Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Επτά επί... στάχτες!

AP Photo/Peter Dejong
 ΕΝΤΥΠ

Επτά επί... στάχτες!

Τριάντα χρόνια δημοσιογράφος, και 28 διεθνατζής, δεν ματαξαναθυμάμαι τέτοιο μπάχαλο στις διεθνείς σχέσεις. Οχι ότι δεν είχαμε και παλιότερα ανταγωνισμούς, συμφέροντα, πολέμους, θερμούς και ψυχρούς, και κόντρες ενδοϊμπεριαλιστικές και επιχειρηματικές – πάντα είχαμε και πάντα θα έχουμε. Τα πρόσωπα, τα σύνορα, ακόμη και τα κράτη αλλάζουν, αλλά το Μεγάλο Παιχνίδι της ισχύος δεν σταματά ποτέ.
Στην εποχή μας, παρακολουθούμε αμέριμνοι οχτώ χρόνια τώρα τη Συρία να καίγεται, τα εκατομμύρια των αθώων κατοίκων της να ξεριζώνονται βίαια και να μας χαλάνε την ηλιοθεραπεία μας: πριν από είκοσι χρόνια ήταν η γειτονική μας Γιουγκοσλαβία που καιγόταν, και τη διαταγή για τον... ανθρωπιστικό βομβαρδισμό της -τον πρώτο πόλεμο των ΗΠΑ χωρίς την άδεια του ΟΗΕ- δεν την έλαβε ο «κακός» Τραμπ, αλλά ο «καλός» Κλίντον, κατόπιν ισχυρής πίεσης από τη «γερακίνα» σύζυγό του (και παρ’ ολίγον πλανηταρχέσα, αν κέρδιζε τον μεγιστάνα στις τελευταίες εκλογές) Χίλαρι. Που με την ευκαιρία του Κοσόβου μάλιστα του... ξαναμίλησε τότε του Μπιλ, για πρώτη φορά μετά το φιάσκο με τον λεκέ στο μπλε φόρεμα της Μόνικας!
Αλλά όχι, τέτοιο μπάχαλο, τέτοιο δημόσιο ξεμάλλιασμα των πρωταγωνιστών, ποτέ ξανά. Παλιά λέγαμε ότι οι Επτά, οι Οχτώ, οι Είκοσι διαφωνούνε στο ένα ή στο άλλο θέμα. Τώρα ψάχνεις να βρεις ένα θέμα που να συμφωνούνε όλοι και δεν βρίσκεις! Ούτε σε ριάλιτι σόου δεν γίνονται αυτά!
Πάει, που λέτε, ο Τραμπ στο G7 του Μακρόν -το G7 που ήταν μέχρι πρότινος G8 με τη Ρωσία μέσα, αλλά... μπήκε στο πλύσιμο- και, αντί να κάνει μισό βηματάκι πίσω για να ανοίξει ένα παραθυράκι διαλόγου στα πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα που έχει ανοίξει με το Ιράν, την Κίνα, τη Ρωσία και την Ευρώπη, ρίχνει χειροβομβίδες πριν καλά καλά πατήσει στο γαλλικό έδαφος.
Ακόμη και να ’θελε η Κίνα να κάνει μια κίνηση καλής θέλησης στο Μπιαρίτς, ας πούμε, σίγουρα θα το μετάνιωσε μαθαίνοντας ότι ο Τραμπ ενέκρινε την πώληση 75 F-16 στην Ταϊβάν. Κι έτσι, αντί για την αρχή μιας «εγκάρδιας συνεννόησης», το Πεκίνο ανακοίνωσε χθες πως θα επιβάλει πρόσθετους δασμούς-αντίποινα σε αμερικανικά προϊόντα, ύψους 75 δισ. δολαρίων, σε μια τελευταία ένδειξη κορύφωσης του εμπορικού πολέμου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.
Οι Κινέζοι δεν είναι βλάκες, ούτε βαράνε στα τυφλά: ανάμεσα στα 5.078 προϊόντα που θα πλήξει το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου με τους επιπλέον δασμούς 5% ή 10%, είναι και πολλά που παράγονται σε «ευαίσθητες» πολιτικά περιοχές των ΗΠΑ, όπου ο Τραμπ έχει ανάγκη να ξανακερδίσει για να επανεκλεγεί – ανάμεσά τους διάφορα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα, όπως καλαμπόκι και σόγια, επεξεργασμένα πετρελαιοειδή, μικρά αεροσκάφη, φορτηγά και αυτοκίνητα…
Αλλά δεν φταίει το Πεκίνο. Ούτε είναι ο Τραμπ ο μοναδικός υπεύθυνος για την κρίση απομονωτισμού και την «τρέλα του μεγαλείου» του αμερικανικού imperium, που δηλητηριάζει κάθε προσπάθεια συνεννόησης και παγκόσμιας τάξης. Μια ολόκληρη πλουτοκρατική τάξη τον στηρίζει σε κάθε του βήμα, όσο ακραίο κι αν είναι. Εδώ την έχουν ξανακούσει ότι είναι μεγάλες δυνάμεις οι ξεπεσμένοι Γάλλοι και Αγγλοι, και πουλάει ξανά μούρη στους Μεγάλους ο μετέωρος «σουλτάνος» Ερντογάν - γιατί να μην το κάνει κοτζάμ Τραμπ;
Ετσι φτάσαμε στα σημερινά αδιέξοδα, με τις χαοτικές μονομερείς παρεμβάσεις των ΗΠΑ σε μια σειρά καυτών θεμάτων, όπως η αποχώρηση από τη συμφωνία για την κλιματική αλλαγή, η κήρυξη εμπορικών πολέμων με την Κίνα, την Ε.Ε. και άλλες μεγάλες εμπορικές δυνάμεις, αλλά και η πρόσφατη αποχώρηση από τη συνθήκη για τους πυραύλους μέσου βεληνεκούς, και βέβαια το συνεχές σφίξιμο του οικονομικού, πολιτικού αλλά και στρατιωτικού πλέον κλοιού γύρω από το Ιράν.
Το G7 ήταν και είναι από ιδρύσεώς του πρωτίστως ένα οικονομικό φόρουμ, ένα θέατρο υψηλής διπλωματίας, σχεδιασμένο για να προωθεί την ατζέντα της εμπορικής παγκοσμιοποίησης, την ώρα που υπόσχεται στο πλανητικό πόπολο μεγαλόστομους στόχους, όπως η παγκόσμια ειρήνη, η ευημερία, η αειφόρος ανάπτυξη, η προστασία του περιβάλλοντος, η καταπολέμηση της φτώχειας και, εσχάτως, ο αγώνας των παγκόσμιων ανισοτήτων, που είναι και το καινούργιο... κοσκινάκι του Μακρόν, η επίσημη θεματική της φετινής συνόδου κορυφής του G7. Εννοείται ότι κανένας από αυτούς τους στόχους δεν έχει επιτευχθεί.
Αντιθέτως, όπως τεκμηριώνει και μια πολύ ενδιαφέρουσα «επετειακή» έκθεση της οργάνωσης Oxfam, η ρητορική Μακρόν περί «καταπολέμησης των ανισοτήτων» είναι απολύτως ψευδεπίγραφη και παραπειστική, καθώς οι ηγέτες των μεγάλων οικονομιών, παρά τις συνεχείς διακηρύξεις τους περί του αντιθέτου, «τροφοδοτούν ενεργά τις ανισότητες στις χώρες τους και στον κόσμο ολόκληρο».
«Οι εισοδηματικές ανισότητες επιδεινώθηκαν σε όλες τις χώρες του G7 από τη δεκαετία του 1980», αναφέρει η Oxfam. «Το φτωχότερο 20% του πληθυσμού στις χώρες του G7 δεν εξασφαλίζει, κατά μέσον όρο, παρά το 5% του συνόλου των εισοδημάτων που παράγονται από την εργασία, ενώ το πλουσιότερο 20% εξασφαλίζει περί το 45%», τονίζεται στην έκθεση.
Αλλά, παρά το στοιχείο αυτό και παρά τη διακήρυξη που έγινε για τη συγκεκριμένη ανάγκη από το G7 στο Μπάρι (Ιταλία) το 2017, οι επτά πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου «δεν καταφέρνουν να λάβουν μέτρα για να κλείσει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών», και φυσικά αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν αυτό που ο Μακρόν «αποκαλεί “κρίση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου” και “καπιταλισμό της συσσώρευσης πλούτου”», γράφει η Oxfam. Λόγω «της στασιμότητας και της πτώσης των μισθών, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στις χώρες του G7 που μπορεί να βρεθούν πιασμένοι στην παγίδα της φτώχειας δεν παύουν να αυξάνονται τα τελευταία δέκα χρόνια και έχουν φτάσει το 9% στη Γερμανία, πάνω από το 7% στη Γαλλία, το 12% στην Ιταλία και σχεδόν το 9% στο Ηνωμένο Βασίλειο», αναφέρει η ΜΚΟ.
Η οργάνωση, που συμμετέχει ως συνήθως στις κινητοποιήσεις ενάντια στη σύνοδο, καταγγέλλει εξάλλου την «αιχμαλωσία της δημόσιας πολιτικής» από τις μεγάλες περιουσίες και τις μεγάλες εταιρείες, και ότι το μοντέλο αυτό οι χώρες του G7 «το εξάγουν σε όλο τον κόσμο», με αποτέλεσμα να «παραμελούνται οι κοινωνικές δαπάνες» και ότι οι δημόσιες ή κοινωφελείς υπηρεσίες «γίνονται αντικείμενο δημοσιονομικής περιστολής, μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων με το πρόσχημα της λιτότητας και της σταθεροποίησης του χρέους».
Από την ΕφΣυν
Από την παγκόσμια φτώχεια μέχρι την ανισότητα μεταξύ των κρατών, όλοι οι δείκτες δείχνουν πως ζούμε στην καλύτερη περίοδο στην ιστορία. Η αφήγηση αυτή – της μόδας στα χείλη ανθρώπων όπως ο Μπιλ Γκέητς και ο Στήβεν Πίνκερ – είναι καθησυχαστική. Είναι όμως αληθινή;
Στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008, που έφερε κατασχέσεις σπιτιών, ανεργία, κατάρρευση μισθών και πολιτικές λιτότητας, η πολιτική συζήτηση στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική έδειχνε να στρέφεται ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και, ενίοτε, ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό. Η αμφισβήτηση του οικονομικού status quo, εκτός από τα κινήματα που φύτρωσαν μέσα στην κρίση, έγινε σημαία ακόμα και συμβατικών πολιτικών κομμάτων, με την άνοδο πολιτικών όπως ο Σάντερς και η Γουώρεν στις ΗΠΑ ή ο Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Την ίδια στιγμή όμως, γεννιόταν και μια αντίδραση σε αυτή την τάση. Ένας επιφανής κύκλος δισεκατομμυριούχων, αναλυτών και σχολιαστών συσπειρώθηκαν γύρω από μια νέα αφήγηση: αφήστε στην άκρη τη μιζέρια, δείτε το θέμα πιο σφαιρικά και εκτιμήστε πως η ανθρώπινη πρόοδος στην πραγματικότητα επιταχύνεται. Δείκτες όπως το προσδόκιμο ζωής και η παιδική θνησιμότητα βελτιώνονται δραματικά, οι ασθένειες μειώνονται και – πιο σημαντικά – η παγκόσμια φτώχεια εξαφανίζεται με τις πιο φτωχές χώρες να φτάνουν τις πλουσιότερες. Τα πράγματα δεν ήταν ποτέ καλύτερα.
Η αφήγηση αυτή πολύ γρήγορα έγινε εξαιρετικά δημοφιλής. Διαδικτυακές πλατφόρμες όπως το Vox και το Buzzfeed και αρθρογράφοι των New York Times, εξέδιδαν άρθρα με τίτλους όπως «το 2016 ήταν το καλύτερο έτος στην ιστορία της ανθρωπότητας». «Διανοητές» όπως ο Στήβεν Πίνκερ, γλωσσολόγος δημοφιλής κυρίως από τις ομιλίες του στα TED, έγιναν δεσπόζουσες φιγούρες στο ιδεολογικό κίνημα που πλέον είναι γνωστό ως Νέος Οπτιμισμός.
Η ανθρωπότητα έχει όντως καταφέρει ορισμένες αξιοσημείωτες επιτυχίες στην πρόσφατη ιστορία. Αλλά αυτό δεν είναι το περιεχόμενο του Νέου Οπτιμισμού. Το κεντρικό επιχείρημα του κινήματος δεν είναι απλά πως τα πράγματα έχουν βελτιωθεί, αλλά πως η πρόοδος αυτή είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας εξάπλωσης του καπιταλισμού. Όπως το θέτει ο Πίνκερ: «Ο βιομηχανικός καπιταλισμός πυροδότησε τη Μεγάλη Απόδραση από την καθολική φτώχεια τον 19ο αιώνα και σώζει την υπόλοιπη ανθρωπότητα με τη Μεγάλη Σύγκλιση στον 21ο». Άλλες φωνές εντός του κινήματος το πάνε ένα βήμα παραπέρα, επιχειρηματολογώντας πως δεν πρέπει να ευγνωμονούμε απλά τον καπιταλισμό, αλλά συγκεκριμένα τη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του που κυριαρχεί στην παγκόσμια οικονομία από τη δεκαετία του 1980.
Ως φυσικό αποτέλεσμα των απόψεων που προωθεί, το κίνημα του Νέου Οπτιμισμού έχει τραβήξει το ενδιαφέρον εύπορων χρηματοδοτών, με σημαντικότερο τον Μπιλ Γκέητς, χρηματοδότη οργανώσεων και ΜΜΕ που προωθούν αυτήν την αφήγηση (Our World in Data, Gapminder, Vox, Buzzfeed), αλλά και πιο ακραίων, όπως οι δισεκατομμυριούχοι αδερφοί Κοχ, υπέρμαχοι της άρνησης της κλιματικής αλλαγής και της ακραίας απελευθέρωσης της αγοράς.
Οι Νέοι Οπτιμιστές είναι σχολαστικοί στο να παρουσιάζουν εαυτούς ως ορθολογικούς κι επιστημονικούς. Σύμφωνα με τους ίδιους, το μόνο που κάνουν είναι να «εμμένουν στα δεδομένα» – και δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με τα δεδομένα. Η ιδέα είναι πως, αν είσαι ορθολογικός άνθρωπος, πρέπει να παραδεχθείς ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς υπηρετεί την ανθρωπότητα υπέροχα και ότι πρέπει να τον διατηρήσουμε. Οτιδήποτε άλλο είναι ιδεοληψία.
Παρά την επιμονή τους στην «λογική», οι Νέοι Οπτιμιστές συχνά αγνοούν τις λεπτομέρειες των ιστορικών αποδείξεων που επικαλούνται. Στα χέρια τους, η ιστορία της ανθρώπινης προόδου διαστρεβλώνεται σε μια απλοποιημένη αφήγηση, στην οποία ο καπιταλισμός ευθύνεται για οτιδήποτε καλό συνέβη στη σύγχρονη ιστορία και για απολύτως κανένα κακό. Το γεγονός ότι τα σημαντικότερα κέρδη της ανθρώπινης ευημερίας κερδήθηκαν από τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα, διευκολύνθηκαν από δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα και εξασφαλίστηκαν μέσω του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας και της εκπαίδευσης, σχεδόν πάντοτε ενάντια στην αποφασιστική και συχνά βίαιη αντίθεση της καπιταλιστικής τάξης, δεν αναγνωρίζεται ποτέ.
Οι εξωφρενικές διαφορές των κοινωνικών δεικτών μεταξύ τάξεων και εθνών αγνοούνται για χάρη συγκεντρωτικών τάσεων. Και οι οπισθοδρομικές τάσεις του καπιταλισμού – αποικιοκρατία, γενοκτονία, σκλαβιά, πόλεμοι για το πετρέλαιο, επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα, και, πιθανώς πιο σημαντικά, η κλιματική αλλαγή και η οικολογική κατάρρευση – είτε υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται εντελώς.
Πίσω από τους αριθμούς
Όταν το 2015 η Oxfam εξέδωσε τη διάσημη πλέον έρευνά της για την παγκόσμια φτώχεια, το περιοδικό The Spectator απάντησε με ένα άρθρο που τιτλοφορούνταν «Τι δεν θέλει η Oxfam να μάθετε: ο παγκόσμιος καπιταλισμός σημαίνει λιγότερη φτώχεια από ποτέ». Ο συγγραφέας επιχειρηματολογούσε πως όλη αυτή η εστίαση στην ανισότητα και το πλουσιότερο ένα τοις εκατό είναι άστοχη: μπορεί να έχουν περισσότερο πλούτο από όσο ο υπόλοιπος πληθυσμός του πλανήτη μαζί, αλλά αυτό δικαιολογείται διότι το ίδιο σύστημα που τους έκανε τόσο πλούσιους, μείωσε τη φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Το κείμενο είναι άξιο παράθεσης, καθώς αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της αφήγησης των Νέων Οπτιμιστών:
«Ζούμε, σήμερα, στη χρυσή εποχή της μείωσης της φτώχειας. Οποιοσδήποτε ενδιαφέρεται στα σοβαρά για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχειας πρέπει να αποδεχτεί πως αυτό που κάνουμε τώρα, δουλεύει – οπότε πρέπει να το συνεχίσουμε. Είμαστε στο δρόμο για έναν απίθανο στόχο: την κατάργηση της φτώχειας όπως την ξέρουμε, στη διάρκεια της ζωής μας. Αυτοί που νοιάζονται περισσότερο να βοηθήσουν τους φτωχούς από το να επιτεθούν στους πλούσιους θα γιορτάσουν το γεγονός – και θα πιέσουν τους ηγέτες να σιγουρέψουν πως το ελεύθερο εμπόριο και ο παγκόσμιος καπιταλισμός θα συνεχίσουν να επεκτείνονται. Είναι ο μόνος σίγουρος τρόπος για να κάνουμε τη φτώχεια παρελθόν.»
Είναι μια πειστική αφήγηση που επαναλαμβάνεται συνεχώς από ανθρώπους όπως ο συντηρητικός ψυχολόγος Τζόρνταν Πήτερσον και παρουσιάστηκε σε γράφημα από τον Μπιλ Γκέητς κατά τη διάρκεια του φετινού Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός. Σύμφωνα με το γράφημα, τα τελευταία 200 χρόνια η παγκόσμια φτώχεια έπεσε από το 94 τοις εκατό της ανθρωπότητας το 1820, στο 10 τοις εκατό σήμερα, με ιδιαίτερα γοργή βελτίωση από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα.
παγκόσμιος πληθυσμός σε φτώχεια
Το γράφημα του Our World in Data, που παρουσίασε ο Bill Gates. Παγκόσμιος πληθυσμός σε ακραία φτώχεια, 1820 με 2015.
Όμως πάσχει από μερικά σημαντικά ελαττώματα. Αρχικά, όλη αυτή η θετική ιστορία στηρίζεται σε ένα εξαιρετικά χαμηλό όριο φτώχειας, στα 1,90 δολάρια την ημέρα. Η ικανοποίηση βασικών αναγκών από αυτό το ποσό δε βασίζεται πουθενά – το ποσό είναι αυθαίρετο και άνευ σημασίας. Στην πραγματικότητα, έχουμε πληθώρα αποδείξεων πως οι άνθρωποι που ζουν ακριβώς πάνω από αυτό το όριο παραμένουν συντριπτικά φτωχοί, με τρομερά υψηλά ποσοστά υποσιτισμού, βρεφικής θνησιμότητας και χαμηλού προσδόκιμου ζωής.
Ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα έχει επανειλημμένα δηλώσει πως το όριο αυτό είναι υπερβολικά χαμηλό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρά μόνο στις φτωχότερες των χωρών. Έπειτα από την δριμεία κριτική της Έκθεσης Άτκινσον για την Παγκόσμια Φτώχεια, το 2016, η Τράπεζα αναγκάστηκε να απαντήσει δημιουργώντας νέα όρια για τις χαμηλότερες μεσαίου εισοδήματος χώρες (3,20δολάρια/ημέρα) και τις ανώτερες μεσαίου εισοδήματος χώρες (5,50 δολάρια/ημέρα). Με αυτά τα σχετικά πιο ρεαλιστικά όρια, γύρω στα 2,4 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν στη φτώχεια σήμερα – περισσότερο από τρεις φορές πάνω από τους αριθμούς που προτάσσουν οι Νέοι Οπτιμιστές.
Αλλά, ακόμα και αυτά τα όρια, δε βασίζονται σε ικανοποιητικές εμπειρικές αποδείξεις. Οι αποδείξεις που έχουμε υποδεικνύουν πως χρειάζονται πολύ περισσότερα για να ικανοποιηθούν βασικές ανθρώπινες ανάγκες. Το Υπουργείο Γεωργίας των ΗΠΑ υπολόγισε πως χρειάζονται τουλάχιστον 6,70 δολάρια την ημέρα για να επιτευχθεί αξιοπρεπής διατροφή, χωρίς αναφορά σε στέγαση, ένδυση, μεταφορά και άλλες απαιτήσεις. Ο Βρετανός οικονομολόγος Πήτερ Έντουαρντς υπολόγισε πως χρειάζονται 7,40 για να επιτευχθεί το κανονικό προσδόκιμο ζωής. Το Ίδρυμα Νέων Οικονομικών κατέληξε πως περίπου 8δολάρια την ημέρα είναι απαραίτητα για τη μείωση της βρεφικής θνησιμότητας σε αξιοσημείωτα επίπεδα.
Οι Νέοι Οπτιμιστές όπως ο Πίνκερ και ο Γκεητς, δεν έχουν λάβει υπόψη τους ποτέ αυτά τα δεδομένα. Όταν μετράμε την παγκόσμια φτώχεια χρησιμοποιώντας όρια βασισμένα σε πραγματικά στοιχεία, η όμορφη εικόνα που μας παρουσιάζουν αλλάζει δραματικά. Στο όριο των 7,40 δολαρίων – που συνεχίζει να είναι στο χαμηλό επίπεδο των προτάσεων μέτρησης – βρίσκουμε πως ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε φτώχεια δεν έχει μειωθεί καθόλου. Αντίθετα, έχει αυξηθεί δραματικά από το 1981, πηγαίνοντας από τα 3,2 δισεκατομμύρια στα 4,2 δις, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Έξι φορές περισσότεροι από τα 730 εκατομμύρια που προτάσσουν ο Γκέητς και ο Πίνκερ, γύρω στο 58 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού – ποσοστό που είναι μειωμένο από το 71 τοις εκατό του 1981, αλλά σίγουρα όχι στον βαθμό που προτάσσουν οι Νέοι Οπτιμιστές.
αναθεωρημένα γραφήματα παγκόσμιας φτώχειας
Γραφήματα παγκόσμιας φτώχειας, με αναθεωρημένο το όριο φτώχειας στα 7,40 δολάρια/ημέρα. Συμπεριλαμβανόμενης της Κίνας (επάνω) και χωρίς αυτήν (κάτω).
Μάλιστα, η συντριπτική πλειοψηφία των κερδών σε παγκόσμια φτώχεια σε αυτή την περίοδο ήρθε από την Κίνα και τις Ανατολικοασιατικές «τίγρεις», στοιχείο πολύ σημαντικό καθώς η οικονομική άνοδος αυτών των χωρών δεν ήρθε λόγω των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ενστερνίζονται οι Νέοι Οπτιμιστές, αλλά από την κρατική βιομηχανία, τον προστατευτισμό και τη ρύθμιση της αγοράς. Οι χώρες αυτές έχουν ενταχθεί στην παγκόσμια αγορά, αλλά με τους δικούς τους όρους. Στον υπόλοιπο Παγκόσμιο Νότο, που έγινε επίκεντρο των νεοφιλελεύθερων πειραμάτων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Ο αριθμός των ανθρώπων σε φτώχεια αυξήθηκε κατά 1,3 δισεκατομμύρια και αυξήθηκε ακόμα και το ποσοστό των ανθρώπων σε φτώχεια από το 62 στο 68 τοις εκατό. Ιστορικοί της οικονομίας ισχυρίζονται πως η δομική αυτή προσαρμογή ήταν μια εσκεμμένη στρατηγική από τις χώρες της Δύσης για να κρατήσουν τον Δυτικό καπιταλισμό σε πορεία κερδοφορίας.
Τα δεδομένα φτώχειας έχουν δείξει μικρή βελτίωση μετά το 2000, αλλά τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν πως τα κέρδη (εκτός της Ανατολικής Ασίας) προήλθαν περισσότερο από τη Λατινική Αμερική, σε μια ενδιαφέρουσα χρονική σύμπτωση με την Ροζ Παλίρροια, όπως τείνει να ονομάζεται η άνοδος αριστερών κυβερνήσεων στην περιοχή στην αρχή του αιώνα. Δεν ήταν η ελεύθερη αγορά που έφερε αυτά τα κέρδη, αλλά το κοινωνικό κράτος.
Ξαναγράφοντας την ιστορία
Πέρα από τα παραπάνω επιστημολογικά προβλήματα της αφήγησης για τη μείωση της φτώχειας, υπάρχει και ένα πιο σοβαρό πρόβλημα, που αφορά την περίοδο της αποικιοκρατίας.
Το γράφημα που παρουσίασε ο Μπιλ Γκέητς, πάει πίσω στο 1820 – όμως πραγματικά δεδομένα για τη φτώχεια συλλέγονται μόλις από το 1981. Τα στοιχεία από το 1820 μέχρι το 1970 βασίζονται σε μετρήσεις ΑΕΠ και υπάρχει ένας αριθμός προβλημάτων με αυτό. Αρχικά, τα δεδομένα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά Δυτικές χώρες. Για ολόκληρες της ηπείρους της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, περιέχουν στοιχεία μονάχα για τρεις χώρες σε καθεμία πριν το 1900. Για την Αφρική, δεν περιέχουν στοιχεία πριν το 1900, και περιέχουν στοιχεία για τρεις μονάχα χώρες πριν το 1950. Δε χρειάζεται να έχει κανείς γνώσεις στατιστικής για να αντιληφθεί πως αυτά δεν είναι αρκετά δεδομένα για να εξαχθούν συμπεράσματα με κάποιο νόημα.
Ακόμα όμως κι αν τα στοιχεία του ΑΕΠ μεταξύ 1820 και 1970 ήταν αρκετά, δε μας λένε απολύτως τίποτα για τις ζωές των ανθρώπων κατά αυτήν την περίοδο, διότι συμπεριλαμβάνουν εντελώς διαφορετικές μετρήσεις από τα στοιχεία φτώχειας. Στις φτωχές χώρες, η αποικιοκρατία σήμανε μια εξαιρετικά βίαιη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια των αποικιοκρατών. Όταν κόβεις ένα δάσος για ξυλεία ή όταν καις φάρμες για να φτιάξεις στη θέση τους φυτείες, το ΑΕΠ ανεβαίνει – αλλά οι απώλειες της τοπικής κοινωνίας δεν προσμετρώνται. Ως εκ τούτου, το ΑΕΠ δεν είναι αξιόπιστη μεταβλητή για τη μέτρηση της φτώχειας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την Ινδία. Τον 19ο αιώνα, οι Βρετανοί αποικιοκράτες απέκλεισαν δάση (που χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν πλοία), ιδιωτικοποίησαν κοινοτικά κανάλια ύδρευσης και κατέστρεψαν κοινοτικές σιταποθήκες. Ο σκοπός ήταν προφανής: να εξαναγκάσουν τους ντόπιους αγρότες να εντείνουν την εξαγώγιμη αγροτική παραγωγή για να επιβιώσουν. Η τακτική δούλεψε: η παραγωγή και οι εξαγωγές αυξήθηκαν, αλλά 30 εκατομμύρια Ινδοί πέθαναν από λιμό. Στην περίοδο μεταξύ του 1870 και του 1920, το προσδόκιμο ζωής στην Ινδία έπεσε κατά 20 τοις εκατό.
Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται σε όλο τον Παγκόσμιο Νότο. Η αποίκηση του Κονγκό κατέστρεψε τις τοπικές οικονομίες, με τελικό απολογισμό 10 εκατομμύρια νεκρούς – ο μισός πληθυσμός της χώρας. Η αποίκηση της Νοτίου Αφρικής στέρησε από τον μαύρο πληθυσμό το 90 τοις εκατό της γης. Η αποίκηση της Νοτίου Αμερικής οργανώθηκε γύρω από τη μαζική σκλαβιά και μια γενοκτονία που εξάλειψε τη συντριπτική πλειοψηφία του αυτόχθονος πληθυσμού. Όλα αυτά τα δεδομένα λείπουν εντελώς από την αφήγηση των Νέων Οπτιμιστών.
Μειώνεται η ανισότητα;
Αντιμέτωποι με αυτά τα στοιχεία, οι Νέοι Οπτιμιστές αλλάζουν κάπως την αφήγηση. Μπορεί τα εισοδήματα των φτωχών να μην αυξήθηκαν αρκετά για να τους βγάλουν από τη φτώχεια, όμως τουλάχιστον αυξάνονται. Ενώ, όμως, όντως το μέσο εισόδημα των φτωχών έχει αυξηθεί από το 1981, υπάρχουν δύο περιορισμοί που πρέπει να λάβουμε υπόψη.
Αρχικά, η αύξηση δεν ήταν σταθερή. Κατά την περίοδο επιβολής του νεοφιλελευθερισμού τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το εισόδημα των φτωχών μειώθηκε και βάλτωσε για μεγάλες χρονικές περιόδους. Στην Υποσαχάρια Αφρική, για παράδειγμα, τα εισοδήματα έπεσαν κατά τη δεκαετία του 1980 και δεν επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα μέχρι το 2005, περισσότερο από δυο δεκαετίες αργότερα.
Δεύτερον, οποιαδήποτε αύξηση έχει σημειωθεί με παγετώδεις ρυθμούς. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, εκτός της Ανατολικής Ασίας, το καθημερινό εισόδημα των φτωχών αυξήθηκε κατά μέσο όρο δύο σεντ ανά έτος από το 1981. Με αυτούς τους ρυθμούς, θα χρειαστούν 200 χρόνια για να φτάσουμε τους πάντες πάνω από το όριο φτώχειας των 7,40 δολαρίων την ημέρα.
Ο λόγος για τον βραδύ ρυθμό δεν είναι ότι ζούμε σε έναν φτωχό κόσμο, όπου η φτώχεια είναι φυσική κι αναπόφευκτη. Στον αντίποδα, ζούμε σε ένα εξαιρετικά πλούσιο κόσμο. Το πρόβλημα είναι πως η παγκόσμια οικονομία έχει οργανωθεί για να μεταφέρει τη συντριπτική πλειοψηφία του εισοδήματος στις τσέπες των πλουσίων. Μόλις το 5 τοις εκατό του νέου εισοδήματος της παγκόσμιας ανάπτυξης πηγαίνει στο φτωχότερο 60 τοις εκατό της ανθρωπότητας.
Το να αποκαλείται όλο αυτό «πρόοδος», όπως κάνουν οι Νέοι Οπτιμιστές, ακούγεται περίεργο ακόμα και στον πιο εύπιστο, ειδικά όταν έχουμε τη δυνατότητα να εξαλείψουμε την παγκόσμια φτώχεια δια παντός. Το να φέρουμε όλους τους ανθρώπους πάνω από το όριο των 7,40 δολαρίων, απαιτεί την μετακίνηση περίπου 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων υπάρχοντος πλούτου στους φτωχούς. Αυτό είναι περίπου 7 τοις εκατό του εισοδήματος του πλουσιότερου 10 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού.
Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με όχι και τόσο ριζοσπαστικές μεθόδους: δικαιότερους μισθούς, δικαιότερους κανόνες εμπορίου και γενικά δικαιότερο μοίρασμα της παγκόσμιας απόδοσης. Όμως για τους Νέους Οπτιμιστές, ένα τέτοιο δικαιότερο μέλλον είναι αδιανόητο. Προτιμούν να βαυκαλίζονται πως η παραμικρή αύξηση εισοδήματος των φτωχών αποτελεί αξιοθαύμαστο επίπεδο προόδου, αγνοώντας την τρομακτική ανισότητα που συνεχίζει να αυξάνεται.
Ανισότητα η οποία επιμένουν πεισματικά ότι δεν υπάρχει, ή ότι τέλος πάντων μειώνεται — «Οι φτωχότερες χώρες προφταίνουν τις πλούσιες», η κατά τον Πίνκερ «Μεγάλη Σύγκλιση». Όμως και αυτή η αφήγηση στηρίζεται σε έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο μέτρησης της ανισότητας – με έμφαση, όχι στην πραγματική εισοδηματική διαφορά, αλλά σε σχετικούς ρυθμούς αλλαγής του εισοδήματος. Αν το εισόδημα μιας φτωχής χώρας αυξάνεται με μεγαλύτερους ρυθμούς σε σχέση με το σημείο έναρξης, από ότι μιας πλουσιότερης, αυτό ονομάζεται μείωση της ανισότητας, ακόμη κι αν η διαφορά μεταξύ των χωρών έχει μεγαλώσει. Ας λάβουμε ως παράδειγμα μια φτωχή χώρα στην οποία το εισόδημα αυξάνεται από τα 500 στα 1.000 δολάρια (αύξηση της τάξης του 100 τοις εκατό), και μια πλούσια χώρα στην οποία το εισόδημα αυξάνεται από τα 50.000 στα 75.000 δολάρια (αύξηση 50 τοις εκατό). Το εισόδημα της φτωχής χώρας έχει αυξηθεί σε διπλάσιο ρυθμό από αυτόν της πλούσιας, σε σχέση με το σημείο έναρξης. Αλλά η διαφορά μεταξύ τους έχει εκτιναχθεί, από τα 45.500, στα 74.000 δολάρια. Η ανισότητα, προφανώς, έχει αυξηθεί.
γράφημα εισοδηματικής ανισότητας
Η εισοδηματική ανισότητα μεταξύ Παγκόσμιου Βορρά και Παγκόσμιου Νότου. Κατά κεφαλήν εισόδημα σε δολάρια Αμερικής 2010.
Στην πραγματικότητα, οι φτωχές χώρες δεν προφταίνουν τις πλούσιες. Η πραγματική κατά κεφαλήν εισοδηματική ανισότητα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει σχεδόν τετραπλασιαστεί τις περασμένες δεκαετίες, από 9.000 δολάρια το 1960 στις 35.000 σήμερα. Δεν υπάρχει καμία «σύγκλιση», αλλά μια τεράστια απόκλιση.
Το οικονομικό μας σύστημα έχει αποτύχει να φέρει κάποια σημαντική πρόοδο στην καταπολέμηση της φτώχειας, όχι επειδή το πρόβλημα είναι άλυτο, αλλά διότι η απόδοση της οικονομίας πηγαίνει στην κορυφή. Ο φιλόσοφος του Γέηλ, Τόμας Πογκ, ισχυρίζεται πως ο ηθικός τρόπος μέτρησης της φτώχειας δεν πρέπει να βασίζεται ούτε σε απόλυτους αριθμούς, ούτε σε ποσοστά, ούτε ακόμα στην τροχιά των εισοδημάτων των φτωχών, αλλά στο εύρος της φτώχειας συγκρινόμενο με τη δυνατότητά μας να την εξαλείψουμε. Με αυτό το κριτήριο, λέει, τα πηγαίνουμε χειρότερα από ποτέ, καθώς η δυνατότητά μας να εξαλείψουμε τη φτώχεια έχει αυξηθεί γοργά, αλλά η φτώχεια παραμείνει ευρεία. Σε επίπεδο ηθικής, έχουμε οπισθοδρομήσει.
Τα πράγματα δε χρειάζεται να είναι έτσι. Μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας για την κάνουμε δικαιότερη για την πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι ακριβώς αυτή την αλλαγή όμως, που οι Νέοι Οπτιμιστές προσπαθούν να αποφύγουν, κατασκευάζοντας την μυθολογία της παγκόσμιας καπιταλιστικής προόδου. Αλλά η τάση των μύθων, είναι να διαλύονται όταν έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Και όταν οι μύθοι διαλύονται, νέοι κόσμοι ξεπροβάλλουν.
Μετάφραση-επιμέλεια: Ανδρέας Κοσιάρης
Από το info-war

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Τα golden boys εκτόξευσαν τις αμοιβές τους

  • A-
  • A+
Θυμίζουν περισσότερο εθισμένα στα βαριά ναρκωτικά τζάνκια -που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η ολοένα αυξανόμενη δόση τους, δηλαδή… το χρήμα- παρά ευυπόληπτα μέλη της αμερικανικής επιχειρηματικής ελίτ.
Ο λόγος για τους διευθύνοντες συμβούλους (CEOs) των 350 μεγαλύτερων επιχειρήσεων των ΗΠΑ, οι οποίοι απολαμβάνουν σήμερα αστρονομικά ποσά από τη δουλειά τους, πολλαπλάσια αυτών που κέρδιζαν τις προηγούμενες δεκαετίες και εκατοντάδες φορές περισσότερα από αυτά που βάζει στην τσέπη του ο μέσος εργαζόμενος.
Το πλέον κραυγαλέο όμως είναι ότι οι με καλπάζοντα ρυθμό αυξανόμενες αμοιβές τους δεν αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη αξία των δεξιοτήτων και των ταλέντων τους, όπως τις αποτιμά η αγορά εργασίας, αλλά κυρίως την αξιοποίηση της εξουσίας που κατέχουν να διαμορφώνουν οι ίδιοι τις αποδοχές τους.
Και αυτή η αυξανόμενη ισχύς που κατέχουν αποτελεί βασικό μοχλό της μεγέθυνσης των ανισοτήτων στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.
Το αμερικανικό Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής (Economic Policy Institute-EPI) δημοσιοποίησε πρόσφατα σχετική μελέτη στην οποία συνέκρινε διαχρονικά τις αποδοχές των CEOs των μεγαλύτερων επιχειρήσεων της χώρας τόσο με τις αμοιβές των μέσων εργαζομένων όσο και με τις αντίστοιχες του καλύτερα αμειβόμενου 0,1% του εργατικού δυναμικού των ΗΠΑ καθώς και τη σχέση των αποδοχών των «350» με την πορεία του Χρηματιστηρίου.
Στην ανάλυσή τους οι ερευνητές του EPI, Λόρενς Μισέλ και Τζούλια Γουλφ, χρησιμοποίησαν δύο μέτρα προκειμένου να αποτιμήσουν και να συγκρίνουν τις αποδοχές των CEOs.
Και τα δύο μέτρα περιλαμβάνουν τον μισθό, τα μπόνους, τις αμοιβές σε μετοχές της εταιρείας και τις πληρωμές μακροπρόθεσμων κινήτρων ενώ διαφέρουν μόνο ως προς τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών (stock options).
Το μεν πρώτο μέτρο, εκτός όλων των παραπάνω, περιλαμβάνει την αξία των options που έχουν εκτελεστεί από τους CEOs ενώ το δεύτερο ενσωματώνει την αξία τους όταν χορηγήθηκαν από τις εταιρείες, πριν δηλαδή ρευστοποιηθούν. Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν βγάζουν… μάτι.

Αύξηση 1.000%



Οι μέσες αποδοχές εκάστου των 350 CEOs ανήλθαν πέρυσι στα 17,2 εκατ. δολάρια (ή 14 εκατ. δολάρια με βάση το δεύτερο μέτρο). Από το 1978 έως το 2018 οι αποδοχές τους αυξήθηκαν κατά 1.000% (940,3% με βάση το πρώτο μέτρο και 1.007,5% βάσει του δεύτερου). Την ίδια χρονική περίοδο οι αμοιβές των μέσων Αμερικανών εργαζομένων αυξήθηκαν μόλις κατά 11,9%.
Αποτέλεσμα αυτής της πορείας ήταν οι μέσες αποδοχές των CEOs να είναι πέρυσι 278 φορές μεγαλύτερες από τις αμοιβές των μέσων εργαζομένων. Το 1989 οι αποδοχές των CEOs ήταν 58 φορές μεγαλύτερες από αυτές των μέσων εργαζομένων ενώ το 1965 μόλις είκοσι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η εκρηκτική άνοδος των αποδοχών των CEOs από το 1978 -παρότι στενά συνδεδεμένη με την άνοδο των τιμών των μετοχών που αποτελούν μέρος της αμοιβής τους- ξεπέρασε την αντίστοιχη άνοδο που σημείωσε στο ίδιο διάστημα το Χρηματιστήριο (+706,7%) αλλά και την αύξηση που κατέγραψαν οι μισθοί των καλύτερα αμειβόμενων εργαζομένων (339,2%) την ίδια περίοδο.
Το 2017 οι CEOs των μεγάλων επιχειρήσεων κέρδιζαν συγκεκριμένα 5,4 φορές περισσότερα απ’ ό,τι το κορυφαίo 0,1% των εργαζομένων. Τα συμβάντα αυτά, σύμφωνα με το EPI, αποτελούν ένδειξη ότι η ραγδαία αύξηση των αποδοχών των CEOs οφείλεται περισσότερο στη δύναμή τους να αποφασίζουν οι ίδιοι για τους μισθούς τους και όχι τόσο στις επιδόσεις της επιχείρησής τους ή το ταλέντο τους.
Αξιοσημείωτη είναι ακόμη η ταχύτητα με την οποία οι παραπάνω CEOs κατάφεραν να ανακάμψουν οικονομικά μετά το κραχ του 2008. Αν ληφθούν υπόψη τα εκτελεσθέντα options τους (α΄ μέτρο ανάλυσης), οι αποδοχές τους αυξήθηκαν από το 2009 κατά 52,6%, ενώ με βάση την αξία των options όταν τους χορηγήθηκαν (β΄ μέτρο ανάλυσης) αυτές αυξήθηκαν κατά 29,4%.
Και στις δύο περιπτώσεις η αύξηση των αποδοχών τους μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση είναι πολλαπλάσια της αντίστοιχης των μέσων εργαζομένων στις ίδιες επιχειρήσεις που είδαν τις ετήσιες αμοιβές τους να αυξάνονται μόλις 5,3% από το 2009 και μεταξύ 2017 και 2018 να υποχωρούν κατά 0,2%.
Το EPI τονίζει ότι αυτή η ακραία άνοδος των αποδοχών των CEOs -και συνολικά των ανώτερων στελεχών των επιχειρήσεων- αποτελεί βασικό παράγοντα της μεγέθυνσης των εισοδημάτων του πλουσιότερου 1% και 0,1% των Αμερικανών. Αφήνει λιγότερους από τους καρπούς της οικονομικής ανάπτυξης για τους συνηθισμένους εργαζομένους διευρύνοντας το εισοδηματικό χάσμα.
«Η οικονομία δεν θα πάθει καμία ζημιά αν οι CEOs πληρωθούν λιγότερο ή φορολογηθούν περισσότερο», υπογραμμίζει προτείνοντας μια σειρά από μέτρα.
Μεταξύ άλλων και: α. υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές για όσους κερδίζουν τα περισσότερα, β. υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές για τις επιχειρήσεις που έχουν τη μεγαλύτερη αναλογία μεταξύ των αποδοχών CEOs και μέσων εργαζομένων, γ. φόρο πολυτελείας για αποδοχές βάσει του οποίου για κάθε δολάριο που ξεπερνά ένα συγκεκριμένο όριο αμοιβών η εταιρεία να είναι υποχρεωμένη να πληρώνει ένα επιπλέον δολάριο φόρου, δ. μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης των επιχειρήσεων προκειμένου να δοθούν στους υπόλοιπους μετόχους εργαλεία άσκησης αντισταθμιστικής εξουσίας έναντι των απαιτήσεων των CEOs για τις αμοιβές τους, ε. μεγαλύτερη χρήση του «say & pay», της δυνατότητας δηλαδή των μετόχων μιας επιχείρησης να ψηφίζουν για τις αποδοχές των ανώτερων στελεχών.
Από την ΕφΣυΝ