Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Burnout, μια απειλητική και ύπουλη επιδημία 
Δυστυχώς, το χρόνιο εργασιακό στρες δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο φαινόμενο. Περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι στην Βρετανία που υποφέρουν από το εργασιακό στρες, μπορεί να καταρρεύσουν ψυχολογικά χωρίς καμία προειδοποίηση. Αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η «κατάσταση εξάντλησης» και πώς μπορεί να επανέλθει κανείς;
Οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων μπορεί να έχουν βελτιωθεί σε σχέση με αυτές που επικρατούσαν αρκετά χρόνια πριν, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες, ωστόσο η εργασία συνεχίζει να επιδρά αρνητικά στην ψυχική και σωματική μας υγεία. Οι υψηλές απαιτήσεις, οι συνεχείς αναθέσεις ευθυνών, ο ανταγωνισμός, ο φόρτος εργασίας, τα εξαντλητικά ωράρια, η αυταρχική σε κάποιες περιπτώσεις διοίκηση, οι χαμηλές απολαβές μπορεί να οδηγήσουν στο σύνδρομο burnout.
Με τον όρο burnout εννοούμε μια εμπειρία μακροχρόνιας σωματικής, συναισθηματικής και πνευματικής εξάντλησης η οποία προκαλείται από υπερβολικό και χρόνιο στρες. Εάν το στρες συνδέεται με την εργασία σας, η εξουθένωση που μπορεί να αισθάνεστε ίσως συνδυάζεται και με αμφιβολίες σχετικά με τις ικανότητα σας ή σχετικά με την αξία της εργασίας σας.
Το burnout σταδιακά επιδρά στην παραγωγικότητα και σας στερεί όποια ενεργητικότητα και καλή διάθεση προϋπήρχε, γεννώντας την αίσθηση «ότι δεν έχετε πλέον κάτι άλλο να προσφέρετε». Η κλινική ψυχολόγος Ρέιτσελ Άντριου διαπιστώνει ότι τα συμπτώματα που σχετίζονται με το burnout αυξάνονται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια.  «Τα περiσσότερα περιστατικά τα βλέπω τα τελευταία 15 χρόνια και έχει παρατηρήσει ότι η πλειοψηφία των ασθενών είναι άνδρες», τόνισε στον Guardian.
Συμπτώματα
  • Σωματικά: Εξάντληση, πονοκέφαλος, πεπτικές διαταραχές, δυσκολίες ύπνου (υπνηλία, αϋπνία), υπερένταση, γρήγορη αναπνοή, μυοσκελετικοί πόνοι, απώλεια της λίμπιντο, διαταραχές της όρεξης (ανορεξία ή αυξημένη όρεξη).
  • Ψυχολογικά: Εκνευρισμός, ανορεξία, αίσθημα ανησυχίας, ευσυγκινησία, ενοχές, αδράνεια, θλίψη, ευερεθιστότητα, στρες, αρνητική διάθεση, χαμηλή αυτοεκτίμηση.
  • Συμπεριφοράς: Αδυναμία συγκέντρωσης, κυκλοθυμία, αδυναμία ολοκλήρωσης μιας δουλειάς
Το burnout χαρακτηρίζεται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας ως μια «κατάσταση ζωτικής εξάντλησης» και παρόλο που διαταράσσει την ψυχική μας υγεία, δεν θεωρείται ψυχική ασθένεια, αλλά μορφή χρόνιου εργασιακού στρες.
Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, υπάρχουν άνθρωποι που καταλήγουν στο νοσοκομείο από την σωματική και ψυχολογική κούραση, αλλά οι περισσότεροι εμφανίζουν σημάδια άγχους, μειωμένης διάθεσης και ένα αίσθημα αποσύνδεσης από την καθημερινή ζωή.
Στο ICD-11, που πρόκειται να δημοσιευθεί φέτος, η κατάσταση περιγράφεται ως «όχι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια συνεχόμενη κατάσταση κατά την οποία το καθημερινό άγχος και στρες υπονομεύουν βαθμιαία την ψυχική και σωματική υγεία του ατόμου». Αυτό ακριβώς το καθιστά τόσο ύπουλο, καθώς οι ασθενείς δεν αντιλαμβάνονται εύκολα τα συμπτώματα και τις επιπτώσεις που έχει στη ζωές τους.
«Όταν πήρα προαγωγή στην καινούρια θέση μου άρεσε που ξενυχτούσα στο γραφείο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει. Αλλά, δύο χρόνια αργότερα κατάλαβα τη ζημιά που είχα κάνει στον εαυτό μου. Σίγουρα δεν ήμουν ευτυχισμένος. Άρχισα να πίνω κάθε μέρα και να μην ασχολούμαι καθόλου με το γάμο μου. Ήμουν τόσο ευερέθιστος και οξύθυμος που η γυναίκα μου φοβόταν να μου μιλήσει. Πραγματικά υπέφερε για πολύ καιρό», αναφέρει ο Άνταμ που έπαθε burnout τον περασμένο χρόνο.
Από τη μεριά της μια άλλη παθούσα, η Κοξ ανέφερε στον Guardian ότι δικά της προβλήματα ξεκίνησαν όταν προσέλαβαν κάποια άπειρα άτομα στη δουλειά της και αισθάνθηκε ότι έπρεπε να τα βοηθήσει με τις δουλειές τους καθώς και να κάνει τη δική της. Παράλληλα, έπρεπε να φροντίζει την άρρωστη μητέρα της και ένιωθε ότι δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα από τα δύο. «Δεν ήταν οι ώρες που ξόδευα, αλλά η φύση της δουλειάς. Κάθε Κυριακή, είχα αυτή την αίσθηση φόβου ότι την επόμενη μέρα θα έπρεπε ξεκινήσω πάλι από την αρχή. Έβαλα βάρος, ξυπνούσα εξαντλημένη και αισθανόμουν κάθε μέρα μεγάλη ατονία. Το μόνο που έκανα ήταν να καλύπτω τα προβλήματα που προκλήθηκαν από την πίεση που ένιωθα στην εργασία, χωρίς να αντιμετωπίζω το πρόβλημα», λέει.
Τι ευθύνεται για το burnout
Η Άντριου αντιλαμβάνεται το burnout ως άμυνα του οργανισμού ενάντια στην αβάσταχτη πίεση και το άγχος. «Είναι ουσιαστικά ο μόνος τρόπος με τον οποίο το μυαλό και το σώμα μπορούν να κρατήσουν ασφαλή τον οργανισμό και τον προστατεύσουν όταν δεν υπάρχουν άλλες διαθέσιμες επιλογές. Αλλά δεν είναι μια συνειδητή απόφαση, αφού συμβαίνει χωρίς να το καταλαβαίνουμε και να το επιλέγουμε».
Οι εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι πρέπει να σκεφτούμε το burnout σαν συμπτώματα μιας προβληματικής οργάνωσης και όχι σαν ασθένεια. Για αυτόν το λόγο υπάρχουν σύμβουλοι που εργάζονται πάνω στον εταιρικό τομέα. Ο Robyn Vesey, σύμβουλος της Tavistock Consulting, τονίζει ότι το ζήτημα της ευθύνης είναι σύμπτωμα ενός προβληματικού χώρου εργασίας. «Η κακομεταχείριση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβλήματος. Μπορεί να υπάρχει μια ατμόσφαιρα και ένα σύστημα που υποστηρίζει τη συνεργασία, μοιράζοντας το άγχος της ομάδας και δημιουργώντας μια αίσθηση κοινού ενδιαφέροντος και υγιούς αλληλεπίδρασης ή μπορεί να υπάρξει ένα κακό κλίμα στη δουλειά όπου να δημιουργούνται ενοχές σε συγκεκρμένα άτομα και να τους δίνονται ευθύνες με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν».
Πέρα από τον εργασιακό χώρο, ζούμε σε μια εποχή που η ίδια η κοινωνία φαίνεται να πυροδοτεί το πρόβλημα. Άγχος, αβεβαιότητα, αυξανόμενη φτώχεια και οικονομικά προβλήματα φέρνουν τον κόσμο στα άκρα. «Το burnout μπορεί να θεωρηθεί και ασθένεια της εποχής μας, καθώς οι περικοπές στις υπηρεσίες δυσκολεύουν τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την κατάσταση», αναφέρει η Άντριου.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να προστατεύουν ένα χώρο εργασίας, σύμφωνα με τους ειδικούς. Μια εταιρία πρέπει να ξέρει τους στόχους της, να σέβεται τους εργαζομένους της και να μοιράζει σωστά τις δουλειές. Χωρίς αυτά οι εργαζόμενοι της είναι πιο ευάλωτοι. Η απόδοση πρέπει να παίζει πρωταρχικό ρόλο, αλλά υπάρχουν πράγματα που μπορούν να κάνουν οι διαχειριστές για να υποστηρίξουν το προσωπικό τους, όπως η δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου οι άνθρωποι θα μπορούν να μιλήσουν για το συμβαίνει στον οργανισμό.
Όταν η Κοξ διαγνώστηκε με burnout πήρε 10 μήνες άδεια. Ακολούθησε μια περίοδος ψυχοθεραπείας, κατά την οποία ο ψυχολόγος τη βοήθησε να ξεπεράσει τη θλίψη της, να τη βοηθήσει να καταλάβει ότι δεν είχε αποτύχει και σταδιακά να την κάνει να βρει ξανά τον εαυτό της.
Ο Αδάμ έφυγε από την εταιρία για δύο μήνες με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψει σταδιακά στην εργασία του αλλά σε κάποιον ρόλο με λιγότερες αρμοδιότητες. Πήρε φαρμακευτική αγωγή για δύο μήνες και προσπάθησε να περάσει περισσότερο χρόνο με την οικογένεια του. «Κοιτάζοντας πίσω, συνειδητοποιώ ότι θα έπρεπε να βασίζομαι περισσότερο στους συναδέλφους μου και να αποδέχομαι το γεγονός ότι δεν είμαι ο Σούπερμαν». Έχει σκεφτεί πώς να προστατεύσει τον εαυτό του στο μέλλον, παρατηρώντας  τα προειδοποιητικά σημάδια. Παράλληλα, έχει αφαιρέσει όλους τους φορτιστές τηλεφώνου από το υπνοδωμάτιο, ώστε να μην μπορεί να ελέγξει το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του στη μέση της νύχτας.
Αντιμετώπιση
Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι πολύ σημαντικό ο οργανισμός να ξεκουραστεί. Αφού το σώμα και το μυαλό προειδοποιούν ότι πρέπει να σταματήσουμε, οφείλουμε να τα ακούσουμε. Αν επιστρέψουμε στη δουλειά χωρίς την απαραίτητη ξεκούραση είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουμε τα ίδια συμπτώματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και δεν είναι εύκολη η μετάβαση, καθώς θέλει συνεχή προσπάθεια και υπομονή.
Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε το burnout πρέπει να μάθουμε να δεχόμαστε και την αποτυχία ή έστω το γεγονός ότι δεν μπορούμε να είμαστε σε όλα τέλειοι ή όσο τέλειοι νομίζαμε, να μάθουμε να ζητάμε βοήθεια και να μοιραζόμαστε την εργασία και τις υποχρεώσεις και να οργανώνουμε καλύτερα το χρόνο εργασίας (ώστε να μένει και χρόνος για εμάς). Παράλληλα, είναι σημαντικό να  αρχίσουμε να λέμε «όχι» και να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας στους σωστούς αποδέκτες και να δίνουμε προτεραιότητα στον εαυτό μας και στις ανάγκες του (εκμάθηση τεχνικών χαλάρωσης, καλύτερη διαχείριση του άγχους, σωματική άσκηση).
Η υποστήριξη των συναδέλφων στο επαγγελματικό χώρο παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. «Μπορούμε όλοι να παρατηρήσουμε αν κάποιος αγωνίζεται και να του προσφέρουμε την κατάλληλη υποστήριξη αν δούμε ότι δεν είναι καλά. Είναι ένα από αυτά τα ‘κρυφά’ πράγματα στο χώρο εργασίας, όταν οι άνθρωποι υποφέρουν από άγχος και πίεση και ντρέπονται να μιλάνε γι’ αυτό επειδή το θεωρούν σημάδι αδυναμίας. Αλλά εμείς πρέπει να είμαστε εκεί για να τους βοηθήσουμε.», λέει η Κοξ.
Από το tvxs

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Το μάρκετινγκ της απελευθέρωσης
Ένας από τους πιο επίμονους μύθους που δημιούργησε ο αμερικανικός λόγος σχετικά με τους «πολέμους της κουλτούρας», οι οποίοι σπαράσσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια, προβάλλει το αξίωμα ότι η νεανική αντικουλτούρα διαθέτει μια έμφυτη δύναμη παραβίασης των κοινωνικών κανόνων και ότι η αιώνια μάχη ανάμεσα στον χίπι και τον γιάπη, αυτόν που ακούει μουσική ντίσκο και τον θρησκευόμενο, τον ατομικιστή και τον κομφορμιστή θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο σημαντική όσο υπήρξε στο παρελθόν η πάλη των τάξεων. Η συγκεκριμένη δοξασία γίνεται αποδεκτή όχι μόνο από τους πανεπιστημιακούς που είναι οπαδοί των cultural studies αλλά και από τα αφεντικά της βιομηχανίας και της ψυχαγωγίας.
Εάν παρακολουθήσει κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες οποιοδήποτε τηλεοπτικό πρόγραμμα σε ώρες υψηλής τηλεθέασης, θα ακούσει τους εμπόρους να χρησιμοποιούν τη διαφήμιση για να καλέσουν σε επανάσταση, να ζητήσουν την παραβίαση των συνηθειών και των κανόνων και να επιμείνουν στην αναγκαιότητα να φτάσουμε μέχρι τα άκρα, ό,τι κι αν λένε τα αφεντικά, οι κουστουμαρισμένοι ή οι θεούσες.
Κάθε προϊόν -από το αυτοκίνητο για εκδρομές ώς τα αθλητικά παπούτσια, χωρίς να ξεχνάμε και τη σόδα με άρωμα πράσινου λεμονιού- παρουσιάζεται λοιπόν σαν το απαραίτητο εξάρτημα για μια εξεγερμένη νεολαία που παθιάζεται με τη μουσική του Τζίμι Χέντριξ, τα γραπτά του Τζακ Κέρουακ ή τους ρυθμούς της κουλτούρας του δρόμου. Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας θέλουν πάνω από όλα να μας επιτρέψουν να είμαστε ο εαυτός μας, οι παραγωγοί αρωμάτων υμνούν την κουλτούρα των ιθαγενών λαών (1), οι κυρίαρχοι του λογισμικού επιμένουν να δώσουν την εξουσία στο λαό και οι μεσίτες βασανίζονται από την επιθυμία να ανατρέψουν τον νόμο των αγορών.
H Nike, διαβόητη για την υπερεκμετάλλευση των εφήβων στην Ασία, παρουσιάζεται στους Αμερικανούς εφήβους σαν φορέας «επανάστασης». Η Apple και η αλυσίδα καταστημάτων Gap διακόσμησαν τις προσόψεις των κτιρίων όπου στεγάζονται με φωτογραφίες προσωπικοτήτων της πρωτοπορίας. Οι υψωμένες γροθιές κατακλύζουν τη διαφήμιση. Το αναψυκτικό Seven-Up προβάλλει την ύπαρξη μιας σκοτεινής συνωμοσίας με διεθνείς προεκτάσεις. Ο στόχος της συνωμοσίας; Να απαγορεύσει στους καταναλωτές να πίνουν Seven-Up…
Γιατί λοιπόν η αμερικανική εμπορική κουλτούρα είναι τόσο «κουλ», τόσο εξεγερμένη; Υπάρχει μια δημογραφική εξήγηση. Οι διαφημιστές μελετούν τη νεανική κουλτούρα για να μπορούν να απευθύνονται καλύτερα στους νέους. Μιμούνται το σύστημα αξιών που επικρατεί στα γυμνάσια και στα λύκεια για να πουλήσουν περισσότερα Sprite, Reebok ή Levi’s. Ωστόσο, αυτή η θεωρία δεν αρκεί για να εξηγήσει την τάση της ίδιας της βιομηχανίας της διαφήμισης να δεχθεί την «εξέγερση», την έντονα «κουλ» διάθεση των διαφημιζόμενων, την ανάπτυξη όλων αυτών των παραφερνάλιων της «αμφισβήτησης», όταν πρόκειται για την πώληση εμπορευμάτων σε καταναλωτές που έχουν προ πολλού ξεπεράσει την ηλικία των δεκαοκτώ χρόνων. Όταν οι κατασκευαστές σπορ αυτοκινήτων χρησιμοποιούν ως υπόκρουση τη μουσική του Τζίμι Χέντριξ, δεν το κάνουν βέβαια για να προσελκύσουν την προσοχή των μαθητών του λυκείου.
Η «hip» κουλτούρα εκφράζει κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ το ενδιαφέρον των διαφημίσεων για τους νέους. Ηδη από τη δεκαετία του 1920, ο καταναλωτισμός έδωσε φωνή σε μια τάση εξέγερσης ενάντια σε παλαιότερες αξίες που συνδέονταν με την παραγωγή. Τόνισε την ευχαρίστηση και την προσωπική ικανοποίηση, σε αντίθεση με την αυτοσυγκράτηση και την καταστολή που είχαν τη ρίζα τους στον πουριτανισμό. Ύμνησε τη μόδα και το άχρηστο ενάντια στις αρετές της προνοητικότητας και της μονιμότητας, τα νιάτα παρά την εμπειρία, την αλλαγή ενάντια στην παράδοση, το νέο αντί για το παλιό.
Η εμμονή των διαφημιζόμενων στο «μοδάτο» οφείλεται επίσης σε ένα πρόβλημα ουσίας, το οποίο είναι συνυφασμένο με τη βιομηχανία της διαφήμισης. Από την εποχή της δεκαετίας του 1960, δεν σταμάτησαν να υπενθυμίζουν στους υπεύθυνους των εταιρειών μάρκετινγκ ότι οι στόχοι τους δείχνουν όλο και μεγαλύτερο σκεπτικισμό απέναντι στους ισχυρισμούς και τις υποσχέσεις της διαφήμισης. Η διαφήμιση πετσοκόβει τα τηλεοπτικά προγράμματα, εισβάλλει μέσω του τηλεφώνου στο σπίτι την ώρα του φαγητού και είναι συχνά προσβλητική και χαζή. Το κυριότερο όμως είναι ότι υπάρχει υπερβολική διαφήμιση, πραγματικά υπερβολική! Κάθε χρόνο, ο μέσος Αμερικανός είναι εκτεθειμένος σε σχεδόν ένα εκατομμύριο «επικοινωνίες» αυτού του είδους. Οι δυο κυριότερες δυσκολίες των διαφημιζόμενων είναι πώς θα κατορθώσουν να ακουστούν μέσα σε όλον αυτό το θόρυβο και πώς θα ξεπεράσουν τη δυσπιστία του κοινού.
Ανέπτυξαν λοιπόν μια λατρεία της δημιουργικότητας που τους υποχρεώνει να σκανδαλίζουν και να εκπλήσσουν για να τους προσέχουν. Ετσι, η λατρεία για το καινούργιο δεν οφείλεται μόνο σε δομικούς λόγους -το σημερινό προϊόν είναι αναγκαστικά ανώτερο από το μοντέλο της προηγούμενης χρονιάς. Εξηγείται επίσης από το γεγονός ότι η πρωτοτυπία αποτελεί το μοναδικό μέσο με το οποίο μπορεί να ελπίζει κανείς ότι ένα μήνυμα θα φτάσει στο στόχο του. Γι’ αυτό ο κόσμος των διαφημιστών καλλιεργεί εδώ και καιρό την άρνηση των ιεραρχιών: τα μεγάλα συλλογικά γραφεία με το πλήθος φυτών εσωτερικού χώρου είναι μια καινοτομία της Μάντισον Άβενιου (2), όπως επίσης και η απουσία της γραβάτας και το casual wear στους χώρους εργασίας.
Ο Γάλλος διαφημιστής Ζαν-Μαρί Ντρι περιγράφει τη συνηθισμένη πρακτική των «δημιουργικών τμημάτων» σε ένα βιβλίο, το «Disruption», το οποίο εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1996 (3). Για να πουλήσει ένα αποσμητικό ή μια μάρκα ασπιρίνης, ο υπεύθυνος του «δημιουργικού τμήματος» οφείλει να εντοπίσει μια κοινωνική σύμβαση -μία από τις «στερεότυπες ιδέες που διατηρούν το στάτους κβο στη θέση του»- και να την συντρίψει σε μια σχεδόν οργασμική διαδικασία που χαρακτηρίζεται «διάλυση». «Ταρακουνήστε τα νερά, αλλάξτε τους κανόνες, ξυπνήστε τον καταναλωτή και δημιουργήστε την αλλαγή» προστάζει. Και όλα αυτά, για να ανακαλυφθεί ένας τρόπος να ταυτιστεί το προϊόν, για την προβολή του οποίου αμείβεται ο διαφημιστής, με ένα ευρύτερο «όραμα» για την απελευθέρωση του ανθρώπου.
Υποτίθεται ότι οι μάρκες που γνωρίζουν επιτυχία στράφηκαν ενάντια σε κοινωνικές συμβάσεις κάθε είδους. Και ο Ζαν-Μαρί Ντρι αναπολεί, συγκινημένος, εκείνες τις διαφημίσεις στις οποίες ηλικιωμένα και σεμνότυφα άτομα γελοιοποιούνται από εφήβους που ξεχειλίζουν από αισθησιασμό, στις οποίες η μπίρα Guiness χρησιμεύει ως σύνθημα συγκέντρωσης των μη κομφορμιστών νέων, που αναζητούν ένα «νέο μέσο για να εκφράσουν την ατομικότητά τους», στις οποίες οι αρχαϊκές μορφές μάνατζμεντ προξενούν τον καγχασμό της Macintosh, της «επιχείρησης ενάντια στο κατεστημένο».
Μία κοινωνική σύμβαση παραμένει μακριά από όλα αυτά τα εξαρτήματα της «διάλυσης»: η προσκόλληση στις μάρκες. Δεν θα υπήρχε καμία αντίφαση σε αυτή την περίπτωση. «Εάν οι επιχειρήσεις και οι μάρκες δεν υποστούν τη διάλυση, οι καταναλωτές θα τις βαρεθούν. Χάρη στη “διάλυση”, το ενδιαφέρον τους και η νομιμοφροσύνη τους διατηρείται».
Όλα αυτά παρουσιάζονται με χαρακτηριστικά αποκάλυψης: ποιος θεωρητικός του μάνατζμεντ δεν θεωρεί τον εαυτό του επαναστάτη; Ωστόσο, ορισμένοι έχουν στο νου τους κάτι ακόμα τολμηρότερο: τον αποικισμό της κοινωνικής δικαιοσύνης! Για να πετύχει μια μάρκα, εξηγεί ο Ζαν-Μαρί Ντρι, πρέπει να φαίνεται «φτιαγμένη από όνειρα». Και συνοδεύει επίτηδες την παρουσίασή του με λόγια δανεισμένα από ιστορικές μορφές του προοδευτικού και του επαναστατικού κινήματος. Ετσι η πολιτική πανωλεθρία της Αριστεράς άφησε ελεύθερους για τους διαφημιζόμενους μια σειρά πολιτισμικούς χώρους, εγκαταλειμμένους, αλλά πλούσιους σε χαρίσματα και σε ανατρεπτικούς συνειρμούς. Η Benetton θα συνδέσει το όνομα της μάρκας της με τη μάχη ενάντια στο ρατσισμό, η Apple θα θελήσει να αποτελέσει το σύμβολο της μάχης ενάντια στην τεχνοκρατία, η Pepsi θα μονοπωλήσει τη νεανική εξέγερση, το Body Shop θα διαθέτει συμπόνια, η Reebok μη κομφορμισμό και το MTV αντεργκράουντ. Σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης, οι μάρκες αντικατέστησαν τα κινήματα…
Το μάρκετινγκ ανανεώνεται λοιπόν εμφανιζόμενο με τα χαρακτηριστικά του κριτικού λόγου, της αμφισβήτησης της καταναλωτικής κοινωνίας. Η πιο ενημερωμένη διαφήμιση παραδέχεται πράγματι ότι κάτι δεν πάει καλά στην ύπαρξή μας, ότι η αγορά δεν μας έδωσε όλα όσα υποσχόταν, ότι δεν έλυσε τα προβλήματα που προέκυψαν από την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ένα κλειστό σύστημα
Σε αυτό ακριβώς το σημείο επεμβαίνει το «μάρκετινγκ της απελευθέρωσης». Φαντάζεται ότι οι καταναλωτές, βοηθούμενοι από τις μάρκες, θα μπορέσουν να απελευθερωθούν από τους κλητήρες της τάξης, να απαλλαγούν από τις αλυσίδες με τις οποίες μας φυλακίζει το βιομηχανικό σύστημα, να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της γραφειοκρατίας και των ιεραρχιών, να ανακαλύψουν τον εαυτό τους όπως είναι πραγματικά. Για να ξαναβρούν, σε τελική ανάλυση, την αυθεντικότητα, αυτό το «άγιο δισκοπότηρο» της καταναλωτικής ιδεολογίας.
Αν πιστέψουμε αυτή τη διαφημιστική «μεγάλη αφήγηση», την οποία ενισχύουν κάθε χρόνο εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια, το κυριότερο πρόβλημα των κοινωνιών μας είναι ο κομφορμισμός και η κατάλληλη απάντηση είναι το καρναβάλι. Εάν ο κατατεμαχισμένος κόσμος μας διατήρησε μια κοινή θεματολογία, είναι η θεματολογία του αδιάκοπου αγώνα, όχι πια ενάντια στους κομμουνιστές, αλλά ενάντια στους πουριτανούς και τον μηχανισμό της ίδιας της καταναλωτικής κοινωνίας που παράγει το ψεύτικο. Όμως, για να ξεφύγουμε από αυτόν, για να κατορθώσουμε να αντισταθούμε, πρέπει να πηγαίνουμε σε αλυσίδες εστιατορίων «έθνικ» και να βλέπουμε σε βιντεοταινίες τη Μαντόνα, να θαυμάζουμε τους καταναλωτές που το κάνουν.
Ο κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ ισχυρίστηκε ότι η σύγκρουση ανάμεσα στη συνεχή επιδίωξη της αποτελεσματικότητας στην εργασία και τη λατρεία του ηδονισμού στον ελεύθερο χρόνο αποτελεί μία από τις εκρηκτικότερες «πολιτισμικές αντιφάσεις» του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, η αγορά έλυσε η ίδια τα προβλήματα που δημιουργεί, τουλάχιστον με επιφανειακό τρόπο. Η κριτική του καπιταλισμού μετατράπηκε σε αρτηρία που τροφοδοτεί με αίμα ένα κλειστό ιδεολογικό σύστημα, στο εσωτερικό του οποίου τα πάντα μπορούν να προσεγγιστούν και να επιλυθούν. Με συμβολικό όμως τρόπο.
Βέβαια, οι δύο τελευταίες δεκαετίες δεν σημαδεύτηκαν από την επανάσταση, την καταστροφή των κοινωνικών κανόνων, την ανατροπή κάθε πράγματος, την κατάληψη της εξουσίας από το άτομο, την υπέρβαση των ορίων κ.λπ. Υπήρξε κατ’ αρχάς η εποχή των μεγάλων συγκροτημάτων πολυμέσων, η εποχή της τεράστιας ανάπτυξης της Microsoft, της συγκέντρωσης στο χώρο των τραπεζών, των διαφημιστικών εταιρειών, των εκδοτικών οίκων, των εφημερίδων. Και επίσης η εποχή της παρακμής του εργατικού κινήματος και του θανάτου, στη Δύση, της ιδέας ενός ισχυρού κράτους που προχωρεί στην αναδιανομή του πλούτου. Παράλληλα με όλες αυτές τις αλλαγές, παρακολουθήσαμε τη συνεχή παρείσφρηση της εξουσίας των επιχειρήσεων σε έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό όψεων της καθημερινής ζωής.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που συμπληρώνεται, οι Αμερικανοί εργάστηκαν περισσότερο και σκληρότερα από ποτέ άλλοτε μετά το 1945. Είδαν περισσότερες διαφημίσεις σε ένα μεγαλύτερο αριθμό μέσων. Υποβλήθηκαν σε περισσότερα «τεστ» προσωπικότητας και ανίχνευσης ναρκωτικών. Χρεώθηκαν τυφλά. Εδώ και πενήντα χρόνια, ποτέ άλλοτε δεν είχαν λιγότερη εξουσία πάνω στις συνθήκες ζωής και εργασίας τους. Δεν είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς μια οικογένεια να οδηγεί ένα αυτοκίνητο, το οποίο έχει «ανάδοχο» μια επιχείρηση και είναι σκεπασμένο από εμπορικά σήματα.
Σε ένα περιβάλλον αυτού του τύπου, η οργή φούσκωνε, και φούσκωνε. Και ύστερα, αναδύθηκαν από τις τάξεις των ειδικών του μάρκετινγκ της απελευθέρωσης της Μάντισον Άβενιου εκείνοι που είχαν ήδη θριαμβεύσει περισσότερο στην αμερικανική κοινωνία και αποδείχθηκε ότι ήξεραν καλύτερα να κατευθύνουν αυτή την οργή για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους μόνο συμφέροντα.
  1. Χωρίς προφανώς να φοβάται την ανατίναξη της επιχείρησής του, ο Γάλλος αρωματοποιός Caron οικειοποιήθηκε πρόσφατα την εικόνα του Ραβασόλ και των βομβιστών, για να προωθήσει ένα αντρικό άρωμα με την ονομασία «L’ Anarchiste»… (ο Αναρχικός).
  2. Συνοικία της Νέας Υόρκης όπου έχουν εγκατασταθεί πολλές διαφημιστικές εταιρείες.
  3. Jean-Marie Dru, «Disruption: bousculer les conventions et déplacer le marché», Village mondial, Παρίσι, 1997.
* Ο Thomas Frank είναι Αμερικανός πολιτικός αναλυτής, ιστορικός και δημοσιογράφος, συνιδρυτής του περιοδικού «The Baffler». Συγγραφέας, μεταξύ πολλών άλλων, του «Listen, Liberal or, What Ever Happened to the Party of the People?», Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2016.
Πηγή: Monde Diplomatique
Από το tvxs

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Η ΤΕΛΕΙΟΜΑΝΙΑ, ΑΥΤΗ Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ
"Η ζωή μου δεν ήταν παρά μια αποτυχία" Claude Monet
Πολλοί από εμάς θεωρούν ότι η τελειομανία είναι θετική. Αλλά οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι είναι πολύ επικίνδυνη και ευθύνεται για πολλά ψυχικά προβλήματα, τα οποία μάλιστα αυξάνονται με το πέρασμα των χρόνων.
Τις περισσότερες φορές κάτι φαινομενικά ασήμαντο μπορεί να προκαλέσει αρνητικά συναισθήματα. Εκείνο το ανούσιο σχόλιο κάποιου φίλου ή κάποιου συγγενικού προσώπου αρκεί να για να θεωρήσει κανείς ότι είναι «λίγος». «Πόσο χαζό αυτό που είπες, θα έπρεπε να το γνωρίζεις καλύτερα, μην μιλάς χωρίς να σκέφτεσαι, γιατί δεν μπορείς να τελειώσεις τις σπουδές σου;», είναι μόνο λίγες από τις φράσεις που μπορεί να κάνουν κάποιον να αισθανθεί άσχημα ακόμα και υποσυνείδητα, χωρίς να το καταλαβαίνει εκείνη τη στιγμή.
Η εικόνα της ανάμνησης μπορεί να έχει εξαφανιστεί εδώ και καιρό. Αλλά αυτό το αίσθημα της βαθιάς απογοήτευσης, ακόμη και ντροπής, μένει. Και εκεί ξεκινάνε οι σκέψεις και οι φωνές που σου ψιθυρίζουν ότι δεν είσαι αρκετά καλός και ότι δεν πρόκειται να τα καταφέρεις.
Η τάση της τελειομανίας που «μαστίζει» όλο και περισσότερα άτομα, ξεκινάει από μικρή ηλικία και γίνεται όλο και πιο συνηθισμένη. Οι πρόσφατες αναλύσεις των ποσοστών τελειομανίας του Thomas Curran και του Andrew Hill από το 1989 έως το 2016, διαπίστωσαν σημαντικές αυξήσεις μεταξύ των νέων προπτυχιακών φοιτητών στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά. Ο μέσος φοιτητής πανεπιστημίου ήταν δηλαδή πολύ πιο πιθανό να έχει τάσεις τελειομανίας σε σχέση με ένα φοιτητή της δεκαετίας του 1990 ή ακόμα και του 2000.
«Τα ποσοστά δείχνουν ότι δύο στα πέντε παιδιά και νέους είναι τελειομανείς. Αρχίζουμε να μιλάμε για μια επιδημία και ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας», ανέφερε η Katie Rasmussen, η οποία ερευνά την ανάπτυξη εφήβων στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Βιρτζίνια.
Η άνοδος αυτή δυστυχώς δε σημαίνει ότι με την πάροδο των χρόνων αποκτούμε πιο ολοκληρωμένες προσωπικότητες, αλλά ότι γινόμαστε πιο θλιμμένοι και υπονομεύουμε όλο και περισσότερο τις δυνατότητες μας.
Η τελειομανία είναι τελικά ένας αυτοκαταστροφικός τρόπος να κινηθεί κανείς μέσα στον κόσμο. Είναι βασισμένη σε μια μεγάλη ειρωνεία: η δημιουργία και η αποδοχή των λαθών είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη, τη μάθηση και την ύπαρξη του ανθρώπου, ενώ παράλληλα μπορεί να βελτιώσει την ανέλιξη της καριέρας, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τη ζωή γενικότερα. Όταν όμως ένας τελειομανής προσπαθεί να αποφύγει τα λάθη με οποιοδήποτε κόστος, μπορεί να είναι πιο δύσκολο να φτάσει τους μεγάλους του στόχους.
Αλλά το μειονέκτημα της τελειομανίας, δεν είναι ότι κάνει τους ανθρώπους πιο επιτυχημένους και πιο παραγωγικούς. Οι τάσεις τελειομανίας έχουν συνδεθεί με πολλές ψυχικές ασθένειες, όπως η κατάθλιψη, το άγχος (ακόμα και στα παιδιά), ο αυτοτραυματισμός, η αγοραφοβία, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, η ανορεξία, η βουλιμία, η διαταραχή του τραυματικού στρες, το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, η αϋπνία, η δυσπεψία, οι χρόνιες ημικρανίες ακόμα και η πρόωρη θνησιμότητα και οι τάσεις αυτοκτονίας.
«Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι όσο περισσότερο τέλειος θέλει να φαίνεται κάποιος, τόσο πιο πολλές ψυχολογικές θα υποστεί στη διάρκεια της ζωής του», ανέφερε η Sarah Egan, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Curtin στο Περθ, η οποία ειδικεύεται στην τελειομανία, τις διατροφικές διαταραχές και το άγχος.
Από πολιτιστικής απόψεως, βλέπουμε συχνά την τελειομανία ως θετική. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι φορές που σε μια συνέντευξη για εύρεση εργασίας, την παρουσιάζουμε ως το μεγαλύτερο μας ελάττωμα, θεωρώντας την στην πραγματικότητα «προτέρημα». Αυτό είναι που καθιστά την τελειομανία περίπλοκη και αμφιλεγόμενη. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχει η «υγιής» τελειομανία, που χαρακτηρίζεται από υψηλά πρότυπα, κίνητρα και πειθαρχία, και η «ανθυγιεινή» έκδοση της, όπου τίποτα δεν ικανοποιεί τους στόχους ενός ατόμου.
Σε μία μελέτη που συμμετείχαν πάνω από από 1.000 Κινέζοι φοιτητές, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αυτοί που είχαν τα περισσότερα φόντα ήταν τελειομανείς με την καλή έννοια. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα, καθώς  άλλες έρευνες έδειξαν ότι το να έχει κανείς υψηλά πρότυπα, συνδέεται άμεσα με την ιδέα της αυτοκτονίας.
«Υπήρξαν κάποιες ενδείξεις που έδειξαν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, η τελειομανία μπορεί να είναι υγιής και επιθυμητή. Με βάση τις 60 μελέτες που κάναμε, πιστεύουμε ότι υπήρχε μια παρανόηση στο θέμα. Η σκληρή εργασία, η αφοσίωση, η επιμέλεια κλπ., είναι πολύ επιθυμητά χαρακτηριστικά. Αλλά η τελειομανία δεν αφορά τα υψηλά πρότυπα σαν αυτά. Αφορά κυρίως μη ρεαλιστικά πρότυπα. Η τελειομανία δεν είναι μια συμπεριφορά. Είναι ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης για τον εαυτό σου», τόνισε ο York St John του πανεπιστημίου Hill.
Ειδικότερα, η τελειομανία δεν ορίζεται από τους υψηλούς στόχους που θέτει κάποιος ή από τη σκληρή δουλειά, αλλά από μια κρίσιμη εσωτερική φωνή που υπάρχει μέσα μας, σύμφωνα με τους ειδικούς. Αυτή η εσωτερική φωνή επικρίνει διαφορετικά πράγματα σε κάθε άνθρωπο, όπως τις σχέσεις, τις σπουδές, την καριέρα, τη νοσηρότητα και την φυσική κατάσταση.
Αυτό σημαίνει ότι οι τελειομανείς είναι αρκετά ευαίσθητοι και ευάλωτοι στο στρες. Και πολλές φορές αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνουν πιο εύκολα.
Σε ένα πείραμα, ο Hill έδωσε στους τελειομανείς και τους μη τελειομανείς συγκεκριμένους στόχους. Αυτό που δεν τους είπε, ήταν ότι κανένας από αυτούς δεν θα τους πετύχαινε. Είναι ενδιαφέρον ότι και οι δύο ομάδες συνέχισαν να καταβάλουν την ίδια προσπάθεια. Αλλά μια ομάδα αισθάνθηκε πολύ πιο δυσαρεστημένη για το όλο θέμα και εγκατέλειψε νωρίτερα. Μάντεψε ποια…
«Αντιμέτωποι με την αποτυχία, οι τελειομανείς τείνουν να αντιδρούν πιο έντονα συναισθηματικά. Βιώνουν περισσότερη ενοχή και περισσότερη ντροπή, όπως και περισσότερο θυμό. Θα εγκαταλείψουν πιο εύκολα. Έχουν την τάση να αποφεύγουν να αντιμετωπίσουν τα πράγματα, όταν δεν πάνε όπως τα θέλουν», υπογραμμίζει ο ο Hill.
Αυτό, φυσικά, τους εμποδίζει από την ίδια την επιτυχία. Στις μελέτες που επικεντρώνονται στους αθλητές, για παράδειγμα, ο Hill έχει βρει ότι ο μοναδικός προγνωστικός δείκτης επιτυχίας στον αθλητισμό είναι η συνεχής προπόνηση. Αν όμως αυτή δεν πάει καλά, οι τελειομανείς είναι πολύ πιθανό να τα παρατήσουν.
Το πρόβλημα είναι ότι, για τους τελειομανείς, η απόδοση είναι συνυφασμένη με τον εγωισμό. Όταν δεν τα καταφέρνουν δεν αισθάνονται μόνο απογοήτευση, αισθάνονται ντροπή για αυτό που είναι. Κατά ειρωνικό τρόπο, η τελειομανία γίνεται μια αμυντική τακτική για να κρατούν τη ντροπή στο περιθώριο. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, αφού αν κάποιος είναι τέλειος ποτέ δεν αποτυγχάνει κι αν δεν αποτυγχάνει δε νιώθει ντροπή.
Τελειομανία και προβλήματα ψυχικής υγείας
Το αίσθημα της τελειομανίας όμως είναι πολύ επικίνδυνο. Οι αριθμοί των νέων που εμφανίζουν ψυχικές ασθένειες, είναι πολύ υψηλοί σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας. Η κατάθλιψη, το άγχος και οι αυτοκτονικές τάσεις είναι πολύ πιο συχνές τα τελευταία χρόνια από ό, τι πριν από μια δεκαετία και σε αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η τελειομανία. Η συνεχής αυτοκριτική μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα κατάθλιψης, αλλά τα συμπτώματα αυτά μπορούν να επιδεινώσουν με τη σειρά τους την αυτοκριτική, πυροδοτώντας έτσι την τελειομανία.
Μια πρόσφατη μελέτη, για παράδειγμα, διαπίστωσε ότι σε μια περίοδο ενός έτους, οι φοιτητές που είχαν κοινωνικό άγχος ήταν πιο πιθανό να γίνουν τελειομανείς. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι μία από τις πιο ισχυρές «ασπίδες» κατά του άγχους και της κατάθλιψης είναι η αυτοσυγκέντρωση, κάτι που δεν έχουν οι τελειομανείς.
Παράλληλα, μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι τάσεις της τελειομανίας, συμπεριλαμβανομένης της ανησυχίας για τα λάθη, της κριτικής και των υψηλών προτύπων συσχετίστηκε σε πολλές περιπτώσεις με τις τάσεις αυτοκτονίας. Ορισμένα από αυτά τα κριτήρια, ιδιαίτερα η πίεση από τους γονείς και τα προβλήματα «τελειοποίησης», συσχετίστηκαν επίσης με περισσότερες απόπειρες αυτοκτονίας. Αυτό συμβαίνει γιατί οι τελειομανείς μπορεί να ερμηνεύσουν τις αποτυχίες ως καταστροφές που, σε ακραίες περιστάσεις, θεωρούνται δικαιολογημένες για το θάνατο, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Και ενώ οι ευσυνείδητοι άνθρωποι τείνουν να ζουν περισσότερο, οι τελειομανείς πεθαίνουν πρόωρα. Αυτό έχει μια λογική εξήγηση, αφού οι τελειομανείς δεν κάνουν ποτέ διαλείμματα για να χαλαρώσουν με αποτέλεσμα το σώμα και ο εγκέφαλος να μην δουλεύουν σωστά.
Σημειώνεται, ότι η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρήθηκε στην «κοινωνικά προδιαγεγραμμένη τελειομανία», που χαρακτηρίζεται από την αίσθηση ότι οι άλλοι έχουν υψηλές απαιτήσεις, η οποία έφτασε το 32%, ενώ μεγάλα ποσοστά εμφανίστηκαν σε νέα παιδιά επτά και οχτώ χρονών.
Από πού προέρχεται αυτή η αύξηση των ποσοστών τελειομανίας;
Ζούμε σε μια κοινωνία που το κοινωνικό στάτους παίζει πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που πολλές φορές όταν πρωτοσυναντάμε κάποιον είναι να τον ρωτήσουμε τι δουλειά κάνει. Οι άνθρωποι έχουν μάθει να εκτιμούν τους υπόλοιπους για αυτά που έχουν πετύχει σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο, ενώ και η εξωτερική μας εμφάνιση (ρούχα, σωματική διάπλαση) παίζει επίσης το δικό της ρόλο.
Συνεπώς, η αποτυχία είναι πολύ σοβαρή σε μια κοινωνία που βασίζεται στην αγορά. Ο ανταγωνισμός έχει ενσωματωθεί ακόμα στα σχολεία. Δεν είναι περίεργο ότι οι γονείς ασκούν όλο και μεγαλύτερη πίεση στον εαυτό τους και στα παιδιά τους για να πετύχουν περισσότερα.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά να αισθάνονται ένοχα όταν κάνουν κάποιο λάθος ή όταν δεν έχουν καλές επιδόσεις. Και οι έρευνες δείχνουν ότι αυτοί οι τύποι γονικής τακτικής κάνουν τα παιδιά πιο πιθανό να αποκτήσουν τάσεις τελειομανίας και αργότερα να αναπτύξουν κατάθλιψη.
Ο φόβος της αποτυχίας αυξάνεται και με άλλους τρόπους. Πάρτε για παράδειγμα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  Κάνετε ένα λάθος και ο φόβος σας ότι μπορεί να μεταδοθεί είναι σχεδόν παράλογος.
Πως μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε;
Σε ορισμένες περιπτώσεις η τελειομανία είναι κληρονομική, αλλά δημιουργείται κυρίως από τον κοινωνικό περίγυρο. Οι γονείς μπορούν να την αντιμετωπίσουν επιδεικνύοντας άνευ όρων αγάπη στα παιδιά τους, σύμφωνα με τους ειδικούς. Άλλωστε δε χρειάζεται να είσαι τέλειος για να είσαι αξιαγάπητος ή να αγαπάς τους άλλους.
Η τελειομανία είναι είναι μια μεγάλη πρόκληση ως προς την θεραπεία της, πόσο μάλλον σε έναν κόσμο μας κάνει καλύτερους στο εργασιακό μας περιβάλλον με έναν αυστηρό και απαιτητικό εργοδότη. Οι «ασθενείς» πρέπει να καταλάβουν τα συμπτώματα και να προσπαθήσουν να να μην είναι τόσο κριτικοί με τον εαυτό τους και με τον περίγυρο τους. Η κριτική μπορεί να είναι απαραίτητη, αλλά χρειάζται πάντα μέτρο.
Το εγχείρημα είναι δύσκολο. Πρόκειται για ένα έργο που θέλει συνεχή προσπάθεια και εξέλιξη. Άλλά όταν φτάσετε στο σημείο να τα καταφέρετε, με έκπληξη θα ανακαλύψετε όχι μόνο ότι δε θα έχετε τόσο άγχος, αλλά θα νιώθετε και πιο ελεύθεροι. Και αυτό είναι ανεκτίμητο.
Από το tvxs

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

Τι είναι ο νεοφιλελευθερισμός; Ένα πρόγραμμα καταστροφής των συλλογικών δομών, που μπορούν να σταθούν εμπόδιο στη λογική της καθαρής αγοράς.
Ο κόσμος της οικονομίας είναι πράγματι, όπως το θέλει ο κυρίαρχος λόγος, μια τάξη καθαρή και τέλεια, η οποία αναπτύσσει ανηλεώς τη λογική των προβλέψιμων συνεπειών της και είναι έτοιμη να τιμωρήσει κάθε παράβαση με τις κυρώσεις που επιβάλλει, είτε αυτομάτως είτε -κατ’ εξαίρεση- μέσω των σιδηρών βραχιόνων της, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ή του ΟΟΣΑ και των πολιτικών που επιβάλλουν: μείωση του κόστους εργασίας, μείωση των δημόσιων δαπανών και ευελιξία στην αγορά εργασίας; ‘Η μήπως, στην πραγματικότητα ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι παρά η πραγματοποίηση μιας ουτοπίας, που μετατρέπεται σε πολιτικό πρόγραμμα, αλλά μιας ουτοπίας, η οποία με τη βοήθεια της οικονομικής θεωρίας την οποία επικαλείται, καταφέρνει να θεωρήσει τον εαυτό της ως την επιστημονική περιγραφή του πραγματικού;
Αυτή η θεωρία είναι ένας καθαρά μαθηματικός μύθος, θεμελιωμένος, εξ αρχής, πάνω σε μια τρομερή αφαίρεση, η οποία στο όνομα μιας, περιορισμένης όσο και αυστηρής, σύλληψης της ορθολογικότητας, που ταυτίζεται με την ατομική ορθολογικότητα, συνίσταται στο να παραβλέπει τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους των ορθολογικών διατάξεων και των κοινωνικών και οικονομικών δομών που είναι η προϋπόθεση της άσκησής τους.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της παράλειψης, αρκεί να σκεφθεί κανείς, μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο ποτέ δεν λαμβάνεται υπόψη καθαυτό, σε μια εποχή κατά την οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην παραγωγή των αγαθών και των υπηρεσιών, καθώς και στην παραγωγή των παραγωγών. Από ένα τέτοιο πρωταρχικό σφάλμα εγγεγραμμένο στο βαλρασιανό (1) μύθο της «καθαρής θεωρίας», απορρέουν όλες οι ελλείψεις και οι παραλείψεις της οικονομικής επιστήμης, και η μοιραία εμμονή με την οποία προσκολλάται στην αυθαίρετη αντίθεση την οποία δημιουργεί, από την ίδια της την ύπαρξη. Μια αντίθεση ανάμεσα στην καθαρά οικονομική λογική, η οποία στηρίζεται στον ανταγωνισμό και επιδιώκει την αποτελεσματικότητα, και την κοινωνική λογική, η οποία υποτάσσεται στον κανόνα της δικαιοσύνης.
Έτσι, η «θεωρία» αυτή, εξ αρχής αποκοινωνικοποιημένη και αποϊστορικοποιημένη, διαθέτει σήμερα, περισσότερο από ποτέ, τα μέσα για να γίνει πραγματική, εμπειρικά επαληθεύσιμη. Πράγματι, ο νεοφιλελεύθερος λόγος δεν είναι ένας λόγος σαν τους άλλους. Όπως ο ψυχιατρικός λόγος στο άσυλο, αποτελεί κατά τον Ερβίνγκ Γκοφμάν (2), έναν «ισχυρό λόγο» ο οποίος είναι τόσο ισχυρός και τόσο δύσκολο να καταπολεμηθεί, γιατί υποστηρίζεται από ένα παντοδύναμο συσχετισμό δυνάμεων, στη διαμόρφωσή του που τον διαμορφώνει, καθοδηγώντας, κυρίως, τις οικονομικές επιλογές εκείνων οι οποίοι κυριαρχούν στις οικονομικές σχέσεις και προσθέτοντας έτσι τη δική του δύναμη, καθαρά συμβολική, στους ίδιους συσχετισμούς δυνάμεων. Στο όνομα αυτού του γνωστικού επιστημονικού προγράμματος που μετατράπηκε σε πρόγραμμα πολιτικής δράσης, επιτελείται ένα τεράστιο πολιτικό έργο (το οποίο απαρνούνται εφόσον είναι, κατά τα φαινόμενα, καθαρά αρνητικό) που στοχεύει στη δημιουργία των συνθηκών πραγματοποίησης και λειτουργίας της «θεωρίας»: ένα πρόγραμμα μεθοδικής καταστροφής κάθε συλλογικότητας.
Η κίνηση -που γίνεται δυνατή χάρη στην πολιτική της χρηματοοικονομικής απορύθμισης- προς τη νεοφιλελεύθερη ουτοπία μιας καθαρής και τέλειας αγοράς, ολοκληρώνεται μέσω της μετασχηματιστικής και ακόμη καταστροφικής δράσης όλων των πολιτικών μέτρων (από τα οποία το πιο πρόσφατο είναι η Πολυμερής Συμφωνία για τις Επενδύσεις, που αποσκοπεί στην προστασία των ξένων επιχειρήσεων και των επενδύσεών τους έναντι των κρατών) που έχουν ως στόχο την αμφισβήτηση όλων των συλλογικών δομών οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στη λογική της καθαρής αγοράς. Συλλογικές δομές όπως το έθνος, τα περιθώρια ελιγμών του οποίου φθίνουν συνεχώς, οι εργασιακές ομάδες με την εξατομίκευση- για παράδειγμα, των μισθών και της επαγγελματικής εξέλιξης ανάλογα με τα προσόντα του καθενός και, συνεπώς με την εξατομίκευση των εργαζομένων- οι συλλογικοί φορείς υπεράσπισης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τα συνδικάτα, οι ενώσεις, οι συνεταιρισμοί, ακόμα και η οικογένεια, η οποία, μέσω της συγκρότησης αγορών με βάση τις ομάδες ηλικίας, χάνει ένα μέρος από τον έλεγχό της πάνω στην κατανάλωση.
Το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, το οποίο αντλεί την κοινωνική του δύναμη από την πολιτικο-οικονομική ισχύ εκείνων των οποίων εκφράζει τα συμφέροντα -μετόχων, χρηματοοικονομικών παραγόντων, βιομηχάνων, συντηρητικών πολιτικών ή σοσιαλδημοκρατών πολιτικών που ασπάσθηκαν τις παραινέσεις για «παραιτήσεις» υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, υψηλόβαθμων οικονομικών αξιωματούχων, που είναι τόσο περισσότερο αποφασισμένοι να επιβάλλουν μια πολιτική η οποία κηρύσσει την ίδια τους τη βαθμιαία εξαφάνιση, όσο, αντίθετα με τα στελέχη των επιχειρήσεων, δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο να υποστούν τελικά τις συνέπειές της- τείνει συνολικά να ευνοήσει το σαφή διαχωρισμό μεταξύ οικονομίας και κοινωνικής πραγματικότητας και να δημιουργήσει έτσι, στην πραγματικότητα, ένα οικονομικό σύστημα σύμφωνο με τη θεωρητική περιγραφή, δηλαδή ένα είδος λογικού μηχανισμού, ο οποίος παρουσιάζεται ως μια αλυσίδα νομοτελειών που κατευθύνουν τους οικονομικούς παράγοντες.
Η παγκοσμιοποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών, μαζί με την πρόοδο των τεχνικών της πληροφόρησης, εξασφαλίζει μια, χωρίς προηγούμενο, κινητικότητα των κεφαλαίων και δίνει στους επενδυτές, πάντα ευαίσθητους στη βραχυπρόθεσμη απόδοση των επενδύσεών τους, τη δυνατότητα να συγκρίνουν συνεχώς την αποδοτικότητα των πιο μεγάλων επιχειρήσεων και να επιβάλλουν κυρώσεις κατά συνέπεια τις σχετικές αποτυχίες. Οι ίδιες οι επιχειρήσεις, που υφίστανται συνεχώς μια τέτοια απειλή, οφείλουν να προσαρμόζονται όλο και ταχύτερα στις απαιτήσεις της αγοράς, και αυτό με την ποινή, όπως λέγεται, «να χάσουν την εμπιστοσύνη της αγοράς» και, ταυτοχρόνως, την υποστήριξη των μετόχων, οι οποίοι, καθώς ενδιαφέρονται για τη βραχυπρόθεσμη απόδοση είναι όλο και περισσότερο ικανοί να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους managers, να τους ορίζουν προδιαγραφές μέσω των οικονομικών κατευθύνσεων, και να προσανατολίσουν την πολιτική τους στον τομέα των προσλήψεων, της απασχόλησης και των μισθών.
Εγκαθιδρύεται έτσι η απόλυτη βασιλεία της ελαστικότητας των σχέσεων εργασίας, με προσλήψεις βάσει συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης, ή με τα επαναλαμβανόμενα «κοινωνικά» λεγόμενα «προγράμματα» εθελούσιας εξόδου, και, στο πλαίσιο της ίδιας της επιχείρησης, ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτόνομων θυγατρικών, μεταξύ ομάδων που εξαναγκάζονται να γίνουν πολυλειτουργικές και, τέλος, μεταξύ ατόμων, μέσα από την εξατομίκευση της μισθωτής σχέσης. Πώς επιτυγχάνεται αυτή η εξατομίκευση; Με τον καθορισμό ατομικών στόχων, με προσωπικές συνεντεύξεις αξιολόγησης, με τη συνεχή αξιολόγηση, με εξατομικευμένες αυξήσεις μισθών ή παροχή πριμ ανάλογα με την ικανότητα ή την προσωπική αξία, με εξατομικευμένη επαγγελματική εξέλιξη, με στρατηγικές «ατομικής υπευθυνότητας» που τείνουν να εξασφαλίσουν την αυτο-εκμετάλλευση ορισμένων στελεχών, που όντας απλοί μισθωτοί και κάτω από ισχυρή ιεραρχική εξάρτηση θεωρούνται ταυτοχρόνως υπεύθυνοι για τις πωλήσεις τους, για τα προϊόντα τους, το υποκατάστημά τους, το μαγαζί τους κ.λπ., όπως οι «ανεξάρτητοι», με την απαίτηση «αυτοελέγχου» που επεκτείνει την «εμπλοκή» των μισθωτών, σύμφωνα με τις τεχνικές της «συμμετοχικής διαχείρισης» πολύ πέρα από τα καθήκοντα των στελεχών. Πρόκειται για τεχνικές ορθολογικής υποδούλωσης, οι οποίες, επιβάλλοντας την υπερεπένδυση στην εργασία, και όχι μόνο στις υπεύθυνες θέσεις, καθώς και την επείγουσα εργασία, συμβάλλουν στην εξασθένιση ή στην κατάργηση των σημείων αναφοράς και των συλλογικών μορφών αλληλεγγύης (3).
Η έμπρακτη εγκαθίδρυση ενός δαρβινικού κόσμου όπου κυριαρχεί η πάλη όλων εναντίον όλων, σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας, κόσμος, ο οποίος στην ανασφάλεια, την οδύνη και το άγχος, βρίσκει τα κίνητρα για την αφοσίωση στο καθήκον και στην επιχείρηση, δεν θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολία, να επιτύχει τόσο απόλυτα χωρίς τη συνδρομή των συναισθημάτων αβεβαιότητας. Συναισθήματα που δημιουργούν η ανασφάλεια και η ύπαρξη -σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχίας, ακόμα και στα υψηλότερα, κυρίως μεταξύ των στελεχών- μιας εφεδρικής στρατιάς εργατικού δυναμικού που είναι πειθήνια εξαιτίας της επισφαλούς εργασίας και της διαρκούς απειλής της ανεργίας. Το ύστατο θεμέλιο όλης αυτής της οικονομικής τάξης που τοποθετείται κάτω από τη σημαία της ελευθερίας, είναι, πράγματι, η δομική βία της ανεργίας, της επισφαλούς εργασίας και της απειλής απόλυσης που εμπεριέχει: η προϋπόθεση της «αρμονικής» λειτουργίας του ατομικιστικού μικροοικονομικού μοντέλου είναι ένα μαζικό φαινόμενο, δηλ. η ύπαρξη της εφεδρικής στρατιάς των ανέργων.
Αυτή η δομική βία βαρύνει επίσης πάνω σ’ αυτό που αποκαλείται συμβόλαιο εργασίας (σοφά εξορθολογισμένο και αποκομμένο από την πραγματικότητα, μέσω της «θεωρίας των συμβολαίων»). Ο λόγος της επιχείρησης ποτέ δεν στηρίχθηκε περισσότερο σε έννοιες όπως εμπιστοσύνη, συνεργασία, πίστη, κουλτούρα της επιχείρησης, όσο σε μια εποχή κατά την οποία η ένταξη επιτυγχάνεται κάθε στιγμή, εξαφανίζοντας όλες τις χρονικές εγγυήσεις (τα τρία τέταρτα των προσλήψεων είναι ορισμένης διάρκειας, το ποσοστό των θέσεων επισφαλούς απασχόλησης δεν παύει να αυξάνεται, η ατομική απόλυση τείνει να μην υπόκειται πλέον σε κανένα περιορισμό).
Βλέπει, έτσι, κανείς πώς η νεοφιλελεύθερη ουτοπία τείνει να πάρει σάρκα και οστά μέσα στην πραγματικότητα σαν ένα είδος εφιαλτικής μηχανής, η αναγκαιότητα της οποίας επιβάλλεται και στους ίδιους τους κρατούντες. Όπως ο μαρξισμός, σε άλλους καιρούς, με τον οποίο, με αυτή την έννοια, έχει πολλά κοινά σημεία, αυτή η ουτοπία προκαλεί μια τρομερή πίστη, την free trade faith (την πίστη στο ελεύθερο εμπόριο), όχι μόνο σε αυτούς που ζουν υλικά απ’ αυτήν, όπως οι χρηματιστές, οι ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων κ.λπ., αλλά και μεταξύ εκείνων που αντλούν από αυτή την ουτοπία τη δικαιολόγηση της ύπαρξής τους, όπως οι ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί και οι πολιτικοί. Όλοι αυτοί καθαγιάζουν τη δύναμη των αγορών στο όνομα της οικονομικής αποτελεσματικότητας, απαιτούν την άρση των διοικητικών ή πολιτικών φραγμών που θα μπορούσαν να ενοχλήσουν τους κατόχους κεφαλαίων στην καθαρά ατομική αναζήτηση της μεγιστοποίησης του ατομικού κέρδους, που έχει αναχθεί σε υπόδειγμα ορθολογικότητας, θέλουν ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες και κηρύσσουν την υποταγή των εθνικών κρατών στις απαιτήσεις της οικονομικής ελευθερίας για τους κρατούντες της οικονομίας, με την κατάργηση όλων των κανονιστικών διατάξεων σε όλες τις αγορές, αρχίζοντας από την αγορά εργασίας και τέλος ζητούν την απαγόρευση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού, τη γενικευμένη ιδιωτικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών, τη μείωση των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών.
Χωρίς να έχουν αναγκαστικά τα ίδια οικονομικά και κοινωνικά συμφέροντα με τους πραγματικούς πιστούς, οι οικονομολόγοι έχουν αρκετά ειδικά συμφέροντα στο πεδίο της οικονομικής επιστήμης, ώστε να συνεισφέρουν αποτελεσματικά -όποια κι αν είναι η προσωπική τους στάση ως προς τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα της ουτοπίας την οποία επενδύουν με μαθηματικούς λογισμούς- στην παραγωγή και αναπαραγωγή της πίστης στη νεοφιλελεύθερη ουτοπία. Αποκομμένοι από τον πραγματικό οικονομικό και κοινωνικό κόσμο λόγω της συνολικής τους ύπαρξης και κυρίως λόγω της διανοητικής τους συγκρότησης, που είναι συνήθως εντελώς αφηρημένη, ακαδημαϊκή και θεωρητικίζουσα, είναι ιδιαιτέρως επιρρεπείς στο να συγχέουν τα πράγματα της λογικής με τη λογική των πραγμάτων.
Οι οικονομολόγοι αυτοί έχουν εμπιστοσύνη σε μοντέλα, τα οποία δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να υποβάλουν στη δοκιμασία της πειραματικής επαλήθευσης, έχουν την τάση να κοιτάζουν αφ’ υψηλού τα επιτεύγματα των άλλων ιστορικών επιστημών, στις οποίες δεν αναγνωρίζουν την καθαρότητα και την κρυστάλλινη διαύγεια των μαθηματικών τους παιγνίων και των οποίων είναι συνήθως ανίκανοι να αντιληφθούν την πραγματική αναγκαιότητα και τη βαθιά πολυπλοκότητα και έτσι συμμετέχουν και συνεργάζονται σε μια τρομερή οικονομική και κοινωνική αλλαγή. Η αλλαγή αυτή, έστω και αν ορισμένες συνέπειές της τους προκαλούν φρίκη (μπορεί να καταβάλλουν τη συνδρομή τους στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και να δίνουν σοφές συμβουλές στους εκπροσώπους του που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας) δεν μπορεί όμως να μην τους ικανοποιεί εφόσον διακινδυνεύοντας κάποια σφάλματα, που αποδίδονται σε αυτό που ενίοτε αποκαλούν «θεωρητικολογίες», τείνουν να δώσουν οντότητα στην υπερσυγκροτημένη (όπως σε ορισμένες μορφές τρέλας) ουτοπία στην οποία αφιερώνουν τη ζωή τους.
Και όμως, ο κόσμος είναι εκεί, με τα αμέσως ορατά αποτελέσματα της εφαρμογής της μεγάλης νεοφιλελεύθερης ουτοπίας: όχι μόνο η φτώχεια ενός όλο και μεγαλύτερου τμήματος των αναπτυγμένων οικονομικά κοινωνιών, η εξαιρετική διεύρυνση των διαφορών μεταξύ των εισοδημάτων, η σταδιακή εξαφάνιση αυτόνομων κόσμων πολιτιστικής παραγωγής κινηματογράφος, εκδόσεις κ.λπ. από τη διεισδυτική επιβολή των εμπορικών αξιών, αλλά επίσης και κυρίως η καταστροφή όλων των συλλογικών φορέων που είναι ικανοί να αντισταθμίσουν τα αποτελέσματα της εφιαλτικής μηχανής, και πρώτα πρώτα του κράτους-θεματοφύλακα όλων των οικουμενικών αξιών που συνδέονται με την ιδέα του δημόσιου και η επιβολή, παντού, στις υψηλές σφαίρες της οικονομίας και του κράτους, ή μέσα στις επιχειρήσεις, αυτού του είδους ηθικού δαρβινισμού, ο οποίος μαζί με τη λατρεία του winner (νικητή), που έχει σπουδάσει ανώτερα μαθηματικά και γυμνάζεται, εγκαθιδρύει ως κανόνα κάθε δραστηριότητας την πάλη όλων εναντίον όλων και τον κυνισμό.
Μπορεί άραγε να περιμένει κανείς ότι η τεράστια οδύνη που προκαλεί ένα τέτοιο πολιτικο-οικονομικό καθεστώς θα αποτελέσει μια μέρα την αιτία να γεννηθεί ένα κίνημα ικανό να σταματήσει την ξέφρενη πορεία προς την άβυσσο; Εδώ βρισκόμαστε πράγματι μπροστά σε ένα κατεξοχήν παράδοξο: ενώ τα εμπόδια που συναντιούνται στην πορεία προς την πραγματοποίηση της νέας τάξης -αυτής του απομονωμένου, αλλά ελεύθερου ατόμου- θεωρείται σήμερα ότι πρέπει να αποδοθούν σε σκληρύνσεις και αρχαϊσμούς και ότι κάθε άμεση και συνειδητή παρέμβαση, τουλάχιστον όταν προέρχεται από το κράτος, με όποιον τρόπο και αν επιχειρείται, είναι εκ των προτέρων αναξιόπιστη, και γι’ αυτό πρέπει να απαλειφθεί προς όφελος ενός μηχανισμού καθαρού και ανώνυμου, δηλ. της αγοράς (σχετικά με την οποία ξεχνούν ότι αποτελεί, επίσης, πεδίο έκφρασης συμφερόντων) στην πραγματικότητα μονάχα η διάρκεια ή η επιβίωση των θεσμών και των φορέων της παλιάς τάξης πραγμάτων που είναι σε πορεία αποδιάρθρωσης, και όλο το έργο των κοινωνικών φορέων κάθε κατηγορίας, καθώς και όλες οι μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης, οικογενειακής ή άλλης, που μπορούν να αποτρέψουν την κατάρρευση της κοινωνικής τάξης στο χάος, παρά την αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που βρίσκεται σε επισφαλή κατάσταση.
Η μετάβαση στο «φιλελευθερισμό», ολοκληρώνεται με τρόπο ανεπαίσθητο και άρα απαρατήρητο, όπως η μετακίνηση των ηπείρων, κρύβοντας έτσι από τα βλέμματα τις πιο φοβερές, μακροπρόθεσμα, συνέπειές του. Συνέπειες, οι οποίες, παραδόξως, αποκρύπτονται και από τις αντιστάσεις που ήδη προκαλεί σε όσους υπερασπίζονται την παλιά τάξη, αντλώντας από τις πηγές που κρύβονταν μέσα της, από τους παλιούς δεσμούς αλληλεγγύης, από τα αποθέματα του κοινωνικού κεφαλαίου που προστατεύουν ένα ολόκληρο τμήμα της σημερινής κοινωνικής τάξης από την πτώση στην ανομία. (Κεφάλαιο, το οποίο αν δεν ανανεωθεί, αν δεν αναπαραχθεί, είναι καταδικασμένο να εξαφανισθεί, αν και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί άμεσα).
Αλλά αυτές οι δυνάμεις «συντήρησης», τις οποίες είναι πολύ εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς ως συντηρητικές, είναι επίσης, κάτω από μια άλλη οπτική, δυνάμεις αντίστασης στην εγκαθίδρυση της νέας τάξης, που μπορεί να γίνουν δυνάμεις ανατρεπτικές. Αν μπορούμε, λοιπόν, να διατηρήσουμε κάποια λογική ελπίδα, είναι γιατί υπάρχουν ακόμα, στους κρατικούς θεσμούς, καθώς και στις προθέσεις των φορέων (κυρίως εκείνων που είναι περισσότερο συνδεδεμένοι με τους θεσμούς αυτούς, όπως τα κατώτερα και μεσαία κλιμάκια του κράτους), τέτοιες δυνάμεις, οι οποίες κάτω από τη φαινομενική απλώς υπεράσπιση, όπως σπεύδουν να τους προσάψουν, μιας τάξης που έχει χαθεί και των αντίστοιχων «προνομίων», πρέπει πράγματι, προκειμένου να αντέξουν στη δοκιμασία, να προσπαθήσουν για να εφεύρουν και να οικοδομήσουν μια κοινωνική τάξη που δεν θα έχει ως μοναδικό νόμο την επιδίωξη του εγωιστικού συμφέροντος και το ατομικό πάθος του κέρδους και που θα επιτρέπει την ύπαρξη συλλογικοτήτων που αποβλέπουν στην ορθολογική επιδίωξη σκοπών συλλογικά επεξεργασμένων και συμφωνημένων.
Μεταξύ αυτών των συλλογικών φορέων, ενώσεων, συνδικάτων, κομμάτων, πώς είναι δυνατόν να μην παραχωρηθεί μια ιδιαίτερη θέση στο κράτος, το εθνικό κράτος, ή ακόμα καλύτερα, το υπερεθνικό, δηλαδή το ευρωπαϊκό (πρώτο στάδιο προς ένα παγκόσμιο κράτος) ικανό να ελέγχει και να φορολογεί αποτελεσματικά τα κέρδη που πραγματοποιούνται στις χρηματοοικονομικές αγορές και, κυρίως, να αντισταθμίζει την καταστροφική τους επίδραση στην αγορά εργασίας, οργανώνοντας, με τη βοήθεια των συνδικάτων, την επεξεργασία και την υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος, το οποίο είτε το θέλουμε είτε όχι, δεν θα ξεφύγει ποτέ, έστω και με το τίμημα κάποιων πλασματικών μαθηματικών εγγραφών, από τη σκοπιά του λογιστή (άλλοτε θα λέγαμε του «μπακάλη») που η νέα πίστη παρουσιάζει ως την ύψιστη μορφή της ανθρώπινης τελείωσης.
(1) Σ.Σ. Αναφορά στο Auguste Walras (1800-1860), γάλλο οικονομολόγο, συγγραφέα του έργου «De la nature de la richesse et de l’ origine de la valeur» (1848), ενός από τους πρώτους που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν μαθηματικά στη μελέτη της οικονομίας.
(2) Erving Goffman, Asiles. Etudes sur la condition sociale des malades mentaux., Ed. de Minuit, Παρίσι 1968.
(3) Μπορεί κανείς να ανατρέξει για όλα αυτά σε δυο τεύχη της επιθεώρησης «Actes de la recherche en sciences sociales» αφιερωμένα στις «Νέες μορφές κυριαρχίας στην εργασία» (Nouvelles formes de domination dans le travail) (1 και 2), αρ. 114, Σεπτέμβριος 1996, αρ. 115, Δεκέμβριος 1996 και ειδικότερα στην εισαγωγή των Gabrielle Balazs και Michel Pialoux «Κρίση της εργασίας και κρίση της πολιτικής» (Crise du travail et crise du politique), αρ. 114, σελ. 3-4.
Από το tvxs