Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Zygmunt Bauman: Η εποχή μας είναι ξανά μια εποχή φόβων

09:53 | 28 Αυγ. 2014
Παράξενη αλλά τόσο κοινή και οικεία σε όλους μας είναι η ανακούφιση που νιώθουμε, και η αιφνίδια συρροή ενέργειας και θάρρους, όταν μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα ανησυχίας, αγωνίας, σκοτεινών προαισθημάτων, ημερών γεμάτων φόβο και άγρυπτων νυχτών, αντιμετωπίζουμε τελικά τον πραγματικό κίνδυνο: μια απειλή την οποία μπορούμε να δούμε και να αγγίξουμε. Ή ίσως αυτή η εμπειρία να μην είναι τόσο παράξενη όσο φαίνεται αν, επιτέλους, μαθαίνουμε τι κρυβόταν πίσω από αυτό το ασαφές αλλά πείσμον αίσθημα κάποιου πράγματος φρικτού και προορισμένου να συμβεί, που συνέχιζε να δηλητηριάζει τις μέρες κατά τις οποίες θα έπρεπε να χαιρόμαστε, για κάποιο λόγο όμως δεν μπορούσαμε – και που έκανε τις νύχτες μας άγρυπνες … Τώρα που γνωρίζουμε από που έρχεται το πλήγμα, γνωρίζουμε επίσης, αν μη τι άλλο, τι μπορούμε να κάνουμε για να το αποκρούσουμε – ή τουλάχιστον έχουμε μάθει πόσο περιορισμένη είναι η ικανότητά μας να βγούμε αλώβητοι και τι είδους απώλεια, ή βλάβη, ή πόνο, πρέπει να περιμένουμε.
Όλοι έχουμε ακούσει ιστορίες για δειλούς που έγιναν ατρόμητοι μαχητές όταν αντιμετώπισαν κάποιον «πραγματικό κίνδυνο», όταν η καταστροφή που περίμεναν κάθε μέρα, αλλά μάταια είχαν προσπαθήσει να φανταστούν, επιτέλους ήρθε. Ο φόβος φτάνει στο αποκορύφωμά του όταν είναι διάχυτος, διάσπαρτος, ασαφής, όταν δεν συνδέεται με κάτι, όταν παραμένει αποσπασμένος από την πραγματικότητα και αιωρείται ελεύθερα, χωρίς σαφή αναφορά ή αιτία — όταν μας στοιχειώνει χωρίς ορατό ειρμό ή λόγο, όταν η απειλή που θα έπρεπε να φοβόμαστε μπορεί να αναφανεί φευγαλέα παντού, δεν μπορούμε όμως να την αντικρίσουμε πουθενά. «Φόβος» είναι το όνομα που δίνουμε στην αβεβαιότητά μας: στην άγνοιά μας για την απειλή και για ό,τι πρέπει να κάνουμε – ό,τι μπορούμε και ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε - προκειμένου να τη σταματήσουμε καθ’οδόν – ή να της αντισταθούμε, αν η αναχαίτισή της ξεπερνά τις δυνάμεις μας.
Η εμπειρία της ζωής στην Ευρώπη του 16ου αιώνα – στο χρόνο και στον τόπο όπου η μοντέρνα εποχή μας ήταν έτοιμη να γεννηθεί – συνοψίστηκε κοφτά, και θαυμάσια, από τον Lucien Febvre σε τέσσερις μόνο λέξεις: «Peur toujours, peur partout» («φόβος πάντα, φόβος παντού»). Ο Febvre συνέδεσε την πανταχού παρουσία του φόβου με το σκοτάδι, που άρχιζε έξω από την πόρτα της καλύβας και σκέπαζε τον κόσμο έξω από το φράκτη του αγροκτήματος. Στο σκοτάδι μπορούν να συμβούν τα πάντα, ουδείς όμως γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί τελικά: το σκοτάδι δεν είναι η αιτία του φόβου, είναι όμως το φυσικό περιβάλλον της αβεβαιότητας – κι επομένως του φόβου.
Η νεωτερικότητα επρόκειτο να είναι το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός: μακριά από το φόβο και προς έναν κόσμο απαλλαγμένο από την τυφλή και αδιαπέραστη μοίρα – αυτό το θερμοκήπιο φόβων. Όπως συλλογιζόταν ο Βίκτωρ Ουγκό, νοσταλγικά και με λυρική διάθεση εν προκειμένω: ωθημένη από την επιστήμη («ο θρόνος της πολιτικής θα μεταμορφωθεί σε θρόνο της επιστήμης»), θα έρθει μια εποχή που θα δώσει τέλος στις εκπλήξεις, τις συμφορές, τις καταστροφές – αλλά και τέλος στις διενέξεις, τις αυταπάτες, τους παρασιτισμούς… Με άλλα λόγια, μια εποχή που θα δώσει τέλος σέ όλα αυτά τα υλικά από τα οποία φτιάχνονται οι φόβοι.
Ό,τι έμελλε όμως να είναι μια οδός διαφυγής, αποδείχθηκε τουναντίον μια μακρά παράκαμψη. Πέντε αιώνες μετά, σε μας που βρισκόμαστε στο άλλο άκρο του πελώριου νεκροταφείου ρημαγμένων ελπίδων, η ετυμηγορία του Febvre ηχεί – ξανά – εντυπωσιακά ταιριαστή και επίκαιρη.  Η εποχή μας είναι, ξανά, μια εποχή φόβων.
___
Πηγή: Ζίγκμουντ Μπάουμαν, Ρευστός Φόβος, Εισαγωγή: Σχετικά με την καταγωγή, τη δυναμική και τις χρήσεις του φόβου, Μετ. Γιώργος Καραμπελας, Εκδόσεις Πολύτροπον 2077,

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Αν δεν μοιράζονται τα βιώματα, χάνεται η ανθρώπινη διάσταση

Tvxs Συνέντευξη

08:06 | 26 Αυγ. 2014
Τελευταία ανανέωση 12:31 | 26 Αυγ. 2014
Μπορεί κάποιος να γίνει βίαιος και εγκληματίας επειδή δεν τον καταλάβαμε, δεν τον πλησιάσαμε σαν άνθρωπο για να καταλάβουμε τι ζει. Έτσι γίνεται εγκληματίας […] ένα άτομο αν δεν μπορέσει να μοιραστεί το βίωμά του, χάνει την ανθρώπινή του διάσταση και δεν μπορεί να ζήσει [...]
Ο ψυχαναλυτής Κώστας Νασίκας, ο οποίος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Λυών και είναι ιατρικός υπεύθυνος του Οίκου Εφήβων της Λυών, μιλά με την σύμβουλο ανθρωπίνων σχέσεωνΚρυσταλία Πατούλη, με αφορμή τα πρόσφατα φαινόμενα ακρότατης βίας σε ελληνικό«σωφρονιστήριο» εφήβων.
Κρ.Π.: Πρόσφατα σε ένα «σωφρονιστικό» ίδρυμα εφήβων, σημειώθηκαν ομαδικοί βιασμοί. Τι θα λέγατε γι’ αυτό και για ανάλογα περιστατικά;

K.N.: Θα ξεκινούσα από την σκέψη, πώς ένα παιδί γίνεται βίαιο. Από μικρό παιδί, ακόμα κι από δύο χρονών.
Η βία γενικά είναι φυσιολογική αντίδραση άμυνας. Δεν είναι κάτι το διαβολικό. Είναι φυσιολογική αντίδραση άμυνας για την επιβίωση, όταν είμαστε σε κάποιον κίνδυνο, ή όταν εμείς οι άνθρωποι έχουμε μια αίσθηση αδικίας. Μέσα στην αίσθηση αδικίας, κινδύνου, κλπ, αναπτύσσεται η διαδικασία του να αυτοαμυνθούμε.

Πώς γίνεται λοιπόν ένα παιδί βίαιο; Το μικρό παιδί ουσιαστικά, για την άμυνά του υπολογίζει στους μεγάλους και κυρίως στους γονείς του, ή αργότερα και σε άλλους ενήλικες που έχουν γονεϊκό ρόλο. Και κανονικά έτσι αναπτύσσεται με αυτήν την αίσθηση προστασίας.
Αν όμως, αυτή η αίσθηση προστασίας δεν του παρέχεται, τότε δεν αναπτύσσεται καλά για ποικίλους λόγους. Αν δηλαδή το παιδί από μικρό δεν αισθάνεται προστασία, σαν πρώτο βίωμα αισθάνεται τρομερούς πανικούς, με αποτέλεσμα διάφορα συμπτώματα. Δεν κοιμάται καλά, ή δεν μπορεί να κοιμηθεί μόνο του, κλπ., έχει δηλαδή διάφορα τέτοια συμπτώματα που δείχνουν τον πανικό του.
Και επειδή ακριβώς διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να υπολογίζει στην προστασία των μεγάλων, αναπτύσσει συμπεριφορές ώστε να έχει το ίδιο μια αίσθηση αυτοπεποίθησης ότι μπορεί να υπολογίζει στη δική του δύναμη. Και τελικά αυτή η βία που είναι αυθόρμητη έκφραση αυτοάμυνας, γίνεται σιγά σιγά μόνιμη συμπεριφορά, με την έννοια ότι θέλει να κυριαρχήσει στο περιβάλλον του, να διατάζει (και να διατάζει και τους γονείς του ακόμα), να είναι αρχηγός, κλπ.
Δηλαδή η βία γίνεται ένα είδος συμπεριφοράς, μια γλώσσα επικοινωνίας τελικά ολόκληρη, για να αυτοπείθεται ότι μπορεί να αυτοπροστατεύεται. Πράγμα που σημαίνει ταυτόχρονα μια μεγάλη μοναξιά, γιατί αυτά που ζει, τα βιώματα της αγωνίας, τους φόβους, κλπ., δεν τα μοιράζεται με κανέναν.
Και φτιάχνει τελικά ένα είδος θωράκισης, με αυτή τησυμπεριφορά – γλώσσα βίας, ενώ από πίσω κρύβει ένα τρομερά φοβισμένο υποκείμενο. Αλλά αυτό είναι κρυμμένο. Δεν πρέπει να το δει κανείς, και ούτε το ίδιο το παιδί το αντιλαμβάνεται απαραίτητα συνειδητά. Και αυτό το είδος θωράκισης το κουβαλά βέβαια και στην εφηβεία.

Η εφηβεία, τώρα, είναι μια διαδικασία αυτονόμησης, που σημαίνει μία διαδικασία ψυχικού χωρισμού. Και χωρισμός σημαίνει να έχω μια σιγουριά, μακριά από αυτούς που με προστατεύουν.
Το παιδί αυτό το οποίο κάλυψε και δεν εξέφρασε όλες αυτές τις βαθιές του ανησυχίες και τους φόβους, στην εφηβεία δεν μπορεί επίσης να τις εκφράσει, γιατί ποτέ δεν τις εξέφρασε νωρίτερα.
Αλλά στην εφηβεία γίνεται και η δεύτερη διαδικασία και με τους ομοίους του. Δηλαδή να βρει ομοίους, έτσι ώστε να στηριχθεί πάνω τους για να αυτονομηθεί από την οικογένεια. Αν αυτό το στήριγμα (των ομοίων) είναι το μοναδικό που θα βρει, δεν μπορεί να κάνει αυτόν τον βαθύτερο ψυχικό χωρισμό και βρίσκει ομοίους απλά και μόνο για να είναι όμοιος και τίποτε άλλο. Όχι διαφορετικός, δηλαδή.
Και μπαίνουμε στη διαδικασία αυτής της ομάδας, με αυτή τη γλώσσα της βίας, για να ταυτιστούν μεταξύ τους τα μέλη της, να είναι όμοιοι. Οπότε η βία γίνεται το κύριο εκφραστικό μέσο της ομάδας αυτής.

Αυτό είναι το πώς αναπτύσσεται η βία σε ένα παιδί, και πως γίνεται κύριο εκφραστικό μέσο όταν είναι έφηβος.

Από την πλευρά τους οι ενήλικες, όταν δουν ένα παιδί βίαιο, η πρώτη αντίδραση είναι να το εκπαιδεύσουν(και εδώ φτάνουμε στα σωφρονιστήρια) για να μην είναι βίαιο. Πράγμα που σε ένα βαθμό για ένα μικρό παιδί είναι σωστή αυτή η συμπεριφορά: να του πούμε δηλαδή ορισμένα πράγματα, να μην είναι βίαιο, ή να του εξηγήσουμε για το κακό που κάνει στους άλλους, ή πως οι άλλοι δεν μπορούν να το αγαπήσουν όταν είναι βίαιο, κλπ..
Δηλαδή ο λόγος της παιδείας είναι σημαντικός. Αλλά ο λόγος της παιδείας, χωρίς κατανόηση του παιδιού γιατί έχει γίνει μόνο βίαιο και τίποτε άλλο, δεν περνάει. Γίνεται τελικά σαν ένας λόγος βίας που φέρνει μία καινούργια βία.
Και αν φτάσουμε στην εφηβεία και η μόνη απάντηση που θα δώσουμε σ’ αυτά τα παιδιά είναι ένα σωφρονιστήριο με αποκλεισμό, φυλάκιση, αυστηρή εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση για να πάψουν να είναι βίαια, εννοείται ότι είναι μια αδιέξοδη η απάντηση, γιατί καλλιεργεί μόνο τη βία.

Και όταν σε ένα παιδί, όπως είπα, που έχει μεγάλη ανάγκη της βίας για να αυτοπροστατευθεί, η εκπαιδευτική απάντηση είναι μόνο η βία, δεν θα κερδίσει ποτέ την εμπιστοσύνη του ο ενήλικος εκείνος ο οποίος θα του απαντά τελικά μόνο με μορφές βίας. Και βέβαια θα περιμένει την ευκαιρία να «του τη βγει» που λέμε στα ελληνικά…
Κάπως έτσι φτιάχνουμε τους μελλοντικούς εγκληματίες με κάποιον τρόπο. Γιατί θα περιμένει να ξανακάνει το μεγαλύτερο άλμα για να αυτοαποδείξει στον εαυτό του ότι είναι ο πιο δυνατός, πράγμα το οποίο το έχει μεγάλη ανάγκη.
Οπότε η διέξοδος σε αυτή την προβληματική, είναι πως θα μπορέσουν να αναπτυχθούν σχέσεις εμπιστοσύνης μέσα στις οποίες το παιδί και ο έφηβος θα μπορέσει κάποτε να εκφράσει τους φόβους του και τις μεγάλες του ανησυχίες. Μόνο έτσι μπορεί να βγει από την επανάληψη της βίας που και την προκαλεί και του επιστρέφεται. Άρα το σωφρονιστήριο είναι αδιέξοδο.
Κρ.Π.: Τα άτομα τα οποία ασκούν βία -από ανθρώπους σαν τον Χίτλερ μέχρι ένα παιδάκι και έναν έφηβο- πολλοί τα αντιμετωπίζουν κυρίως ως μόνο κάτι «κακό», έχοντας ίσως την αντίληψη ενδόμυχα ίσως αυτός που είναι βίαιος είναι και πιο δυνατός; Δεν έχει δημιουργηθεί δηλαδή μια νοοτροπία όπου αυτός που είναι βίαιος να κατανοείται ως ο πιο αδύναμος, με την έννοια ότι χρήζει άμεσης ψυχολογικής βοηθείας και θεραπείας, εκτός του ότι εν δυνάμει μπορεί να κακοποιήσει ανά πάσα στιγμή άλλους ανθρώπους, δηλαδή ότι είναι κάτι σαν... παραγωγός ανθρώπων τελικά ομοίων του, που χρήζουν άμεσης βοήθειας και οι ίδιοι μετά την επίθεσή του, αν και για άλλον λόγο, που τον προκαλεί όμως ο ίδιος; Δε μένει με άλλα λόγια η ανάγκη αντιμετώπισης της ψυχοπαθολογίας, αλλά η αίσθηση της δύναμης του «κακού» που καταστρέφει;

Κ.Ν.: Συμφωνούμε ως προς την δαιμονοποίηση της βίαςη οποία είναι καθαρά θρησκευτική τοποθέτηση. Αυτή νομίζω είναι λανθασμένη άποψη, γι’ αυτό σας έλεγα ότι η βία είναι μια φυσιολογική αντίδραση κάποιου ζωντανού όντος όταν βρίσκεται σε κίνδυνο ή όταν βρίσκεται σε αίσθηση αδικίας.

Πώς όμως η βίαιη έκφραση γίνεται η μοναδική έκφραση, για ποιους λόγους γίνεται η μοναδική έκφραση; Διότι όταν γίνεται ο μοναδικός τρόπος έκφρασης, είναι μια απαραίτητη μορφή για τον ίδιο που την εκφράζει. Γιατί είναι απαραίτητη; Γιατί κρύβει όλες του τις αδυναμίες, που είναι μεγάλες!

Για παράδειγμα, κάποιοι έφηβοι που βλέπουμε στη Γαλλία, οι οποίοι έχουν μπει στην παρανομία και κάνουν χιλιάδες πράγματα, όταν τους πιάνουν και τους κλείνουν κάπου (γιατί και εκεί το ίδιο γίνεται), τη νύχτα έχει παρατηρηθεί ότι κατουριούνται στον ύπνο τουςΠου σημαίνει ότι έχουν κρατήσει στα 15 και 16 τους, αντιδράσεις μωρού! Που σημαίνει ότι δεν έχουν ωριμάσει.
Και αυτό το καλύπτουν με ένα είδος θωράκισης, που τους κάνει να φαίνονται ότι είναι τρομεροί και βίαιοι και να τους φοβούνται όλοι. Κρύβουν τη φοβία τους, προκαλώντας τον φόβο...
Κρ.Π.: Αυτό δείχνει επίσης ότι δεν μπορούν να ελέγξουν και τον εαυτό τους;

Κ.Ν.: Μα δεν μπορούν να τον ελέγξουν γιατί πρέπει να κερδίσουν τη μάχη οπωσδήποτε! Κι αν δεν την κερδίσουν θα βγουν στην επιφάνεια οι διάφοροι πανικοί. Και γι’ αυτό γίνονται ενορμητικοί στη βία για να μην βγουν οι πανικοί τους. Γίνεται αυθόρμητο αντανακλαστικό.

Κρ.Π.: Επειδή όμως «το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ», το ίδιο το σώμα τους –εκτός από τις ίδιες τις πράξεις τους- δείχνει ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ελέγχουν τη ζωή τους και τον εαυτό τους;

Κ.Ν.: Γι’ αυτό λέμε ότι είναι τρομερά διαταραγμένοι ψυχικά όπως και ανώριμοι. Έχει γίνει αντανακλαστικό αυθόρμητο αυτοπροστασίας η συμπεριφορά βίας. Θυμίζουν τον Λούκι Λουκ που ρίχνει σφαίρες ακόμα και στη σκιά του. Γι’ αυτό γίνονται ενορμητικά βίαιοι, γιατί πρέπει να καλύψουν οπωσδήποτε τους πανικούς τους.

Κρ.Π.: Άρα είναι άτομα που χρήζουν ψυχολογικής βοήθειας και μεις αντί να τους παρέχουμε αυτή τη βοήθεια τα κλείνουμε μέσα χωρίς καμία βοήθεια...

Κ.Ν.: Κι αυτό πρέπει να πούμε δημόσια: Ότι η απάντηση με εκπαιδευτικά επιχειρήματα, μόνο με τιμωρία και με βία πάλι -και βία νόμιμη αυτή τη φορά αλλά βία παρόλα αυτά- είναι λανθασμένη απάντηση.
Γιατί θα τους ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο αυτόν τον θωρακισμό που λειτουργεί γύρω από τη βία. Θα του δώσουμε καινούργια στοιχεία, αίσθησης αδικίας, αίσθησης εκδίκησης, δυναμώνοντας ακόμα περισσότερο αυτό το εκφραστικό μέσον που λέγεται βία. Το οποίο μόλις βρει την ευκαιρία θα εκδηλωθεί.

Κρ.Π.: Και εκδηλώνεται όπως βλέπουμε σε πιο αδύναμους ή σε κατασκευασμένες συνθήκες που κάνουν κάποιους αναγκαστικά πιο αδύναμους από αυτούς, όπως π.χ. να επιτεθούν πολλά άτομα μαζί, σε δύο ή σε έναν. Όπως αυτά τα άτομα που νιώθουν πιο αδύναμα π.χ. από το κράτος, ή τους ενήλικες που τα «βιάζουν» κλείνοντάς τα σε ένα ίδρυμα, μετά θα εκφραστούν αναλόγως στους πιο αδύναμους;

Κ.Ν.: Εννοείται ότι αυτά τα άτομα για να δεχτούν κάποιον ως φίλο τους ή κοντινό τους άνθρωπο που δεν θα εξασκούν πάνω του βία, πρέπει να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο και να ταυτιστούν μαζί του. Οποιοσδήποτε είναι λίγο διαφορετικός, θα πρέπει να τον αποκλείσουν, να τον τιμωρήσουν, να τον εκβιάσουν, να τον βιάσουν, να τον διώξουν, να τον αποκλείσουν από την ομάδα.

Γι’ αυτό λέγαμε, ότι η μόνη γλώσσα έκφρασης σε αυτούς τους έφηβους είναι η βία, οπότε λειτουργεί είτε ταυτιστικά, είτε αποκλειστικά, δηλαδή με αποκλεισμό.  Κι αυτοί που τους έχουν βάλει μέσα στο σωφρονιστήριο και αυτοί που τους επιβλέπουν στο σωφρονιστήριο είναι σ’ αυτήν την αδύνατη θέση να τους εκπαιδεύσουν να γίνουν πιο ανθρώπινοι.

Κρ.Π.: Και τους φέρονται με έναν παρόμοιο τρόπο, όπως φέρονται και οι ίδιοι στους άλλους;

Κ.Ν.: Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, γιατί αυτή η απάντηση στη βία δεν είναι η σωστή όπως ανέφερα. Σιγά σιγά και οι φύλακες γίνονται βίαιοι. Και να μην ήθελαν να γίνουν, γίνονται.
Κρ.Π.: Η απουσία φροντίδας προκαλεί επίσης ψυχικά προβλήματα σε ένα παιδί;

Κ.Ν.: Ένα παιδί που γίνεται βίαιο από μικρό, σημαίνει πολλές φορές απουσία των γονιών, απουσία της γονεϊκής παρουσίας που συνοδεύει, που καταλαβαίνει, κλπ. Πιο πολύ απουσία, παρά ταύτιση υπάρχει, διότι το παιδί κάνει τη βία μόνιμη έκφραση γιατί δεν υπολογίζει σε κανέναν άλλον.

Γι’ αυτό λέμε για τους εφήβους και τα παιδιά που είναι βίαια, η απάντηση είναι λίγο από τη μεριά της εκπαίδευσης, της παιδείας, π.χ. να τους πούμε να μην είναι βίαιοι, να τους βάλουμε κανόνες, κλπ, αλλά κυρίως η απάντηση είναι να αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης. Να βρουν γνώστες - αρωγούς!
Από αυτές τις σχέσεις θα μπορέσουν να εμπιστευτούν τις βαθύτερες ανησυχίες που έχουν κρατήσει από μικρά και δεν τις εμπιστεύτηκαν σε κανέναν, καινα γκρεμίσουν λίγο το καβούκι αυτό που φτιάξανε…
Μόνο έτσι θα μπορέσουν να βγουν από αυτό.Διαφορετικά, με κοινωνικές και νόμιμες απαντήσεις βίας, δεν μπορούν να βγουν με τίποτα, και γίνονται ακόμα πιο βίαιοι. Κι όταν μεγαλώσουν γίνονται εγκληματίες. Ή αν κάνουν παιδιά τα μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο.

Κρ.Π.: Πάντως κανένας δεν …γενιέται βίαιος και εγκληματίας;

Κ.Ν.: Ακριβώς. Μπορεί κάποιος να γίνει βίαιος και εγκληματίας επειδή δεν τον καταλάβαμε, δεν τον πλησιάσαμε σαν άνθρωπο για να καταλάβουμε τι ζει. Έτσι γίνεται εγκληματίας. Ένα παιδί κυρίως το βασικότερο είναι να αισθανθεί ότι το καταλαβαίνουν! Αν δεν αισθανθεί αυτό, αναπτύσσει ακριβώς εκφράσεις βίας, για να υπολογίζει μόνο στον εαυτό του. Και θα συνεχίσει να είναι βίαιο εφόρου ζωής, εάν δεν γίνει κάτι διαφορετικό.
Χωρίς σχέσεις εμπιστοσύνης δεν μαθαίνεται τίποτα. Τα πάντα μαθαίνονται μέσα από μία σχέση εμπιστοσύνης που μπορούν να μοιραστούν βιώματα.
Κρ.Π.: Ο αποκλεισμός αυτών των παιδιών, όμως συνεχίζει και σήμερα να είναι η απάντηση της κοινωνίας απέναντι στα προβλήματά τους.

Κ.Ν.:  Κι αυτός ο αποκλεισμός μέχρι πότε; Γιατί κάποτε λήγει και βγαίνοντας αρχίζουν πάλι με μεγαλύτερο βαθμό βίας. Διότι από αυτό το κλείσιμο, θα κρατήσει ο έφηβος κυρίως την αναμονή εκδίκησηςή θα γίνει φανατικός,  π.χ. μουσουλμάνος, ή κάτι άλλο, πάντως φανατικός!

Είδα πρόσφατα μία ταινία ενός Μαροκινού σκηνοθέτη που λέγεται «Τα άλογα του Θεού», που είναι εκείνοι που ...πάνω τους καλπάζει ο Θεός, και αυτοπυρπολούνται μετά για να σκοτώσουν άλλους. Και δείχνει παιδιά που ζουν σε κάτι φτωχογειτονιές της Καζαμπλάνκας και είναι λίγο με ναρκωτικό, και λίγο με κλέψιμο για να επιβιώσουν, και είναι μόνα τους, δεν έχουν καμία γονεϊκή συνοδεία ώστε να περάσουν την εφηβεία ανακαλύπτοντας τον κόσμο και να προχωρήσουν προς τη ζωή των ενηλίκων με την επιθυμία να φτιάξουν κάτι.
Κάποια στιγμή τα πιάνει η αστυνομία, οπότε ορισμένα που πάνε φυλακή, η βία, η εκδίκηση, παίρνει γι΄αυτά μορφή θρησκευτική. Δηλαδή, για να γίνει η κοινωνία σωστή πρέπει να καταστρέψουμε όσους την καταστρέφουν, δηλαδή τους άπιστους! Και γίνονται τα ίδια οι βόμβες για να σκοτώσουν τους άπιστους...
Είναι λοιπόν η βία… Το πώς η βία της φυλακής γεννάει συμπεριφορές βίας μεταξύ των ίδιων των φυλακισμένων, ή και προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Δηλαδή, αυτό το γεγονός θα το τοποθετούσα κάτω από τη γωνία της βίας, όπως την εξήγησα παραπάνω.
Είχα γράψει ένα βιβλίο για και τις απεργίες πείνας που γίνονται στη Γαλλία. Επειδή είχα ασχοληθεί και με τη νευρική ανορεξία, το προέκτεινα στη μελέτη των απεργιών πείνας που κάνουν οι φυλακισμένοι.Υπάρχει και μία εξαιρετική ταινία που λέγεται “ Hunger” με αυτό το θέμα.
Είναι μια γλώσσα ολόκληρη η βία, σαν τρόπος έκφρασης. Τη μελετώ και μέσα από τα βιβλία μου και με την πρακτική μου στο Κέντρο Εφήβων της Λυών, σαν μια μορφή γλώσσας, η οποία είτε συνδέεται με την επικοινωνία γενικότερα μέσω της ομιλίας, είτε παίρνει μορφή σωματικών εκφράσεων ως μόνος τρόπος έκφρασης μηνυμάτων προς τους άλλους.

Και είναι ένα θέμα μεγάλο το γιατί γίνονται αυτά τα πράγματα, σαν αυτό που συνέβη στο σωφρονιστικό ίδρυμα ανηλίκων. Διότι δεν είναι μόνο ατομική προβληματική, είναι και μια λειτουργία ομάδας και θεσμού μέσα στον οποίον βρίσκεται αυτή η ομάδα.

Έχουμε βγάλει και ένα βιβλίο συλλογικό που λέγεται«Βία και γλώσσα», που η λέξη «γλώσσα» εννοείται όχι μόνο με την ελληνική έννοια αλλά με τη γαλλική όπουμεταφράζεται ως λεκτική επικοινωνία, αλλά και ως μη λεκτική, δηλαδή σωματική, εκφράσεις που μεταφέρουν άφθονα μηνύματα, όπως η ζωγραφική, η μουσική, ο χορός, κλπ.
Η εφηβεία εμπεριέχει την κίνηση της αντιπαράθεσης, της αμφισβήτησης και της προοδευτικής ωρίμανσης του ατόμου, δηλαδή εμπεριέχει μια μορφή φυσιολογικής «βίας», ώστε να γίνει κάποια μέρα ο έφηβος πολίτης που θα έχει αυτόνομη σκέψη και αυτόνομη τοποθέτηση απέναντι στους άλλους.  Η εφηβεία είναι αυτή η διαδικασία η οποία δεν επιβάλλεται, αλλά ταυτόχρονα έχει διαφορετικές λειτουργίες στην κάθε κοινωνία και εκδηλώνει ταυτόχρονα και το πώς λειτουργεί η ίδια η κοινωνία. Γιατί ετοιμάζει τον αυριανό πολίτη.
Κρ.Π.: Θέλετε να πείτε ότι οι έφηβοι είναι σαν καθρέφτης της κοινωνίας, όπως είναι και τα παιδιά;

Κ.Ν.: Ναι, πιο πολύ όμως δείκτης διαφόρων καταστάσεων της κάθε κοινωνίας.

Κρ.Π.: Μπορεί να δείξουν δηλαδή με τις πράξεις τους οι έφηβοι, φαινόμενα της κοινωνίας…

Κ.Ν.: Και φαινόμενα που δεν μπορούμε να τα δούμε αλλιώς. Που μόνο οι έφηβοι μπορούν να τα βγάλουν στην επιφάνεια… Γι’ αυτό λέω ότι είναι δείκτης.

Επειδή έχω κάνει και εθνολογία και έζησα μεπαραδοσιακούς λαούς (τους λένε πρωτόγονους αλλά δεν είναι έτσι, είναι παραδοσιακοί λαοί), έχουν μιαδιαδικασία μύησης των νέων, που κάνουν διάφορες τελετές, οι οποίες πολλές φορές είναι τρομερά βίαιες.
Οι λειτουργία αυτών των μυήσεων των νέων, έχει σκοπό να γίνουν ενήλικες ακριβώς όπως αυτοί οι ενήλικοι που είναι παρόντες στη μύησή τους. Κι αυτό, γιατί οι καινούργιοι ενήλικες δεν πρέπει να αμφισβητήσουν τίποτε από την παράδοσηαλλά να αναπαράγουν αυτή την παράδοση ακριβώς όπως την αναπαρήγαγαν και οι προηγούμενες γενιές.
Και γι’ αυτό αυτές οι κοινωνίες, είναι κατά κάποιον τρόπο ανιστορικέςΔεν δημιουργούν καινούργιο μέλλον, αλλά αναπαράγουν την παράδοση και μόνον.Έτσι  παρατηρούμε σε αυτές τις κοινωνίες ότιδεν υπάρχει αυτή η κρίση της εφηβείας που υπάρχει στις δικές μας κοινωνίες.
Κρ.Π.: Αναπαράγουν δηλαδή το παρελθόν, αναπαράγουν κατασκευασμένες βεβαιότητες, δεν θέλουν αλλαγές, άρα κρίσεις;

Κ.Ν.: Δεν θέλουν καμία αλλαγή, γι’ αυτό και τις λένε όπως είπα ανιστορικές… στις οποίες δεν χωράει η λειτουργία κρίσης της εφηβείας.

Κρ.Π.: Είπατε ότι αυτές οι τελετές είναι τις περισσότερες φορές βίαιες. Θυμίζει και τον μηχανισμό άμυνας της ταύτισης με τον επιτιθέμενο; Δηλαδή, οι περισσότεροι άνθρωποι που κακοποιούνται, για να αντέξουν το ψυχικό τραύμα που προκαλείται από την κακοποίησή τους, ταυτίζονται με τον θύτη τους και επαναλαμβάνουν στη συνέχεια στον εαυτό τους ή σε άλλους την κακοποίηση που υπέστησαν με οποιονδήποτε τρόπο... Γι’ αυτό η βία είναι η μεγαλύτερη εξάρτηση-επανάληψη στον πλανήτη; Κατά την Άλις Μίλερ αυτή η επανάληψη της βίας, η«παραγωγή του κακού» όπως την αναφέρει, θα σταματήσει μόνον όταν υπάρξει κάποιος γνώστης αρωγός όπως αναφέρατε, δηλαδή ένας μάρτυρας που θα κατανοεί το μέγεθος της κακοποίησης του κάθε θύματος, που θέλει να ξεπεράσει τα όποια τραυματικά του βιώματα και να μην ταυτιστεί εφόρου ζωής με τους επιτιθέμενους σε αυτόν…

Κ.Ν.: Γι’ αυτό η βία είναι ένα τόσο μεγάλο θέμα όπως είπα. Και εδώ το θέμα είναι, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς και μοιραία επανερχόμαστε στη βία ως τρόπο έκφρασης… που συνδέεται με το θέμα του ψυχικού τραυματισμού;
Όταν ένα παιδί ζήσει βίαιες καταστάσεις, ή εις βάρος του ή γύρω του, οικογενειακές καταστροφές, ή πολέμους, κλπ. –γιατί η βία μπορεί να πάρει πολλές μορφές, αυτό το παιδί μπαίνει σε μια προβληματική τραυματισμού, με την εξής έννοια: Ότι δεν μπορεί να αφομοιώσει ψυχικά και πνευματικά αυτό που ζει.
Κρ.Π.: Και δεν μπορεί να το αφομοιώσει διότι καταρχάς στις καταστάσεις σοκ, δηλαδή και τραυματισμού, τα δυο ημισφαίρια του εγκεφάλου συνήθως παύουν να συνεργάζονται γιατί δεν μπορούν να διαχειριστούν μαζί, λογικά και συναισθηματικά δηλαδή, το τραυματικό βίωμα;

Κ.Ν.: Έχουμε γράψει ένα βιβλίο στη Γαλλία πάνω σε αυτό το θέμα των ψυχικών τραυμάτων, όπου χωρίζουμε την έννοια του τραύματος από την έννοια του τραυματισμού. Το τραύμα είναι οποιοδήποτε σοκ μπορεί να ζήσει κανείς, αλλά ο ψυχικός τραυματισμός υφίσταται, όταν υπάρξει στον άνθρωπο ένα είδος εγκλωβισμού μέσα σε αυτή τη θύμηση της βίαιης κατάστασης που βρέθηκε και που σημαίνει ότι δεν μπορεί να μοιραστεί αυτό που βίωσε με τους άλλους. Δηλαδή δεν μπορεί να περάσει μέσα από την λεκτική του έκφραση αυτό που έζησε.

Το βιβλίο αυτό λέγεται «Το τραύμα ανάμεσα στην καταστροφή και στη δημιουργία», διότι δίνει διέξοδο και προς τη δημιουργία, όπως για παράδειγμα έκανε ηΦρίντα Κάλο και πολλοί άλλοι δημιουργοί, αλλάμπορεί να γίνει και αδιέξοδο προς την ψυχική καταστροφήμε την επανάληψη του βιώματος μέσω ενθυμήσεων, εφιαλτών, κλπ., που μπορεί να οδηγήσει το άτομο και στην αυτοκτονία. Όπως συνέβη με μεγάλους συγγραφείς, όπως π.χ. ο Πρίμο Λέβι και άλλοι που έζησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζιστών, και παρά το γεγονός ότι προσπάθησαν να γράψουν το τι βίωσαν, κάποιοι μετά αυτοκτόνησαν.
Και αυτό εξηγείται μάλλον, με αυτή την έννοια, ότι η εμπειρία του τραύματος για κάποιους δεν μπορεί να περάσει σε κάτι που να τους βοηθήσει να το μοιραστούν με τους άλλους. Το ζουν μόνοι τους. Και το βίωμα που το ζει κάποιος μόνος και δεν μπορεί να το μοιραστεί, οδηγεί στην αυτοκτονία.
Εάν το βίωμα του τραύματος δεν μπορέσει να περάσει σε κάποια έκφραση μέσα από τη γλώσσα και με τις δύο έννοιες, δηλαδή και τη λεκτική και την μη λεκτική (εικονική, σωματική, κλπ), για να το μοιραστεί με άλλους, το άτομο χάνει την ανθρώπινή του διάσταση. Γι’ αυτό προφανώς το βιβλίο του Πρίμο Λέβι, λέγεται «Αν είναι άνθρωπος»και του Ρομπέρ Αντέλμ «Το ανθρώπινο είδος».
Δηλαδή κάπου αυτή η ίδια προβληματική είναι στο βάθος, ότι ένα άτομο αν δεν μπορέσει να μοιραστεί το βίωμά του, χάνει την ανθρώπινή του διάσταση και δεν μπορεί να ζήσει.
Τα χρόνια του ’60 περίπου, π.χ. στη Γαλλία που γίνονται στατιστικές έρευνες, καταγράφονταν 300 αυτοκτονίες το χρόνο. Από τα χρόνια του ’70 και κυρίως του ’80 και μετά, οι αυτοκτονίες γίνανε 1000 το χρόνο.
Οι απόπειρες αυτοκτονίας, πολλαπλασιάζονται συνήθως περίπου επί 50, με τον αριθμό των καταγεγραμμένων αυτοκτονιώνΔηλαδή οι 1000 αυτοκτονίες, έχουν πίσω τους γύρω στις 50.000 απόπειρες αυτοκτονίας και περισσότερο. Άρα οι απόπειρες αυτοκτονίες αυξήθηκαν τρομερά τα τελευταία χρόνια.
Και ταυτόχρονα, τα ναρκωτικά, και διάφορες άλλες σωματικές διαταραχές (ανορεξία, βουλιμία, αϋπνίες, απομόνωση στα διάφορα ηλεκτρονικά μέσα, κλπ), αλλά και οι βίαιες συμπεριφορές που σχεδόν δεν υπήρχαν παλιά, έχουν πολλαπλασιαστεί σήμερα τουλάχιστον κατά 25 φορές, με τέτοιες ακραίες βίαιες εκδηλώσεις πλέον, βιασμών, σκοτωμών, κλπ.
Για παράδειγμα, σε μία πόλη δίπλα στη Λυών το φθινόπωρο του 2011, δύο νέοι πέρασαν από μια κοντινή γειτονιά σε μία άλλη και κάποιοι νέοι από εκεί τους είπαν κάποια άσχημα λόγια... Επειδή είχαν πάει μόνο δύο, έφυγαν και γύρισαν το βράδυ με την παρέα τους, τους επιτέθηκαν και σκότωσαν δύο άτομα. Κάτι το οποίο είναι ανήκουστο για τα παλιότερα χρόνια.

Οι βίαιες συμπεριφορές, και μέσα στο σπίτι και στο σχολείο και έξω στις γειτονιές, όπως και οιαυτοτραυματισμοί (που δεν υπήρχαν επίσης παλιά και είναι ένα βήμα πριν την αυτοκτονία) στις μέρες μαςέχουν πολλαπλασιαστεί τρομερά.

Τώρα, πώς την καταλαβαίνουμε την απόπειρα αυτοκτονίας και πώς την εξηγούμε; Κατά κανόνα πάντα παρουσία των γονιών ή των κοντινών τους ανθρώπων, αρχίζουμε, λέγοντας στους γονείς και στο ίδιο το άτομο, πώς έρχεται η ιδέα αυτοκτονίας.
Είναι σα να ζούμε στο τελευταίο πάτωμα ενός κτιρίου, όπου ξαφνικά παίρνει φωτιά το κτίριο, βγαίνουν καπνοί και αδυνατούμε να ανασάνουμε και να μείνουμε εκεί που είμαστε. Τι κάνουμε; Αυθόρμητα, πηδάμε από τον 5ο όροφο. Έχουμε την ιδέα δηλαδή ότι πρέπει να ξεφύγουμε. Αυθόρμητα και χωρίς κατανόηση. Τώρα, αυτοί που θα δουν κάποιον να πηδάει από τον 5ο όροφο θα πουν: αυτοκτόνησε! Αυτός όμως πήγε να φύγει από κάτι το αβίωτο.
Και συμπληρώνω στους γονείς και στους οικείους του, ότιπήγε να φύγει από κάτι το αβίωτο, γιατί επιπλέον δεν περιμένει καμία βοήθειαΚαι εκεί η προβληματική μετατίθεται, στο γιατί δεν περιμένει καμία βοήθεια;
Οπότε η προβληματική της απόπειρας αυτοκτονίας, μετατίθεται σε αυτό. Στο να ζει κάποιος κάτι το αβίωτο, το οποίο δεν μπορεί να το μοιραστεί, και δεν περιμένει, αλλά ούτε και μπορεί να περιμένει καμία βοήθεια. Που σημαίνει ότι αυτή η κίνηση της έκφρασης και της αναζήτησης βοήθειας κάπου έχει μπλοκαριστεί παλιότερα και βαθύτερα, εν αγνοία και ασυνείδητα του ατόμου που τον αφορά.
Αν ρωτήσουμε ένα τέτοιο άτομο, θα δώσει μία συνειδητή απάντηση η οποία δεν έχει συνήθως καμία σχέση με την βαθύτερη προβληματική η οποία του φέρνει αυτή την αυθόρμητη αντίδραση της αυτοκτονίας στο νου.

Κρ.Π.: Είναι σαν μια τελευταία διεκδίκηση ελευθερίας, για μια ζωή που δεν μπορεί να την ελέγξει, όπως έχει πει ηΕλένη Νίνα, άρα και να την ζήσει. Και ίσως να είναι αβίωτο και να μην μπορεί να ελέγξει μόνο ένα κομμάτι της ζωής του; Δηλαδή όλα αυτά δένονται μεταξύ τους;

Κ.Ν.: Ναι, είναι φυγή από κάτι που δεν μπορεί να το ζήσει, αλλά φεύγει και από τη ζωή ταυτόχρονα. Και μπορεί να μπει κάποιος σε μία θεραπευτική διαδικασία, όταν τον βοηθήσουμε να κατανοήσει ότι για κάποιον λόγο έχει μπλοκαριστεί η δυνατότητα να ζητάει βοήθεια…
Γιατί όταν δεν έχει μπλοκαριστεί αυτή η δυνατότητα αυθόρμητης έκκλησης για βοήθεια, δεν έρχεται η ιδέα αυτοκτονίας, διότι πάντα πάμε στην ιδέα να μοιραστούμε αυτό που βιώνουμε. Γι’ αυτό επιμένω στο μοίρασμα...

Και επιπλέον εδώ είμαστε στην έννοια του ασυνείδητου. Οι πιο πολλοί, αγνοούν το τι ζουν. Και αφού το αγνοούν δεν μπορούν και να το εκφράσουν και να ζητήσουν κάτι, και να το μοιραστούν. Και το θέμα είναι γιατί αυτό που ζουν, το δύσκολο, ήταν σε άγνοια εσωτερική. Κάπου δηλαδή, μπήκε κάτω από μία εσωτερική καταπίεση.

Ένα πολύ απλό παράδειγμα, που συμβαίνει συχνά, είναιαυτή η καταπίεση έχει συμβεί στα 4, 5, ή 7 χρόνιατου παιδιού, όταν έζησε διάφορες βίαιες ή προβληματικές καταστάσεις γύρω του.
Επειδή έχω δουλέψει και με πολύ μικρά μωρά, το παιδί από έξι μηνών, μπορεί π.χ. να κλαίει, και αν αρχίσει να κλαίει δίπλα του η μαμά του, μπορεί αυτό το παιδί να σωπάσει και να αρχίσει να έχει τη φροντίδα των γονιών του. Δηλαδή το παιδί, αρχικά μπορεί να ζει ένα τρομερό πανικό, όταν βλέπει ότι δίπλα του οι γονείς του δεν πάνε καλά, αλλά τον πανικό αυτό δεν τον εκφράζει για να μην χειροτερέψει την κατάσταση, και αναπτύσσει μία γονεϊκή φροντίδα των γονιών του.
Οπότε είναι αυτά τα παιδιά που είναι λίγο πρώιμα ωριμασμένα επιφανειακά. Και ουσιαστικά από τον παιδικό τους εαυτό δεν εκφράζουν τίποτα. Και αυτό γίνεται μια συνήθεια σιγά σιγά. Έτσι ώστε με τον καιρό το παιδί αγνοεί τι είχε να εκφράσει από την παιδική του διάσταση. Δηλαδή σα να έχει χάσει το παιδί, το ίδιο το παιδί μέσα του και έχει γίνει γρήγορα ενήλικας. Κάνουν έναν ψευτοενήλικα.
Αλλά από αυτή η διαδικασία του ασυνείδητου κρυψίματος του βαθύτερου εαυτού, στην εφηβεία το άτομο μπαίνει σε μια μεγάλη ανισορροπία. Δεν μπορεί να παραμένει τόσο κρυμμένο, γιατί πρέπει να ξαναγεννηθεί ο έφηβος. Με ποια στοιχεία να ξαναγεννηθεί;
Οπότε εδώ έρχεται η σωματική έκφραση να δείξει διάφορα πράγματα, γι’ αυτό χρησιμοποιούμε και τη λέξη «δείκτης» για την εφηβεία, χωρίς κανένας συνήθως να καταλαβαίνει το τι δείχνει…

Κρ.Π.: Γιατί γίνονται όπως είπατε κυρίως ασυνείδητα…

Κ.Ν.: Γιατί δεν γίνονται συνειδητά και γιατί δεν μπορούν όλα αυτά να περάσουν μέσα σε λόγιαΚαι έρχεται το σώμα να γίνει μέσο έκφρασης όλων αυτών των βαθύτερων δυσκολιών, πόνων και αγωνιών.
Η εφηβεία τα αρχαία χρόνια άρχιζε μετά το τέλος της σωματικής ωρίμανσης, ενώ στα χρόνια μας συμπίπτει με τη σωματική διαδικασία ωρίμανσης. Που σημαίνει ότι το σώμα σαν υλική διάσταση ήρθε να λάβει μεγάλη παρουσία στις κοινωνίες μας.
Κρ.Π.: Μπορείτε να το κάνετε πιο κατανοητό αυτό;

Κ.Ν.: Σημαίνει ότι δώσαμε στο σώμα μεγάλη κοινωνική διάσταση. Γιατί το σώμα ήρθε να πάρει ένα τόσο σημαντικό κοινωνικό ρόλο;  Αυτό το συνδέουμε σήμερα, με τη μεγάλη διάσταση που πήρανε στις δυτικές κοινωνίες και στις ανθρώπινες σχέσεις τα υλικά αντικείμενα.
Τα υλικά αντικείμενα, και η αντικειμενοποίηση που ανέφερε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ήρθε να εκφράσει τις υποκειμενοποιήσεις. Και έτσι τα διάφορα υλικά μέσα με τα οποια ζούμε, ήρθαν να εκφράσουν ατομικές διαδικασίες ένταξης στην κοινωνία.
Κρ.Π.: Οπότε υπάρχει μία ...διαστροφή εδώ;

Κ.Ν.: Ναι, γι’ αυτό επαναλαμβάνω ότι η εφηβεία είναι δείκτης και της κοινωνικής κατάστασης. Είναι αυτή η κοινωνία που ζούμε σήμερα. Και η εφηβεία δείχνει αυτή την κοινωνία στην οποία είμαστε. Η οποία εξελίσσεται έτσι για χίλιους δυο παράγοντες.

Συνδέουμε επίσης την προβληματική της εφηβείας με την προβληματική της 4ης ηλικίας.Πώς αλληλοδένονται και αλληλοδιαδέχονται οι γενιές η μία την άλλη. Ότι π.χ. η 4η ηλικία απομονώθηκε έξω από την κοινωνία και δεν είναι πλέον μέσα στην κοινωνία όπως ήταν παλιά.

Αυτό που υπονοείται μετά, είναι ότι αυτό που πρέπει να αποκαταστήσουμε είναι όλες αυτές οι συνοχές των σχέσεων και τις ατομικές και τις κοινωνικές. Γιατί εκεί πάσχουνε, και ατομικά και κοινωνικά.
Κρ.Π.: Είπατε νωρίτερα για τον εγκλωβισμό του τραυματισμένου ανθρώπου στο τραυματικό βίωμα μέσω της επανάληψής του. Δηλαδή είναι σα να σταματά ο χρόνος στο τραυματικό βίωμα με τη συνεχή αυτή επανάληψη; Γι’ αυτό συνήθως και αυτοί οι άνθρωποι είναι στην πολύ επικίνδυνη θέση να το ξαναζήσουν, προκαλώντας το; Σαν αυτό που λέμε: Ότι φοβάσαι, το προκαλείς;

Κ.Ν.: Ναι, είναι οι διαδικασίες επανάληψης, οι οποίες γίνονται μόνο για να δίνουν κάποια σιγουριά ελέγχου της ανησυχίας (όπως λέγαμε πριν και με την παράδοση… και τους παραδοσιακούς λαούς, τους ανιστορικούς πολιτισμούς).
Η σιγουριά αυτή είναι επιφανειακή στο βάθος, γι’ αυτό γίνεται και η επανάληψη. Και η επανάληψη από ψυχαναλυτική άποψη, οδηγεί σε καταστροφή… Η αυτή καθεαυτή επανάληψη, δεν οδηγεί σε κανένα καλύτερο μέλλον.

Η διαδικασία μετάφρασης των ανείπωτων βιωμάτων, που μεταφράζονται μέσα από εικόνες, ή από λέξεις -αν και όχι πάντα από λέξεις, γιατί το βασικό είναι να μοιραστούν με κάποιον τρόπο, δηλαδή αυτό το μοίρασμα είναι η βασική διαδικασία για να αισθανθεί κάποιος όμοιος με κάποιον άλλον άνθρωπο. Διότι εκεί είναι η βαθύτερη καταστροφή για κάποιον, όταν δεν αισθάνεται όμοιος.

Κρ.Π.: Γι' αυτούς τους έφηβους που τους βίασαν ομαδικά, τι βοήθεια θα έπρεπε κανονικά να τους δοθεί;

Κ.Ν.: Η πρώτη βοήθεια για οποιονδήποτε άνθρωπο που έχει τραυματιστεί, είναι να απομακρυνθεί από τον τραυματιστή του. Από τον θύτη, από τον τραυματιστή του, από τον καταστροφέα του θα μπορούσε να πει κανείς.
Και η δεύτερη, να του επιτρέψουμε, να αρχίσει να μπορεί να αισθανθεί ότι κατανοείται, σ’ αυτό που έζησε. Η παρουσία κάποιου τρίτου που θα του επιτρέψει να μοιραστεί αυτό που έζησε, έτσι ώστε να μη μείνει με ένα ανείπωτο βίωμα που τον βγάζει έξω από την ανθρώπινη διάσταση, γιατί αυτό όπως ανέφερα είναι η μεγαλύτερη καταστροφή.

Κρ.Π.: Με άλλα λόγια τελικά να τιμηθεί -εκτός των άλλων- ο άνθρωπος που υπέστη βία;

Κ.Ν.: Ακριβώς.

Κρ.Π.: Υπάρχει όμως ένα βιβλίο με τίτλο «Η βία» της Τζούντιθ Λούις Χέρμαν, που γράφει ότι –εκτός όλων των άλλων που θα έπρεπε να γίνεται- δεν υπάρχει κανένα μνημείο στον κόσμο, για τα κακοποιημένα παιδιά, τους κακοποιημένους ανήλικους γενικά, ή τις κακοποιημένες γυναίκες. Τι πολιτισμό έχουμε όταν δεν τιμάμε όσους εισπράττουν βία, ώστε να αντιληφθούμε κάποτε και στη σωστή τους διάσταση όσους ψυχικά διαταραγμένους την ασκούν; Και τι πολιτισμό έχουμε όταν επίσης αυτοί οι ψυχικά διαταραγμένοι που ασκούν βία και χρήζουν βοηθείας αντιμετωπίζονται από τα ΜΜΕ, και τον πολύ κόσμο κυρίως ως «τέρατα», ή «δράκοι», κλπ., γεγονός που τους προσδίδει υπόγεια δύναμη και κάποιου είδους αξία;

Κ.Ν.: Ναι, σίγουρα. Όμως η βία είναι μία μεγάλη διάσταση και στη ψυχική λειτουργία του ατόμου και στις κοινωνικές λειτουργίες, οπότε, συνήθως έχουμε τάση να την αποφεύγουμε, γιατί μας ενοχλεί όλους, μας διαταράζει…
Στις δικές μας κοινωνίες, που είμαστε σε μια πορεία ιστορική, η οποία δεν μπορεί να προβλεφτεί εντελώς, θα έλεγα, από την αρχαιότητα η ιστορία πήρε μια άλλη μορφή με την έννοια ότι ο Σωκράτηςαυτό το άγνωστο του μέλλοντος το συνέδεσε με την εφηβεία. Και ουσιαστικά γι’ αυτό καταδικάστηκε!Γιατί προώθησε κατά έναν τρόπο τους εφήβους να αναπτύξουν ελεύθερη σκέψη.

Οι έφηβοι τότε (έφηβος σημαίνει επί της ήβης, όπως ο έφιππος ανεβαίνει πάνω στο άτι του όταν είναι ώριμο)ήταν εκείνοι που είχαν ολοκληρώσει την σωματική ωρίμανση, δεν ήταν δηλαδή 12 με 18 χρονών, όπως είναι σήμερα, αλλά 18 έως 30. Οπότε οι διαδικασίες ωρίμανσης του σώματος δεν συμπεριλαμβάνονταν στην εφηβεία και στις εκφράσεις της. Και στους ρωμαίους επίσης, το ρήμα που χαρακτηρίζει την εφηβεία, σημαίνει ότι είμαι έφηβος όταν έχω τελειώσει η διαδικασία ωρίμανσης του σώματος, δηλ. και πάλι 18 με 30 χρονών.
Οι ενήλικες φοβόντουσαν αυτή την αμφισβήτηση, την αλλαγή του παραδοσιακού, αυτό το καινούργιο που φέρνουν οι έφηβοι, που μπορεί να φέρει την κρίση και την αλλαγή του μέλλοντος.
Σε ότι αφορά την πιο σύγχρονη ιστορία και το πώς φτάσαμε στην εφηβεία όπως την βλέπουμε σήμερα να είναι δηλαδή δεμένη με την αλλαγή του σώματος και μόνον, θα βγει και ένα βιβλίο του Θανάση Χατζόπουλου, στο οποίο έχω ένα δικό μου κεφάλαιο μέσα για τις σωματικές εκφράσεις της εφηβείας, σε αυτή τη διαδικασία της αυτονόμησης και του χωρισμού των εφήβων στις σύγχρονες κοινωνίες.

Γιατί η ψυχολογία των παιδιών και η ψυχολογία των εφήβων, είναι πολύ πρόσφατα φαινόμενα.

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το παιδί το αντιμετωπίζαμε παλιά σαν έναν μικρό ενήλικο και του αποδίδαμε τις ίδιες ψυχικές λειτουργίες του. Έτσι το έζησα και εγώ όταν ήμουν παιδί στο χωριό. Το βάζανε να δουλεύει, κλπ.

Ανακαλύψαμε όμως σιγά σιγά, ότι το παιδί έχει εντελώς διαφορετικές ψυχικές λειτουργίες. Και πολύ αργότερα, από τα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, ανακαλύψαμε και πως η εφηβεία επίσης έχει διαφορετικές ψυχικές λειτουργίες. Δεν είναι ένας μικρός ενήλικας ο έφηβος, που μπορεί να δουλέψει κι αυτός, κλπ.

Η εφηβεία είναι αναγέννησηαφενός μεν σωματική, αφετέρου ως ψυχική ταυτότητα. Αυτή η αναγέννηση αναγκάζει τον έφηβο να εκφραστεί και πάλι όπως ένα μωρό το οποίο δεν μιλάει. Βλέπουμε δηλαδή την λειτουργία της σωματικής έκφρασης.
Που σημαίνει ότι ο έφηβος παίρνει τα πρώτα στάδια της ζωής και τα ξαναβάζει σε μια καινούργια διεργασία, σε δυο άξονες ταυτόχρονα:
  • 1. ένας άξονας του χωρισμού, με την έννοια της αυτονόμησηςτου παιδιού από τους γονείς, που με αυτήν θα δημιουργηθεί σιγά σιγά η προσωπική σκέψη η οποία κτίζεται μέσα από την κριτική, και η κριτική αναγκαστικά φέρνει κάποια κρίση, γιατί σημαίνει αντιπαράθεση, κλπ.,  
  • 2. και ο άλλος άξονας που δηλώνει ότι δεν μπορεί αυτή τη διαδικασία του χωρισμού να την βιώσει κάποιος μόνος του. Γιατί κανένας έφηβος δεν μπορεί να γίνει έφηβος από μόνος του, δηλαδή να περάσει στην εφηβεία χωρίς τους γονείς του (την προηγούμενη γενιά) και χωρίς τους άλλους εφήβους, τους ομοίους του, τους συνομήλικους του.
Ο κάθε έφηβος λοιπόν γίνεται έφηβος ταυτόχροναα) με την εγγραφή του στην κοινωνική ομάδα που ανήκει, και β) με την αντιπαράθεση στην προηγούμενη γενιά των γονιών του, αλλά παράλληλα και με τη συνοδεία τους (όχι δηλαδή την απουσία τους).
Ο κάθε έφηβος λοιπόν χρειάζεται και τους ομοίους του. Την εγγραφή του στους ομοίους του. Σε μια παρέα, σε μια γενικότερη κίνηση των συνομηλίκων του. Αυτή η εγγραφή στους συνομήλικους του, είναι αυτή η οποία συνομιλεί με όλη του την νεανική προβληματική. Γιατί εμπεριέχει την αμφισβήτηση, υποχρεωτικά και απαραίτητα.

Είναι άλλωστε η διάθεση με την οποία εγγράφεται ο ίδιος στην ιστορία: Αμφισβητώντας. Γιατί το μέλλον της ιστορίας είναι άγνωστο. Ακριβώς για να μην την επαναλάβει, όπως είναι. Αν και δεν μπορεί να ξεγραφτεί από την παράδοση, αυτή την συνέχεια που λέγαμε νωρίτερα. Και η εγγραφή στην ομάδα, είναι απαραίτητη για να μπορέσει να αμφισβητήσει την προηγούμενη γενιά.
Ένα άλλο σημείο το οποίο είναι σημαντικό, είναι πως αυτή η αμφισβήτηση της προηγούμενης γενιάς δεν μπορεί να γίνει χωρίς την παρουσία και τη συνοδεία, όπως είπα, της ίδιας της προηγούμενης γενιάς: Να αντιπαρατίθεται και να αμύνεται και η ίδια, υπερασπιζόμενη της αξίες της.
Διότι η παραίτηση της προηγούμενης γενιάς, δηλ. ουσιαστικά των γονιών (είτε μέσω της απουσίας, είτε μέσω του φιλικού στυλ με τους εφήβους, είτε μέσω της ουδετερότητας, π.χ. να τους αφήσουν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους…), αφήνει τους έφηβους να εξαρτώνται μόνο από τους ομοίους τους.

Όμως για να κρατηθεί η διαδικασία της εφηβείας,πρέπει να γίνονται και οι δύο κινήσεις παράλληλα, όπως περπατούμε με δύο πόδια. Η μια με την ομάδα των ομοίων, και η άλλη απέναντι στην προηγούμενη γενιά, όπου οι σχέσεις θα αλλάξουν απέναντι στο νέο ενήλικα που διαμορφώνεται και μεταμορφώνεται απέναντί τους.

Κρ.Π.: Όλη η διαδικασία λοιπόν της εφηβείας, είναι μία κρίση, γιατί είναι μία αλλαγή;

Κ.Ν.: Εννοείται! Μια αλλαγή όπου οι έφηβοι θα επαναπροσδιοριστούν με τα καινούργια κοινωνικά δεδομένα και με καινούργιες μορφές έκφρασης ακόμα.

Αλλά η εγγραφή στην ομάδα των ομοίων θα μας επαναφέρει λίγο στην προβληματική της βίας… Η βία όπως είπα είναι ανθρώπινη και ζωική διάσταση, πάντα σε σχέση με κάποια διαδικασία άμυνας και υποστήριξης.

Κρ.Π.: Άλλο η άμυνα όμως και άλλο η επίθεση; Τα ζώα όταν τους επιτίθενται, είτε αμύνονται επιτιθέμενα, είτε τρέπονται σε φυγή, είτε παγώνουν – παραδίδονται, αναγκαστικά, και κάποια μάλιστα υποδύονται ότι είναι νεκρά…

Ν.Κ.: Ναι. Την κρατούμε λοιπόν τη βία σαν άμυνα. Η φυσιολογική της διάσταση, είναι σαν άμυνα, σε κάθε ζωντανό και στον άνθρωπο. Το θέμα είναι αν ξεκόβεται ή αν λειτουργεί μαζί με τις άλλες ψυχικές διαστάσεις.

Και επανέρχομαι στο θέμα εφηβεία και βία. Η εγγραφή ενός έφηβου στην ομάδα είναι απαραίτητη, και όχι μόνο η εγγραφή αλλά και η λειτουργία της ομάδας ολόκληρης, σαν καινούργια γενιά που αμφισβητεί όπως είπα την προηγούμενη και δημιουργεί καινούργιους τρόπους σκέψης, έκφρασης, ακόμα και τέχνης, διότι οι καινούργιες μορφές κοινωνικής έκφρασης και δημιουργίας έρχονται από τις νέες γενιές, κι αυτή είναι η βαθύτερη κίνηση των ιστορικών κοινωνιών μας.

Πότε αυτή η φυσιολογική εξέλιξη της εφηβείας σε ενηλικίωση, μπορεί να εκτραπεί;
  • 1. Όταν για παράδειγμα η προηγούμενη γενιά όπως ανέφερα απουσιάζει, για διάφορους λόγους.
  • 2. Όταν η προηγούμενη γενιά συνθλίψει, καταστείλει βίαια και ριζικά όλη αυτή τη διαδικασία (όπως στο παράδειγμα των παραδοσιακών κοινωνιών).
  • 3. Και μια τρίτη περίπτωση που είναι πολύ συχνή στα χρόνια μας,όταν τα παιδιά γίνονται αντικείμενο χρήσης των γονιών για προσωπικούς τους σκοπούς. Είτε για να τους συνοδέψουν στις δυσκολίες τους, είτε για να γίνουν σύμμαχοι συνήθως εναντίον του άλλου γονιού. Αυτές οι συμμαχίες είναι εμφανείς συνειδητά, αλλά πολλές φορές είναι ασυνείδητες. Η πιο κλασσική συμμαχία είναι του παιδιού με τη μαμά εναντίον του μπαμπά.
Το θέμα είναι ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο έφηβος δεν έχει τους συνοδούς που θα αντιπαρατεθεί!
Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Η ομάδα των ομοίων γίνονται οι μόνοι συνοδοί οι οποίοι του επιτρέπουν να μην αισθάνεται μόνος. Αυτοί οι συνοδοί όμως είναι ένα είδος αντίδοτου που δεν επιτρέπει την εξέλιξη του χωρισμού και της ψυχικής αυτονόμησης, και τον ωθεί να γίνει ίδιος με τους συνομίληκους. Και το να γίνει ίδιος με τους άλλους, είναι μια τρομερά βίαια ψυχική διαδικασία, γιατί πρέπει μόνιμα η ομάδα αυτή των ομοίων να βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους διαφορετικούς.

Έτσι παρατηρούμε να γίνονται μάχες ανάμεσα σε ομάδες νέων, όπως για παράδειγμα στα προάστια της Γαλλίας, που σκοτώνονται παιδιά μεταξύ τους. Και πιθανώς στο σωφρονιστήριο της Ελλάδας, ανάλογα φαινόμενα θα οδήγησαν σε αυτό το ομαδικό έγκλημα. Οι μεν εναντίον των δε. Μπορεί να είναι δύο ή τρεις εναντίον τεσσάρων, ή μπορεί να είναι δύο εναντίον δέκα, κλπ.

Επειδή η διαδικασία χωρισμού και αυτονόμησης από την προηγούμενη γενιά -τους γονείς- δεν γίνεται πλέον, επειδή είναι δύσκολη αυτή καθεαυτή, τα παιδιά εγγράφονται σε μια ομάδα που γίνεται ένας κλειστός κύκλος, σαν αναπαρωγή του οικογενειακού βιώματος, όπου δεν αισθάνονται μόνα τους και ανήκουν κάπου.

Αυτή η νέα μορφή οικογένειας, των ομοίων, αφενός μεν αναπτύσσει υποχρεωτικά αντικοινωνικές διαδικασίες, (γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει με τις οικογενειακές αναφορές), όπως π.χ. με ναρκωτικά, με παραβατικές συμπεριφορές και βίαιες, πχ. κλεψιές, βιασμούς, κλπ., και αφετέρου η ίδια η ομάδα αυτή αναπτύσσεται με έναν αρχηγό παρέχοντας την αρχέγονη ορδή και εξελίσσεται αντικοινωνικά και με βία. Επιπλέον ο αρχηγός φαίνεται ως ο πιο δυνατός και οι άλλοι πρέπει να του αποδεικνύουν συνεχώς ότι αυτός είναι ο πιο δυνατός με τον ίδιο τρόπο, με τη χρήση βίας.

Έτσι όλες τους οι σχέσεις, και με τους άλλους και με το περιβάλλον, περνάνε μέσα από τη βία.

Κρ.Π.: Ο Μπερτ Χέλινγκερ έχει πει, πως όταν κάποιος ανήκει σε μια ομάδα (για την ανάγκη του ανήκειν δηλαδή) απενεχοποιείται για μια πιθανή εγκληματική πράξη όταν η ομάδα του την δέχεται ως αναγκαία και σωστή. Δηλαδή, μπορεί να γίνουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα και τα μέλη της ομάδας να νιώθουν ότι έχουν πράξει σωστά, εφόσον αυτό είναι για το καλό της ομάδας αυτής που ανήκουν…

Κ.Ν.: Ναι, και όχι μόνο τα δέχονται, αλλά τα έχουν και ως αξίες της ομάδας! Γιατί η ομάδα δεν μπορεί να εγγραφεί στην κοινωνική διαδικασία και αφετέρου η ομάδα έχει ανάγκη από την αντί-ομάδα. Έχει ανάγκη δηλαδή από τους διαφορετικούς, οι οποίοι τη βάζουν συνεχώς σε αμφισβήτηση.

Κρ.Π.: Για να υποκαταστήσει την αντιπαράθεση με τους γονείς γίνεται αυτό; Εφόσον δεν υπάρχει γονιός να αντιπαρατεθούν, βάζουν την αντίθετη ομάδα, την εχθρική να αντιπαρατεθούν;

Κ.Ν.: Ναι, αλλά στο βάθος δεν αντικαθιστά πραγματικά τους γονείς, την προηγούμενη γενιά. Δηλαδή, δεν επιτρέπει την ψυχική διαδικασία της εφηβείας να εξελιχθεί.
Γίνεται, λοιπόν, όντως, υποκατάστατο και επανάληψη. Επανάληψη του αδιεξόδου. Και έτσι βρίσκουμε σε αυτές τις ομάδες, όλες τις μορφές βίας, αλλά και τη βασικότερη μορφή βίας η οποία είναι να απομονωθεί και να σκοτωθεί, με διάφορους συμβολικούς τρόπους (και ορισμένες φορές και με αυθεντικό τρόπο, δηλαδή με πραγματικό θάνατο), όποιος αμφισβητεί την ομάδα αυτή.
Οπότε η σεξουαλική βία είναι η πιο συχνή. Η βία είναι η απόδειξη ότι είμαστε ίδιοι. Επίδειξη και απόδειξη ότι είμαστε ίδιοι. Στο οτιδήποτε διαφορετικό πρέπει να επιτεθούμε.  Και εκεί είναι οι ρίζες όλων των ρατσισμών και των φασισμών: Η επιδίωξη του ομοίου. Να είμαστε ίδιοι! Να ανήκουμε σε μία ομάδα ομοίων – υποκαθιστώντας την αίσθηση της οικογένειας.

Κρ.Π.: Έχει ανάγκη δηλαδή να είναι ίδιος και να ανήκει σε μία ομάδα ομοίων για την βεβαιότητα και την ασφάλεια του ετεροκαθορισμού από τους αντίθετους και του αυτοπροσδιορισμού από τους όμοιους, της ταυτότητάς του;

Κ.Ν.: Ναι, αυτή είναι βασική διαδικασία για κάθε έφηβο. Αυτή η διαδικασία αν δεν μπορεί να συνοδευτεί με την κρίση αντιπαράθεσης στους ενήλικους, με την προηγούμενη γενιά δηλαδή, που δεν είναι μόνο οι γονείς, είναι οι δάσκαλοι, είναι οι ψυχολόγοι, είναι οι αστυνομικοί, οι γιατροί, οποιοσδήποτε θα βρεθεί απέναντι, ξεκομμένος από αυτούς.

Κρ.Π.: Η Πιέρα Ολανιέ έχει πει, πως είναι σα να ψιθυρίζει η κοινωνία στον έφηβο, όλοι οι ενήλικοι δηλαδή: Κατασκεύασε το μέλλον σου, αλλά οι ειδικοί γνωρίζουν πως βαθύτερα ο έφηβος πρέπει πρώτα να κατασκευάσει το παρελθόν του, ώστε να βασίσει σε αυτό το μέλλον του, την ταυτότητά του μέσα στον κόσμο. Είναι αυτό που λέγατε και για την αφήγηση;

Κ.Ν.: Θα αλλάξω λίγο τους όρους. Δεν κατασκευάζουμε το παρελθόν μας, το κατανοούμε πιο πολύ μάλλον –και όχι εντελώς, κατανοούμε το πώς μας κατασκεύασε το παρελθόν.

Κρ.Π.: Το ανέφερα, διότι όταν μπαίνει ένας έφηβος σε αυτή τη διαδικασία να φτιάξει τη νέα του ψυχική και κοινωνική ταυτότητα και να καταλάβει όπως είπατε πώς τον κατασκεύασε το παρελθόν του, χρειάζεται να μην έχει περάσει ανείπωτα βιώματα στα οποίες μπορεί να έχει εγκλωβιστεί τραυματικά μέσα στην επανάληψή τους, διότι δεν θα μπορέσει να καταφέρει να βρει τη νέα ταυτότητά του, αφού δεν μπορεί να τις αφηγηθεί, ούτε να τις μοιραστεί, δηλαδή δεν θα καταφέρει να κατανοήσει το παρελθόν του ώστε να καταλάβει πως τον κατασκεύασε…

Κ.Ν.: Ναι, βέβαια. Σε αυτές τις περιπτώσεις χρειάζεται να επέμβουν οι ειδικοί, αν μπορούν να επέμβουν, για να μπορέσει να κατανοήσει το παρελθόν του ο νέος, χρειάζεται κάποιος διερμηνέας δηλαδή θα λέγαμε.

Κρ.Π.: Και όταν όχι μόνον δεν υπάρχουν ειδικοί θεραπευτές όπως θα έπρεπε στη περίπτωση των εφήβων του σωφρονιστικού ιδρύματος, αλλά υπάρχει και επιπλέον εγκληματική βία και φρίκη; Τι μέλλον έχουν αυτά τα παιδιά, αμφότερα; Δηλαδή και αυτοί που τους βίασαν και αυτοί που βιάστηκαν;

Κ.Ν.: Ναι, εδώ πρόκειται για θέμα αρκετά δύσκολο να δοθεί μια εύκολη απάντηση. Δηλαδή αυτή η βία υπονοεί όλο αυτό το υπόστρωμα για το πώς έχουν γίνει αυτές οι διαδικασίες… όπως αναλύθηκε παραπάνω.

Κρ.Π.: Η παράταση της εφηβείας σε πολλούς ανθρώπους γιατί συμβαίνει;

Κ.Ν.: Αυτό είναι μια βαθύτερη ερώτηση και προβληματική, για την οποία θα έλεγα ότι η εφηβεία ουσιαστικά δεν τελειώνει ποτέ. Με την έννοια ότι η εφηβεία δεν δέχεται τίποτα σαν δεδομένο και βέβαια μπορεί να φτάσει σε ριζικές τοποθετήσεις όπου απορρίπτουμε τα πάντα, κάτι που είναι σε ένα βαθμό παθολογικό.
Αλλά αυτή η διαλεκτική σχέση, να αναρωτιόμαστε συνεχώς για το πώς φτιάχνουμε το παρόν και ταυτόχρονα το μέλλον, δε μπορεί να γίνει χωρίς μια κάποια εφηβική παρουσία στη σκέψη του καθένα μας.
Ναι μεν δηλαδή να ξέρουμε ότι σίγουρα θα πεθάνουμε, και το σώμα μάς το θυμίζει συνεχώς, αλλά αυτό να μη μας εμποδίζει να δημιουργούμε ταυτόχρονα μέχρι τα 90, τα 100, κλπ.. Αυτή είναι η παρουσία της νεανικής σκέψης: Δεν τελειώσαμε! Ποτέ!

Γι’ αυτό οι κοινωνίες που βρεθήκαμε, όπως αναφέρει και ο φίλος μας ο Μαρκούζε, οι οποίες επέτρεψαν με όλη αυτή τη διάσταση του ελεύθερου χρόνου και της δημιουργίας, επέτρεψαν αυτή τη νεανικότητα και την νεανικοποίηση των ενήλικων.
Στο βιβλίο για τις απεργίες πείνας στην εφηβεία, έχω ένα κεφάλαιο που το λέω «Θάνατος στο θάνατο». Είναι,  δηλαδή, λίγο, σα να γινόμαστε αθάνατοι... Οι κοινωνίες της αφθονίας καλλιέργησαν αυτή την ψευδαίσθηση τη βαθύτερη, ότι μπορούμε να τα έχουμε όλα, ακόμα και την αθανασία.

Αυτή την προβληματική του ευημερισμού που την έχουν αναπτύξει πολλοί, όπου την έφερε το αντικείμενο - η αντικειμενικοποίηση που έχει πει και ο Καστοριάδης, ο αμερικάνος Κρίστοφερ Λας την έχει αναλύσει στο βιβλίο του με τίτλο «Η κουλτούρα του ναρκισσισμού», λέγοντας πώς στις μέρες μας τα αντικείμενα πήραν μεγάλη διάσταση στις ανθρώπινες σχέσεις, στην ανθρώπινη λειτουργία...
Το σώμα λοιπόν ήρθε να πάρει τη θέση διαφόρων εκφράσεων αυτών των προβληματικών που δεν λειτουργούν μέσα από τις λεκτικές σχέσεις. Δηλαδή, ναρκωτικά, ανορεξία, βουλιμία, αϋπνία, εξαρτήσεις διάφορες, π.χ. από το κομπιούτερ, κλπ., όπως και όλες οι μορφές βίας που είναι εκφράσεις σωματικές.
Και παράλληλα υπάρχει και αυτή η βαθύτερη προβληματική του ναρκισσισμού, που λέει ότι «δεν εξαρτώμαι από κανέναν άνθρωπο, αλλά μόνο από κτήσεις και αντικείμενα».

Ποιο είναι το αντίδοτο όλων αυτών; Ποια είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση;
Όχι να πάρουμε την εκπαιδευτική θέση, δηλαδή να πούμε στο νέο, όχι αυτό μη το κάνεις κλπ., αλλά να μπούμε σε μία διαδικασία κατανόησης ότι ο έφηβος δεν μπορεί να πει με λόγια, να εκφραστεί και να μοιραστεί αυτό που ζει, και τη δυσκολία αυτή τη βαθύτερη να αισθανθεί ότι τον κατανοούν και ότι τον συνοδεύουν σε όλα αυτά που ζει, τελικά το σώμα, οι σωματικές εκφράσεις έρχονται να δώσουν στην κοινωνία δείκτες, να δείξουν δηλαδή στους άλλους ότι κάτι δεν πάει καλά.

Αν οι άλλοι τον καταπιέσουν σε αυτό, δεν μπορεί να υπάρχει καμία διέξοδος να εκφραστεί. Οπότε η μόνη έξοδος είναι από το αν οι άλλοι αρχίσουν να αναρωτιούνται, μήπως τελικά και μεις συνδράμουμε στο πρόβλημα, και να μπουν στη διαδικασία καλύτερου μοιράσματος, με διάφορους τρόπους. Και με τα ναρκωτικά, και με τις αυτοκτονίες, και με τις βίαιες συμπεριφορές.

Δηλαδή, όλα αυτά είναι να ξαναμπούν σε μια ανθρώπινη διαδικασία, που θα έχει ανθρώπινες διαστάσεις.

Κρ.Π.: Επειδή τίποτα δεν μαθαίνεται με τα λόγια, αλλά με βιώματα, οπότε οι άνθρωποι γύρω από τον έφηβο χρειάζεται να του δείξουν, και όχι να του εξηγήσουν, τον τρόπο να μοιράζεται πράγματα, και για να το κάνουν αυτό θα πρέπει οι ίδιοι να ξέρουν να μεταεπικοινωνούν. Δηλαδή να εκφράζουν λεκτικά το συναίσθημά τους, και το όραμα της σχέσης που έχουν για τον άλλον. Δηλαδή να εκφράζουν και λεκτικά αυτό που θέλουν από τον άλλον. Μπορούν όμως οι ενήλικες να μεταεπικοινωνήσουν με αυτόν τον τρόπο;

Κ.Ν.: Αυτό είναι πολύ σωστό. Οι ενήλικες που συνοδεύουν και πρέπει να συνοδεύουν τον έφηβο για να μεγαλώσει και για να γίνει αυτόνομος, δυνητικά μπορούν να αλλάξουν αν καταλάβουν ορισμένα πράγματα.

Πολλές φορές τους συνιστούμε να παίζουν με τα παιδιά τους, για παράδειγμα. Να μάθουν να παίζουν.Όλη αυτή η διαδικασία του μοιράσματος, του βιώματος που εκφράζεται, σιγά σιγά γίνεται τρόπος ζωής. Κάνουμε επίσης ομάδες γονέων που συζητούν μεταξύ τους για να καταλαβαίνουν σιγά σιγά πως αυτή η όλη διαδικασία τους έχει ξεφύγει…

Κρ.Π.: Τα συμπτώματα της βίας, άλλωστε, είναι συμπτώματα, τα προβλήματα είναι κάπου αλλού και δεν αφορούν μόνο τον έφηβο, αλλά και το οικογενειακό του σύστημα, όπως και το κοινωνικό.

Κ.Ν.: Είναι δείκτες όπως είπαμε, δείχνουν τα προβλήματα. Αν τους καταπιέσουμε, τους πούμε ότι είναι κακοί και τους διώξουμε, τους αποκλείσουμε, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να συντηρούμε τα προβλήματα. Αν όμως πούμε ότι κάτι μας δείχνουν, και προσπαθήσουμε να βρούμε τι μας δείχνουν, από πού προέρχονται δηλαδή, μπαίνουμε σε μία διαδικασία, ακριβώς, ανθρωποποίησης των βιωμάτων.

Κρ.Π.: Επειδή αναφέρατε πόσο σημαντικό είναι να μοιραστεί ο έφηβος τα βιώματά του, λεκτικά και συναισθηματικά, και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο μέσω της τέχνης… θέλετε να πείτε κάτι για το πώς μπορεί να το καταφέρει;

Κ.Ν.: Όλες αυτές οι βίαιες σωματικές εκφράσεις, διάφοροι αυτοτραυματισμοί και γενικά βίαιες συμπεριφορές, δείχνουν τη χρήση της σωματικής έκφρασης η οποία είναι δείκτης της βαθύτερης ψυχικής δυσκολίας να βρει μία θέση ομοίου μαζί με τους άλλους, και διαφορετική ταυτόχρονα, με προσωπική ταυτότητα, και γίνεται εντελώς όμοιος με κάποιους που γίνονται όλοι βίαιοι, αλλά δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν διαφορετικός – δεν έχει καμία αυτόνομη σκέψη.
Και δείχνουν αυτή την προβληματική, η οποία είναι καταστροφική τελικά. Δεν φτιάχνει ένα κοινωνικό άτομο, που είναι και όμοιος και διαφορετικός.
Η εφηβεία είναι ταυτόχρονα μια ατομική πορεία αυτονόμησης και ωρίμανσης αλλά ταυτόχρονα είναι μια πορεία ωρίμανσης ενός κοινωνικού όντος, ομοίου και συγχρόνως διαφορετικού. Και όταν δεν πάει καλά η εφηβεία, σημαίνει ότι αυτές οι δύο διαδικασίες και στο άτομο αλλά και στην κοινωνία δεν συνεργάζονται.
Κρ.Π.: Το βιβλίο σας που πρόκειται να κυκλορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, τι θέμα έχει;

Κ.Ν.: Λέγεται «Εξορία και γλώσσα», και συνδέεται με όλα αυτά που θίξαμε, σε σχέση με τα ανείπωτα βιώματα, δηλαδή ότι αυτή είναι η εξορία, το να βγαίνουν από την ανθρώπινη διάσταση κάποια βιώματα.-

---
Ο Κώστας Νασίκας, είναι ψυχαναλυτής, μέλος της Γαλλικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Λυών, είναι ιατρικός υπεύθυνος του Οίκου Εφήβων της Λυών και επίσης είναι ζωγράφος. 
Τίτλοι βιβλίων του (στα γαλλικά):  
  • Ημερολόγιο μιας ανορεξίας
  • Καταναλωτισμός και βία
  • Σωματικά ίχνη και μνήμη του ονείρου
  • Το τραύμα ανάμεσα στην δημιουργία και στην καταστροφή
  • Το σώμα στην έκφραση των εφήβων
  • Εξορία και γλώσσα (το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη)

Τίτλοι συλλογικών έργων (στα γαλλικά) με δική του επιμέλεια:
  • Φάμπρικες της γλώσσας
  • Η πειθώ και η δύναμη του λόγου (το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει)
  • Βία και μη λεκτικές εκφράσεις
--

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

Τομά Πικετί

Σύγχρονος καπιταλισμός = Μια ολιγαρχική κοινωνία;

Ο Τομά Πικετί, ένας οικονομολόγος που ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με τις σχέσεις κατανομής του πλούτου στις καπιταλιστικές κοινωνίες, ένα πεδίο που έχει διευρευνηθεί από τους Άντονι Άτκινσον και Εμανυέλ Σαέζ, προκάλεσε ρήγμα στις παραδοσιακές αξίες και τις κοινωνικές προοπτικές που απασχολούν την οικονομική επιστήμη και τον δημόσιο διάλογο.
© Redaktion Sozialismus
Σύμφωνα με τον αμερικανό οικονομολόγο Πωλ Κρούγκμαν, ο «διάλογος για το έργο του Πικετί» συνιστά μια «επανάσταση στην κατανόηση των μακροχρόνιων τάσεων της ανισότητας» (Krugman 2014: 71).
Αυτή η θέση δεν σημαίνει ότι με τον Πικετί μπορούν να απαντηθούν όλα τα μεθοδολογικά-θεωρητικά ερωτήματα της σύγχρονων δομών κατανομής του πλούτου, αλλά ότι «ποτέ δεν θα ξαναμιλήσουμε για τον πλούτο και την ανισότητα με τον ίδιο τρόπο που μιλούσαμε μέχρι σήμερα» (ο.π.: 81). Αυτή η αναστάτωση στον επιστημονικό και δημόσιο λόγο προέκυψε τόσο από την παρουσίαση της τρέχουσας κατάστασης όσο και την ιστορική γνώση που αφορά στη δυναμική της κατανομής πλούτου και εισοδημάτων από τον 18ο αιώνα (Piketty 2014: 571)
Ο πυρήνας των μελετών του Πικετί είναι η ανισότητα της κατανομής των εισοδημάτων και του πλούτου. Ο στόχος του είναι να αποκαλύψει τους λόγους για τους οποίους η  κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη οδήγησε σε μια κατάσταση όπου η δομή του σύγχρονου καπιταλισμού μοιάζει όλο και πιο πολύ με αυτόν μιας ολιγαρχικής κοινωνίας. Περισσότερο από ότι συμβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου, η πλειοψηφία των πολιτών των Ηνωμένων Πολιτειών θεωρεί ότι ανήκει στη μεσαία τάξη. Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ο όρος «μεσαία τάξη» αναφέρεται στους μικρούς επιχειρηματίες, σε όσους ανήκουν στις ανώτερες εισοδηματικές ομάδες και στους αυτοαπασχολούμενους, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο όρος «μεσαία τάξη» υποδηλώνει ένα «μεσαίο στρώμα» πολιτών που υπερβαίνει κατά πολύ σε μέγεθος τόσο τους φτωχούς όσο και τους πλούσιους. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι το όνειρο της αμερικανικής μεσαίας τάξης έχει, εδώ και καιρό, καταρρεύσει εξ αιτίας του εφιάλτη της καταστροφής της μεσαίας τάξης. Η άνιση κατανομή εισοδημάτων, η συγκέντρωση του πλούτου και το τέλος της μεσοαστικής κοινωνίας είναι τα θέματα, εξ αιτίας των οποίων ο Γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί έγινε ευπώλητος συγγραφέας στις ΗΠΑ όπου, εδώ και πολλά χρόνια, υπάρχει μια αφθονία μελετών για τον μετασχηματισμό του αμερικανικού ονείρου.    
Ο Πικετί εξετάζει τη συσσώρευση κεφαλαίου και την εισοδηματική κατανομή στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ από τις αρχές του 19ου  αιώνα μέχρι τη μεγάλη κρίση του 21ου αιώνα. Η μελέτη του τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η άνιση κατανομή των εισοδημάτων και της περιουσίας πλησιάζει την αντίστοιχη του τέλους του 19ου αιώνα. Τα στοιχεία που αφορούν στις σχέσεις πλούτου και εισοδήματος για μια χρονική διάρκεια 100 έως 200 ετών είναι αδιαμφισβήτητα. [1] Για παράδειγμα, τα συνήθως χρησιμοποιούμενα φορολογικά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων από τους συνταξιούχους, τα οποία παίζουν ένα πολύ μεγαλύτερο ρόλο στα μεσαία και κατώτερα στρώματα της κοινωνίας από ό,τι στην ανώτερη τάξη. Επίσης, οι φορολογικές μειώσεις στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και στα περιουσιακά στοιχεία μιας σειράς χωρών από το 1980 μείωσαν τη φοροδιαφυγή των μισθωτών εργαζομένων με υψηλά εισοδήματα. Αυτό σημαίνει ότι τα φορολογικά στοιχεία μπορεί να υπερεκτιμούν την αύξηση των ανισοτήτων. [2] 
Πρόσφατα ξέσπασε μια επιπλέον διαμάχη μετά από την άσκηση κριτικής ότι ο ο Πικετί «προσάρμοσε», τόνισε και ερμήνευσε ανεπαρκώς κάποια στοιχεία. Ακόμα και μετά την απάντηση δέκα σελίδων του Πικετί που δημοσιεύτηκε αυτές τις μέρες, αρκετές ερωτήσεις μένουν αναπάντητες. Γενικώς, όμως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μερικές χώρες οι ανισότητες εισοδήματος και πλούτου αυξήθηκαν σημαντικά από το 1980 μέχρι σήμερα. «Η μεγάλη ιδέα του βιβλίου Το Κεφάλαιο τον Εικοστό Πρώτο Αιώνα είναι ότι όχι μόνο επιστρέψαμε στα επίπεδα εισοδηματικής ανισότητας του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά είμαστε και στον δρόμου  που μας ξαναγυρίζει στον πατρογονικό καπιταλισμό , όπου οι θέσεις αυτών που έπαιρναν αποφάσεις στο υψηλότερο επίπεδο της οικονομίας ελέγχονται όχι από ταλαντούχα άτομα αλλά από οικογενειακές δυναστείες (Krugman 2014: 72).
Ο Κρούγκμαν τονίζει, και έχει δίκιο, ότι η γνώση μας και οι εκτιμήσεις μας για την ανισότητα του εισοδήματος και του πλούτου βασίζονται κυρίως σε επισκοπήσεις (surveys). «Όμως παρά τη μεγάλη αξία τους, τα στοιχεία των επισκοπήσεων έχουν σημαντικούς περιορισμούς. Τείνουν να υποεκτιμούν ή να μη λαμβάνουν καθόλου υπόψη τους το εισόδημα ου συσσωρεύεται σε ελάχιστα άτομα της ανώτατης εισοδηματικής κλίμακας… Ο Πικετί και οι συνάδελφοί του στράφηκαν σε μια εντελώς διαφορετική πηγή πληροφοριών: στα φορολογικά αρχεία… Οι Πικετί κ.α. …βρήκαν τρόπους να αναμείξουν τα φορολογικά στοιχεία με άλλες πηγές έτσι ώστε να προσφέρουν πληροφορίες που αποτελούν κρίσιμα συμπληρώματα των αποτελεσμάτων των διαφόρων επισκοπήσεων» (Ibid: 74). [3]
Οι αλλαγές των πρόσφατων δεκαετιών οδήγησαν στην ανατροπή του «μεγάλου επιτεύγματος» της δεκαετίας του 1950, της μείωσης του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Στις αρχές του 21ου αιώνα, η ανισότητα στις ΗΠΑ πήρε διαστάσεις ανήκουστες μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. Οι ΗΠΑ μοιάζουν όλο και λιγότερο με τις μικροαστικές δημοκρατίες της Δυτικής Ευρώπης και περισσότερο με τις «ολιγαρχικά» δομημένες κοινωνίες που είναι πολύ γνωστές στη Λατινική Αμερική και τη μετα-σοβιετική Ρωσία, όπου ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων, την ίδια στιγμή που υπάρχει μια τεράστια κατώτερη τάξη. Υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι περισσότερα από τα μισά οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, τα προσπορίστηκε το πλουσιότερο 1% του αμερικανικού πληθυσμού. Να γιατί το κίνημα «Καταλάβετε την Γουώλ Στριτ» αποκάλεσε αυτή την οικονομική ελίτ «το 1%».
Η κύρια θέση της έρευνας του Πικετί μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: Οι ΗΠΑ, όπως και οι περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες, αναδιαρθρώνουν το κοινωνικό τους σχήμα προς μια ολιγαρχική τάξη, στην οποία μια μικρή μειονότητα πολύ ισχυρών και πλούσιων ανθρώπων μπορεί να κυριαρχήσει σε όλες τις κρίσιμες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές περιοχές χάρη στη χρηματοδοτική, οικονομική και πολιτική εξουσία τους, την οποία σταθεροποιούν με στόχο να διατηρηθεί και στις γενιές που θα έρθουν.
Ο Πικετί συγκρίνει τα τρέχοντα στατιστικά στοιχεία με στοιχεία του 19ου αιώνα και καταλήγει σε έναν τύπο που θεωρεί ότι μπορεί να εκφράσει την κεντρική μακροχρόνια τάση του καπιταλισμού: g<r. Η απόδοση του ιδιωτικού πλούτου (g) είναι υψηλότερη από τον  ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (r). Αφήνοντας στην άκρη τους τύπους και τους αριθμούς, ο Πικετί αναφέρθηκε στα ευρήματά του με την εξής απλή πρόταση: «Το κεφάλαιο ξαναγύρισε». (βλ. Γράφημα 1)
Γράφημα 1: Η ανισότητα εισοδήματος στις ΗΠΑ, 1910-2010 (μερίδιο του ανώτατου 10%)
Στις ΗΠΑ, μεταξύ του 1910 και του 1940, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού έφτασε στο 40-45% του εθνικού εισοδήματος. Στη δεκαετία του 1940 σημειώθηκε αρχικά μια εντονότατη πτώση αυτού του ποσοστού. Μεταξύ του μέσου της δεκαετίας του 1940 και του τέλους της δεκαετίας του 1970, το μερίδιο του εισοδήματος του ανώτατου 10% δεν ξεπέρασε το 35% του ΑΕΠ. Σε αρκετές μελέτες για τις σχέσεις κατανομής στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό το στάδιο της ανάπτυξης περιγράφεται και ως η «μεγάλη συμπίεση». Ο όρος σημαίνει ότι σε συνθήκες έντονου τεχνολογικού μετασχηματισμού («τεχνολογική αλλαγή βασισμένη στην ειδίκευση»), προέκυψε μια φάση ευημερίας των μεσαίων στρωμάτων με την εφαρμογή μέτρων αναδιανεμητικής πολιτικής [4]. Μια ματιά στη δυναμική των σχέσεων κατανομής στις κύριες καπιταλιστικές χώρες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα δείχνει-παρά τις σημαντικές διαφορές στις επιμέρους χώρες-ότι τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα συνέβη ένα νέο επίτευγμα- η συγκέντρωση της κοινωνικής ανισότητας σε μια μικρή ομάδα πλουσίων και όσων έχουν υψηλά εισοδήματα. Ο Πικετί θεωρεί ότι τα χαρακτηριστικά της επιστροφής σε πατρογονικές ή ολιγαρχικές μορφές καπιταλισμού είναι τα εξής:
1.    Η μεγάλη κοινωνική ανισότητα που οφείλεται σε ένα μείγμα περιουσιακών στοιχείων (μαζί με τα εισοδήματα εξ αυτών) και μισθών/ ημερομισθίων.
2.    Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ταξική δομή καθοριζόταν κυρίως (με ορισμένες εξαιρέσεις στην περίπτωση των ΗΠΑ) από την ανισότητα της ιδιοκτησίας των περιουσιακών στοιχείων.  
3.    Και σήμερα η σκληρή ανισότητα υπέρ των ανώτερων στρωμάτων οφείλεται προκύπτει από το εισόδημα που προκύπτει από την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα έχει αυξηθεί το μερίδιο των εισοδημάτων από την εργασία, συμβάλλοντας στη γενικότερη ανισότητα.

Οι εξηγήσεις του Πικετί για τη δυναμική της κοινωνικής ανισότητας κατά τη διάρκεια όλου του 20ου αιώνα είναι συζητήσιμες. Αυτό ισχύει κυρίως για τον ισχυρισμό του ότι στις πρόσφατες δεκαετίες η απόδοση των περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκε ταχύτερα από το εθνικό εισόδημα. Ο Πικετί δεν περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις του τη δυναμική της αυξημένης προσφοράς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, δηλαδή τα μειούμενα επιτόκια από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, και τα αποτελέσματά της στις αυξήσεις των τιμών των ομολόγων και της ακίνητης περιουσίας. Ούτε οι αναφορές του στην εξάντληση της δυνατότητας αύξησης της παραγωγικότητας και η ταυτόχρονη αύξηση του πληθυσμού επαρκούν για να μπει ένα τέλος στο δημόσιο διάλογο σχετικά με τις αιτίες της υποχώρησης της οικονομικής μεγέθυνσης και μιας πιθανής μετάβασης σε μια φάση μόνιμης στασιμότητας.
Η κριτική που αντιμετωπίζει ο Πικετί για την υπερβολικά επιφανειακή και γενικόλογη μελέτη του περί των δομικών χαρακτηριστικών στοιχείων της συσσώρευσης κεφαλαίου, και συνεπώς της διανομής, αφορά επίσης την εξέλιξη των μισθών και ημερομισθίων. Σε όλο τον 20ο αιώνα, γίναμε μάρτυρες μιας ανοδικής εξέλιξης των εισοδημάτων των μαζών λόγω της ύπαρξης οργανωμένων δομών μεγάλης έκτασης και της επίδρασης των συνδικάτων. Τις πρόσφατες δεκαετίες υπήρξε μια μείωση του μεριδίου των μισθών και των ημερομισθίων και μια διάσπασή τους λόγω της μείωσης της συμμετοχής στα συνδικάτα και στην υπαγωγή σε συλλογικές συμβάσεις. Οι διαρθρωτικές αλλαγές καθώς και το αυξημένο βάρος του χρηματοπιστωτικού τομέα και της εντατικοποιημένης πολιτικής της απορρύθμισης που αφορά μια μεγάλη χρονική περίοδο δεν εξετάζονται στην έρευνα του Πικετί.
Η εστίαση του βιβλίου του Πικετί δεν είναι στα εισοδήματα, αλλά στα περιουσιακά στοιχεία. Το μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν οι πολύ πλούσιοι είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερο στις ΗΠΑ παρά στην Ευρώπη. Το 10% των πολύ πλούσιων Αμερικανών κατέχει το 70% του συνολικού εθνικού πλούτου, με το ανώτατο 1% να κατέχει το 35% του πλούτου. Στην Ευρώπη το πλουσιότερο 10% κατέχει το 60% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, με το 1% των πολύ πλούσιων να κατέχει το 25%. Τα περιουσιακά στοιχεία έχουν ιδιαίτερα σημαντική συμβολή στην παγίωση, και εμμέσως, των σχέσεων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, δεδομένου ότιι οφείλονται πολύ λιγότερο στη δραστηριότητα των ατόμων από τους μισθούς και τα ημερομίσθια , αφού είναι κυρίως κληροδοτημένα. (βλ. Γράφημα 2).
Γράφημα 2: Αξία της συνολικής ιδιωτικής περιουσίας ως % του συνολικού εθνικού πλούτου
Το κεφάλαιο, δηλαδή η αξία των επιχειρήσεων, η ακίνητη περιουσία, τα ομόλογα και τα δάνεια αυξήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες πολύ ταχύτερα από τον συνολικό πλούτο της κοινωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που οι κάτοχοι κεφαλαίου ξεπέρασαν τους απασχολούμενους με μισθό ή ημερομίσθιο καθώς και τα μεσαίας στρώματα της κοινωνίας. Από το τέλος της δεκαετίας του 1970, η φάση της μεγάλης συμπίεσης έφτασε τα όριά της, η οικονομική μεγέθυνση άρχισε να χαλαρώνει, οι φορολογικές ελαφρύνσεις συνέβαλαν στην αύξηση του εισοδήματος από κεφάλαιο και έγινε έκρηξη κερδών, η τελευταία και εξ αιτίας της επέκτασης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή οι πλούσιοι έχουν υψηλότερες αποδόσεις  από το κεφάλαιό τους σε σύγκριση με τους μικρούς αποταμιευτές, αλλά πολύ περισσότερο επειδή τα περιουσιακά στοιχεία κληροδοτούνται σε ένα  μειούμενο αριθμό παιδιών. [5]
Ο Πικετί, στη μελέτη του, επικεντρώνεται στην ανάπτυξη από την πλευρά του κεφαλαίου. Αλλά, όπως συμβαίνει και με άλλους ερευνητές των σχέσεων ανισότητας, δεν ξεφεύγει από την προσοχή του ότι οι ρίζες της επιδείνωσης της ανισότητας βρίσκονται σε ένα συνδυασμό των εισοδημάτων από κεφάλαιο και των εισοδημάτων από εργασία. Αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι στην κορυφή της κοινωνίας το εισόδημα από κεφάλαιο είναι υψηλότερο από τα εισοδήματα από μισθούς και ημερομίσθια, καθώς και από μπόνους.[6]

Ιδιοποίηση του κοινωνικού πλούτου από το ανώτατο 0,1% της κοινωνίας [7]
Όλοι συμφωνούν με την άποψη ότι η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται ραγδαία από τη δεκαετία του 1980, ενώ κατά την ίδια περίοδο η συγκέντρωση του πλούτου παρουσίασε μια μάλλον μέτρια αύξηση. Όμως,  ο ισχυρισμός ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι ένα φαινόμενο που αφορά μόνο το εισόδημα από την εργασία είναι αστήρικτος. Επίσης δεν έχει εξηγηθεί γιατί στις ΗΠΑ η μικρή ομάδα αυτών που έχουν πολύ υψηλά εισοδήματα ( 0,01% του συνόλου) κατάφεραν, στις τελευταίες δύο δεκαετίες, να κατέχουν ένα εξαιρετικά υψηλό μερίδιο του συνολικού πλούτου (βλ. Γράφημα 3).

Γράφημα 3: Εσωτερική διαφοροποίηση στο ανώτατο 1%
Ο Πικετί τονίζει τους ιδιαίτερους λόγους για τους οποίους η οικονομική ελίτ (το ανώτατο 10%) είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την επιδείνωση της κοινωνικής ανισότητας ειδικά στις ΗΠΑ. Οι Σαέζ και Τσούκμαν, που ανέπτυξαν περαιτέρω αυτήν την ερευνητική προσέγγιση, φτάνουν στο σημείο να συνοψίζουν τα αποτελέσματα λέγοντας ότι υπεύθυνο για την απότομη αύξηση της ανισότητας είναι κυρίως αυτοί που ανήκουν στο 0,01% του ανώτατου στρώματος με τα πολύ υψηλά εισοδήματα (σταθερές εισοδηματικές απαιτήσεις). Για το λόγο αυτό, η απάντηση στο ερώτημα για τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από αυτή η μετατόπιση της κατανομής στο εσωτερικό του εισοδήματος από εργασία είναι ακόμα περισσότερο επείγουσα.
Η άλλη όψη αυτής της ανόδου μιας μικρής ομάδας στο εσωτερικό των οικονομικών ελίτ δηλαδή η εκ μέρους τους ιδιοποίηση ενός δυσανάλογα μεγάλου μεριδίου του κοινωνικού πλούτου είναι η κοινωνική παρακμή της μεγάλης πλειοψηφίας. Βέβαια, υπάρχει επίσης η ανάγκη διαφοροποίησης και εντός του 90% -ειδικότερα αυτό αφορά στη δυναμική της επισφάλειας των εργαζομένων με μισθό και ημερομίσθιο και των φτωχών εργαζόμενων, καθώς και την πίεση στα κοινωνικά μεσοστρώματα. Η μετατόπιση του ποσοστού αποταμίευσης αυτής της πλειοψηφίας-στην πραγματικότητα, μιας διαδικασία που είχε κάνει την εμφάνισή της και πριν τη μεγάλη κρίση παρουσιάστηκε με μια εμφανή πτώση της αποταμίευσης (αρνητική αποταμίευση), είναι μια ισχυρή ένδειξη των μετατοπίσεων στις σχέσεις κατανομής στις ΗΠΑ.
Από τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις ΗΠΑ ποτέ δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο αυτό που υπάρχει σήμερα.  Η αύξηση του μεριδίου της ανώτερης ελίτ στον κοινωνικό πλούτο συμβαδίζει με τη μείωση του αντίστοιχου μεριδίου της μεγάλης πλειοψηφίας. Η χειροτέρευση της εισοδηματικής και περιουσιακής κατάστασης της πλειοψηφίας αντανακλάται στο γεγονός ότι το 85% αυτών των ενήλικων αμερικανών, που αυτοαποκαλούνται μεσαία τάξη, έχουν την άποψη ότι αυτοί που ανήκουν στις μεσαίες τάξεις δυσκολεύονται πολύ σήμερα να διατηρήσουν το επίπεδο ζωής που είχαν πριν από δέκα χρόνια. Το 62% όσων έχουν αυτή την άποψη θεωρούν ότι την ευθύνη φέρει το Κογκρέσο, το 54% οι τράπεζες και οι οργανισμοί του χρηματοπιστωτιικού συστήματος, το 38% ο ανταγωνισμός από το εξωτερικό και το 34% η διοίκηση Ομπάμα. Μόνο το 8% λέει ότι φταίνε οι ίδιες οι μεσαίες τάξεις.

Ο καπιταλισμός και οι χρηματοπιστωτικές αγορές
Η αύξηση της κοινωνική ανισότητας και η συναφής «εξαφάνιση της μεσαίας τάξης» (Krugman) δεν αφορά, φυσικά, μόνο τις ΗΠΑ. Αντίθετα, με την αρχή να γίνεται εκτός των ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1970, ο «κοινωνικά ρυθμιζόμενος καπιταλισμός» αντικαταστάθηκε σταδιακά από την κοινωνία των ιδιοκτητών στην οποία κυριαρχούν οι κάτοχοι περιουσιακών στοιχείων. Το σύστημα του ρυθμιζόμενου καπιταλισμού, το οποίο παρουσίαζε διαφοροποιήσεις ανάλογα με εθνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες, είχε ως αντανάκλασή του τη διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων και της κοινωνικής ιδιοκτησίας (διανεμητικά ασφαλιστικά συστήματα), χωρίς ταυτόχρονα να αναστέλλει την καπιταλιστική δυναμική της των διαδικασιών συσσώρευσης και κατανομής.
Το κύριο χαρακτηριστικό της συσσώρευσης κεφαλαίου στο οποίο κυρίαρχη θέση έχουν οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι η αύξηση της κοινωνικής πόλωσης– που επηρεάζει τόσο τα εισοδήματα όσο και τα περιουσιακά στοιχεία. Αυτή η τάση έχει πια σταθεροποιηθεί, όπως δείχνουν τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ για την κατάσταση των εισοδημάτων κατά την περίοδο 2007 ως 2011. «Το μερίδιο του υψηλότερου 1% των συνολικών προ φόρων εισοδημάτων αυξήθηκε στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ κατά τις περασμένες τρείς δεκαετίες, ειδικά σε μερικές αγγλόφωνες χώρες, στις σκανδιναβικές χώρες (όπου ξεκίνησε από πολύ χαμηλά επίπεδα), αλλά και στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες. Σήμερα το μερίδιο αυτό κυμαίνεται από 7% στη Δανία και την Ολλανδία μέχρι περίπου 20% στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συγκεκριμένη αύξηση είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το ανώτατο 1% κατέκτησε ένα δυσανάλογα μεγάλο μερίδιο της συνολικής αύξησης του εισοδήματος κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες: στον Καναδά ήταν 37%, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε μέχρι και στο 47%. Αυτό εξηγεί γιατί η πλειοψηφία του  πληθυσμού δεν μπορεί να συνδέσει την αύξηση του συνόλου των εισοδημάτων με το ύψος των δικών τους εισοδημάτων. Ταυτόχρονα, οι φορολογικές μεταρρυθμίσεις σε σχεδόν όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ μείωσαν τους φορολογικούς συντελεστές του ατομικού εισοδήματος, καθώς και άλλους φορολογικούς συντελεστές που επηρεάζουν τους κατόχους υψηλών εισοδημάτων.  Η κρίση διέκοψε προσωρινά αυτές τις τάσεις -αλλά δεν αντέστρεψε την προηγούμενη αύξηση των υψηλών εισοδημάτων. Σε μερικές χώρες, τα ανώτατα εισοδήματα αποκαταστάθηκαν σε μεγάλο βαθμό μετά το 2010 (OECD 2014, βλ. Γράφημα 4)
Γράφημα 4: Αυξήσεις εισοδήματος του ανώτατου 1% εις βάρος του 90% (1975-2007)
Οι πιεζόμενες «μεσαίες τάξεις», τα «μεσοστρώματα» ή οι «μεσαίοι» είναι το επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης μετά την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού που πυροδότησε ο καπιταλισμός των χρηματοπιστωτικών αγορών. Αυτές οι τάξεις ορίζονται από το επίπεδο του εισοδήματός τους, τα προσόντα τους και την κοινωνική τους θέση στις εργασίες τους. Οι «μεσαίοι» μπορεί να προσδιοριστούν από «τρία βασικά χαρακτηριστικά:  επαρκές εισόδημα, ειδική εκπαίδευση ή επαγγελματική δεξιότητα και υπεροχή στην αγορά εργασίας έναντι αυτών που έχουν χαμηλή ειδίκευση και ασκούν χειρονακτική εργασία» (Bertelsmann-Foundation 2012: 48). Μια πιο κοντινή ματιά στους «μεσαίους» που ορίζεται κατά τον προαναφερθέντα τρόπο δείχνει, όμως, ότι σ’ αυτήν την ομάδα συσσωρεύονται ομάδες προσώπων που είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: υπάρχουν, μεταξύ άλλων, ειδικευμένοι εργάτες στις καπιταλιστικές βιομηχανίες, υπάλληλοι του δημόσιου τομέα, αυτοαπασχολούμενοι καθώς και μη εργαζόμενοι (αποχωρήσαντες από την αγορά εργασίας, συνταξιούχοι), που υπόκεινται σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες εργασίας και ζωής οι οποίες εξαρτώνται από τη θέση τους στην κοινωνική διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής. [8]
Ούτε οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των δεκαετιών 1980 και 1990, ούτε οι πολιτικές του «Νέου Κέντρου» κατάφερα να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους να σταθεροποιήσουν την κατάσταση των «μεσαίων» δίνοντας κίνητρα στην ιδιοκτησία ή απογυμνώνοντας τους μισθούς και τα ημερομίσθια από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Οι συνέπειες ήταν να αυξηθεί η απόσταση απέναντι στο πολιτικό σύστημα ακόμα και των «μεσαίων», με αποτέλεσμα την περαιτέρω διάβρωση των πρώην λαϊκών κομμάτων.
Η αποσταθεροποίηση των «μεσαίων» και η κρίση της πολιτικής εκπροσώπησης δεν αμφισβητούνται ακόμα και από τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Ταυτόχρονα, μέρη αυτής της ελίτ ισχυρίζονται-σε αντίθεση προς όλες τις αναπτυξιακές τάσεις που βασίζονται σε εμπειρικά δεδομένα-ότι τα συρρικνούμενα μεσαία στρώματα και η εισοδηματική πόλωση είναι μύθος και ο πανικός για την κατάσταση των «μεσαίων» είναι αβάσιμος.
Ταυτόχρονα, λαμβάνεται υπόψη αυτή η διαδικασία χειροτέρευσης της κατάστασης των «μεσαίων» και εφαρμόζεται μια ευρεία αλλαγή παραδείγματος που θα μπορούσε να περιγραφεί ως απομάκρυνση από την αρχή ότι οι «μεσαίοι» είναι η βάση της αστικής πολιτικής. «Παρά ταύτα, παραμένει το ερώτημα αν τα μεσαία στρώματα μπορούν να κρατήσουν ενωμένη μια σύγχρονη και σύνθετη οικονομία όπως η δική μας και, συνεπώς, πόσο σημαντική είναι η ύπαρξη μεγάλων μεσαίων στρωμάτων. Σε τελευταία ανάλυση, έχει αποδειχθεί ότι η σταθερότητα μιας κοινωνίας και η κοινωνική ειρήνη δεν βασίζονται στα μεγάλα μεσαία στρώματα, αλλά μπορούν να επιτευχθούν με μια αύξηση των ευκαιριών της κοινωνικής κινητικότητας» (Enste et al 2011: 15)
Μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια πειστική πολιτική σύλληψη που να σταθεροποιεί το κοινωνικά «μεσαίο» απέναντι στον «μύθο των μεσαίων τάξεων».

Literature
Atkinson, Anthony B./Piketty, Thomas/Saez, Emmanuel (2011), Top Incomes in the Long Run of History, Journal of Economic Literature, 49 (1), pp. 3-71.
Bertelsmannstiftung (2012): Burckhard, Christoph/Grabka, Markus M./Groh-Samberg, Olaf/Lott, Yvonne/Mau, Steffen: Mittelschicht unter Druck, Gütersloh.
Bischoff, Joachim u.a. (1982): Jenseits der Klassen? Gesellschaft und Staat im Spätkapitalismus, Hamburg.
Castel, Robert/Dörre, Klaus (eds.) (2009): Prekariat, Abstieg, Ausgrenzung, Frankfurt a.M.
Deutsche Bundesbank (2013): Vermögen und Finanzen privater Haushalte in Deutschland: Ergebnisse der Bundesbankstudie, Monatsbericht Juni.
Enste, Dominik H./Erdmann, Vera/Kleineberg, Tatjana (2011): Mythen über die Mittelschicht, Roman Herzog Institut, Information Nr. 9.
Kopczuk, Wojciech/Saez, Emmanuel/Song, Jae (2010), Earnings Inequality and Mobility in the United States: Evidence from Social Security Data since 1937, Quarterly Journal of Economics, 125 (1), pp. 91-128.
Krugman, Paul (2011): Infusion für die Wirtschaft statt Aderlass, in: Frankfurter Rundschau 26.9.
Krugman, Paul (2014): Thomas Piketty oder die Vermessung der Ungleichheit, in: Blätter für deutsche und Internationale Politik, Issue 6, 2014.
Leigh, Andrew (2007): How Closely Do Top Income Shares Track Other Measures of Inequality? The Economic Journal.
Müller, Bernhard (2013): Erosion der gesellschaftlichen Mitte. Mythen über die Mittelschicht - Zerklüftung der Lohnarbeit - Prekarisierung & Armut - Abstiegsängste, Hamburg.
Noll, Heinz-Herbert/Weick, Stefan (2011): Schichtzugehörigkeit nicht nur vom Einkommen bestimmt. Analysen zur subjektiven Schichteinstufung in Deutschland, in: Informationsdienst Soziale Indikatoren, Ausgabe 45, Februar; quoted in: Böckler Impuls 6/2011, In den Köpfen hat die Mittelschicht Bestand, pp. 6f.
OECD (2013a): Crisis squeezes income and puts pressure on inequality and poverty. New Results from the OECD Income Distribution Database.
OECD (2013b): Krise steigert Ungleichheit und Armutsrisiko in OECD Ländern - Deutschland und Österreich im Vergleich positiv, press release 15 May, www.oecd.org/berlin/presse/einkommen-verteilung-ungleichheit.htm.
OECD (2014): FOCUS on Top Incomes and Taxation in OECD Countries: Was the crisis a game changer?, May 2014.
Piketty, Thomas (2014): Capital in the 21st Century, Harvard University Press.
Saez, Emmanuel (2013): Striking it Richer: The Evolution of Top Incomes in the United States (updated with 2012 preliminary estimates).

Notes
[1] Ο Κρις Τζάϊλς (Chris Giles), δημοσιογράφος των Financial Times (FT), κατηγόρησε τον Πικετί ότι κάνει πλαστούς υπολογισμούς. Ο Πικετί παραδέχεται ότι οι πηγές για την ανισότητα πλούτου είναι πολύ λιγότερο συστηματικές από εκείνες για την εισοδηματική ανισότητα. Όμως, οι διορθώσεις που προτείνουν οι FT είναι «στο μεγαλύτερο μέρος τους σχετικά μικρές, και δεν επηρεάζουν τις μακροχρόνιες εξελίξεις και τη γενικότερη ανάλυσή μου». Ταυτόχρονα, και αυτές βασίζονται σε μεθοδολογικές επιλογές που είναι «αρκετά συζητήσιμες». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πηγές δεδομένων μπορούν να βελτιωθούν, αλλά παρ’ όλα αυτά τα ουσιώδη συμπεράσματα είναι αναμφισβήτητα. Για περισσότερο από δέκα χρόνια, ο Πικετί, υποστηριζόμενος από τους συναδέλφους του Άντονι Άτκινσον (Οξφόρδη) και Εμανυέλ Σάεζ (Μπέρκλεϊ) ερευνούσε ιστορικά φορολογικά αρχεία και τροφοδοτούσε τον υπολογιστή του με οικονομικά στοιχεία είκοσι χωρών.
[2] όπως δείχνει το παράδειγμα της Γερμανίας και τα CD με τους φοροφυγάδες, η πρακτική της φοροδιαφυγής είναι ακόμα πολύ διαδεδομένη μεταξύ των επιχειρήσεων και τους κατόχους περιουσιακών στοιχείων asset owners. Υπ’ αυτήν την έννοια, τα φορολογικά στοιχεία μάλλον δίνουν έμφαση στην ανισότητα. Δεν έχει ακόμα μελετηθεί αν η φορολογία λειτουργεί καλύτερα στις άλλες χώρες.
[3] Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα συνέκρινε τους συνολικούς ισολογισμούς περιουσιακών στοιχείων έρευνας ιδιωτικών προϋπολογισμών. Σύμφωνα με τα ευρήματα, «η κάλυψη των περιουσιακών στοιχείων από τα ιδιωτικά νοικοκυριά μπορεί να θεωρηθεί καλή. Τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του τομέα των ιδιωτικών νοικοκυριών καλύπτεται, σ’ αυτήν την έρευνα σε ποσοστό 90% (German Federal Bank 2013). Τα στοιχεία αυτής της έρευνας ιδιωτικών προϋπολογισμών υποεκτιμούν την πραγματική περιουσία. Η διαφορά μπορεί να οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στο γεγονός ότι «τα πολύ πλούσια γερμανικά νοικοκυριά δεν εκπροσωπούνται στο δείγμα. Αυτό επιδρά κατ’ αρχήν στις τιμές της διαμέσου» (Ibid. p. 28). βλ. επίσης:Joachim Bischoff/Bernhard MüllerEuropameister in sozialer Ungleichheit. Vermögensverteilung in Deutschland, στο περιοδικό Sozialismus 7-8/2013, pp. 36ff.
[4] Κοινωνικοί επιστήμονες όπως ο Στρέεκ μιλούν για το «τέλος του δημοκρατικού καπιταλισμού». Από την οπτική πολιτικών κατανομής  αυτή η συνταγή περιέχει μια ετυμηγορία για τον καπιταλισμό του 20ουαιώνα. Ο Πικετί το εκφράζει αυτό με τα εξής λόγια: «Μην κάνετε λάθος: ο βασικός δομικός μετασχηματισμός της κατανομής του πλούτου στις ανεπτυγμένες χώρες κατά τον εικοστό αιώνα ήταν η αύξηση της πραγματικής “πατρογονικής (ή εύπορης) μεσαίας τάξης”. (Piketty 2014: 260)
[5] Από την ίδια τη φύση τους, τα εισοδήματα από ιδιοκτησία ή την κατοχή κεφαλαίου είναι «εισοδήματα χωρίς απόδοση». Ο Πικετί λέει με σαφήνεια ότι «είναι επίσης σημαντικό ότι οι λέξεις “πρόσοδος” και “προσοδούχος“ (“ραντιέρης “) είχαν πολύ υποτιμητικές συνδηλώσεις τον εικοστό αιώνα. Σ’ αυτό το βιβλίο, χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις με την αρχική περιγραφική τους έννοια για να δηλώσω τις ετήσιες προσόδους που παράγονται από ένα περιουσιακό στοιχείο  και τα άτομα που ζουν από αυτές τις προσόδους». (Piketty2014: 422)  
[6] Είμαστε αντιμέτωποι με διπλή οριοθέτηση. Η αξία των «περιουσιακών στοιχείων» αυξάνεται, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα εισοδήματα που προέρχονται από αυτά. Επίσης, αυξάνουν υπερβολικά οι διαφοροποιήσεις των εισοδημάτων που προέρχονται από την εργασία. Οι μισθοί των ευπόρων (τόσο αυτών που ανήκουν στο ανώτερο 10% όσο και εκείνων του ανώτατου 0,01%) έχουν εκτιναχθεί τα τελευταία χρόνια. Από την άποψη των πολιτικών κατανομής, υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος: η ρύθμιση των μισθών και των εισοδημάτων από εργασία και η φορολόγηση των περιουσιακών στοιχείων και των εισοδημάτων από περιουσιακά στοιχεία. 
[7] βλ.: Emmanuel Saez (UC Berkeley), Gabriel Zucman (LSE and UC Berkeley), The Distribution of US Wealth, Capital Income and Returns since 1913, Μάρτιος 2014.
[8] Ο ορισμός της οικονομικής ανατομίας των τάξεων στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικής οικονομίες που βασίζεται στην κριτική της πολιτικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι ένα σημαντικό έργο που η σοσιαλιστική Αριστερά πρέπει να αναλάβει στο μέλλον μολονότι η πραγματοποίησή του απαιτεί ικανούς πόρους τόσο από πλευράς χρόνου όσο και χρήματος. (βλ. Bischoff et al. 1982).

Το αρχικό κείμενο στα γερμανικά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σοιαλισμός (Sozialismus)
Από το transform