αντιφάσεις (γιατί η Γερμανία οδεύει σε αδιέξοδα)

07:25 | 24 Φεβ. 2015
Τελευταία ανανέωση 09:41 | 24 Φεβ. 2015
Βαγγέλης Αγγελής
Μερικές φορές η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη απ’ όσο νομίζουμε. Η γερμανική στάση δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσα από στερεοτυπικές εξηγήσεις περί γερμανικού χαρακτήρα και μεσογειακού ταμπεραμέντου, από αναλύσεις περί εξουσιαζόμενου και εξουσιαστή, από προσομοιώσεις Δαυίδ και Γολιάθ. Η αλήθεια βρίσκεται στα ψιλά γράμματα. Ενώ μια μάχη δινόταν στις Βρυξέλλες (και συνήθως στις μάχες τα ψιλά γράμματα μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο), την ίδια στιγμή σε ένα παράλληλο σύμπαν που αποτελείται από μελέτες και αναλύσεις που γίνονται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αποκαλύπτονταν λεπτότερες αποχρώσεις της αλήθειας.
Τρία άρθρα που γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα μπορούν να μας δώσουν μια άλλη αίσθηση για το τι συμβαίνει, δείχνοντας πως πίσω από τις λέξεις δεν κρύβεται μόνο ο Αλέξης και το «ελληνικό πρόβλημα», αλλά μάλλον ο Σόιμπλε και το γερμανικό πρόβλημα. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι πολλοί αναλυτές σήμερα χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο για να περιγράψουν την ευρωπαϊκή κατάσταση:  ο Hans Kudnani (Διευθυντής Έρευνας στο European Council on Foreign Relations), χρησιμοποιεί τον όρο «το γερμανικό ζήτημα» («The Return Of The German Question»), ενώ και ο George Friedman μιλάει με ανάλογους όρους σε πρόσφατο άρθρο του στο Geopolitical Weekly. Ακόμα και ο Economist, σε ένα κείμενο πιο ‘οικονομικό’ με τίτλο «Γιατί η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε τέλμα», εξηγεί μια κατάσταση όχι άμεσα ορατή, αλλά πάντως επικείμενη.
Ας δούμε λίγο κωδικοποιημένα τι προκύπτει από τα τρία αυτά άρθρα. Η γερμανική πολιτική είναι εγκλωβισμένη σε κάποιες επιμέρους αντιφάσεις, που μάλλον έχουν ως αφετηρία μία βασική αντίφαση: η Γερμανία είναι πολύ μεγάλη για να επιβάλει κάποιες πολιτικές της, αλλά ταυτόχρονα πολύ εύθραυστη για να τις διαχειριστεί. Δεν είναι ούτε ηγεμονική δύναμη, ούτε μικρός παίκτης. Είναι μάλλον μια ημι-ηγεμονική δύναμη που έχει εγκλωβιστεί στον ρόλο της ηγεμονίας της. Με λίγα λόγια : η οικονομική της δύναμη δεν είναι ούτε τόσο σταθερή όσο νομίζεται, ούτε έχουμε να κάνουμε με μια χώρα που μπορεί να διαχειριστεί πολιτικά την όποια οικονομική της υπεροχή. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια σειρά από αντιφάσεις, οι οποίες είναι και σύμπτωμα του «γερμανικού προβλήματος».
1) Οικονομική δύναμη vs πολιτικής αδυναμίας και οικονομικής αστάθειας. Η οικονομική υπεροχή των τελευταίων ετών οδήγησε αναπόφευκτα σε μία τάση για πολιτική ηγεμονία. Ο ρόλος αυτός έγινε προφανής και στα τελευταία Eurogroup, όταν κατέστη φανερή η στάση της γερμανικής ηγεσίας να εμφανίζεται στο προσκήνιο ως ένας παίκτης που δεν του επιτρέπεται να κάνει παραχωρήσεις. Ο Σόιμπλε έσπευδε να προκαταβάλλει αποφάσεις, υπογραμμίζοντας με αυτόν τον τρόπο πως μόνο ένα είναι το αφεντικό.
Πρόκειται για μια γερμανική αυταπάτη; Σύμφωνα και με την ανάλυση του Economist, η γερμανική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα που θα εμφανιστούν στο μεσοπρόθεσμο μέλλον. Η οριακή ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας κατά μόλις 0,2% στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 είναι απλώς ένα αρχικό σύμπτωμα. Δεν είναι θέμα παραγωγικότητας, αλλά περισσότερο εγκλωβισμού σε ιδεοληψίες, οι οποίες πιθανόν να γίνουν σύντομα ορατές. Μία από αυτές είναι πως δεν αποφασίζεται μια στροφή της μεγάλης γερμανικής παραγωγής στην εσωτερική κατανάλωση (η Κίνα, αντίθετα, έλαβε μια τέτοια απόφαση, η οποία συγκράτησε την πτώση της ανάπτυξής της στο 7%). Μπορεί βέβαια να είναι ευκολότερη η εσωτερική κατανάλωση για μια Κίνα 1,3 δις κατοίκων, έχει όμως να κάνει και με κάτι άλλο: η γερμανική λιτότητα είναι ένα θέσφατο που δεν μπορεί να παραβιαστεί, ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας. Μια άλλη ιδεοληψία είναι ότι η Γερμανία διστάζει να στραφεί προς τις δημόσιες επενδύσεις για να δώσει ώθηση στην οικονομία της, μένοντας προσκολλημένη στον εξαγωγικό της προσανατολισμό. Και εδώ παίζει ρόλο η «ιερότητα» του δόγματος της λιτότητας. Μια τέτοια επένδυση της τάξης του 0,7% του ΑΕΠ της θα έδινε σημαντική ώθηση στην οικονομία χωρίς να παραβιάζει ιδιαίτερα  τους δημοσιονομικούς της κανόνες, αλλά είναι μια κίνηση που η Γερμανία διστάζει να κάνει, τη στιγμή που το γερμανικό ποσοστό των δημόσιων επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη (1,6% του ΑΕΠ).
Ταυτόχρονα, η όποια οικονομική ευμάρεια, συνοδεύεται από μια αμφισβητήσιμη πολιτική δύναμη, που μόνο εν μέρει οφείλεται στη μικρή στρατιωτική της ισχύ, η οποία ξεκινά από τους περιορισμούς που της επιβλήθηκαν από τους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνεχίζεται έως σήμερα. Οι περιορισμοί της γερμανικής διπλωματικής ισχύος φάνηκαν τόσο στην περίπτωση της Ουκρανίας, όσο και στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου και έγινε ένας εκατέρωθεν συμβιβασμός. Η σπουδή του κ. Σόιμπλε να δηλώσει ότι αναρωτιέται πως θα παρουσιάσει η ελληνική κυβέρνηση την πρόσφατη συμφωνία στους πολίτες της ήταν μάλλον δείγμα αδυναμίας, παρά δύναμης. Είχε σκοπό να πείσει το εσωτερικό του ακροατήριο ότι η συμφωνία ήταν συντριπτικά υπέρ των γερμανικών συμφερόντων.
Τέλος, για να ξαναγυρίσουμε στο εύθραυστο της γερμανικής οικονομίας, θυμίζουμε πως αυτή στηρίζεται υπερβολικά σε εξαγωγές που ταλαντεύονται σε μια λεπτή ισορροπία. Το 6% των εξαγωγών της διοχετεύονται στην Κίνα (που έχει σταματήσει να εισάγει γερμανικά προϊόντα στον ίδιο βαθμό), το 3% στην Ρωσία όπου υπάρχουν τα γνωστά προβλήματα και το 40% σε χώρες της Ευρωζώνης. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα…
2) Συνεκτική ευρωζώνη vs διασπασμένης ευρωζώνης. Η Γερμανία χρειάζεται μια συνεκτική ευρωζώνη για να εξάγει τα προϊόντα της, με τους ευνοϊκούς όρους που προσφέρει ένα κοινό νόμισμα σε μια οικονομία με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως η γερμανική. Η οικονομική κρίση και η κρίση χρέους που αντιμετώπισαν πολλές χώρες της ευρωζώνης, κατέστησαν δυσχερή την απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Μια λύση που δόθηκε, στην περίπτωση ειδικά της Ελλάδας, ήταν η διαχείριση όλου σχεδόν του ελληνικού χρέους που βρισκόταν σε γερμανικά χέρια (ιδιωτικά και μη) από το γερμανικό κράτος. Αυτό εξυπηρέτησε δύο στόχους: α) έσωσε τις γερμανικές τράπεζες, που ήταν υπερβολικά εκτεθειμένες στο ελληνικό χρέος και το μετακύλησαν στο γερμανικό δημόσιο β) έσωσε την ευρωζώνη από μια κατάρρευση, αφού η Ελλάδα μάλλον δεν είχε τη δυνατότητα να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της και πιθανόν να αναγκαζόταν να τυπώσει χρήμα. Το τελευταίο δεν ήταν μια επιθυμητή λύση για τη Γερμανία, αφού μια συνεπακόλουθη κατάρρευση όλης της ευρωζώνης με τη μορφή του ντόμινο, θα επέφερε καίριο πλήγμα στην απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Έτσι, η Γερμανία αποφάσισε να τετραγωνίσει τον κύκλο: να ‘σώσει’ την Ελλάδα και τις άλλες ‘επικίνδυνες’  χώρες από μια έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά ταυτόχρονα να τις ελέγχει πολιτικά με τη  μορφή της τρόικας, ώστε να συνεχίσει απρόσκοπτα την οικονομική της πολιτική.
Ταυτόχρονα όμως, η Γερμανία επέσυρε την απειλή μιας διασπασμένης ευρωζώνης: όποιος δεν μπορούσε να εναρμονιστεί με αυτές τις πολιτικές της, θα έπρεπε να βγει από το ενιαίο νόμισμα και να χρησιμοποιηθεί ως παράδειγμα για τους υπολοίπους. Προς το παρόν, και με βάση όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες, φαίνεται πως η Γερμανία δεν έχει ούτε την πολιτική, ούτε την οικονομική δύναμη να πετύχει κάτι τέτοιο (και αν το κάνει θα διαπράξει μεγάλο λάθος). Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η γερμανική πολιτική ηγεμονία φαίνεται να έχει προς ώρας οριακούς περιορισμούς από ευρωπαϊκούς θεσμούς.  Κυρίως είναι και πάλι η αντίφαση στην οποία προσκρούουν τα γερμανικά σχέδια: η οικονομική ηγεμονία χωρίς την πολιτική επιβολή δεν μπορεί να λειτουργήσει, αλλά η γερμανική πολιτική επιβολή έχει περιορισμένες δυνατότητες. Η πολιτική επιβολή μέσω του ιδεολογήματος της λιτότητας, μπορεί να κρατά πολλές χώρες σε μια θέση αδυναμίας, πλήττει όμως τη Γερμανία και οικονομικά: η λιτότητα δεν ευνοεί την απορρόφηση των γερμανικών εξαγωγών. Φαύλος κύκλος…
3) Γερμανικός φιλελευθερισμός vs γερμανικού αυταρχισμού. Το μεγάλο γερμανικό αφήγημα του φιλελευθερισμού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν πάντα σε αντιδιαστολή με το μεγάλο προπολεμικό γερμανικό αφήγημα. Η Γερμανία δε μπορεί να ξαναγυρίσει ποτέ στο ναζισμό, ο οποίος την στιγμάτισε για πάντα, ούτε και σε ένα αυταρχικό ύφος ηγεμονίας. Ο θεσμός της τρόικας άλλωστε εξυπηρετούσε και αυτόν τον σκοπό: κάποιος άλλος έπρεπε να κάνει τη βρώμικη δουλειά, επιβάλλοντας μια αποκρουστική πολιτική, και όχι η ίδια η Γερμανία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός ήταν επίσης ένα ζητούμενο, δεδομένου ότι θα βοηθούσε τις γερμανικές εξαγωγές (οποιαδήποτε μορφή ‘προστατευτισμού’ ήταν μίασμα για τη γερμανική ηγεσία).  Να όμως που η Γερμανία εγκλωβίζεται σε μια κατάσταση που την ωθεί να παραβεί αυτό το μοντέλο. Για να επιβιώσει οικονομικά, επιστρατεύει έναν προφανή αυταρχισμό και αναπτύσσει και πάλι ηγεμονικές τάσεις έναντι της υπόλοιπης Ευρώπης. Τόσο αυτή η τάση, όσο και η επιβολή του δόγματος της λιτότητας, αναπτύσσει περιφερειακούς εθνικισμούς ως αντίδραση (που με τη σειρά τους σκληραίνουν τη γερμανική στάση), αλλά και τάσεις προστατευτισμού. Όπως επισημαίνει και ο Friedman «για πόσο ακόμα οι πιο αδύναμες οικονομίες δε θα χρησιμοποιούν προστατευτικά μέτρα για να συγκρατήσουν τα γερμανικά προϊόντα;».
4) Ορθολογισμός vs ανορθολογισμού. Εδώ δεν έχουμε κάποια σχετική αναφορά στα τρία άρθρα που προαναφέρθηκαν, αλλά αξίζει μέσα σε λίγες γραμμές να αναφερθούμε και σε αυτήν την αντίφαση. Ένα βασικό πρόβλημα της γερμανικής πολιτικής σκέψης ήταν κατά καιρούς το ότι αυτή ήταν ορθολογική στο ‘μικρό’ επίπεδο, αλλά ανορθολογική στο ‘μεγάλο’. Η γερμανική πολιτική ελίτ συχνά χρησιμοποιεί ορθολογικά μέσα για να πετύχει έναν σκοπό που σε τελική ανάλυση είναι ανορθολογικός. Η γερμανική ακροδεξιά χρησιμοποίησε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εντελώς ορθολογικά μέσα (τεχνολογία, δημόσια διοίκηση) για να επιτευχθούν σκοποί πλήρως ανορθολογικοί (πόλεμος, ολοκαύτωμα, ναζισμός). Ήταν μια διαδικασία που ένας μελετητής ονόμασε «αντιδραστικό μοντερνισμό» . 
Οι Γερμανοί σήμερα δεν είναι ούτε ναζί, ούτε ακροδεξιοί και όποιος έχει τέτοιες μαξιμαλιστικές αναφορές στην ρητορική του κάνει λάθος. Ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε πει σε ένα προφητικό άρθρο που είχε γράψει το 1993 πως «είναι πλέον απαρχαιωμένο και μάλιστα εντελώς άνευ νοήματος να μιλούμε για μια ‘αντιδραστική’ γερμανική ‘ιδιαίτερη πορεία’». Αλλού είναι μάλλον το πρόβλημα. Στο ίδιο άρθρο του ο Κονδύλης είχε επισημάνει ότι «η τραγωδία των Γερμανών ήταν συχνά ότι οι θεωρητικές συλλήψεις και συνταγές τους υπερείχαν τόσο πολύ της πραγματικότητας, ώστε ήταν επόμενο να σκοντάφτουν με τη βαθυστόχαστη τελειότητά τους πάνω στη συγκεχυμένη ατέλεια της πραγματικής ζωής. Η θεωρητική εξιδανίκευση της πολιτικά χλιαρής ευημερίας μέσω της διχοτομίας μεταξύ οικονομίας και πολιτικής αποτελεί μια εξίσου αιθεροβάμονα κατασκευή…». Και είναι αυτή ακριβώς η αναντιστοιχία μεταξύ μιας ιδεαλιστικής κατάστασης που έχει η γερμανική πολιτική ηγεσία αυτή τη στιγμή και μιας άλλης πραγματικότητας που βιώνει ο κόσμος, η οποία μπορεί να φέρει τη Γερμανία σε νέες περιπέτειες. Θα μου πείτε, Γερμανία είναι αυτή. Πολύ μικρή με μία έννοια, αλλά και πολύ μεγάλη, ώστε μετά από ένα νέο στραπάτσο να επιτύχει έναν ευνοϊκό διακανονισμό. Αυτή ήταν περίπου και η ιστορία της διαγραφής του χρέους της στο Λονδίνο το 1953…
Ο Βαγγέλης Αγγελής έχει master στην Ιστορία της Προπαγάνδας και διδακτορικό στη Σύγχρονη Ιστορία. Του αρέσει ο Μεσοπόλεμος. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς βιβλία και άρθρα σχετικά με την Ιστορία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και διάφορα κείμενα σε δημοσιογραφικά έντυπα και έντυπα πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Η επαγγελματική του εμπειρία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων,  το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Πανεπιστήμιο Κρήτης, ενασχόληση με προγράμματα έρευνας στο Υπουργείο Παιδείας, πολυετή συνεργασία με τη Δημόσια Τηλεόραση της Τσεχίας και με Ιστορικό Αρχείο στην Αθήνα. Συμμετέχει σε επιχείρηση που δραστηριοποιείται στο Γκάζι, στον τομέα του σύγχρονου χορού.

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015


Ελλάδα, Ευρωζώνη. Ποιος πήρε παράταση;

10:37 | 23 Φεβ. 2015
Τελευταία ανανέωση 10:59 | 23 Φεβ. 2015
Χρήστος Γιαννίμπας
Μιμούμενος τον Κρούγκμαν αρχίζω με ένα ανέκδοτο. Μια νεαρή μαμά (Μ), που ήταν πορνοστάρ, γεννά στο μαιευτήριο. Η νοσοκόμα (Ν) της πηγαίνει το μωράκι στο δωμάτιο.
Ν: Συγχαρητήρια, γεννήσατε ένα υγιέστατο αγοράκι αλλά υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα. Το μωρό είναι μαύρο.
Μ: Α, εντάξει. Πριν 9 μήνες στα γυρίσματα ήταν και ένας μαύρος.
Ν: Έχει όμως και ξανθά μαλλιά.
Μ: Ναι, συμμετείχε και ένας Σουηδός.
Ν: Συγνώμη, αλλά έχει και σκιστά μάτια.
Μ: Η αλήθεια είναι πως στα γυρίσματα ήταν και ένα Γιαπωνέζος.
Η μαμά παίρνει το μωράκι στην αγκαλιά της και το τσιμπάει δυνατά. Ουαου, ουαουου, βάζει τα κλάματα το μωράκι. Δόξα το Θεό, λέει η μαμά. Ευτυχώς δεν γαυγίζει.
Αν μαμά είναι η διαπραγμάτευση, το καλό είναι ότι το μωράκι της είναι υγιές και δεν γαυγίζει. Παρότι στα «γυρίσματα» συμμετείχε και γερμανικός ποιμενικός. Να δούμε όμως τα κυριότερα ποιοτικά δεδομένα και τι κατάσταση διαμορφώνουν.
(I) Η κυβέρνηση εξουδετέρωσε τις νάρκες που φρόντισε από πριν να βάλει ο Σαμαράς. Ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, εξάντληση περιθωρίου ELA, αποδοχή μέτρων εξαθλίωσης κ.λπ. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται κι αν ακόμα δεχτούμε πως η συμφωνία είναι 100% ίδια (που ΔΕΝ είναι) με την υπάρχουσα. Η χώρα λοιπόν πήρε παράταση. Βεβαίως υπό αίρεση αλλά που της δίνει πολύτιμη ανάσα για να παζαρέψει (και) τα δικά της μέτρα, και το κυριότερο να μπει στην ουσία του κατ’ εξοχήν κυρίαρχου ζητήματος που είναι η βιωσιμότητα του χρέους και πως αυτό θα γίνει εξυπηρετίσιμο. Αντίθετα, ο Σαμαράς δεν πήρε παράταση και ισχύει το πιστοποιητικό πολιτικού θανάτου που εξέδωσε ο ελληνικός λαός στις 25 Ιανουαρίου. Αναμενόμενη η προσπάθεια που θα συνεχίσει να κάνει για την ακύρωσή του. Προσπάθεια που ήδη ξεκίνησε και κινείται στις ίδιες ράγες όπως και η προεκλογική του εκστρατεία. Τελικά, όχι μόνο είναι μικρόψυχος, όχι μόνο δεν ξέρει ότι reus reum non facit[1], αλλά δείχνει πως τίποτα δεν έμαθε και τίποτα δεν ξέχασε. Η κυβέρνηση κι αν ακόμα δεν υπήρχε Σαμαράς έπρεπε να τον «εφεύρει».
(II) Η κυβέρνηση πέτυχε να προκαλέσει μια ρωγμή στη νέα Ρώμη των αυτοκρατορικών δομών που χτίζει η Γερμανία. Ανεπαίσθητη ακόμα αλλά ρωγμή. Η Ελλάδα ΔΕΝ διαπραγματεύτηκε με την Γερμανία. Ο Τσίπρας δεν διαπραγματεύτηκε με την Μέρκελ, ούτε ο Βαρουφάκης με τον Σόιμπλε. Ακόμα και στην τελευταία σύνοδο της Ευρωομάδας, ανάμεσά τους ήταν και παραμένουν οι θεσμοί (Ευρωζώνη, ΕΚΤ και ΔΝΤ). Κι αυτό αποτυπώθηκε στη συμφωνία. Με αυτούς συνομίλησε η Ελλάδα και με αυτούς πλέον θα συνομιλεί. Γιατί αυτά έχουν σημασία; Διότι:
(Α) Η δύναμη του συμβολισμού είναι τεράστια. Ουσιαστικά ο Τσίπρας αμφισβήτησε ευθέως τη νέα Ρώμη και έκανε πράξη αυτό που πολλές φορές έχει πει. «Στην Ευρώπη δεν υπάρχουν ιδιοκτήτες και ενοικιαστές». Θυμίζω πως τα τελευταία πέντε χρόνια, το 80% των επισκέψεων αρχηγών κρατών και πρωθυπουργών, γίνονται στο Βερολίνο και μόνο το 20% σε όλες τις υπόλοιπες πρωτεύουσες των 27 χωρών της Ε.Ε. Ο Τσίπρας, πήγε σε Ιταλία, Βέλγιο, Γαλλία, Αγγλία, Αυστρία κ.λπ. αλλά όχι (ακόμα) στο Βερολίνο. Ευελπιστώ πως το υπόδειγμά του θα ακολουθήσουν σταδιακά και άλλοι ηγέτες.
(Β) Η τρόικα που ξέραμε τέλειωσε. Οι συζητήσεις γίνονται απ’ ευθείας με Ευρωζώνη, ΕΚΤ και ΔΝΤ και όχι με τρεις υπαλλήλους αυτών των θεσμών, που ουσιαστικά ήταν υπάλληλοι της νέας Ρώμης. Αυτό με τη σειρά του είναι σημαντικό γιατί:
Πρώτον. Βάζει ταφόπλακα σε μέτρα που εκπορεύονταν από το εσωτερικό της χώρας (διάβαζε διαπλοκή) και επέστρεφαν ως απαιτούμενα της τρόικα. Παραδείγματα. (i) Το μνημόνιο επέβαλε την μείωση της τιμής εισόδου στα καζίνο!! Θα έλεγα: «Ορίστε Έλληνες τι άλλο θέλετε:», αν δεν ήταν ο ορισμός της φράσης «δούλεμα ψιλό γαζί». Λέτε ΔΝΤ, ΕΚΤ και Ευρωζώνη να σκέφτηκαν αυτό το μέτρο ή κάποιοι από εδώ το πλασάρισαν στην τρόικα κι αυτή το εισήγαγε ως απαιτούμενο; (ii) Πως γίνεται σε μια ελεύθερη αγορά, που όπως (σωστά) λένε «οι τιμές δεν διατάσσονται», να διατάσσεται με το μνημόνιο η τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης (μισθός);
Δεύτερο και σπουδαιότερο. Υπάρχουν ζητήματα που αυτοί οι τρείς θεσμοί έχουν (και κάνουν) διαφορετικές εκτιμήσεις. Κι αυτό βολεύει την ελληνική κυβέρνηση στην κατεύθυνση αξιοποίησης των διαφορών. Θυμίζω πως το ΔΝΤ θεωρούσε (και σωστά) το χρέος μη βιώσιμο όπως ομολόγησε ο ίδιος ο Στουρνάρας: «Μου είπαν ότι έπρεπε να ταχθώ με το μέρος τους. Τους είπα: ‘OΚ’. Αν το έκανα θα βοηθούσε πραγματικά την Ελλάδα. Όμως δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Ο Σόιμπλε μου είπε: ‘Yannis, forget it. Έτσι δεν γίνεται’. Τι μπορώ να κάνω;»[2] Προφανώς, στο ραγιαδισμό τους ούτε καν υπήρχε στο μυαλό τους η περίπτωση να αξιοποιήσουν διαπραγματευτικά την διαφορετική προσέγγιση του ΔΝΤ. Αυτοί άλλωστε διατυμπανίζουν πως το χρέος είναι βιώσιμο, όταν και οι πέτρες ξέρουν πως δεν είναι. Βέβαια, άλλο πέτρες κι άλλο τούβλα.
Παρένθεση. Το ζήτημα της βιωσιμότητα του χρέους και πως αυτό θα γίνει εξυπηρετίσιμο, τέθηκε στο τραπέζι και στη συμφωνία γίνεται αναφορά για: «διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, σύμφωνα με ανακοινωθέν του Eurogroup το Νοέμβριο του 2012.» Ερωτώ λοιπόν. «Το χρέος είναι βιώσιμο» (θέση Σόιμπλε, Σαμαρά, Βενιζέλου) και «το χρέος ΔΕΝ είναι βιώσιμο ούτε εξυπηρετίσιμο» (θέση Τσίπρα) είναι το ίδιο; Κύριοι μηδενιστές, αν δεν το έχετε ακόμα καταλάβει, το ζήτημα του χρέους είναι «όλα τα λεφτά». Και μόνο γι’ αυτό λοιπόν σας λέω: «Όχι σύντροφοι, ΔΕΝ είναι μνημόνιο …».
(III) Η κυβέρνηση με τη στάση της, εδραίωσε στους Έλληνες την πεποίθησή τους πως πλέον η χώρα έχει ΕΛΛΗΝΙΚΗ κυβέρνηση που θέλει, μπορεί και ξέρει να διαπραγματεύεται. Για να ευλογήσω τα γένια μου, έχουμε «κόκορα διαπραγματευτή». Η ευχή πλέον είναι να συνειδητοποιηθεί από όλους του Έλληνες πως σωτήρες δεν υπάρχουν (ποτέ δεν υπήρχαν), ούτε μπορούν να περιμένουν να σωθεί (ή και ελευθερωθεί) η χώρα από κάποιους άλλους. Πήραν λοιπόν κι αυτοί παράταση, η καθεμιά κι ο καθένας ξεχωριστά, προκειμένου να αλλάξουν εαυτούς και τη χώρα. (Ζήτημα που θα αναλύσω σε επόμενο άρθρο.)
(IV) Παράταση όμως πήρε και η ίδια η ευρωζώνη. Έτσι όπως την ξέρουμε και όπως λειτούργησε, και βέβαια λειτουργεί, ως υποτακτικό όργανο της νέας Ρώμης. Μόνο οι αφελείς και οι από σκοπιμότητα(;) μηδενιστές θα περίμεναν μέσα σε 20 ημέρες η νέα κυβέρνηση να αλώσει τη νέα Ρώμη. Ίσως κάποιοι να περίμεναν πανωλεθρία του νεοφιλελευθερισμού. Σε προηγούμενο άρθρο μου ανέλυσα γιατί οι Γερμανοί έχουν επιλέξει τη συνειδητή μη επίλυση της κρίσης. Επεσήμανα «… πόσο δύσκολο είναι να τους πάρεις έστω και ‘ένα μέτρο’. Όσα κερδηθούν στις διαπραγματεύσεις, και θα κερδηθούν, είναι τεράστια νίκη για την Ελλάδα και τους λαούς της Ευρώπης. Είναι όμως και μια επίσης τεράστια υποθήκη για τον πολύ δύσκολο δρόμο που ακολουθεί». Αν τώρα κάποιοι θέλουν να μιλούν για μνημόνιο, ή να βάζουν «μηδέν εις το πηλίκον», ή να κάνουν δίκη προθέσεων (για κολοτούμπες, υποταγή κ.λπ.),  με γεια τους με χαρά τους. Θα τους συμβούλευα όμως να μην βάλουν τα λεφτά τους σ’ αυτό το «στοίχημα». Μαζί με αυτήν την ευρωζώνη, πήραν παράταση και οι πολιτικές της λιτότητας. Πως το Δ’ Οικονομικό Ράιχ θα χειριστεί την παράταση είναι κάτι που θα φανεί στο μέλλον. Κοντινό και απώτερο. Το δεδομένο είναι πως το «ζήτημα Ελλάδα» ξέφυγε από την αυλή της νέας Ρώμης. Βρίσκεται στις αυλές όλων των ευρωπαϊκών χωρών (κι όχι μόνο). Το κυριότερο, έγινε και γίνεται υπόθεση των λαών. Όχι στην έκταση που θα έπρεπε ή θα μπορούσε να γίνει (τουλάχιστον στο εσωτερικό), αλλά μην το μηδενίζουμε κι αυτό. Φτάνει πια η μιζέρια και ο μηδενισμός.
Εν κατακλείδι, είναι νωρίς για να εικάσουμε νίκες, ήττες ή ισοπαλίες. Δεν πρόκειται για ματσάκι. Πρόκειται για ματσάρα με παρατάσεις, πέναλτι, κίτρινες και κόκκινες κάρτες. Έγινε ένα μικρό βήμα. Αν θέλουμε, και θέλουμε, κι άλλα μικρά αλλά και μεγάλα βήματα ένας είναι ο ασφαλής τρόπος. Παλλαϊκή κινητοποίηση με το «όπλο πάρα πόδας».
Χρήστος Γιαννίμπας
[1] Ένοχος, ένοχον ου ποιεί.
[2] Το ΔΝΤ (Λαγκάρντ) του λέει πως το χρέος δεν είναι βιώσιμο, κι αυτός τρέχει στο Σόιμπλε και του σκάει «το μυστικό». Αν αυτό δεν είναι αποδοχή (από Σαμαρά, Βενιζέλο) των αυτοκρατορικών δομών της νέας Ρώμης, τότε τι είναι; Παραβλέπω πως του είπε «Yannis, forget it»και ο Γιάννης το ξέχασε. Θεέ μου πόσο υποτελείς είναι οι άνθρωποι;
* Ο Χρήστος Γιαννίμπας είναι αρθρογράφος και συγγραφέας