Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Από το 1973 στο μνημόνιο



                                                                        Του Ολύμπιου Δαφέρμου
    
Να ναι η απόσταση του χρόνου (38 χρόνια); Να ναι ο ορίζοντας που πλησιάζει; Να ναι οι εποχές που μαραίνονται; Όλο και περισσότερο μου φαίνεται ποιητική εκείνη η εποχή. Και τότε ποιητικά ένιωθα. Με μια διαφορά. Τότε (τη) ζούσα, σήμερα (την) αναστορούμαι.

Από τη μία οι κωμικοί δικτάτορες. Από την άλλη ή, σε σύγχυση, ηττημένη πολιτική ηγεσία. Και το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα να πορεύεται, ανασκευάζοντας δοκιμασμένες πρακτικές, καταργώντας βεβαιότητες, εκπλήσσοντας τους παραδοσιακούς, αυτοεκπλησσόμενο και το ίδιο. Και οι χωροφύλακες να ψάχνουν τα κρυφά δίκτυα της ανομίας. Και τέτοια να μη βρίσκουν.

Το κίνημα αυτοδιαμορφώνεται μέσα από τη δράση του. Δίχως πολλές θεωρητικές συζητήσεις και αναλύσεις, εισβάλλει στα δημόσια πράγματα από το πουθενά. Πιστεύει πως από μόνο του μπορεί να αλλάξει τα πράγματα και πλημμυρίζει με ευτυχία και χαρά τους συμμετέχοντες. Είναι πράγματι ευτυχής συγκυρία να συμμετέχεις σε ένα αυτόνομο κίνημα χωρίς καθοδηγητές και οπαδούς που το καθορίζει η ανιδιοτέλεια, η αντίσταση και η αξιοπρέπεια. Ένα κίνημα με βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο, που έδειχνε νάναι χειραφετημένο.
 Με τη δράση του προκάλεσε ιστορικά γεγονότα και αναδείχθηκε ως ο μοναδικός υπολογίσιμος αντίπαλος των ανόητων συνταγματαρχών. Γεμάτο συναισθήματα, γεμάτο συγκινήσεις, ονείρατα και ελπίδες.
Περάσαμε καλά. Η ψυχή μας ήταν γεμάτη. Λέγαμε δημοκρατία και ελευθερία και συγκλονιζόμασταν. Λέγαμε σοσιαλισμός και απογειωνόμασταν.
Όπως όλα τα αυθόρμητα κινήματα λίγη σχέση είχε με τον ορθολογισμό. Και αναλύσεις προσπαθούσαμε να κάνουμε και τακτικές να καταστρώσουμε. Λίγα από αυτά λειτούργησαν. Το αισθητήριο, το όνειρο, η ελπίδα, η ομορφιά του κινδύνου και η χαρά της δράσης πήγαιναν μπροστά. Είμαστε εμείς, με απόλυτη αυτοπεποίθηση, και απέναντι  οι κακοί. Ως προς αυτό εύκολα τα πράγματα. Γιατί υπήρχε και η εμμονή των παραδοσιακών σε παλιές δοκιμασμένες πρακτικές που όμως μόλις είχαν αποτύχει.
Το κίνημα τολμά ίσαμε εκεί που φτάνει ώσπου μένει μόνο του. Πίσω του η αμηχανία.
Η πείρα δεν είδε και δεν άκουσε. Ήξερε όμως να περιμένει.
Η έκρηξη ήρθε ως νομοτέλεια. Και η ένδεια της σοφίας των εξουσιών αναδύθηκε. Το κίνημα εξαντλήθηκε. Κενό εξουσίας. Κενό αντίστασης. Κενό αμφισβήτησης...
Κατάρρευση του ολοκληρωτισμού. Η ελευθερία. Η ελευθερία των αρχηγών. Το ανολοκλήρωτο φοιτητικό κίνημα κομμάτια και θρύψαλα.
Η δημοκρατία των πολιτικών υποκειμένων περιορίζεται στην αυτοσύσκεψη των αρχηγών. Σε όποιον αρέσει. Οι υπόλοιποι στο σπίτι τους. Πολλοί από το ρηξικέλευθο κίνημα πειθάρχησαν. Δρόσισαν κυρίως τα δύο κόμματα της αριστεράς. Οργανώθηκαν στις δομές του παρελθόντος. Τίποτα παραπάνω. Οι παραδοσιακοί οδηγητές πορεύονται με γραμμική συνέπεια. Ως να μη μεσολάβησε τίποτα. Κρατούν την εξουσία ως το τέλος. Ώσπου το περιθώριο τους κατάπιε.

Στήνεται ο μύθος του Πολυτεχνείου. Από τη μία οι ενοχές της ελληνικής κοινωνίας, από την άλλη η προσπάθεια των μη δεξιών πολιτικών δυνάμεων να σφετεριστούν το γεγονός οδήγησε στη μυθοποίηση του. Ανακρίβειες και υπερβολές από πρόσωπα και κόμματα καλύπτουν την ουσία των πραγμάτων. Καμιά πολιτική δύναμη και κανείς φιλόδοξος δεν επιδιώκει να διερευνηθούν τα αίτια που προκάλεσαν το Πολυτεχνείο, να αναλυθεί ο χαρακτήρας του και οι κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις που προκάλεσε. Ο συντηρητισμός των μηχανισμών αμύνεται απέναντι σε ένα γεγονός που βρίσκεται εκτός της πολιτικής του λογικής. Έτσι οι νέες γενιές θαυμάζουν το μύθο δίχως να κατανοούν τα γεγονότα. Τι πιο συντηρητικό;
Το πολυτεχνείο παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις και απομακρύνεται από τους νέους, κυρίως, ανθρώπους. Οι προηγούμενες και οι επόμενες γενιές αδυνατούν να το ανταγωνιστούν. Αν και ελάχιστοι της γενιάς αναλαμβάνουν πολιτικά αξιώματα (υπάρχει σχετική έρευνα) διεγείρονται τα αντανακλαστικά. Οι ψίθυροι, ακόμη και λογοτεχνικοί, χρεώνουν στη γενιά την πολιτική και κοινωνική παρακμή. Άσχημος και ζηλότυπος τρόπος να μειωθεί η συνεισφορά κάποιων ανθρώπων που αν μη τι άλλο, έκαναν το καθήκον τους κάτω από σκληρές συνθήκες και στη συντριπτική τους πλειονότητα ιδιώτευσαν στην μεταπολίτευση. Δεν θα μπορούσαν εξάλλου να κάνουν κι αλλιώς . Η μεταπολιτευτική πολιτική ζωή χαρακτηρίζεται από ωμό ρεαλισμό, όσον αφορά τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις. Πώς λοιπόν να συνυπάρξει το όνειρο και ο ρομαντισμός με την πεζότητα, τη σκοπιμότητα και τη φιλοδοξία; Ελάχιστοι της γενιάς εκμεταλλεύτηκαν τη συμμετοχή τους στο κίνημα για πολιτική ανέλιξη και ακόμη λιγότεροι συνεισέφεραν στο στήσιμο του μύθου.

Στην μεταπολίτευση η πολιτική κυριαρχείται από δύο προσωπικότητες με την αριστερά στη γωνία. Όλη, σχεδόν, η χώρα μοιράζεται στα δύο και οπαδοποιείται. Η μοίρα μας  στα χέρια τους. Ποια συμμετοχή; Σιγά αλλά σταθερά οι πολίτες μετατρέπονται σε ιδιώτες και η κοινωνία εισέρχεται στον αστερισμό της αφασίας.
Η ευτελής κινούμενη εικόνα. Τα γυαλιστερά προϊόντα. Η αναζήτηση της ηδονής. Η απουσία του μέλλοντος.
Η πολιτική εξουσία στους κληρονόμους. Όπως τότε, στη φεουδαρχία.
Η πολιτική σε κρίση. Ευτελείς ατάκες, προσβολές, επικοινωνιακά τεχνάσματα, απουσία θέσεων, ηθικής και ευθύνης. Ανάλγητοι εξουσιαστές καλύπτουν τις ανομίες τους. Η κρίση χορεύει. Συμπαρασύρει την αμφισβήτηση. Εκτραχύνει την αντίσταση. Αντιδράσεις άμορφες, συγκεχυμένες, αντικοινωνικές, πολλές φορές ,αδυνατούν να αναπτερώσουν την ελπίδα. Ο ωμός ρεαλισμός του ιδιώτη πορεύεται κυρίαρχος και καταπίνει το μέλλον.
Και το πολυτεχνείο γιορτάζεται δίχως να παραδειγματίζει. Το περίβλημα αναγορεύεται σε ουσία. Οι ψυχές άδειες, δίχως αξίες, ιδανικά και ελπίδες τσαλαβουτούν στον καταναλωτισμό και αυτοκαταναλώνονται.
Και ήρθε ο Δεκέμβρης, βίαιος, άναρχος και απελπισμένος για να απορρίψει όχι μόνο το σαθρό πολιτικό σύστημα, αλλά συλλήβδην την κοινωνία των ενηλίκων. Ίσαμε σήμερα δεν φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτό ότι τα παιδιά μας, το μέλλον αυτού του τόπου, μας διαγράφουν χωρίς να μπορούν ακόμα να γράφουν. Τι προοιωνίζεται το μέλλον;

Ιούλιος 2009

Τι προοιωνίζεται το μέλλον; Μετά την παρένθεση του νοικοκύρη, που τα άφησε ανοικοκύρευτα, το χάος των κληρονόμων. Με μοναδικό προσόν το όνομά τους ανέλαβαν τη χώρα και την πτώχευσαν! Από το «άστο γι’ αργότερα» έως «η ελληνική κοινωνία είναι διεφθαρμένη» σε διεθνή συνάντηση, αποδεικνύουν τη μικρότητα και την ανεπάρκεια των ανθρώπων αυτών και το μέγεθος της πολιτικής κρίσης που τους ανέδειξε στο ύπατο πολιτικό αξίωμα.
Ο πρώτος, ο ανιψιός, ανεύθυνος, άβουλος και πολιτικά ανόητος, μετέτρεψε την κυβέρνησή του, σχεδόν αποκλειστικά, σε μηχανισμό εξυπηρέτησης της πολιτικής πελατείας, αφήνοντας χώρο για πελώρια οικονομικά σκάνδαλα.
Ο πρώτος, ο ανιψιός, τα παράτησε μεσοστρατίς όταν διαπίστωσε ότι το δημιούργημά του κατέρρεε.
Ο δεύτερος, ο υιός, ατάλαντος, δίχως οντότητα και προσωπικότητα. Άλογα φιλόδοξος και πολιτικά αφελής παραδίδει τη χώρα, με διθυράμβους και δίχως περίσκεψη, στο ΔΝΤ –αν και το είχε εξορκίσει- και τη διεθνή ελίτ, επίλεκτο μέλος της οποίας θεωρεί πως είναι, για τα του λύσουν τα προβλήματα!!! Πολιτική ανοησία.
 Βυθίζει τη χώρα στη μιζέρια, στο φόβο, στην αβεβαιότητα, εφαρμόζοντας, παράλογα, ένα πρόχειρο πρόγραμμα ακραίας λιτότητας. Άλλα έλεγε προεκλογικά και άλλα έκανε, ενώ γνώριζε… Κανένας σεβασμός στη δημοκρατία.
 Η χώρα καλείται να ξεχρεώσει, ενώ τα μέτρα μειώνουν τον παραγόμενο πλούτο της! Παραλογισμός.
Ανεργία, φτώχεια, αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων, ύφεση, πληθωρισμός, αναποτελεσματικά μέτρα επί μέτρων, δίχως μέτρο, κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, αδιέξοδο. Και ο κυβερνήτης πορεύεται καμαρώνοντας για την αναμόρφωση (;) της χώρας.
Η διεθνής ελίτ συζητά και αποφασίζει για τη χώρα δίχως τη συμμετοχή της εκλεγμένης κυβέρνησης. Ποια δημοκρατία;
Εις πείσμα της ‘σοφίας’ της διεθνούς ελίτ οι συνταγές τους δεν αποδίδουν – ομολογία και του ΔΝΤ.
 Οι αγορές, που έχουν αναγορευτεί ως οι υπέρτατοι διεθνείς κυβερνήτες, τα θέλουν όλα. Δίχως καμία έγνοια για τις κοινωνίες και τις ανάγκες τους και με μοναδικό στόχο τα κέρδη, αφού ξεπουπουλιάσουν μια χώρα την εξαγοράζουν σε τιμή ευκαιρίας.Το έργο έχει ξαναπαιχτεί.
Και η Ευρώπη αμήχανη και σε κρίση, με ηγέτες περίπου αντίστοιχους των γηγενών, πελαγοδρομεί αναποφάσιστη, καθοριζόμενη ακόμα και από τις εκλογές της Κάτω Σαξωνίας.
Στη χώρα μας το άλλο κόμμα εξουσίας καραδοκεί την πτώση της κυβέρνησης για να αρπάξει την εξουσία. Να την κάνει τι; Δίχως νέες ιδέες και σχέδιο θα συνεχίσει τη διαχείριση της τραγωδίας. Αδιέξοδο.
Στην αριστερά το παραδοσιακό κόμμα πορεύεται καθοριζόμενο απολύτως από το υπαρξιακό του άγχος. Καμιά ουσιαστική συμμετοχή στην πολιτική ζωή. Απόν.
Το άλλο κόμμα, το ριζοσπαστικό, ψάχνει τον εαυτό του – θετικό – αλλά δεν τον βρίσκει.
Αυτόνομα κινήματα δεν υπάρχουν. Εκείνο των πλατειών κατάφερε να το διαλύσει ο άλλοτε συνδικαλιστής υπουργός. Το μόνο ίσως πολιτικό του κατόρθωμα.
Ο κόσμος εξοργισμένος και απογοητευμένος εξεγείρεται, κάποιες φορές άλογα και παράξενα απέναντι σε μια πολιτική που αγνοεί επιδεικτικά τα προβλήματα και τις ανάγκες του.
Πολιτική και πολιτικοί απαξιώνονται. Κοινωνικές ομάδες στοχοποιούνται. Πρώην κνίτες τρομοκρατούν υπέρ του μνημονίου – ακόμη και από τις Βρυξέλλες. Παλαιοί αριστεροί - επιτυχημένοι -, κόντρα στη γενική θέληση, στηρίζουν το μνημόνιο. Αποδεχόμενοι το ρόλο των αγορών. Σύγχυση.
Οι αυτοκτονίες αυξάνονται. Οι ψυχικές ασθένειες επίσης. Βουλευτές και υπουργοί προπηλακίζονται. Οι άστεγοι και οι φτωχοί πληθύνονται, παιδιά υποσιτίζονται. Η εγκληματικότητα καλπάζει. Οι άνεργοι ξεπέρασαν τους εργαζόμενους. Οι αδύνατοι εγκαταλείπονται. Η παιδεία συρρικνώνεται. Η υγεία σμικρύνεται. Η πρόνοια αφήνεται. Οι νέοι δεν έχουν μέλλον, ούτε παρόν. Οι άνθρωποι περισσεύουν. Βουλευτές ψηφίζουν ανήθικα μέτρα δακρύζοντας. Αγνοούν το όχι και την αξιοπρέπεια της παραίτησης. Απουσία πολιτικής ηθικής. Κανένα σκάνδαλο δεν κατέληξε στη δικαιοσύνη. Υπουργός μιλά για δημοσιονομική κατοχή και κατόπιν αναλαμβάνει τη διαχείρισή της. Πλήρης αποτυχία του μνημονίου. Αναμενόμενο. Ελεγχόμενη πτώχευση – εξορκισμένη κι αυτή. Πάλι διθύραμβοι. Πορεία δίχως αιδώ. Επικίνδυνη πορεία.
Πριν αλέκτωρ λαλήσει, εξαγγέλλεται τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα με αποκλειστικό στόχο την πολιτική διάσωση του υιού! Προκάλεσε το αντίθετο. Την κατάρρευσή του.
Και τώρα τι; Τρικομματική κυβέρνηση με τους ακροδεξιούς μέσα. Για πρώτη φορά μετά τη χούντα. Κορυφαίο  κατόρθωμα της βρόμικης διαπλοκής (ΜΜΕ-πολιτικών-κεφαλαιούχων), που χρόνια απομυζά τον τόπο ανενόχλητη και  του σοσιαλιστικού (;) κόμματος! Με πρωθυπουργό μέλος της Trilateral Commission – Αυτός πράγματι είναι μέλος της διεθνούς ελίτ. Τι προοιωνίζεται το μέλλον;
Θα έλεγα τίποτα από όσα οραματιστήκαμε, ονειρευτήκαμε, φανταστήκαμε στις άγριες μέρες της δικτατορίας.

Αυλώνας
Νοέμβρης  2011




Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

Το σχολείο κοιτάζει προς τα πίσω Μία ουτοπική πολιτική πρόταση



           

Ολύμπιος  Δαφέρμος













                                                             ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ



Πρόλογος

Ο κόσμος σήμερα
Παγκοσμιοποίηση
Φυσικό περιβάλλον
Αιτιότητα και πολυπλοκότητα
Οργάνωση της εργασίας
Εικόνα
Κρίση πολιτισμού
Μάθηση

Το σχολείο σήμερα

Το σχολείο αύριο
Επίλυση προβλήματος
Θεματικά προγράμματα
Ομαδική μάθηση
Νέες τεχνολογίες
Το σχέδιο εργασίας

Τελειώνοντας

Βιβλιογραφικό σημείωμα

Παράρτημα





































                                                              


                                                      Πρόλογος

Μέσα σε ένα ραγδαία εξελισσόμενο και απρόβλεπτο κόσμο ποιος είναι σε θέση να καθορίσει την αγωγή του νέου ανθρώπου; Ποιος  μπορεί να προβλέψει το μέλλον; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι με αυτή ή την άλλη αγωγή ο νέος θα μπορέσει να πορευτεί δημιουργικά, ανθρώπινα και ειρηνικά στην ενήλικη ζωή του; Γνωρίζει κανείς τις ιδιαιτερότητες και τις επιδιώξεις  κάθε νέου ξεχωριστά; Ποιος επιτρέπεται να αυθαιρετεί και με βάση ποια αναγκαιότητα προσπαθεί να  διαμορφώσει ισοπεδωτικά τις προσωπικότητες των παιδιών; Πόσο δημοκρατική είναι μια τέτοια  επέμβαση;
 Γιατί αυτή η νέα ,η φρέσκια προσωπικότητα πρέπει να στριμωχθεί στις δικές μας συμβατικότητες ,στις δικές μας βεβαιότητες και ανασφάλειες; Γιατί να μη μπορεί να ανθίσει με το δικό της τρόπο; Να υπερβεί την υπάρχουσα πραγματικότητα ,ποιητικά, δημιουργώντας το δικό της κόσμο;
Οι νέοι άνθρωποι κομίζουν τη νέα σκέψη ,τη νέα νοοτροπία, το νέο βλέμμα χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν. Γιατί θα πρέπει να προσαρμοστούν στο δικό μας παρελθόν; Γιατί να μην του δοθεί η δυνατότητα να πορευτούν με τα δικά τους όνειρα ,με τις δικές τους ιδέες, με τους δικούς τους πειραματισμούς;
Αυτές και άλλες πολλές ερωτήσεις θα μπορούσε να θέσει κάποιος κάθε φορά που επιχειρείται μεταρρύθμιση στην ελληνική εκπαίδευση. Κάθε φορά που ένας μαθητευόμενος μάγος, χωρίς έρευνες και μελέτες, χωρίς πειραματισμό και στοχασμό, επιχειρεί να «σώσει» την ελληνική νεολαία βυθίζοντας την εκπαίδευση, για άλλη μια φορά , στο τέλμα.
Ακόμη και όταν επιτύχει μια μεταρρύθμιση (κατά τύχη;), όπως έγινε με την περίπτωση του ΕΠΛ, η ίδια η πολιτεία ,στη συγκεκριμένη περίπτωση το ίδιο κόμμα, φροντίζει να την καταργήσει δίχως αιτιολογία .
Τα ιδεολογήματα, οι προσωπικές στρατηγικές και οι μικροκομματικές σκοπιμότητες έχουν και εδώ τον πρώτο λόγο.
Ισχυρίζονται κάποιοι ότι δεν ενδιαφέρεται η ελληνική κοινωνία για την εκπαίδευση, γιατί έχει λύσει το πρόβλημα με τα φροντιστήρια και τα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Επομένως και η πολιτεία δεν αναγκάζεται να σκύψει με σοβαρότητα στο πρόβλημα. Ίσως γιαυτό ,σχεδόν ποτέ, δεν γίνεται συζήτηση για τους σκοπούς της εκπαίδευσης, για τις θεωρίες μάθησης που εναρμονίζονται με τις απαιτήσεις των καιρών, αν αυτές οι τελευταίες μπορούν και όσο μπορούν να ανιχνευτούν.
Συνήθως ο διάλογος ,αν γίνει, αναλώνεται στα τεχνικά ζητήματα, τα οποία ,έτσι ή αλλιώς ,έχουν δευτερεύουσα σημασία
Αυτό το κείμενο-πρόταση φιλοδοξεί να συμβάλει σε ένα άλλου τύπου διάλογο, ο οποίος θα εστιαστεί στα θεμελιώδη και ουσιαστικά ζητήματα της εκπαίδευσης.

Ευχαριστίες
 Ευχαριστώ τους φίλους Ν. Χριστοδουλάκη, Γ.Φιτσανάκη, Σ. Γαβριηλίδη, Β. Τσιλίκα για τον κόπο που έκαναν να διαβάσουν το κείμενο και για τις εύστοχες παρατηρήσεις που διατύπωσαν.
Ιδιαίτερα θέλω να ευχαριστήσω το φίλο Στέλιο Μπαμπά για την εξονυχιστική και σε βάθος εξέταση του κειμένου και γενικότερα του όλου ζητήματος, για τις πολύτιμες συζητήσεις που είχαμε μαζί και για τις τελικές του παρατηρήσεις, μερικές από τις οποίες  περιέχονται αυτούσιες στο κείμενο.
Ευχαριστώ επίσης και τη σύντροφο μου Χαρά που με την ιδιαίτερη της ματιά εντόπισε αρκετές αδυναμίες του κειμένου.



                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                              
Ο κόσμος σήμερα


Η εκπαίδευση καλείται, κάθε φορά, να προετοιμάσει το νέο άνθρωπο για τη μετέπειτα ζωή του. Αυτό γίνεται σύμφωνα με τις επικρατούσες αξίες, αντιλήψεις, τρόπους σκέψης και ιδεολογίες. Η εκπαίδευση κοινωνικοποιεί τον άνθρωπο με ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να ικανοποιεί τις ατομικές, τις κοινωνικές και οικονομικές του ανάγκες χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στη λειτουργία του κοινωνικού σχηματισμού.
Κύριο, λοιπόν, μέλημα της εκπαίδευσης, πέρα από την κατάκτηση της γνώσης, είναι η συμμόρφωση των νέων ανθρώπων στα κοινωνικά δεδομένα.  Μ’ αυτό τον τρόπο θεωρείται ότι εξασφαλίζεται η υπακοή, η πειθαρχία και η ομαλή ένταξη στο εργασιακό γίγνεσθαι, όπως έχει οργανωθεί. Το είδος αυτό της εκπαίδευσης αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων, γιατί υπάρχουν και κάποια λίγα, τα οποία προσφέρουν άλλου είδους εκπαίδευση, προετοιμάζοντας την αυριανή κοινωνική και πολιτική ελίτ.
Σήμερα, όμως, με αυτό τον τρόπο πρέπει να λειτουργούν τα σχολεία;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει πρώτα να περιγράψουμε, έστω σε γενικές γραμμές, τα κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής κοινωνίας σε μια προοπτική σύνδεσης της με το είδος της εκπαίδευσης που θα μπορούσε να προετοιμάζει το νέο άνθρωπο για την ενήλικη ζωή του.
 Από τη δεκαετία του ’70 οι κοινωνίες της ανεπτυγμένης Δύσης έχουν μπει σε μια όλο και επιταχυνόμενη κίνηση και αλλαγή.
Η έκρηξη των γνώσεων και η χρήση των νέων τεχνολογιών, κυρίως εκείνων της πληροφορίας ,της επικοινωνίας και του αυτοματισμού, σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας, διαμορφώνουν ένα ρευστό και μεταβαλλόμενο τοπίο που περιλαμβάνει το εργασιακό, το επιστημονικό ,το κοινωνικό το οικονομικό και το ατομικό γίγνεσθαι. Ταυτόχρονα η κατάρρευση των Σοβιετικών καθεστώτων και η πλήρης επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού διαμορφώνουν μια νέα διεθνή πραγματικότητα, ιδιαίτερα σύνθετη και πολυδιάστατη,  στους κόλπους της οποίας συντελούνται  ριζικές ανατροπές με κύριο στόχο τη μεγιστοποίηση των κερδών των μεγάλων διεθνικών επιχειρήσεων. Παράλληλα διευρύνεται η ανισοκατανομή του πλούτου, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και μεταξύ των ανθρώπων της ίδιας χώρας .Στο χώρο των επιστημών υποχωρεί η αιτιότητα προς όφελος της πολυπλοκότητας και των συστημικών προσεγγίσεων. Έτσι που αρχίζουν να είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των επιστημών. Γεγονός που δεν μπορεί παρά να έχει επιπτώσεις και στο πως οργανώνεται και λειτουργεί η εκπαίδευση. Για την τελευταία, οι νέες θεωρίες μάθησης ανατρέπουν πλήρως την κατεστημένη λογική, προτείνοντας ριζικά διαφορετικούς τρόπους μάθησης εκείνου της απομνημόνευσης και του φορμαλισμού.

Παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα σύνθετο φαινόμενο που δημιουργεί ένα νέο τοπίο στην πολιτική ,την κοινωνία, την οικονομία, τον πολιτισμό ,την τεχνολογία και επιπλέον έχει οικολογικές διαστάσεις.
Η κατανόηση της παγκοσμιοποίησης- με τα θετικά και τα αρνητικά της σημεία- και οι συνέπειες που έχει στην  πολιτική  και την οικονομία των κρατών και στη ζωή των ανθρώπων είναι μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Πυρήνας της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης , όπως εξελίσσονται σήμερα τα πράγματα , είναι η πλήρης  απελευθέρωση των αγορών (ανεμπόδιστη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων) που προωθούν οι διεθνείς οργανισμοί (Δ.Ν.Τ, Δ.Τ, Π.Ο.Ε  κ.α), οι διεθνικές επιχειρήσεις και τα ισχυρά κράτη με επικεφαλής τις Η.Π.Α. Για την πλειοψηφία των κρατών δημιουργούνται ασφυκτικά πλαίσια άσκησης της πολιτικής τους.
Πόσο ελεύθερα είναι τα κράτη, σε κάθε τομέα , να ασκήσουν την πολιτική τους χωρίς να λάβουν υπόψη τους τη διεθνή αγορά και αυτά που επιτάσσει ; Πόσο η  αγορά γίνεται κινητήρια δύναμη περισσότερο από τη θέληση των κρατών και τις ενώσεις τους;
Η πολιτική των ελεύθερων αγορών πώς επηρεάζει τις αδύνατες χώρες και τις χώρες του τρίτου κόσμου; Πώς επηρεάζει τα λαϊκά στρώματα στις ανεπτυγμένες χώρες; H μεγιστοποίηση του κέρδους, για τις υπερμεγέθεις διεθνικές επιχειρήσεις  πόσο αποδιοργανώνει το κράτος πρόνοιας; Πόσο μεγιστοποιεί τις ανισότητες μεταξύ εχόντων και μη εχόντων;  Πόσο καταδικάζει τα κράτη του τρίτου κόσμου σε μια στασιμότητα αν όχι σε μια οπισθοδρόμηση;
Η πολιτική των ελεύθερων αγορών και της μεγιστοποίησης του κέρδους είχε ως επακόλουθο και στήριγμα  την ιδεολογία του καταναλωτισμού. Ο κάθε πολίτης , στην καθημερινότητά του, προσλαμβάνει πλήθος μηνυμάτων που τον ωθούν στην κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών πέρα από τις πραγματικές του ανάγκες. Διαμορφώνοντας έτσι μια συνείδηση: « καταναλώνω άρα υπάρχω».
Ποιές οι επιπτώσεις από αυτή την προπαγάνδα στις σημερινές κοινωνίες; Ποιά η σχέση της ιδεολογίας αυτής με τις στάσεις , αντιλήψεις, αξίες που διαμορφώνουν ένα άλλο νόημα για τη ζωή, το  οποίο περιέχει τον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία και ειρήνη, το σεβασμό στη διαφορετικότητα, τη στήριξη των αδύνατων, την οικολογική ισορροπία  κα;    Πόσο επικίνδυνος είναι ο καταναλωτισμός για την οικολογική ισορροπία του πλανήτη;
Πέρα από τις αγορές, που περιορίζουν την αυτονομία των κρατών,  υπάρχουν και άλλοι παράγοντες , οι οποίοι επηρεάζουν την πολιτική τους:
Τα μέσα επικοινωνίας και το διαδίκτυο μεταδίδουν πολύμορφα και από διαφορετικές οπτικές γωνίες πολιτικές αποφάσεις , γεγονότα και ειδήσεις σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας έτσι ένα σύνθετο τοπίο πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών και κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Πλήθος ζητημάτων όπως περιβαλλοντικά ζητήματα, η διάδοση των ναρκωτικών , το AIDS, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η διεθνής βία , το οργανωμένο έγκλημα όλο και περισσότερο απαιτούν την διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπισή τους.
Οι διεθνείς οργανισμοί, οι διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα κράτη, οι υπερεθνικές ενότητες και οι διεθνικές επιχειρήσεις δημιουργούν ένα σύνθετο ‘πλέγμα’, όπου οι αποφάσεις του ενός επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις αποφάσεις των άλλων.
Η εσωτερική πολιτική των κρατών, στο μεγαλύτερό της μέρος, έχει και διεθνείς διαστάσεις, με την έννοια ότι επηρεάζεται από τη διεθνή πολιτική, αλλά  και την  επηρεάζει .
Η μετανάστευση τείνει να καταστήσει, αν δεν τα έχει ήδη καταστήσει, όλα τα κράτη πολυπολιτισμικά. Έτσι η κατανόηση του άλλου, η αλληλεγγύη και  η συνεργασία , καθίστανται αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίλυση των διαφόρων προβλημάτων που προκύπτουν .
Πολιτιστικά προϊόντα και υποπροϊόντα ταξιδεύουν ανεμπόδιστα σ’ όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα εκείνα των Η.Π.Α. Επιβάλλεται η Αγγλική γλώσσα, εξαφανίζονται εθνικές γλώσσες, συνήθειες, έθιμα ολόκληροι πολιτισμοί, διαμορφώνονται διαφορετικές αξίες, στάσεις ,αντιλήψεις.
Μια ιδιόμορφη πολυμορφία με στοιχεία  μίμησης του πολιτισμού των Η.Π.Α κατακλύζει τον  κόσμο.
Η ιδεολογία του καταναλωτισμού και η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού δημιουργεί ένα ιδιόμορφο και δύσκολο κοινωνικό τοπίο για πολιτικές  παρεμβάσεις αντίστασης που στοχεύουν σε ένα άλλο πολιτισμό με βάση την ισότητα, την αλληλεγγύη, την κοινωνική δικαιοσύνη, την ουσιαστική δημοκρατία, την πραγματική ελευθερία και το σεβασμό του φυσικού περιβάλλοντος.
Κάθε πολίτης είναι ταυτόχρονα πολίτης ενός έθνους – κράτους και ολόκληρου του κόσμου.
Ποιά εφόδια χρειάζονται για να ασκήσει τα δημοκρατικά του δικαιώματα ;
Μπορεί η πολυπολιτισμικότητα , που βιώνει στη καθημερινότητά του να τον βοηθήσει να κατανοήσει γεγονότα, αντιλήψεις και καταστάσεις που  προέρχονται από άλλους πολιτισμούς, από άλλους ανθρώπους , πολύ διαφορετικούς από εκείνον ;
Η δημοκρατία ακυρώνεται με το να αποφασίζουν σε διεθνές επίπεδο οι
διεθνείς οργανισμοί, οι διεθνικές  επιχειρήσεις και οι Η.Π.Α. Δημιουργείται έτσι ένα τοπίο όπου ο πολίτης αισθάνεται ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα στη παγκόσμια διάστασή τους.
Επί πλέον, αυτή η διεθνής πολιτική επιχειρεί να τα αλλάξει όλα αλλά δεν υπόσχεται τίποτα για τους πολλούς, τους αδύνατους, τα λαϊκά στρώματα. Αντίθετα απορυθμίζεται η εργασία και το κράτος πρόνοιας.  Το αποτέλεσμα  είναι να κατακλύζεται ο   πληθυσμός από ένα αίσθημα  ανασφάλειας.
Όπως αναφέρει ο Θ.Γιαλκέτσης, κάνοντας αναφορά στον Μπάουμαν  η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζουν τις κοινωνίες του καιρού μας είναι οι κυριότερες πηγές των πιο  τρομερών και ανυπόφορων φόβων μας. .Νιώθουμε ανασφαλείς γιατί η σημερινή ‘αρνητική παγκοσμιοποίηση’ ξηλώνει το προστατευτικό δίκτυο του κράτους  πρόνοιας και των κοινωνικών δικαιωμάτων και αφήνει έκθετη την κοινωνία στην απληστία της αγοράς .Η παγκόσμια αδικία φέρνει και την παγκόσμια ανομία και αταξία. Στο εσωτερικό των κοινωνιών, ο νέος ατομισμός διαλύει τους κοινωνικούς  δεσμούς και οδηγεί στο μαρασμό της αλληλεγγύης. Έτσι όμως οι κίνδυνοι τους οποίους φοβούμαστε, υπερβαίνουν κατά πολύ την ικανότητα μας για δράση. Νιώθουμε επομένως ότι έχουμε χάσει τον έλεγχο των υποθέσεων των κοινωνιών μας, όπως χάσαμε και τον έλεγχο της τύχης του πλανήτη. Αυτό το αίσθημα αδυναμίας τροφοδοτεί, με τη σειρά του, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα για το μέλλον. Η ίδια η ζωή μας τείνει να γίνει διαρκής κατάσταση συναγερμού και οι ανθρώπινες σχέσεις  μια ανεξάντλητη πηγή άγχους. Καθένας μας φαίνεται να είναι επικίνδυνος για τον άλλο ,σε κοινωνίες στις οποίες οι άνθρωποι αποκλείουν άλλους ανθρώπους. Η ασφάλεια που χρειαζόμαστε, για να ελέγξουμε και να τιθασεύσουμε τους φόβους μας, προϋποθέτει τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη.          
Αντίπαλο δέος στην ιδεολογία της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του καταναλωτισμού δεν υπάρχει ώστε να δίνει κάποιες ελπίδες στους ανθρώπους . Έτσι βλέπουμε να αναβιώνουν ο εθνικισμός και οι «θρησκευτισμοί» ως μια προσπάθεια επιστροφής στη «μήτρα», στο οικείο, στο γνωστό, στο μικρό και άρα επηρεαζόμενο από τον καθένα, στην ασφάλεια.
Η παράλογη βία της Αλ Κάϊντα, η διάδοση των ναρκωτικών, το διεθνές έγκλημα κ.ά. επιβάλλουν την ένταση των συνοριακών ελέγχων, γεγονός που δρα αντίθετα με τη τάση της παγκοσμιοποίησης που θέλει τη σταδιακή κατάργηση των συνοριακών ελέγχων.
Το τοπίο έτσι γίνεται ακόμη πιο σύνθετο και δύσκολο στην κατανόησή του.
Ένας πολίτης σήμερα για να τοποθετηθεί υπεύθυνα και σοβαρά απέναντι στο διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι, πέρα από τη γνώση της συγκυρίας, θα πρέπει να έχει απαντήσει και στα παρακάτω ερωτήματα:
Ποιά είναι η φυσιογνωμία της παγκοσμιοποίησης, πώς προέκυψε, πού στοχεύει, ποιές  δυνάμεις την προωθούν και για ποιούς λόγους;
Ποιές οι επιπτώσεις της στην πολιτική των κρατών και στη ζωή των ανθρώπων;
Τι επιπτώσεις έχει στη λειτουργία της δημοκρατίας, πώς επηρεάζει την πολιτική, την οικονομία , το περιβάλλον κ.ά (M. Steger).
Πως μπορεί η εκπαίδευση να προετοιμάσει τον αυριανό πολίτη ώστε  να μπορεί και να κατανοήσει τη σύνθετη πραγματικότητα και ενεργά να ασκήσει τα δημοκρατικά του καθήκοντα και δικαιώματα;
Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα   το σχολείο λειτουργεί μακριά  από το κοινωνικό γίγνεσθαι και παρέχει μια στενή γενική παιδεία. Δεν προσεγγίζει ολιστικά και κριτικά σύνθετες καταστάσεις, αλλά τεμαχίζει τη γνώση και εξακολουθεί να λειτουργεί εθνοκεντρικά λες και βρίσκεται το έθνος - κράτος στα πρώτα στάδια  της συγκρότησής του. Διδάσκει απόλυτες αλήθειες και η αμφισβήτηση δεν έχει θέση στη μάθηση. Αγνοεί την πολυπολιτισμικότητα και δεν χρησιμοποιεί τον πλούτο της, προς όφελος των μαθητών. Δεν προετοιμάζει τον αυριανό πολίτη να αντιμετωπίσει και να κατανοήσει τη σύνθετη  παγκόσμια και τοπική πραγματικότητα.
Για να μπορέσει να προετοιμάσει σοβαρά τον αυριανό πολίτη πρέπει να αλλάξει θεμελιακά τον τρόπο λειτουργίας του και την μαθησιακή διαδικασία.
Σήμερα μπορούμε να οργανώσουμε έτσι τη μάθηση  ώστε τα παιδιά να προσεγγίζουν σύνθετες καταστάσεις και να διαμορφώνουν προσωπικές στάσεις απέναντι στα  ζητήματα που διερευνούν και εξετάζουν, όπως θα δούμε αναλυτικά παρακάτω.
Ταυτόχρονα η διεύρυνση της γενικής παιδείας με ζητήματα που αφορούν το ρόλο και την εξέλιξη της τεχνολογίας, την ενέργεια, τα οικοσυστήματα, την οικονομική διάσταση των ανθρωπίνων ενεργειών και τη παγκόσμια ιστορία και πολιτική μπορεί να βοηθήσει το νέο άνθρωπο να δει τις διαστάσεις  και την συνθετότητα των πραγμάτων.
                                  



                                                                                                                                                                               



Το φυσικό περιβάλλον


Στις μέρες μας, περισσότερο παρά ποτέ, τίθεται σε πρώτη προτεραιότητα η διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος. Ήδη οι πρώτες επιπτώσεις από το φαινόμενο του θερμοκηπίου γίνονται αισθητές. Η αντιμετώπιση αυτής της απειλής έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την ιδεολογία του καταναλωτισμού και την αύξηση των κερδών των διεθνικών επιχειρήσεων.
Η υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Γης, για την αύξηση των κερδών και την ικανοποίηση τεχνιτών, εν πολλοίς, αναγκών του δυτικού πληθυσμού, δείχνει να μην έχει όρια. Η περαιτέρω ανάπτυξη των ήδη ανεπτυγμένων χωρών και των πολυπληθών Κίνας και Ινδίας οδηγεί στα όρια της την επιβίωση πάνω στη Γη. Το όλο ζήτημα είναι, βέβαια, αρμοδιότητας του Ο.Η.Ε, των διεθνών οργανισμών και των κρατών. Είναι όμως ταυτόχρονα και ζήτημα του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η στάση των κοινωνιών, απέναντι στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος είναι καίριας σημασίας. Όχι μόνο για τις όποιες πρωτοβουλίες αναλάβουν οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες και για τη στάση που θα κρατήσουν απέναντι  σ΄ ένα από τα πάνω επιβαλλόμενο καταστροφικό καταναλωτισμό, αλλά και για την πίεση που θα ασκήσουν πάνω στις πανίσχυρες διεθνικές επιχειρήσεις, στους διεθνείς οργανισμούς και στα ισχυρά κράτη, έτσι ώστε να αλλάξει πλεύση η ανθρωπότητα- αλλαγή σκέψης, ζωής, αξιών, μοντέλου ανάπτυξης και πολιτισμού - και να διατηρηθεί η ζωή στον πλανήτη.
Η ενεργή αυτή στάση απέναντι στο οικολογικό πρόβλημα προϋποθέτει πολίτες καλά ενημερωμένους και ευαισθητοποιημένους. Είναι προφανές ότι η εκπαίδευση δεν μπορεί να αγνοήσει το όλο πρόβλημα. Αντίθετα η οικολογία οφείλει να γίνει μια από τις κεντρικές διαστάσεις. της παιδευτικής λειτουργίας.  




Αιτιότητα και πολυπλοκότητα

“ Κατά τον 16° και 17° αιώνα διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι ο κόσμος είναι σαν μια τεράστια μηχανή. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στις επαναστατικές μεταβολές που σημειώθηκαν στο χώρο της φυσικής και της αστρονομίας χάρη στα επιτεύγματα του Κοπέρνικου, του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα. Η επιστήμη του 17ου αιώνα βασίστηκε στη μαθηματική περιγραφή της φύσης και στην αναλυτική μέθοδο του Καρτέσιου (Fr. Capra)”
Η θέση αυτή ότι ο κόσμος είναι μια τεράστια μηχανή που αποτελείται από  “εξαρτήματα” οδήγησε:
α) στην αντίληψη ότι κάθε σύνθετη πραγματικότητα ή φαινόμενο μπορεί να αναλυθεί στα μέρη που το αποτελούν και μετά να μελετηθούν οι ιδιότητες των μερών αυτών. Μ’ αυτό τον τρόπο θεωρήθηκε ότι κατανοούμε πλήρως το σύνθετο φαινόμενο. Η λογική αυτή του τεμαχισμού οδήγησε στις ξεχωριστές επιστήμες και στον τεμαχισμό της γνώσης σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα, όπως διδάσκονται, ακόμη και σήμερα, στο σχολείο.
β) στη διατύπωση μαθηματικών νόμων που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα, οι οποίοι είναι αντικειμενικοί και ανεξάρτητοι από τον παρατηρητή, τη μέθοδο και τη θεωρία με βάση τις οποίες τους προσεγγίζει. Αυτή η αντίληψη είχε ως αποτέλεσμα στην εκπαίδευση, να έχουμε την απαίτηση όλοι οι μαθητές να μαθαίνουν, να αντιλαμβάνονται, να προσεγγίζουν τη γνώση με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από τις προηγούμενες γνώσεις τους, τα πιστεύω τους, τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους. Η γνώση θεωρήθηκε ως κάτι το αντικειμενικό, το αληθινό, το αμετάβλητο, που όφειλαν όλοι να σέβονται και οι μαθητές να το κατακτούν και να το απομνημονεύουν.
γ) στον περιορισμό της ελευθερίας και της αυτονομίας του ατόμου, αφού, έτσι ή αλλιώς, η πραγματικότητα είναι αμετάβλητη και ανεξάρτητη από τον παρατηρητή
δ) στη μηχανιστική-αιτιοκρατική θεώρηση των πραγμάτων- αν γνωρίζουμε τα αίτια και τους νόμους που διέπουν το φαινόμενο μπορούμε να προβλέψουμε το αποτέλεσμα. Η θεώρηση αυτή είχε μεγάλες επιτυχίες σε μια σειρά φυσικών φαινομένων (όχι σε όλα) και στις τεχνικές εφαρμογές. Συνακόλουθο αυτής της επιτυχίας ήταν, η μέθοδος αυτή να επηρεάσει όλες τις επιστήμες, ακόμη και τις κοινωνικές. Έτσι διαμορφώθηκε η αντίληψη ότι και τα κοινωνικά φαινόμενα υπακούουν σε “σκληρούς” νόμους, τους οποίους αφού ανακαλύψουμε, θα μπορούμε να προβλέψουμε τις κοινωνικές εξελίξεις. Ακόμα και οι ζωντανοί οργανισμοί θεωρήθηκαν μηχανές και πως οι βιολογικές λειτουργίες τους μπορούν να εξηγηθούν με μηχανικό τρόπο.
Η αμφισβήτηση της καθολικής ισχύος της αιτιότητας και της μηχανιστικής αντίληψης για τον κόσμο ήρθε από τη νεότερη φυσική του 20ου αιώνα .
Οι έρευνες στην υποατομική φυσική έδειξαν ότι ο κόσμος, πέρα από ένα σημείο, είναι αδιαίρετος. Οι ιδιότητες ενός υποατομικού σωματιδίου δεν μπορούν να εξεταστούν μεμονωμένα, αλλά σε σχέση με τις αλληλεπιδράσεις και τις αλληλοσυσχετίσεις του. “ ο κόσμος εμφανίζεται σαν ένα πολύπλοκο δίκτυο συμβάντων, όπου διασυνδέσεις πολλών ειδών εναλλάσσονται, αλληλεπικαλύπτονται, συνδυάζονται και τελικά καθορίζουν την υφή του κόσμου (Χάϊζεμπεργκ)”. Επομένως και η διάσπαση της γνώσης, σε διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, ως απόρροια της μηχανιστικής αντίληψης του κόσμου, δεν προσφέρεται για την ολιστική προσέγγιση της σύνθετης πραγματικότητας, η ερμηνεία  και η προσέγγιση της οποίας απαιτεί συνδυασμό γνώσεων από διαφορετικές επιστήμες.
“ Η κβαντική μηχανική δεν προβλέπει για ένα πείραμα ένα μοναδικά καθορισμένο αποτέλεσμα, αλλά έναν αριθμό διαφορετικών πιθανών αποτελεσμάτων και μας πληροφορεί για το πόσο πιθανό είναι το καθένα τους. Η θεωρία αυτή  λοιπόν εισάγει στην επιστήμη ένα αναπόφευκτο στοιχείο αδυναμίας πρόβλεψης . Εισάγει τον παράγοντα της τύχης. Το βασικό χαρακτηριστικό της κβαντικής θεωρίας είναι η αβεβαιότητα. Επιτρέπει την εμφάνιση αποτελεσμάτων χωρίς αιτίες. Συμβάντα χωρίς  αιτίες, σωματίδια-φαντάσματα, πραγματικότητες που προκύπτουν μόνο με την παρατήρηση, (…). Η κβαντομηχανική κάνει ασαφή τη διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Ανάμεσα στο αίτιο και το αποτέλεσμα. Ανάμεσα στον παρατηρητή και το παρατηρούμενο σωματίδιο.  Το ένα επηρεάζει το άλλο. Εισάγει λοιπόν στις απόψεις μας για τον κόσμο ένα ισχυρό ολιστικό στοιχείο. Δύο σωματίδια, που απέχουν αρκετά το ένα από το άλλο, πρέπει να θεωρούνται ενιαίο σύστημα, γιατί αλληλοεπηρεάζονται κατά ένα απροσδόκητο και ανεξήγητο τρόπο (Χρ. Γεωργούσης) ”.
Ταυτόχρονα η θεωρία της σχετικότητας έδειξε ότι ο χρόνος και ο χώρος δεν είναι έννοιες απόλυτες άλλα σχετικές και σχετίζονται με τον παρατηρητή και τις μεθόδους παρατήρησης.
Εφ’ όσον το παρατηρούμενο φαινόμενο δεν είναι ανεξάρτητο από τον παρατηρητή, δεν είναι ανεξάρτητο από τις μεθόδους παρατήρησης και τις αξίες του παρατηρητή δεν ισχύει η αντίληψη ότι ο κόσμος  είναι σκληρά αντικειμενικός  και μπορούμε όλοι να τον προσεγγίσουμε με τον ίδιο τρόπο. Η θεώρηση αυτή του κόσμου βγάζει από τη θέση του απλού παρατηρητή τον άνθρωπο μιας αμετάβλητης πραγματικότητας, όπως την θεωρεί η κλασική φυσική, και ενισχύει την ελευθερία και την αυτονομία του, εφ’ όσον του δίνει τη δυνατότητα της επιλογής και της απόφασης.
Η περίφημη εξίσωση του Αϊνστάιν (Ε=mc²) έδειξε επίσης ότι η μάζα, η ύλη, δεν είναι σταθερή, όπως δέχεται η κλασική φυσική, αλλά μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια και η ενέργεια σε ύλη. Επί πλέον οι έρευνες, τόσο για το σύμπαν όσο και για τα πετρώματα της γης έδειξαν ότι και τα δύο είναι “προϊόντα”  εξελικτικών διαδικασιών. Με συνέπεια η επιστημονική σκέψη να οδηγηθεί στην εξέταση της εξέλιξης της αλλαγής και της ανάπτυξης των παρατηρούμενων πραγμάτων και φαινομένων.
Οι επιστημονικές αυτές εξελίξεις οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η επιστήμη δεν μπορεί ποτέ να αναλύσει και να περιγράψει πλήρως την πραγματικότητα. Κάνει διαδοχικές προσεγγίσεις στην κατανόηση του κόσμου με βάση τις θεωρίες και τις μεθόδους που κάθε φορά επινοεί. Τόσο οι μέθοδοι, όσο και οι θεωρίες υστερούν πάντα της πολύπλοκης και πολυσύνθετης πραγματικότητας. Γι΄ αυτό και εξελίσσονται συνεχώς τόσο οι θεωρίες των θετικών επιστημών όσο και εκείνες των κοινωνικών επιστημών.

Σήμερα, όλο και περισσότερο, για την εξέταση των σύνθετων και πολύπλοκων φαινομένων, όπως είναι και τα κοινωνικά φαινόμενα, δεν χρησιμοποιείται η αιτιότητα γιατί δεν μπορεί  να τα προσεγγίσει ικανοποιητικά. Τα φαινόμενα δείχνουν να μην υπακούουν  στην αιτιότητα. Αντίθετα χαρακτηρίζονται, στην εξέταση τους, από την τυχαιότητα, την αταξία, την ασάφεια, την αβεβαιότητα και την πιθανότητα. Ταυτόχρονα εμπεριέχουν  νόμους, δομές και κανόνες χωρίς καθολική ισχύ. Επομένως δεν ψάχνουμε πια για την απόλυτη αλήθεια αλλά για το ορθόν με βάση τη θεωρία και τη μέθοδο που κάθε φορά χρησιμοποιούμε.

Για την ερμηνευτική προσέγγιση αυτών των σύνθετων φαινομένων χρησιμοποιούνται η θεωρία της πολυπλοκότητας και η συστημική θεωρία. Έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε τις σχέσεις και τις αλληλοεξαρτήσεις μεταξύ των μερών ενός όλου και τη λειτουργία και τη συμπεριφορά του όλου. Ο τρόπος αυτός εξέτασης απαιτεί συνδυασμό γνώσεων από διαφορετικές επιστήμες, τα όρια των οποίων γίνονται όλο και περισσότερο ασαφή. Επομένως και στο σχολείο για τη θεματική ή διαθεματική προσέγγιση της γνώσης, για τη σφαιρική προσέγγιση θεμάτων, ζητημάτων ή φαινομένων απαιτείται συνδυασμός γνώσεων από διαφορετικά γνωστικά πεδία. Η ολιστική αυτή προσέγγιση, όπως θα δούμε, προσδίδει νόημα στη μαθησιακή προσπάθεια και κάνει κατανοητή τη λειτουργία του κόσμου.



Η οργάνωση της εργασίας

Η μηχανιστική λογική αξιοποιήθηκε και στην παραγωγική διαδικασία. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Τέυλορ επινόησε την επιστημονική διοίκηση της εργασίας, η οποία βασίστηκε στην ανάλυση της εργασίας στα συστατικά της μέρη. Κάθε επί μέρους εργασία τεμαχίστηκε στις στοιχειώδεις κινήσεις που την αποτελούσαν. Η εργασία απλοποιήθηκε. Κάθε εργάτης σε ελάχιστο χρόνο εξειδικεύεται εκτελώντας επαναλαμβανόμενες τυποποιημένες κινήσεις. Η ρουτίνα στη παραγωγική διαδικασία αντικατέστησε τη δημιουργική ομαδική εργασία της προτεϋλορικής περιόδου. Η εργασία τώρα δεν απαιτεί από τον εργάτη παρά μόνο τις μηχανικές ικανότητες του σώματός του.. Δεν  χρειάζεται να διαθέτει γνώμη, πρωτοβουλία , δημιουργικότητα κ.α  Δεν χρειάζεται να συνεργάζεται, η εργασία του είναι μοναχική. Δεν έχει την ευθύνη της εργασίας του. Το όλο παραγωγικό σύστημα βασίζεται στην αυστηρή ιεραρχία, στον έλεγχο, στην υπακοή και την πειθαρχία. Ο εργάτης είναι ένα εκτελεστικό όργανο. Ο διαχωρισμός  διανοητικής  και χειρωνακτικής εργασίας είναι πλήρης στη βιομηχανική παραγωγή. Οι μηχανικοί αποφασίζουν και οι εργάτες εκτελούν .Ο τρόπος αυτός οργάνωσης της εργασίας οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας με αποτέλεσμα να επηρεάσει την εργασία και στις υπηρεσίες .Κάποιοι μελετητές  ισχυρίζονται ότι και το σχολείο οργανώθηκε ανάλογα, έτσι ώστε να προετοιμάζει τους μαθητές του να ενταχθούν ομαλά στο εργασιακό γίγνεσθαι.
 Το σχολείο, όπως το γνωρίζουμε, βασίζεται επίσης στην υπακοή, στην πειθαρχία και στην εκτέλεση των εργασιών που καθορίζουν οι εκπαιδευτικοί. Δεν απαιτείται από το μαθητή η ανάπτυξη πρωτοβουλίας, η έκφραση ελεύθερης γνώμης, η συνεργασία., η κριτική σκέψη κ.α. Η σχέση αυτή του σχολείου  με την οργάνωση της εργασίας βασίζεται στη λογική ότι κάθε κοινωνικός σχηματισμός οργανώνει τους θεσμούς που τον υπηρετούν. Στον καπιταλισμό η παραγωγή και η οικονομία έχουν πρωτεύοντα ρόλο, επομένως το σχολείο οργανώθηκε έτσι ώστε να υπηρετήσει την οικονομική  ανάπτυξη του συστήματος.
Αυτός ο τρόπος οργάνωσης της εργασίας , που τελειοποιήθηκε από το Φορντ, ήταν κυρίαρχος έως τη δεκαετία του 1970. Μετά  στις βιομηχανίες αιχμής , αρχικά, και για λόγους κοινωνικούς , οικονομικούς και τεχνολογικούς άλλαξαν ριζικά τα πράγματα .Στη θέση του μοναχικού εργάτη – εκτελεστικού οργάνου μπήκε η ημιαυτόνομη πολυεπιδέξια  και πολυειδικευμένη ομάδα εργασίας , η οποία όχι μόνο παράγει προϊόντα, αλλά έχει και την ευθύνη της εργασίας της .Παίρνει πρωτοβουλίες και καινοτομεί σε προϊόντα και μεθόδους. Διαθέτει αισθητική αντίληψη και δημιουργικότητα. Συντηρεί τα μηχανήματα και αντιμετωπίζει τα προκύπτοντα προβλήματα. Στα πλαίσια της ομάδας ενθαρρύνεται η έκφραση διαφορετικής γνώμης. Η ομάδα οφείλει να διαθέτει , επίσης , ευελιξία ώστε να προσαρμόζεται εύκολα στις αλλαγές, είτε αυτές αφορούν τα προϊόντα είτε την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία και της μεθόδους παραγωγής. Το κλίμα που επικρατεί στην ομάδα ευνοεί την υποκίνηση της δημιουργικότητας, την ανάπτυξη της φαντασίας και την έμπνευση. Είναι ευνόητο ότι για την ομαλή εξέλιξη της εργασίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση η πολύ καλή συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο, χρώμα , εθνικότητα ή θρησκεία. Η ομάδα συνήθως αναλαμβάνει την εκτέλεση ολοκληρωμένων έργων. Δεν είναι δηλαδή τεμαχισμένη η εργασία όπως στο Τεϋλορικό εργοστάσιο. Ως στόχος τίθεται η πλήρης αξιοποίηση των πνευματικών, αισθητικών και χειρωνακτικών ικανοτήτων των εργαζομένων έτσι ώστε να επιτυγχάνεται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στη βάση του εργασιακού γίγνεσθαι.
 Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται από τους προϊσταμένους της ομάδας αλλά από την ίδια την ομάδα, καθιστώντας την έτσι ένα ημιαυτόνομο κύτταρο εργασίας, που για την επιτυχή έκβαση των προσπαθειών της πρέπει , εκτός των εξειδικεύσεων που διαθέτουν τα μέλη της, να έχουν ανεπτυγμένες και τις κοινωνικές δεξιότητες. Δίχως τις τελευταίες η εργασία είναι αδύνατη στα πλαίσια αυτής της ομάδας. Είναι προφανές ότι ακόμη και το σημερινό σχολείο δεν καλλιεργεί, δεν αναπτύσσει τις κοινωνικές δεξιότητες. Αντίθετα εξακολουθεί να προετοιμάζει τους μαθητές του για την Τεϋλορική οργάνωση της εργασίας σαν να μην έχουν συμβεί οι συγκλονιστικές αυτές μεταβολές.





Η εικόνα

Συστατικό στοιχείο και βάση του πολιτισμού μας τους τελευταίους αιώνες ήταν, και είναι ακόμη, ο έντυπος λόγος, ο γραπτός λόγος. Εκπαίδευση, διοίκηση, δικαιοσύνη, δημοσιογραφία και όλα τα οργανωμένα κοινωνικά σύνολα βασίστηκαν και βασίζονται στον γραπτό λόγο.
Τις τελευταίες δεκαετίες βρισκόμαστε μπροστά στην επέλαση της εικόνας. Η χρήση της από την τηλεόραση, και όχι μόνο, δημιουργεί μια νέα κατάσταση καθώς η προσέγγιση της πραγματικότητας για τη μεγάλη πλειοψηφία γίνεται μέσω επιλεγμένων εικόνων. Η γοητεία και η αμεσότητα  της εικόνας, εκ των πραγμάτων, θέτει στο περιθώριο την ανάλυση, τη σύγκριση, την ιστορικότητα των γεγονότων. Ταυτόχρονα η αποσπασματικότητα και το μεγάλο πλήθος των πληροφοριών που παρέχεται δεν επιτρέπει στους ανθρώπους- δεν είναι εξ’ άλλου εκπαιδευμένοι γι αυτό- να τις αξιοποιήσουν και να τις αναλύσουν ώστε να καταλήξουν σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Συνεπώς μπερδεύεται η πληροφορία με τη γνώση. Η πληροφορία, από μόνη της, η οποία είναι ένα απομονωμένο κομμάτι γνώσης, δεν επιτρέπει να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα, να λύσουμε προβλήματα, να διατυπώσουμε τεκμηριωμένες απόψεις.
Ο καταιγισμός και η ποικιλία των πληροφοριών, χωρίς να διαθέτουμε τη δυνατότητα και το χρόνο να τις επεξεργαστούμε δημιουργούν εκ των πραγμάτων ένα φράγμα προς τη γνώση, η οποία απαιτεί διανοητική κόπωση, λογική, πειθαρχία, χρόνο και επαλήθευση.
Η  πλειονότητα των πληροφοριών, που εκπέμπονται από την τηλεόραση μέσω εικόνων , προσλαμβάνεται με τις αισθήσεις μας. Ο πολιτισμός μας όμως και οι γνώσεις μας βασίστηκαν στις αφηρημένες λέξεις, στις έννοιες, οι οποίες δεν μπορούν να αποδοθούν με εικόνες (Τζ. Σαρτόρι).- π.χ. δημοκρατία, ηθική, δικαιοσύνη, ελευθερία κ.τ.λ. –και απαιτούν διανοητική εργασία για να τις κατανοήσουμε ,χωρίς βέβαια να τις βλέπουμε, αφού δεν είναι ορατές.
“Η τηλεόραση παράγει εικόνες και καταργεί τις έννοιες  και έτσι η ικανότητα μας για διανοητική αφαίρεση ατροφεί και μαζί ατροφεί και η ικανότητα μας για κατανόηση (Τζ. Σαρτόρι).”
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ανθρωπολογική μεταβολή. Περνάμε από τον άνθρωπο της γραπτής κουλτούρας σε εκείνο της εικόνας γιατί όλα πια περνούν μέσα από τη τηλεόραση επηρεάζοντας τις γνώσεις, τα συναισθήματα, τα νοήματα, τους ρυθμούς και τα περιεχόμενα της καθημερινότητας (Ντ. Ζολό)
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν, όπως ο Μποντριγιάρ, ότι ζούμε μέσα στην υπερπραγματικότητα των προσομοιώσεων, όπου εικόνες, θεάματα (…) αντικαθιστούν τις έννοιες. Έτσι επηρεάζονται και διαμορφώνονται σοβαρά οι συνειδήσεις των ανθρώπων.
Οι εκπομπές της τηλεόρασης προβάλλουν, πολλές φορές, ένα κόσμο συναρπαστικό, λαμπερό, απίθανο, ο οποίος σε σύγκριση με την πεζή καθημερινότητα του τηλεθεατή παίρνει διαστάσεις οράματος και ονείρου με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα πλασματικό νόημα που απέχει από την πραγματικότητα. Η πρόσληψη της πραγματικότητας γίνεται μέσω των επιλεγμένων εικόνων της TV και δευτερευόντως, ακόμη, του διαδικτύου, όχι απ’ ευθείας  ή μέσω του γραπτού λόγου  (εφημερίδες, περιοδικά με καθορισμένες, πολλές φορές, και γνωστές ιδεολογίες και οπτικές γωνίες), ο οποίος γραπτός λόγος έχει μια πολύ διαφορετική λειτουργία. Επιτρέπει το κριτικό διάβασμα, την επανάληψη, προκαλεί κυρίως τη λογική κι’ όχι τα συναισθήματα και επιτρέπει την αποστασιοποίηση. Το αποτέλεσμα είναι να μην διαμορφώνεται μια κριτική ανατρεπτική θεώρηση των πραγμάτων.
Επίσης ο ορυμαγδός των πληροφοριών, όπου ο εγκλωβισμός μιας γάτας και οι αποφάσεις της Κομισιόν παρουσιάζονται ισοδύναμα, δεν επιτρέπει στο θεατή να διαχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο.
Ο κόσμος τείνει να γίνει εικονικός και η πραγματικότητα σχετική. Η ομογενοποίηση, που έτσι ή αλλιώς επιβάλλει η TV, συσκοτίζει τα κοινωνικά πράγματα και τις κοινωνικές αντιθέσεις. Η πολιτική μεταβάλλεται, μέσω της TV, σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και δίνει τη δυνατότητα στη διαφήμιση να δημιουργεί νόημα με την αλόγιστη κατανάλωση που επιβάλλει.
Επομένως η εικόνα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων και στη κοινωνία αλλάζοντας ριζικά τους όρους που σκεφτόμαστε, που επιθυμούμε και, κατ’ επέκταση, που δρούμε.












                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

                Κρίση  πολιτισμού

Ο πολιτισμός της βιομηχανικής κοινωνίας με τους θεσμούς, τις αξίες, τις αντιλήψεις και τις ιδεολογίες του βρίσκεται σε κρίση και ένας νέος πολιτισμός φαίνεται να ανατέλλει. «Η κρίση αφορά το σύνολο των εκφάνσεων της κοινωνικής ζωής. Τον άνθρωπο σε όλες τις διαστάσεις της ζωής του. Διαταράσσει βαθειά τη σχέση του με τη φύση. Δημογραφικές ανισορροπίες προκαλούν αναστατώσεις στη σύνθεση των λαών, ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα, βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, ανταγωνισμούς σκληρότατους για τα πιο στοιχειώδη: το νερό, την τροφή, την επιβίωση. Ο κοινωνικός ιστός διαρρηγνύεται και καθιερωμένες αξίες και τρόποι ζωής ανατρέπονται. Μεγάλες  ανατροπές με βαθιές κοινωνικές, αλλά και γαιοπολιτικές επιπτώσεις επέρχονται ως συνέπεια κατάρρευσης ενός ολόκληρου κοινωνικού συστήματος (σοβιετικό σύστημα). Μηχανισμοί χειραγώγησης σε πλανητικό επίπεδο αξιοποιούν την εξέλιξη των ΜΜΕ, ενώ μια καταιγίδα πολιτιστικής και ιδεολογικής επιβολής εκπέμπεται σε πλανητικό επίπεδο από τα Κέντρα της Δύσης, θέτοντας υπό δεινή πίεση τους εθνικούς και περιφερειακούς πολιτισμούς και τρόπους ζωής. Οι ιστορικά καθιερωμένοι θεσμοί που συνδέονται με το εθνικό κράτος και τις λειτουργίες του αποδυναμώνονται . Οι περιφερειακοί υπερεθνικοί θεσμοί που έχουν εγκαθιδρυθεί αδυνατούν να παρέμβουν  αποτελεσματικά. Οι υπάρχοντες διεθνείς  θεσμοί είναι ασύμβατοι προς τις νέες ιστορικές πραγματικότητες, ελεγχόμενοι από τα ισχυρά ηγεμονικά κέντρα (κυρίως ΗΠΑ) και οικονομικά συμφέροντα, απαξιωμένοι. Τέλος, η πληροφορία, η γνώση, η επικοινωνία ,αλλά και η βιοτεχνολογία και η γενετική, εισβάλουν ‘ανατρεπτικά’ στη ζωή μας, με άλματα. Μονό που, όπως είναι δομημένος και εξελίσσεται ο κόσμος μας, δεν μπορούμε να διακρίνουμε: άλματα « προόδου» ή προς το κενό;(Στέλιος Μπαμπάς)».
Η Δημοκρατία, μέσα στο πλαίσιο του έθνους – κράτους, τείνει να κρατήσει μόνο τα τυπικά της χαρακτηριστικά, αφού οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από τις διεθνικές επιχειρήσεις, τους διεθνείς οργανισμούς και τα ισχυρά κράτη. Ο πολίτης, χωρίς την αντίστοιχη παιδεία αδυνατεί να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις και να κρίνει ποιοι και ποιες αποφάσεις επηρεάζουν σοβαρά και μακροπρόθεσμα τη ζωή του. Η εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, που του προσφέρεται, τον καλεί να αποδεχθεί πλήθος αλλαγών εις βάρος του,  κυρίως στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην εργασιακή ασφάλεια και στη κοινωνική πρόνοια, χωρίς να του υπόσχεται τίποτα, παρά μόνο ένα αβέβαιο μέλλον. Συλλογική προοπτική και εναλλακτικές λύσεις δεν προσφέρονται από πουθενά. Η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον έχει εκλείψει και στη θέση της έχει μπει η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα.
Η μη κατανόηση του παγκόσμιου γίγνεσθαι, η απουσία εναλλακτικών λύσεων και η αβεβαιότητα δημιουργούν ένα ιδιαίτερα δυσμενές πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορούν και αναβιώνουν οι επικίνδυνες αναχρονιστικές εθνικιστικές και θρησκευτικές ιδεολογίες, προβαλλόμενες ως διέξοδο στα αδιέξοδα των καθημερινών ανθρώπων. Κι’ αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο όπου όλες ή σχεδόν όλες, οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν γίνει πολυπολιτισμικές και πολυθρησκευτικές. Είναι προφανές ότι η αναβίωση αυτών των ιδεολογιών έχει να κάνει με την ιστορική γνώση και την έλλειψη κριτικής σκέψης. Συνεπώς, ως ένα βαθμό, το φαινόμενο αυτό, είναι και ζήτημα της εκπαίδευσης.
 Μέσα σ΄ αυτό  το θολό τοπίο οι εργαζόμενοι καλούνται όχι μόνο να εργάζονται εντατικά αλλά και να καινοτομούν, να δημιουργούν και να πολυειδικεύονται. Να δίνουν, δηλαδή, τον καλύτερο εαυτό τους, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται κάτω από τον κίνδυνο της ανεργίας και των έντονων προτροπών προς ένα άλογο καταναλωτισμό.
Ο κεντρικός στόχος είναι η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα. Το κέρδος αποτελεί τη νέα ιερότητα των συγχρόνων οικονομιών. Όλα τα παραπάνω εξυπηρετούνται καλύτερα με την ιδεολογία της ιδιώτευσης και του ατομισμού. Είναι χαρακτηριστική η φράση της Θάτσερ: «Δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε « κοινωνία ». Υπάρχει μόνο η Κυβέρνηση και οι οικογένειες ». Επίσης  βασικό σύνθημα του Σαρκοζί, κατά την προεκλογική περίοδο ήταν: « Οι Γάλλοι πρέπει να εργάζονται περισσότερο για να κερδίζουν περισσότερο».Η κοινότοπη αυτή φράση έχει τον ίδιο στόχο με εκείνη της Θάτσερ. Δεν υπάρχει λοιπόν κοινωνία ή είναι δεδομένη και σταθερή και κάθε άνθρωπος με δικιά του, αποκλειστικά, ευθύνη δημιουργεί τη τύχη του. Η κοινωνία δεν φέρει καμιά ευθύνη. Η αλληλεγγύη δεν χρειάζεται. Οι συλλογικότητες δεν είναι αναγκαίες. Ίσως γιατί στο βαθμό που θα κινητοποιηθούν θα αποτελέσουν εμπόδιο στην επιβαλλόμενη πολιτική. Το σύστημα επιζητά τη σταθερότητα, την υπακοή, την πειθαρχία και την κατανάλωση. ΗΗΗΗΗΗηηη
Η πολιτική αυτή βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Πράγματι η ιδιώτευση και ο ατομισμός τείνουν να αγκαλιάσουν όλο και περισσότερους ανθρώπους. «Ο σημερινός δυτικός άνθρωπος είναι, σε μια πρώτη προσέγγιση, ένα άτομο περιορισμένο στην καθαρά ιδιωτική του σφαίρα. Ενδιαφέρεται μόνο για το βιοτικό του επίπεδο. Προσπαθεί με τα διάφορα καταναλωτικά ‘αγαθά’ να συγκαλύψει την έλλειψη κάθε νοήματος αναφορικά με τη ζωή και τη θνητότητα του. Χειραγωγείται από τους δήθεν πολιτικούς ή είναι τόσο αποκαρδιωμένος από την πολιτική κατάσταση, ώστε απέχει. Αποχαυνώνεται από τα μέσα  μαζικής επικοινωνίας. Χαζεύει και χάφτει, κατά το μάλλον ή ήττον , αυτά που του σερβίρουν ως ‘νέα’ οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Η σημερινή κοινωνία είναι μια κοινωνία τηλεκατανάλωσης  με διπλή έννοια.     
Εκείνο που κυρίως καταναλώνουν σήμερα οι άνθρωποι είναι τη-λε-ό-ρα-ση Και μέσα από την τηλεόραση καταναλώνουν, δι’ αντιπροσώπου βέβαια, τη φαντασίωση μιας ζωής που θα ήταν λεφτά, σεξ, εξουσία και βία. Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στη Δύση είναι μια πρεμιέρα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πρώτη φορά, από όσο ξέρω, παρατηρούμε μια κοινωνία χωρίς αξίες, χωρίς νόρμες, χωρίς κατεύθυνση. Ούτε καν στην καπιταλιστική πρόοδο δεν πιστεύει πραγματικά κανείς (Κ.Καστοριάδης)».                                                                                                                                                                    
 Οι συλλογικότητες στο πλαίσιο της κοινωνίας και της πολιτικής υποχωρούν. Τα κόμματα μετατρέπονται σε μηχανισμούς. Η έλλειψη ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον στρέφει τους ανθρώπους προς την αναζήτηση ενός “γεμάτου” παρόντος με ηδονικές, κυρίως, απολαύσεις. Τα αιτήματα αφορούν το σήμερα, με αποτέλεσμα οι πολιτικές δυνάμεις να μην μπορούν να προγραμματίσουν έστω και μεσοπρόθεσμα. Το άτομο στη μοναχική του πορεία χρησιμοποιεί τη κοινωνία, αφού δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Δεν αισθάνεται όμως μέρος της και δεν είναι συμμέτοχος και συνδημιουργός. Γι’ αυτό και η κριτική του είναι συνήθως απαξιωτική και ισοπεδωτική χωρίς προτάσεις και πολύ περισσότερο, χωρίς προσπάθεια να αλλάξει τα πράγματα μαζί με τους συνανθρώπους του.
Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω προκύπτουν τρείς αντιφάσεις:
1.    Η αναβίωση των εθνικιστικών και θρησκευτικών ιδεολογιών έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες όπως αυτές διαμορφώνονται σήμερα.
2.    Η ιδεολογία της ιδιώτευσης και του ατομισμού έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση της νέας μορφής οργάνωσης της εργασίας, η οποία βασίζεται στην ομαδική εργασία. Που πάει να πει ότι για να γίνει αποδοτική η ομάδα θα πρέπει να υπάρχουν κοινοί στόχοι και κανόνες λειτουργίας, αλληλεγγύη, ανεκτικότητα, αποδοχή του διαφορετικού, αλληλοκατανόηση και συντονισμός. Η ομάδα λειτουργεί όπως περίπου μια μικρή υγιής κοινωνία.
3.    Η υπακοή, η πειθαρχία και η άκριτη αποδοχή των προβαλλόμενων αξιών, που προπαγανδίζει το σύστημα, έρχεται σε αντίθεση με την απαίτηση για δημιουργική εργασία, η οποία απαιτεί ανατρεπτικό βλέμμα, ριζική κριτική θεώρηση, κριτική γνώση των κοινωνικών, τεχνολογικών και οικονομικών πραγμάτων προκειμένου οι εργαζόμενοι να καινοτομήσουν σε προϊόντα και μεθόδους. Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν μια προσωπικότητα που να μπορεί να κρίνει, να επιλέγει, να αποφασίζει. Να ασκεί θεμελιακή κριτική στα υφιστάμενα προϊόντα και μεθόδους. Δηλαδή να διαθέτει ισχυρή αυτονομία που δεν χειραγωγείται και δεν υιοθετεί άκριτα τις απόψεις και τα νοήματα των άλλων.
 Όλα τα παραπάνω συνιστούν ένα σύνθετο και ρευστό περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται ο άνθρωπος να εργαστεί, να δημιουργήσει, να ονειρευτεί αναζητώντας την ευτυχία.

 Ποια εκπαίδευση μπορεί να τον προετοιμάσει, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει θετικά τις δυσκολίες και τα απρόοπτα που θα συναντήσει; Ποια εκπαίδευση μπορεί  να τον προετοιμάσει έτσι ώστε όχι μόνο να μη μείνει εκτός των εξελίξεων αλλά να μπορεί να τις επηρεάσει συνεργαζόμενος με τους συνανθρώπους του και να γίνει  συνδημιουργός του γίγνεσθαι και να μη μείνει θεατής των πρωτοβουλιών των διαφόρων εξουσιών.




























Η μάθηση

Όπως είδαμε παραπάνω η μηχανιστική αντίληψη για τον κόσμο θεωρεί ότι έξω από μας υπάρχει μια σκληρή- αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία οφείλουμε όλοι να  γνωρίσουμε και να  κατανοήσουμε με τον ίδιο τρόπο, αφού πρώτα αναλύσουμε  κάθε σύνθετη κατάσταση στα μέρη που την αποτελούν. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία όλα λειτουργούν και υπάρχουν δίχως τη θέληση του ανθρώπου, όλα έχουν τα αίτια τους, τα οποία μέσω καθορισμένων αντικειμενικών νόμων οδηγούν σε καθορισμένα αποτελέσματα.
Αυτή η θεώρηση του κόσμου είχε ως επακόλουθο να εκλαμβάνεται ο άνθρωπος ως παθητικός παρατηρητής, ο οποίος οφείλει να συσσωρεύει γνώσεις που βρίσκονται έξω από αυτόν και είναι ανεξάρτητες από τη δικιά του πράξη και σκέψη. Η λογική αυτή καθόρισε και την παιδευτική πράξη. Οδήγησε στον τεμαχισμό της αντικειμενικής γνώσης σε ξεχωριστά γνωστικά αντικείμενα και στην προσπάθεια μετάδοσης της και όχι σε μια διαδικασία οικοδόμησής της.
Η αντικειμενικότητα της πραγματικότητας και το αμετάβλητο των γνώσεων επέβαλε αυτή τη θεώρηση στην μαθησιακή διαδικασία.
Το υποκείμενο δεν έχει ενεργό ρόλο στη προσέγγιση και κατάκτηση μιας, έξω από αυτό, σκληρής και αντικειμενικής πραγματικότητας. Οι μαθητές αντιμετωπίζονται ως παθητικοί δέκτες, οι οποίοι οφείλουν να απομνημονεύουν την προς μετάδοση γνώση, όπως αυτή προσφέρεται από τον διδάσκοντα και τα διδακτικά εγχειρίδια.
Η γνώση αυτή είναι, κάθε φορά, η κοινωνικά αποδεκτή και μεταφέρει επίσης τα κατεστημένα νοήματα, τα οποία oφείλουν να τα υιοθετήσουν οι νέοι άνθρωποι. Η διαδικασία αυτή δεν βοηθά, ούτε επιζητά, από τους διδασκόμενους, να κατασκευάσουν τα δικά τους νοήματα, μέσα από μια συνεργατική, συμμετοχική και ερευνητική περιπέτεια.
Οι σύγχρονες θεωρίες μάθησης, όχι μόνο δεν αποδέχονται την παραπάνω θεώρηση της πραγματικότητας αλλά αντιμετωπίζουν την όλη μαθησιακή διαδικασία με θεμελιακά διαφορετικό τρόπο.
Η πραγματικότητα δεν εκλαμβάνεται ως κάτι σκληρό και αντικειμενικό, ανεξάρτητα  από το άτομο που προσπαθεί να τη γνωρίσει . Κι’ αυτό γιατί κάθε άτομο προσεγγίζει τη πραγματικότητα με βάση τις γνώσεις , τις αντιλήψεις, τις προκαταλήψεις , τα ενδιαφέροντα   και τις επιδιώξεις του, τα οποία κατακτήθηκαν και διαμορφώθηκαν ζώντας και δρώντας μέσα σε μια συγκεκριμένη και δομημένη κοινωνία. Επομένως η μάθηση έχει τόσο ατομικές όσο και κοινωνικές διαστάσεις.
Η αντικειμενική πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο που προσπαθεί να τη γνωρίσει. Κάθε άνθρωπος έχει τη δικιά του αντίληψη για την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Κάθε άνθρωπος έχει τη δικιά του ερμηνεία για τον κόσμο, μέσα στον οποίο ζει. ‘ Η πραγματικότητα αποτελείται από τις ερμηνείες που το άτομο δίνει για τον εαυτό του και για τα πράγματα που το περιβάλλουν. Έτσι η πραγματικότητα, ως σύνολο ερμηνειών ή νοημάτων, θα βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση ροής (Μ. Bigg)’
Σύμφωνα με τα παραπάνω η γνώση δεν μεταδίδεται από τον διδάσκοντα στο διδασκόμενο. Ο τελευταίος οικοδομεί τις γνώσεις, τροποποιεί τις προϋπάρχουσες και διαμορφώνει νοήματα με ένα δικό του υποκειμενικό και ενεργό τρόπο. Επομένως η όποια μαθησιακή προσπάθεια πρέπει να βασίζεται στις προϋπάρχουσες γνώσεις. Το κάθε υποκείμενο  λοιπόν δεν μπορεί να έχει μια ακριβή και αντικειμενική παράσταση της πραγματικότητας και πολύ περισσότερο δεν μπορούν  όλοι οι άνθρωποι να αντιληφθούν με τον ίδιο τρόπο την πραγματικότητα. Δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να μάθουν τα ίδια πράγματα και με τον ίδιο τρόπο αφού έχουν διαφορετικές γνώσεις, εμπειρίες επιδιώξεις κ.α.

Βασικές αρχές μάθησης

1.  Κάθε μαθητής προσεγγίζει τη γνώση με το δικό του τρόπο και ρυθμό, που     έχει να κάνει, όπως προαναφέρθηκε, με τις προηγούμενες γνώσεις, εμπειρίες  ενδιαφέροντα, κλίσεις και επιδιώξεις του.
      Κάποιοι μαθητές μαθαίνουν όταν ασκούν κάποια  δραστηριότητα (συζητούν, εφαρμόζουν στην πράξη, εξηγούν σε άλλους κ.α). Κάποιοι άλλοι θέλουν πρώτα να επεξεργαστούν νοητικά τις πληροφορίες και να σκεφτούν με ησυχία.
       Κάποιοι προτιμούν την εξέταση συγκεκριμένων καταστάσεων και γεγονότων. Κάποιοι άλλοι ψάχνουν για συσχετισμούς και εξερευνούν ενδεχόμενα.
      Κάποιοι μαθαίνουν ευκολότερα μέσα από διαγράμματα, εικόνες, φιλμ και επιδείξεις. Κάποιοι άλλοι μέσα από το γραπτό και προφορικό λόγο
. Κάποιοι προτιμούν τη σταδιακή κατάκτηση της γνώσης. Κάποιοι άλλοι συλλαμβάνουν πρώτα τη συνολική εικόνα του φαινομένου ή αντικειμένου.
 Επομένως το σχολείο θα πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές του, μέσω διαφόρων δραστηριοτήτων, να επιλέγουν το δικό τους δρόμο κατάκτησης της γνώσης.
2.            Η κοινωνική διάσταση της μάθησης επιβάλλει την αλληλεπίδραση μεταξύ διδασκομένων και διδάσκοντος. Καθώς και την αλληλεπίδραση μεταξύ των διδασκομένων. Η ομαδική – συνεργατική μάθηση εξασφαλίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στη μαθησιακή διαδικασία και όπως έχουν δείξει έρευνες , έχει καλύτερα αποτελέσματα από την ατομική – ανταγωνιστική μάθηση.
3.            Η προσέγγιση της γνώσης βιωματικά, μέσα από αυθεντικές καταστάσεις που σχετίζονται με τις εμπειρίες των παιδιών δίνει νόημα στη γνώση και κίνητρο για μάθηση. Η εκπαίδευση δράσης, σε αντίθεση με την παθητική στάση στη σχολική αίθουσα, είναι μια ελκυστική, δημιουργική και πρωτοβουλιακή διαδικασία. Η εξέταση αυθεντικών καταστάσεων επανενώνει την τεμαχισμένη γνώση του σχολείου δίνοντας νόημα στα διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα.
Η ολιστική προσέγγιση ζητημάτων ή προβλημάτων  συνδυάζει  τη θεωρία με την πράξη και το συγκεκριμένο με το αφηρημένο. Το αποτέλεσμα είναι η βαθύτερη και η ουσιαστικότερη κατάκτηση της γνώσης.
4.            Η κατάκτηση της γνώσης απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του μαθητή. Η προσοχή, η παρατήρηση,  η κατανόηση και η απομνημόνευση επιτυγχάνονται καλύτερα όταν η μαθησιακή διαδικασία στηρίζεται σε πειράματα, εργασίες , συζητήσεις, εκπαιδευτικές επισκέψεις και .συνεργατικές δραστηριότητες. Ο μαθητής μαθαίνει καλύτερα και ευκολότερα όταν η μαθησιακή διαδικασία σχετίζεται με τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις του. Ο μαθητής μέσα από το σχεδιασμό και τη λύση προβλημάτων, την οργάνωση πειραμάτων, την εξέταση θεμάτων, την εκπόνηση εργασιών αναπτύσσει την κριτική του σκέψη και την αναστοχαστική του ικανότητα.
5.            Η μαθησιακή διαδικασία γίνεται περισσότερο αποτελεσματική όταν   είναι οργανωμένη έτσι ώστε να     αντιλαμβάνεται ο μαθητής τη χρησιμότητα της γνώσης για τη ζωή του. Επομένως το πολιτιστικό υπόβαθρο του μαθητή, όχι μόνο δεν πρέπει να αγνοηθεί, αλλά αντίθετα να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την οργάνωση της μάθησης.
6.            Η μάθηση βασίζεται στην κατανόηση και όχι στην απομνημόνευση. Η γνώση που απομνημονεύεται δίχως να κατανοείται δεν μπορεί να αξιοποιηθεί στην λύση σύνθετων προβλημάτων και στην προσέγγιση σύνθετων και περίπλοκων καταστάσεων.
7.            Η σχολική γνώση είναι αναγκαίο να εφαρμόζεται σε ζητήματα και προβλήματα της πραγματικής ζωής. Έτσι αναδεικνύεται η χρησιμότητα της σχολικής γνώσης και επιτυγχάνεται η βαθύτερη κατανόησή της.
8.            Ο εντοπισμός και η αξιοποίηση των ιδιαίτερων ικανοτήτων των μαθητών, στο πλαίσιο ποικίλων  δραστηριοτήτων, έχει διαπιστωθεί ότι βελτιώνει τη μαθησιακή διαδικασία και την επίδοση των μαθητών.
9.            Η μάθηση βοηθιέται αποτελεσματικά όταν ο μαθητής έχει κίνητρα. Τα κίνητρα υπάρχουν όταν ο μαθητής έχει στόχους, που θέλει να  κατακτήσει, βλέπει ότι η σχολική γνώση ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντα και στις κλίσεις του, ενθαρρύνεται από τον διδάσκοντα, αναγνωρίζεται η όποια προσπάθεια του, αναπτύσσεται η αυτοπεποίθησή του κ.α.
Σύμφωνα με έρευνες η πιο αποτελεσματική μάθηση είναι η εξατομικευμένη γιατί προσαρμόζεται στις ανάγκες κάθε φορά, του διδασκόμενου. Αντίθετα στη σχολική τάξη, όπως λειτουργεί έως  σήμερα, καλούνται όλοι οι μαθητές να προσαρμοστούν στη μαθησιακή διαδικασία, όπως την επιβάλλουν ο διδάσκων και το πρόγραμμα. Η εξατομικευμένη διδασκαλία, δεν σημαίνει μόνο το ιδιαίτερο μάθημα, μπορεί ως ένα βαθμό να επιτευχθεί στην ομαδική- συνεργατική μάθηση, μέσα από ποικιλία δραστηριοτήτων που πρέπει να προσφέρει το σχολείο, μέσα στην ίδια την τάξη  με την διαφοροποίηση της διδασκαλίας, που σημαίνει ότι η μάθηση προχωρεί σε δύο ή σε τρία διαφορετικά επίπεδα με στόχο και οι   πιο αδύνατοι μαθητές να έχουν μια καλή μαθησιακή πορεία.  Η εξατομικευμένη μάθηση μπορεί να επιτευχθεί και μέσα από ατομικές εργασίες, οι οποίες θα βρίσκονται, κάθε φορά, στο επίπεδο του μαθητή.
Το σχολείο πρέπει επίσης να λάβει υπόψη του ότι σήμερα παραδεχόμαστε ότι υπάρχουν πολλοί τύποι νοημοσύνης και όχι μόνο η γλωσσική και η λογική – μαθηματική με βάση την οποία λειτουργεί.
Σήμερα παραδεχόμαστε ότι υπάρχουν
           Α. Η  γλωσσική νοημοσύνη
           Β. Η λογική – μαθηματική νοημοσύνη
           Γ. Η μουσική νοημοσύνη
           Δ. Η οπτική νοημοσύνη. Έχουν καλή αίσθηση του χώρου
           Ε. Κιναισθητική νοημοσύνη. Ικανότητα χρησιμοποίησης του σώματος
         ΣΤ. Διαπροσωπική νοημοσύνη: Ικανότητα του ατόμου να καταλαβαίνει
                 τον άλλο
            Ζ. Ενδοπροσωπική νοημοσύνη: να μπορεί να καταλαβαίνει τον εαυτό
                  του.
            Η. Νοημοσύνη της φύσης: Ιδιαίτερη ικανότητα να αντιλαμβάνεται το
                 Φυσικό και βιολογικό κόσμο


Το σχολείο σήμερα

Το σχολείο σήμερα, στη χώρα μας, μοιάζει να αδιαφορεί για τις εξελίξεις και τις αλλαγές που συντελούνται στο πολιτικό, κοινωνικό, εργασιακό και τεχνολογικό γίγνεσθαι. Αδιαφορεί για τα πορίσματα της επιστήμης που αφορούν στη μάθηση και τη σχολική επιτυχία. Αδιαφορεί για τις διδακτικές δυνατότητες των νέων τεχνολογιών. Έτσι:
·       Επιμένει στη μετωπική διδασκαλία , στο μαυροπίνακα και στην απομνημόνευση,  αποθαρρύνοντας την περιέργεια και την πρωτοβουλία, που θεωρούνται ουσιαστικές  πηγές μάθησης. Είναι εξετασιοκεντρικό και υλοκεντρικό και όχι διαδικασιοκεντρικό. Οι εξετάσεις ελέγχουν κυρίως τη γνώση (ουσιαστικά την πληροφορία) που έχει απομνημονευθεί , η οποία είναι προκαθορισμένη μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Δεν ελέγχουν τη δημιουργικότητα, την επινοητικότητα, την ικανότητα αντιμετώπισης του απροσδόκητου, το καινοτόμο πνεύμα,  την αναλυτική και συνθετική ικανότητα του παιδιού, τη δυνατότητα να μαθαίνει μόνο του κ.α.. Επιμένει  δηλαδή το σχολείο στη μετάδοση της γνώσης από το διδάσκοντα στο διδασκόμενο, μηχανικά, δίχως κριτική επεξεργασία, διερευνητική και δημιουργική δράση. Λες και η γνώση μένει αναλλοίωτη στην πορεία του χρόνου και έχει απόλυτη αξία κάτω από οποιεσδήποτε καταστάσεις. Με το δικό του τρόπο το σχολείο δηλώνει: η κατάκτηση της μεταδιδόμενης γνώσης συνιστά το απόλυτο εφόδιο στη ζωή των νέων ανθρώπων. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η σχολική γνώση δεν αρκεί για όλη τη ζωή του νέου ανθρώπου κι’ αυτό γιατί η εφαρμοσμένη γνώση, τουλάχιστον,  απαξιώνεται με γρήγορους ρυθμούς και  κάθε άνθρωπος σήμερα, για να μπορεί να είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας, είναι αναγκασμένος να μαθαίνει σε όλη του τη ζωή. Επομένως το  να μάθει κανείς πώς να μαθαίνει είναι ένα εφόδιο χρήσιμο για όλα τα επαγγέλματα και για όλη τη ζωή του ανθρώπου.
Η κατάκτηση της γνώσης στη σύγχρονη εποχή θεωρείται αποτέλεσμα δράσης και δημιουργικής  δραστηριότητας και όχι αντικείμενο προς μεταβίβαση.

·       Εξακολουθεί να επιμένει άκαμπτα σε ένα πρόγραμμα σπουδών, το οποίο πρέπει να ακολουθήσει ο εκπαιδευτικός  ανεξάρτητα από την ικανότητα και τη διάθεση του ακροατηρίου του να το παρακολουθήσει. Έτσι από την Εκάλη και Ψυχικό έως το όποιο ορεινό ή νησιώτικο απομονωμένο σχολείο η γνώση παρατίθεται -ίδια ύλη- με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο ρυθμό και όποιοι μπορούν να παρακολουθήσουν έχει καλώς, για τους άλλους το σχολείο αδιαφορεί. Το σχολείο μοιάζει να λέει: εγώ κάνω τη δουλεία μου πολύ καλά, όποιος δεν μπορεί να παρακολουθήσει έχει και την ευθύνη.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η ευθύνη προόδου του μαθητή δεν ανήκει αποκλειστικά στον ίδιο. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης  ανήκει στο σχολείο, την οικογένεια και τον κοινωνικό περίγυρο. Κάθε μαθητής δεν έχει την ίδια υποστήριξη, τα ίδια εφόδια, τις ίδιες γνώσεις και παραστάσεις, τα ίδια όνειρα και αξίες, την ίδια  σχέση με το γραπτό και προφορικό λόγο. Δεν έχει την ίδια σχέση με τον πολιτισμό του σχολείου. Επομένως, στο βαθμό που το σχολείο επιμένει να παρακολουθούν όλοι οι μαθητές του το ίδιο πρόγραμμα με τον ίδιο ρυθμό, παράγει τη σχολική αποτυχία. Αποτυγχάνουν, κυρίως, όλοι όσοι είναι μακριά από τη λογική και τον πολιτισμό του.
Το σχολείο εξακολουθεί να λειτουργεί με τη λογική της βιομηχανικής κοινωνίας, στην οποία η εργασία ,στο μεγαλύτερο της μέρος, δεν συνδεόταν με την εκπαίδευση.
·       Οργανώνεται ιεραρχικά χωρίς συμμετοχικές διαδικασίες και διάλογο. Ο μαθητής δεν έχει λόγο και ευθύνη για καμία από τις λειτουργίες του σχολείου. Βασίζεται στην πειθαρχία και την υπακοή λες και προετοιμάζει άτομα για μια απολυταρχική κοινωνία και εργάτες για τα μαζικά εργοστάσια της βιομηχανικής κοινωνίας, στα οποία ο εργάτης όφειλε  μόνο να εκτελεί και χρησιμοποιούσε   τις μηχανικές ικανότητες του σώματος και όχι τις πνευματικές δυνατότητές του. Σήμερα όμως η δημοκρατική κοινωνία δεν έχει ανάγκη από έτσι διαμορφωμένους ανθρώπους. Τόσο οι νέες τεχνολογίες και η νέα οργάνωση της εργασίας, όσο και η πολυσύνθετη παγκοσμιοποίηση απαιτούν έναν άνθρωπο υπεύθυνο με πρωτοβουλία και επινοητικότητα.
·       Χρησιμοποιεί την τιμωρία, δηλαδή το φόβο, για να συνετίσει το παιδί, να το περιορίσει δηλαδή στα ασφυκτικά πλαίσια της σχολικής ζωής. Που σημαίνει  ότι το ωθεί να απαρνηθεί τις ιδιαιτερότητες του, τις κλίσεις του, τα ενδιαφέροντα του, τις ανησυχίες του προκειμένου να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις εντολές και τις αποφάσεις της απρόσωπης γραφειοκρατίας, του συλλόγου των καθηγητών και του διευθυντή. Έτσι μόνο θα “επιτύχει”. Η τιμωρία αποδεικνύει την αδυναμία του σχολείου να δημιουργήσει ένα ελκυστικό και γοητευτικό μαθησιακό περιβάλλον. Ένα περιβάλλον όπου όλοι να μπορούν να είναι συμμέτοχοι και συνυπεύθυνοι στις λογής-λογής δραστηριότητες. Συνεπώς, όλοι μαζί να χαίρονται και τη συνεργασία και τη δημιουργία και τη μάθηση. Επιπλέον η τιμωρία αποσκοπεί στο να προετοιμάσει το παιδί για την ένταξη του στον κόσμο κυρίαρχων-κυριαρχούμενων.  
·       Είναι ανταγωνιστικό βασιζόμενο στην αριθμητική βαθμολογία. Μ’ αυτό τον τρόπο αυξάνει το άγχος και θέτει στο περιθώριο, αποθαρρύνοντας τους,  πλήθος μαθητές. Είναι γνωστό ότι τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό. Επιπλέον ο ανταγωνισμός δεν είναι   αποτελεσματικός αφού όλοι οι μαθητές δεν έχουν την ίδια αφετηρία , δεν μαθαίνουν με τον ίδιο ρυθμό και δεν μαθαίνουν   το ίδιο εύκολα με τον ίδιο τρόπο μάθησης. Η αριθμητική βαθμολογία δεν επιτρέπει να  αναδειχτούν τα ιδιαίτερα ταλέντα και οι ιδιαίτερες κλίσεις  κάθε μαθητή. Οι άνθρωποι είναι ίσοι, είναι όμως ταυτόχρονα και πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Αυτή τη διαφορετικότητα δεν  την αναδεικνύει η αριθμητική βαθμολογία. Σήμερα αυτή τη διαφορετικότητα του ανθρώπου  την έχει ανάγκη η  κοινωνία. Δεν χρειαζόμαστε  ανθρώπους που να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο και να κάνουν τα ίδια πράγματα. Η καινοτομία  έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητα μας. Η αισθητική σπα καθημερινά τις φόρμες της. Η έκρηξη των γνώσεων και η τεχνολογία  δημιουργούν ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο.
«Η υπέρβαση της ανταγωνιστικότητας δένεται λειτουργικά με την ανάδειξη της συλλογικότητας που αποτελεί κεντρική διάσταση της κοινωνικής ζωής. Η υπέρβαση της ανταγωνιστικότητας δια μέσου της ανάδειξης της συλλογικότητας ανοίγει δρόμους προς ένα νέο πολιτισμό. Η συλλογικότητα μπορεί να είναι απελευθερωτική, αφού υπερβαίνοντας τον ανταγωνισμό επερβαίνει και τη σχέση κυριαρχίας, γενεσιουργό δομή της ανελευθερίας(Στ.Μπαμπάς).»
·       Δεν επιτρέπει τα λάθη. Όμως μέσα από τα λάθη, θα προσεγγίσει ο διδάσκων τον τρόπο σκέψης του διδασκόμενου, θα αντιληφθεί  τις αδυναμίες του, τις παρανοήσεις και τα γνωστικά κενά του. Τα λάθη είναι συστατικό στοιχείο της μαθησιακής διαδικασίας. Η διδασκαλία  είναι μια διαδραστική διαδικασία.  Το λάθος και η ενεργός υπέρβαση του αποτελεί στοιχείο δημιουργικής σκέψης και δράσης.
·       Δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τη ψυχική υγεία των μαθητών. Στην περίπτωση αυτή είναι συνηθισμένο να εκστομίζουν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, οι διδάσκοντες, εναντίον των διδασκόμενων, οι οποίοι δεν έχουν μια  “κανονική” συμπεριφορά απέναντι στο σχολείο και τη γνώση και κατόπιν να τους  αφήνουν στη τύχη τους. Λύνεται όμως έτσι το πρόβλημα σε μια κοινωνία της γνώσης; Το σχολείο οφείλει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια   ώστε να οδηγήσει όλα τα παιδιά σε μια θετική μαθησιακή πορεία.
·       Τονίζει τις αποτυχίες και όχι τις επιτυχίες. Αποθαρρύνει και δεν ενθαρρύνει. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η διόρθωση των γραπτών των μαθητών: με κόκκινο σημειώνονται τα λάθη. Γιατί, αλήθεια, δεν σημειώνονται τα σωστά με πράσινο; Γιατί δεν έχουμε θετικούς σχολιασμούς; Βάζοντας το μαθητή μπροστά στα λάθη και τις αδυναμίες του, με μάλλον βλοσυρό  και ίσως απαξιωτικό ύφος, δεν   τον βοηθά να καλυτερέψει. Δεν  τον βοηθά να εντείνει τις προσπάθειες του. Δεν  δημιουργείται έτσι μια ατμόσφαιρα καλής συνεργασίας, αποδοχής και ενθάρρυνσης, τα οποία είναι απαραίτητα στοιχεία για την πρόοδο των μαθητών. Ούτε αυτή η πρακτική  έχει την ελάχιστη σχέση με την κοινωνία της γνώσης. 
·       Οι διδάσκοντες  έχουν προσδοκίες προόδου και επιτυχίας από τους “καλούς” μαθητές, ενώ από τους ‘αδύνατους’ δεν έχουν και τους το δείχνουν. Η συμπεριφορά αυτή δημιουργεί κίνητρο για τους καλούς να γίνουν ακόμη καλύτεροι, αφού έχουν μαζί τους υπομονή και κατανόηση και ταυτόχρονα τους ενθαρρύνουν. Με άλλα λόγια ασχολούνται μαζί τους. Τους αδύνατους τους καταδικάζουν, τους ειρωνεύονται, τους αποπαίρνουν και γενικά δεν ασχολούνται μαζί τους σοβαρά. Έτσι όμως πρέπει να γίνεται; Οι “καλοί” μαθητές έχουν ανάγκη περισσότερο τους δασκάλους τους από ότι οι αδύνατοι; Είναι γεγονός ότι η ενασχόληση με “καλούς” μαθητές είναι ευχάριστη, όχι ιδιαίτερα κοπιαστική και  δίνει στον εκπαιδευτικό, άμεσα, ένα αίσθημα ικανοποίησης, θεωρώντας ότι είναι δικό του δημιούργημα! Έτσι είναι; Αν όμως οι “καλοί” μαθητές είναι δικό του δημιούργημα τότε και οι ‘αδύνατοι’ είναι επίσης δικό του δημιούργημα. Ή μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα;
«Η διάκριση σε ¨καλους¨ και κακούς¨ μαθητές παραγνωρίζει τη συνθετότητα της προσωπικότητας του μαθητή. Δεν υπαρχουν μαθητές χωρίς δεξιότητες που πρέπει να αναδειχθούν. Δεν υπάρχουν μαθητές χωρίς αδυναμίες που μπορεί να υπερβαθούν(Στ.Μπαμπας)>>.

·        Αγνοεί τον κόσμο έξω από το σχολείο λες και εξακολουθεί να είναι η μοναδική πηγή γνώσης και ως εκ τούτου να ασκεί μοναδική γοητεία. Αγνοεί ότι  κάθε μαθητής δέχεται καθημερινά πλήθος πληροφοριών , αλλά και γνώσεων, συνήθως με ποιο ευχάριστο τρόπο από εκείνο της “μετάδοσης” γνώσεων στο σχολείο – αταξινόμητων και χωρίς συστηματικότητα, αλλά ελκυστικών και πολλές φορές με μεγάλο ενδιαφέρον. Το σχολείο απορρίπτει τον, εκτός σχολείου, κόσμο του παιδιού. Αυτή η στάση του σχολείου δεν βοηθά στην πρόοδο και στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας του παιδιού. Δεν βοηθά το σχολείο να γίνει αποτελεσματικό.
·        Επιβάλλει την παθητικότητα, τη συμμόρφωση και την πειθαρχία και δεν ενθαρρύνει την πρωτοτυπία τη δημιουργικότητα, την εφευρετικότητα του μαθητή. Έτσι δεν αναπτύσσει την κριτική ικανότητα. Στοχεύει  στο να διαμορφώσει  προσωπικότητες ετεροκαθοριζόμενες, πειθαρχικές, δογματικές, παθητικές και συντηρητικές. Είναι αντίθετο στην άνθηση του εγώ και την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή προς όφελος  του ίδιου αλλά και της κοινωνίας, η οποία χρειάζεται τη φρεσκάδα της σκέψης του νέου ανθρώπου για να κάμει καινούργια πράγματα. Το σχολείο θεωρεί ότι η υπάρχουσα κατάσταση είναι λογική, κανονική και συνολικά αποδεκτή και δεν επιδέχεται κριτική και αμφισβήτηση.  Η πραγματικότητα και η γνώση αντιμετωπίζονται ως κάτι το απόλυτο και το ιερό. Συστατικό στοιχείο όμως της Δημοκρατίας είναι η κριτική, άρα η αμφισβήτηση των νόμων, των θεσμών, των αξιών κ.τ.λ.. Έτσι  προχωρούν μπροστά οι κοινωνίες. Συνεχώς νομοθετούν και αυτοθεσμίζονται οι δημοκρατικές κοινωνίες. Συνεχώς αλλάζουν οι στάσεις και οι αξίες. Πόσο, συνεπώς, ετοιμάζει το μαθητή του το σημερινό σχολείο για μια τέτοια δημιουργική πορεία; Πόσο τον βοηθά στη  διαμόρφωση μιας δημοκρατικής συνείδησης; Η σταθερότητα και η εμμονή στα υπάρχοντα, όταν έχουν ξεπεραστεί από τα πράγματα, δεν βοηθούν τους ανθρώπους σε μια προοδευτική πορεία. Σε μια πορεία βελτίωσης των συνθηκών ζωής.
·        Δεν βοηθά τον μαθητή  να γνωρίσει τον εαυτό του. Να διαπιστώσει βάση ποιών συνθηκών και επηρεασμών διαμορφώθηκε η προσωπικότητα του. Δεν τον βοηθά να δει ότι είναι δημιούργημα βιολογικών, ιστορικών, κοινωνικών, ψυχοσυναισθηματικών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, οι οποίοι διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις του, το χαρακτήρα και γενικά την προσωπικότητα του. Αν  όμως δεν γνωρίσει τον εαυτό του, πως θα κάνει ρεαλιστικά σχέδια; Πως θα μπορέσει  να καταλάβει και τους άλλους ώστε να μπορεί να συνεργαστεί αρμονικά και δημιουργικά μαζί τους; Πως θα προσεγγίσει κριτικά τον κόσμο; Πως θα διαμορφώσει μια δικιά του  συγκροτημένη κοσμοθεωρία; Και σε αυτό το ζήτημα το σχολείο κοιτάζει προς τα πίσω.
·        Αξιολογεί, όχι για να βελτιώσει την διδακτική του πράξη, όχι για να γίνει πιο αποτελεσματικό, αλλά για να λειτουργήσει ως μηχανισμός επιλογής και αποκλεισμού αναπαράγοντας τις κοινωνικές ανισότητες.  
·         Οι εκπαιδευτικοί λειτουργούν και διδάσκουν με τον ίδιο τρόπο ανεξάρτητα από το ακροατήριο τους. Δεν αναπροσαρμόζουν τη διδασκαλία τους και δεν τους επιτρέπεται να διαφοροποιήσουν την εξέλιξη του αναλυτικού προγράμματος ανάλογα με τις δυνατότητες των μαθητών τους. Κατ’ επέκταση οι εκπαιδευτικοί δεν διδάσκονται από την ίδια τους την πράξη.  Δεν ανακαλύπτουν νέες διδακτικές μεθόδους και η παιδαγωγική τους αντίληψη παραμένει σταθερή. Οι εκπαιδευτικοί δεν ακολουθούν στην πλειοψηφία τους τα νέα πορίσματα της επιστήμης , όπως κάνει ο γιατρός ,ο μηχανικός κ.α. Αναπαράγουν όσα  έμαθαν διδασκόμενοι.   Συνήθως ο μαθηματικός  διδάσκει μαθηματικά αντί να διδάσκει μαθητές.
·        Δεν βοηθά τον μαθητή να ανακαλύψει τα ενδιαφέροντα του και τα ταλέντα του. Η προκρούστια λογική επιβάλλει, όλοι οι μαθητές, να πειθαρχήσουν μέσα στα πλαίσια  που θέτει το  παραπρόγραμμα και το πρόγραμμα σπουδών. Κανείς δεν επιτρέπεται να  “περισσεύει”  αλλά ούτε και να μη “φτάνει”. Η αυθεντικότητα διώκεται στο σχολείο. Σήμερα στην εποχή της καινοτομίας, της αλματώδους ανατρεπτικής ανάπτυξης της γνώσης χρειαζόμαστε πειθαρχικούς και κομφορμιστές ανθρώπους; Αυτοί είναι που θα επινοήσουν νέα πράγματα  και θα λύσουν τα νέα προβλήματα; Αυτοί είναι που θα ανοίξουν νέους ορίζοντες στην κοινωνία, την επιστήμη, την τέχνη και την τεχνολογία;
·        Δεν καλλιεργεί τις κοινωνικές δεξιότητες: τη συνεργασία, την ανάληψη ευθύνης, τη συμμετοχή, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία, την αισθητική, την επινοητικότητα, την αναλυτική και συνθετική σκέψη. Δεν υπάρχουν  δραστηριότητες όπου το ν πρώτο λόγο θα έχει το παιδί. Δεν υπάρχει δράση, έρευνα, ανάλυση και σύνθεση στη μαθησιακή διαδικασία. Σήμερα όμως στην εποχή που γρήγορα απαξιώνεται η εφαρμοσμένη γνώση και που συνεχώς επινοούνται νέα τεχνολογικά επιτεύγματα, που τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση και αλλαγή δεν μπορεί ο νέος άνθρωπος, χωρίς την ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων, να έχει μια δημιουργική πορεία προς όφελος και του ίδιου και της κοινωνίας.
·        Τεμαχίζει τη γνώση για να τη μεταδώσει και δεν την προσεγγίζει ολιστικά, όπως παρουσιάζεται στην πραγματική ζωή. Δεν βοηθά έτσι το νέο άνθρωπο να καταλάβει την πολυσυνθετότητα και την πολυπλοκότητα των καταστάσεων και των πραγμάτων. Δεν τον βοηθά να καταλάβει ότι το όλο είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μερών και ότι η πλήρης κατανόηση  μιας σύνθετης κατάστασης απαιτεί τόσο την κατανόηση των μερών όσο και του όλου στην κίνηση και στη λειτουργία της. Για την πλήρη κατανόηση της κατάστασης πρέπει επίσης να διερευνηθούν πλήθος παραγόντων που την επηρεάζουν χωρίς την  γνώση  των οποίων δεν μπορούμε να την προσεγγίσουμε κριτικά.
·       Εξετάζει τεχνητά προβλήματα και όχι αυθεντικά. Τα αυθεντικά προβλήματα, τις περισσότερες φορές, είναι ασαφή ή επιδέχονται περισσότερες από μία λύσεις ή δεν επιδέχονται καμία λύση. Δεν βοηθά επίσης το παιδί να οργανώσει και να διατυπώσει μόνο του το πρόβλημα και κατόπιν να επιζητήσει τη λύση του. Πολλές φορές η διατύπωση του προβλήματος είναι πιο σημαντική από τη λύση του.
·        Δεν βοηθά το μαθητή να δημιουργήσει τη δικιά του κοσμοθεωρία, να μπορεί να εξηγήσει με το δικό του τρόπο τον κόσμο αλλά του επιβάλλει, να υιοθετήσει τα νοήματα άλλων. Όσο πιο αυταρχικό είναι το σχολείο τόσο πιο ξεκάθαρο είναι για το ποια νοήματα πρέπει, αναγκαστικά, να υιοθετήσουν οι μαθητές του. Η καθημερινότητα του σχολείου, ο αυταρχικός τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του (παραπρόγραμμα) επιβάλλει εμμέσως πλην  σαφώς στάσεις, αντιλήψεις συνήθειες και ιδεολογία στους μαθητές του. Αυτή  η κομφορμιστική λειτουργία  δεν βοηθά τον αυριανό πολίτη να συμβάλλει δημιουργικά στην εξέλιξη της κοινωνίας.
·        Δεν λαμβάνει υπ’ όψη τις προηγούμενες  εμπειρίες, τις προηγούμενες γνώσεις και αντιλήψεις του παιδιού που κατακτήθηκαν και διαμορφώθηκαν στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζει.  Το σχολείο θεωρεί ότι, όλοι οι μαθητές του μπορούν να προσεγγίσουν τη γνώση του με τον ίδιο τρόπο, στον ίδιο χρόνο και με την ίδια αντίληψη  λες και η γνώση έχει μια “σκληρή” αντικειμενικότητα και δεν σχετίζεται με την “οπτική γωνία” που την προσεγγίζει ο κάθε άνθρωπος.  Δεν βοηθά όμως έτσι την σχολική επιτυχία των μαθητών του.
Το σχολείο εξακολουθεί να αγνοεί την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας προς όφελος των κυρίαρχων στρωμάτων.
·       Δεν αντιμετωπίζει τον κόσμο και την καθημερινότητα κριτικά, αφήνοντας να εννοηθεί  ότι όσα και όπως ζούμε, όχι μόνο είναι έτσι, άλλα και έτσι πρέπει να είναι. Βοηθά όμως έτσι οι απόφοιτοι του να μπορέσουν να κάνουν καινούργια πράγματα και να αναμορφώσουν τον κόσμο; Αντίθετα,  τους προετοιμάζει σε μια κομφορμιστική, υπάκουη και παθητική στάση έτσι όπως θέλουν όλες οι εξουσίες όχι όμως και η ουσιαστική δημοκρατία.
·       Προσπαθεί να μεταδώσει τη γνώση με το γραπτό και προφορικό λόγο  έστω και αν πρόκειται για ένα μηχανισμό ή ένα οικοσύστημα. Δεν χρησιμοποιεί την εμπειρία, την έρευνα, την αναζήτηση, την πράξη, το στοχασμό και τον αναστοχασμό. Αγνοεί τον κόσμο της εικόνας έστω και αν αυτός  είχε γίνει η καθημερινότητα όλων μας. Μπορεί έτσι να ετοιμάσει τους αυριανούς πολίτες ώστε να αντιμετωπίζουν κριτικά τον κόσμο της εικόνας και κυρίως την τηλεόραση, η οποία στοχεύει στον εντυπωσιασμό, στη πειθώ χωρίς σκέψη, στα εύκολα συναισθήματα και στην παθητικότητα;

·       Ο σημερινός νέος κατακλύζεται από πλήθος πληροφοριών. Από ψευδείς και άχρηστες έως σημαντικές και εξαιρετικά χρήσιμες. Το σχολείο δεν προσπαθεί να καλλιεργήσει εκείνες τις ικανότητες ώστε οι μαθητές του να μπορούν να αξιολογούν, να ταξινομούν, να αξιοποιούν και να επεξεργάζονται, τις πληροφορίες αυτές, παράγοντας νέες.
·       Αγνοεί τον πολιτιστικό πλούτο της τάξης και προσπαθεί να λειτουργήσει αφομοιωτικά για τα παιδιά των μεταναστών. Εξακολουθεί να επιβάλλει την εθνική ομογενοποίηση λες και βρισκόμαστε στα πρώτα στάδια συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Οι πραγματικότητες της παγκοσμιοποίησης, της Ενωμένης Ευρώπης και της πολυπολιτισμικότητας δεν έχουν περάσει ακόμα στη λογική του σχολείου. Μπορεί όμως έτσι να προετοιμάσει σοβαρά τον νέο άνθρωπο να ζήσει σ’ ένα ανοικτό περιβάλλον, όπου η διαφορετικότητα, η πολυγλωσσία και η συνθετότητα των κοινωνικών πραγμάτων δημιουργεί μια κατάσταση απρόβλεπτη και δυναμική;
Η πολυπολιτισμικότητα  κάθε σχολείου ίσως προσφέρεται για την προετοιμασία του νέου ανθρώπου να ζήσει στο σύνθετο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
·       Οργανώνεται γνωσιοκεντρικά και εξετασιοκεντρικά αγνοώντας ότι σήμερα το απρόβλεπτο και το απροσδόκητο τείνουν να γίνουν καθημερινότητα.  Έτσι προετοιμάζει  τους μαθητές του να μάθουν μια συγκεκριμένη ύλη, την οποία και θα εξεταστούν. Είναι μια εκπαίδευση “πεζικάριου” ο οποίος πρέπει να μάθει καλά κάποια πράγματα και να τα εκτελεί πιστά, μετά από τις εντολές των ανωτέρων του. Σήμερα όμως χρειαζόμαστε μια εκπαίδευση “λοκατζή” ο οποίος να μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία απρόβλεπτες καταστάσεις με πρωτοβουλία και επινοητικότητα.
·       Διδάσκει απόλυτες αλήθειες. Δεν διδάσκει τις αβεβαιότητες της επιστήμης ούτε και της ζωής. Στην μεταδιδόμενη γνώση δεν υπεισέρχεται η κριτική, η αμφισβήτηση, λες και η γνώση παραμένει αναλλοίωτη στην πορεία του χρόνου. Δεν διδάσκονται οι διαφωνίες των επιστημόνων ούτε καν εκείνων των θετικών επιστημών. Π.χ. το παιδί μαθαίνει μια κι’ έξω ότι η θερμότητα είναι μια μορφή ενέργειας, χωρίς καμία αναφορά ότι κάποτε η θερμότητα εθεωρείτο αβαρές ρευστό και ότι αυτό συνιστούσε  θεωρία. Έως κάποια στιγμή εξηγούσε τα θερμικά φαινόμενα. Κάποια στιγμή δεν μπορούσε να εξηγήσει κάποια από αυτά και άλλαξε η θεωρία. Έτσι η γνώση παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις, καθιστώντας τον νέο άνθρωπο συντηρητικό ως προς την αποδοχή της νέας γνώσης, η οποία στην εποχή μας προχωρά με άλματα. Είναι ενδεικτικές οι καινοτομίες στην φωτογραφική μηχανή ή στην τηλεόραση. Από την φωτογραφική μηχανή  με φιλμ περάσαμε στην ψηφιακή  φωτογραφική μηχανή. Δεν είχαμε δηλαδή μια γραμμική εξέλιξη της τεχνολογίας άλλα ένα τεχνολογικό άλμα. Το ίδιο έγινε και με την τηλεόραση. Από το σωλήνα Μπράουν περάσαμε στο πλάσμα.
·       Δεν διδάσκει ότι ο άνθρωπος μετασχηματίζει την πραγματικότητα μέσω της γνώσης, την οποία εξελίσσει, εξελισσόμενος και ο ίδιος. Έμμεσα και άμεσα διδάσκει ότι ο κόσμος είναι σταθερός διαμορφώνοντας συνειδήσεις κομφορμιστικές, συντηρητικές, οι οποίες εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να είναι έτοιμες στην αναζήτηση ή στον ερχομό του καινούργιου. Ο συμβατικός τρόπος σκέψης που διδάσκει το σχολείο μειώνει την πρωτοτυπία και τη δημιουργικότητα . Σύμφωνα με μια έρευνα το 90% των παιδιών έως πέντε ετών έχουν πρωτότυπες ιδέες , ποσοστό που μειώνεται στο 20% για τους επτάχρονους και στο 2% για τους 45χρονους (Ελευθεροτυπία 11-9-07).
·       Σε μια κοινωνία που οι γνώσεις αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς, αυξάνει συνέχεια τη διδασκόμενη ύλη και το ωρολόγιο πρόγραμμα. Αυξάνοντας το άγχος και την απομνημόνευση, δίνοντας όλο και λιγότερη σημασία στη βαθύτερη κατανόηση των    θεμελιακών γνώσεων. Έτσι θα μπορέσει ο νέος άνθρωπος να μαθαίνει δια βίου όταν οι γνώσεις που έμαθε στο σχολείο ξεπερνιούνται με το χρόνο; Οι θεμελιακές γνώσεις, οι οποίες δεν αλλάζουν με το χρόνο βοηθούν να “χτίσουμε” τη νέα γνώση σε στέρεα θεμέλια.
·       Δεν χρησιμοποιεί την βιωματική- εμπειρική μάθηση και στην συνέχεια την ανάπτυξη της αφαιρετικής σκέψης. Δεν ξεκινά δηλαδή από το βιωματικό, το μερικό, το συγκεκριμένο και στη συνέχεια να οδηγεί το παιδί στο ολικό και στην αφαίρεση, ως το μόνο τρόπο για  να αντιληφθεί την πολυσύνθετη και πολύπλοκη πραγματικότητα.
·       Δεν λαμβάνει υπόψη το ότι κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με το δικό του τρόπο που έχει να κάνει με τις προηγούμενες γνώσεις του, τις αντιλήψεις του, τα πιστεύω του κ.α.. Επίσης  δεν μαθαίνουν  όλοι οι άνθρωποι το ίδιο καλά με τον ίδιο τρόπο. Άλλοι μαθαίνουν καλύτερα διαβάζοντας, άλλοι κατασκευάζοντας, άλλοι όταν ξεκινήσουν από το ολικό κ.α. Δεν βοηθά έτσι το σχολείο όλα τα παιδιά να μάθουν γράμματα.
·       Επιζητά πειθαρχικούς νέους και δεν ασκεί την αυτοπειθαρχία. Έτσι καλλιεργεί την παθητικότητα, τη μη ανάληψη ευθύνης , την αποστήθιση της διδασκόμενης ύλης, την άκριτη αποδοχή των αξιών, των στάσεων και τελικά της επικρατούσας ιδεολογίας. Στόχος ο ετεροκαθορισμός του ατόμου και όχι η αυτονομία του. Σε ένα μεταβαλλόμενο πεδίο δεν μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος “να τα βγάλει πέρα”. Δεν  μπορεί να συμμετάσχει στην αναμόρφωση του κόσμου.  
·       Εξακολουθεί να συμπεριφέρεται όπως όταν όλα τα παιδιά που φοιτούσαν  (μικρό ποσοστό του συνόλου) ήταν αποφασισμένα να μάθουν και να προοδεύσουν. Δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι σήμερα όλα  σχεδόν τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Και από υποβαθμισμένα κοινωνικά και οικογενειακά περιβάλλοντα  όσο και από δυσλειτουργούσες οικογένειες. Αυτά τα παιδιά, συμβαίνει συχνά να έχουν μια αρνητική στάση απέναντι στο σχολείο, τη γνώση και, κάποιες φορές, στην κοινωνία των μεγάλων. Καμιά μέριμνα, καμία προσπάθεια για να τα εντάξει θετικά στη μαθησιακή διαδικασία. Αυτός  είναι όμως ο ρόλος του σχολείου σήμερα; Στην εποχή της γνώσης το σχολείο δεν μπορεί να είναι ένας μηχανισμός επιλογής και αποκλεισμού.
·       Δεν φροντίζει για την ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών. Να πιστέψουν στον εαυτό τους, να λειτουργούν ελεύθερα, δημιουργικά και σε συνεχή εξέλιξη. Αυξάνει την αυτοεκτίμηση των “καλών” μαθητών και αντίθετα κάνει ότι μπορεί για να μειώσει την αυτοεκτίμηση των «αδύνατων» μαθητών. Έτσι καταφέρνει, ακόμη και ιδιαίτερα προικισμένα παιδιά, να τα περιθωριοποιεί και να τα οδηγεί στην σχολική αποτυχία. Σήμερα όμως  πρέπει όλοι να μαθαίνουν γράμματα μιας και ζούμε στην κοινωνία της γνώσης και οι εργασίες ρουτίνας, που δεν απαιτούν εκπαίδευση, όλο και περισσότερο μειώνονται με τη χρήση των νέων τεχνολογιών.
·       Δεν μαθαίνει την ομαδική εργασία. Λες και στον κοινωνικό και εργασιακό του βίο το άτομο θα πορευτεί μόνο του, συνεχώς ανταγωνιζόμενο όλους και όχι συνεργαζόμενο στην εργασία και τη ζωή για κοινή πορεία και δημιουργία.
·       Δεν φροντίζει ώστε να καταλάβουν οι μαθητές του την χρησιμότητα των γνώσεων που προσπαθεί να μεταδώσει. Δεν συνδέει τη γνώση με τις εμπειρίες των μαθητών και την πραγματική ζωή. Επομένως δεν δίνει  κίνητρα για μάθηση. Δεν  κινητοποιείται ο μαθητής για κάτι που  δεν καταλαβαίνει  τη χρησιμότητα του.
·       Δεν χρησιμοποιεί χώρους μάθησης (εργασία, μουσεία, βιβλιοθήκες, ερευνητικά ιδρύματα, χώρους τέχνης κ.α.) εκτός σχολείου. Λειτουργεί απομονωμένα, λες και θέλει να μεταδώσει γνώσεις, αξίες και ηθική που δεν έχουν σχέση με τον έξω κόσμο. Λες και είναι η μοναδική πηγή γνώσης για το μαθητή. Δεν βοηθά όμως έτσι στην πρόοδο των νέων. Βοηθιέται το ίδιο το σχολείο από αυτή την απομόνωση; Όχι βέβαια γιατί  έτσι δεν προλαβαίνει την εξέλιξη της γνώσης  και δεν δίνει κίνητρα μάθησης.
·        Δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι η έρευνα και η μάθηση είναι χαρακτηριστικό της ανθρώπινης οντότητας (πως αλλιώς θα μπορούσε ο άνθρωπος από τα σπήλαια να βρεθεί στο διάστημα;). Έτσι χρησιμοποιεί το φόβο, τις αμοιβές, τις τιμωρίες για να επιτύχει το σκοπό του. Κατορθώνοντας να ταυτίσει, πολλές φορές, στη συνείδηση  των μαθητών, την κατάκτηση της γνώσης με τα δυσάρεστα συναισθήματα που προκαλεί η τιμωρία, αλλά και να συνδέσει τη πρόοδο με τις αμοιβές, λες και η μάθηση δεν είναι μια λογική , κανονική και φυσιολογική κατάσταση, αλλά κάτι που έγινε θυσιάζοντας κανείς κάτι πιο χρήσιμο και ευχάριστο. Βέβαια ο τρόπος μάθησης στο σημερινό σχολείο κάθε άλλο παρά ευχάριστος είναι.
·       Δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση της μεταδιδόμενης γνώσης ούτε της λειτουργίας του. Λες και δεν είναι προϋπόθεση για τη νέα γνώση. Λες και το δημοκρατικό πολίτευμα δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση και την αλλαγή. Λες και μπορεί να αναπτυχθεί η κριτική σκέψη χωρίς αμφισβήτηση.
·        Δεν διδάσκει τι είναι ο άνθρωπος. Δεν διερευνά γιατί κάποιος άνθρωπος παρασύρθηκε σε αντικοινωνικές, εγκληματικές και άλλες παρόμοιες ενέργειες και άλλοι, κάτω από τις ίδιες συνθήκες ,αντιστάθηκαν και έγιναν πρότυπα ανθρωπιάς  και αυτοθυσίας.
·        Αναλωνόμενο σε εθνικιστική προπαγάνδα υποβαθμίζει την αξία της ειρήνης, λες και βρισκόμαστε στα πρώτα έτη της συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους . Έτσι όταν περιγράφει πολέμους πάντα οι άγριοι, οι βάρβαροι είναι οι αντίπαλοι των Ελλήνων, παραβλέποντας  ότι ο πόλεμος φέρνει σε μια υπόκτηνο κατάσταση όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την εθνικότητα τους. Δεν αναπτύσσει την οικολογική συνείδηση σε μια εποχή που ήδη φαίνονται τα πρώτα σημάδια  κόπωσης του οικοσυστήματος της Γης από την ανορθολογική, μηχανιστική δράση του ανθρώπου. Και βέβαια δεν γίνεται καμία συζήτηση για την κοινωνική δικαιοσύνη, λες και δεν υπάρχουν προβλήματα φτώχιας, εξαθλίωσης και τρομακτικών ανισοτήτων, τόσο μεταξύ των κρατών όσο και μέσα στα ίδια τα κράτη. Δεν διαμορφώνει δημοκρατικές συνειδήσεις μέσα από την οργάνωση της καθημερινότητας.
·       Δεν αναπτύσσει την αισθητική αντίληψη , τόσο για την προσωπική ικανοποίηση , όσο και για τη δημιουργική εργασία.
·       Δεν μαθαίνει τη τέχνη της ζωής. Πώς θα μπαίνει από την πεζότητα στην ποίηση και αντίστροφα. Πώς να συναλλάσσεται και να συνδιαλέγεται με θετικά αποτελέσματα και για τα δύο μέρη. Πώς να κατανοεί σε βάθος τους άλλους ώστε να μπορεί να συνεργαστεί και να συμπορευτεί μαζί τους. Πώς να καταλαβαίνει τις μεγάλες δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος. Πώς να ξεχωρίζει το ευτελές από το σημαντικό. Πώς να κατανοεί και όχι να  καταριέται τον κόσμο. Πώς να υπερβαίνει λογικά και συναισθηματικά αρνητικές καταστάσεις. Πώς…  



































Το σχολείο αύριο

          Η εκπαίδευση δεν είναι μόνο ένας θεσμός για την κατάκτηση της γνώσης. Ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του σχολείου, έμμεσα, και η επιλογή της διδακτέας ύλης – τι θα διδαχθεί και πώς και τι όχι – άμεσα, έχουν ως στόχο την διαμόρφωση τρόπου σκέψης, αντίληψης, συμπεριφοράς, αξιών και στάσεων στους μαθητές του. Επομένως η εκπαίδευση έχει έντονη την ιδεολογική και πολιτική διάσταση, αφού προσπαθεί να διαμορφώσει την υποκειμενικότητα των νέων ανθρώπων, άρα και την στάση τους απέναντι στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κατά πόσο, δηλαδή, θα συμμορφώνονται στις εντολές της οποιασδήποτε εξουσίας, χωρίς να τις εξετάζουν κριτικά, ή θα είναι ενεργοί, κριτικά σκεφτόμενοι πολίτες και εργαζόμενοι που θα μπορούν να ελέγχουν την εξουσία και να διαμορφώνουν προτάσεις για την εξέλιξη και αλλαγή της κοινωνίας.
          Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, τα εκπαιδευτικά συστήματα στοχεύουν στην συμμόρφωση του νέου ανθρώπου στην κάθεστηκυία τάξη πραγμάτων, έτσι ώστε να ενταχθεί ομαλά τόσο στην εργασία όσο και στην κοινωνία και χωρίς προβλήματα για τους εκάστοτε κρατούντες.
          Σήμερα όμως που επικρατεί η ρευστότητα τόσο στο εργασιακό όσο και στο κοινωνικό γίγνεσθαι, το σχολείο για ποια προσαρμογή πρέπει να προετοιμάσει τους νέους ανθρώπους;
          Μία εκπαίδευση συμμόρφωσης, στο βαθμό που επιτυγχάνει τους σκοπούς της, καταδικάζει τους νέους ανθρώπους σε στασιμότητα. Δεν τους προετοιμάζει ώστε να αντιμετωπίσουν θετικά τις συγκλονιστικές κοινωνικές και άλλες αλλαγές. Πολύ περισσότερο δεν τους προετοιμάζει να είναι συνδημιουργοί μίας εξελικτικής πορείας προς όφελος του ανθρώπου και της κοινωνίας.
          Η ομογενοποίηση που προσπαθεί να επιβάλλει το σημερινό σχολείο, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα ούτε την κοινωνία, ούτε το κάθε άτομο, ξεχωριστά. Έχει παρέλθει προ πολλού ο χρόνος οπού πλήθος ανθρώπων εκτελούσαν μηχανικές εργασίες ρουτίνας ζώντας με τον ίδιο τρόπο και έχοντας τις ίδιες ιδέες, αξίες και όνειρα. Σήμερα κάθε άνθρωπος δεν κατηγοριοποιείται εύκολα, επειδή δέχεται πλήθος ερεθισμάτων και πληροφοριών, εργάζεται και ζει μέσα σε ένα εξελισσόμενο περιβάλλον και έχει πολλές επιλογές στον ελεύθερο χρόνο του, διαμορφώνοντας έτσι μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Επομένως η προσπάθεια του σχολείου για ομογενοποίηση των μαθητών του και μάταιη είναι και κοινωνικά και ατομικά άχρηστη.
          Οι αυτόνομες προσωπικότητες έχουν την δυνατότητα να προσεγγίσουν κριτικά ακόμη και τα καθημερινά «αυτονόητα», που πολλές φορές αντιτίθενται στην πρόοδο, και να επιχειρήσουν θεμελιακές αλλαγές. Είναι προφανές ότι τέτοιες προσωπικότητες είναι βέβαια επινοητικές, δημιουργικές και προοδευτικές, όμως ταυτόχρονα, αν το θελήσουν και το κρίνουν σκόπιμο, μπορούν να είναι θεμελιακά ανατρεπτικές, όσον αφορά, όχι μόνο τα εργασιακά αλλά και τα κοινωνικά πράγματα στο σύνολό τους.
Η εκπαίδευση δεν μπορεί και δεν πρέπει να υιοθετήσει το αξιακό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού-τον άλογο καταναλωτισμό, το κέρδος, την απόκτηση δύναμης, τον αγχωτικό ανταγωνισμό-, το οποίο οδηγεί τους ανθρώπους στον κομφορμισμό, στον κυνισμό, στην ιδιώτευση, στον ατομικισμό και στην αδιαφορία για τα δημόσια πράγματα.
Δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά και να προοδεύσει μια κοινωνία που αποτελείται από το άθροισμα ιδιωτών, χωρίς κοινωνική συνείδηση, χωρίς κοινά σχέδια, χωρίς δρώσες  συλλογικότητες. Χωρίς, δηλαδή, εντιμότητα, κοινωνική προσφορά και αλληλεγγύη.
Δεν μπορεί, π.χ, μια τέτοια κοινωνία να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της διαφθοράς. Δεν διαθέτει αξίες, επιχειρήματα και ελπίδες, για ένα καλύτερο αυριο, ως ανάχωμα στην τάση να τα ζήσουμε όλα σήμερα, δίχως ηθικούς φραγμους.     

________ . ________ . _________


          Σήμερα, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, τίθενται επιτακτικά και σε πρώτη προτεραιότητα τα ζητήματα της ειρήνης, της διεύρυνσης της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας, της ισονομίας, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του σεβασμού της διαφορετικότητας και της επιβίωσης του πλανήτη. Δηλαδή σε πρώτη προτεραιότητα τίθεται το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού.
          Ο αγώνας για τον προσανατολισμό και την επιδίωξη αυτού του στόχου, από την κοινωνία απαιτεί πολίτες με ανεπτυγμένη την προσωπική και την κοινωνική αυτονομία. Είναι προφανές ότι για την διαμόρφωση τέτοιων προσωπικοτήτων η εκπαίδευση μπορεί να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο.
Τίθεται, λοιπόν, εκ των πραγμάτων το ζήτημα της αλλαγής των στόχων και του τρόπου λειτουργίας της εκπαίδευσης.
Η σημερινή λογική του σχολείου «εγώ κάνω σωστά την δουλειά μου και όποιος μπορεί παρακολουθεί και μαθαίνει και όποιος δεν μπορεί αποτυγχάνει» διογκώνει την σχολική αποτυχία, στην εποχή της γνώσης, και πρέπει να αναστραφεί. Η φράση που πολύ συχνά ακούγεται ότι «αυτός ο μαθητής δεν είναι για γράμματα», είναι επικίνδυνη για το μέλλον των νέων ανθρώπων και φανερώνει έλλειψη γνώσεων στα εκπαιδευτικά και παιδαγωγικά ζητήματα.
Το σχολείο πρέπει να μπορεί να καλύψει τις ανάγκες κάθε μαθητή ώστε να έχει μία επιτυχημένη μαθησιακή πορεία και όχι να περιμένει παθητικά να προσαρμοστεί κάθε μαθητής στις απαιτήσεις του..
Η εκπαίδευση οφείλει να  δίνει την δυνατότητα σε κάθε μαθητή να βρει το δικό του δρόμο κατάκτησης της γνώσης. Ατομικές και ομαδικές εργασίες, συζητήσεις, κατασκευές, καλλιτεχνική δημιουργία, έρευνες στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, εφαρμογή της σχολικής γνώσης στην πραγματική ζωή, εργαστηριακά πειράματα, να γράψουν μία ιστορία, ένα δοκίμιο, εκπαιδευτικές επισκέψεις, επεξεργασία πληροφοριών, να αναλύσουν ένα κινηματογραφικό έργο, ένα μυθιστόρημα, να προσεγγίσουν την γνώση από το μερικό στο γενικό και το αντίστροφο, να κάνουν φωτορεπορτάζ, να αναλύσουν μία εκπομπή στην τηλεόραση κ.α.
Οι εργασίες που δίνονται σε κάθε μαθητή πρέπει να ανταποκρίνονται στις δυνατότητες του. Η κάλυψη της ύλης μπορεί να γίνει σε διάφορα επίπεδα έτσι ώστε να εξελίσσονται όλοι οι μαθητές.
Ο μαθητής στη μαθησιακή του προσπάθεια πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ανταγωνίζεται μόνο τον εαυτό του κα όχι τους συμμαθητές του. Έτσι οι μαθητές με χαμηλή επίδοση δεν αποθαρρύνονται, δεν αγχώνονται και δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια.
Στην Φινλανδία, της οποίας οι μαθητές πρωτεύουν σχεδόν σε όλους τους διεθνείς διαγωνισμούς, « οι μαθητές καθορίζουν εβδομαδιαίους  στόχους, με τους δασκάλους τους, και επιλέγουν τις εργασίες, τις οποίες μπορούν να φέρουν εις πέρας με το δικό τους ρυθμό (…)»
« Τα μαθήματα δεν διεξάγονται με σιωπηλή απομνημόνευση: τα παιδιά τριγυρνούν, συλλέγουν πληροφορίες, ζητούν συμβουλές από τους δασκάλους τους, συνεργάζονται με άλλους μαθητές και ακόμη, περιστασιακά, αναπαύονται στον καναπέ. Η κατάσταση στην τάξη είναι ενεργητική, ο δάσκαλος δεν χάνει ποτέ τον έλεγχο χωρίς να καταφεύγει σε αυταρχικές μεθόδους (…)».
« Σε εκείνους που είναι πιο αργοί ή πιο γρήγοροι, από το μέσω όρο, τους δίνονται εργασίες ανάλογες με τις δυνατότητές τους (…)».
Επίσης η υιοθέτηση της διαφοροποιημένης διδασκαλίας δίνει τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να χωρίζει την τάξη σε τρία διαφορετικά επίπεδα, έτσι ώστε να προχωρούν όλοι οι μαθητές ανεξάρτητα από το γνωστικό τους επίπεδο.
Άλλες φορές συγκροτούνται ομάδες μαθητών με δικό τους πρόγραμμα. Αν και πάλι ένας μαθητής δεν μπορεί να παρακολουθήσει, τότε οργανώνεται ειδικό πρόγραμμα γι’ αυτόν τον μαθητή.
Είναι προφανές ότι η όλη μαθησιακή διαδικασία στην Φινλανδία είναι έτσι οργανωμένη ώστε όλοι οι μαθητές να εξελίσσονται, ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις της κοινωνίας της γνώσης.
   Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ότι πρωτεύουν στους διεθνείς διαγωνισμούς, στους οποίους το δείγμα των διαγωνιζόμενων είναι τυχαίο, αλλά και ότι η «ψαλίδα» μεταξύ των χαμηλότερων και των υψηλότερων επιδόσεων έχει το μικρότερο άνοιγμα μεταξύ των μαθητών όλων των άλλων χωρών.


________ . ________ . _________

Παρακάτω θα περιγραφούν πολύ σύντομα κάποιες διδακτικές προσεγγίσεις, οι οποίες μπορούν να δώσουν απαντήσεις στις εκπαιδευτικές απαιτήσεις σήμερα.



 Επίλυση προβλήματος

Σε όλη του τη ζωή ο άνθρωπος είναι αναγκασμένος να επιλύει προβλήματα, πολλά από τα οποία για πρώτη φορά. Κάποια δε από αυτά είναι σύνθετα έως πολύ  σύνθετα. Επομένως η εξοικείωση με την επίλυση προβλημάτων, κατά την εκπαιδευτική διαδικασία, καθίσταται αναγκαία.
Τα προβλήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας αντλούνται από την πραγματική ζωή, ώστε να προκαλούν το ενδιαφέρον των μαθητών, και να προσαρμόζονται στις δυνατότητες και στα ενδιαφέροντα τους.
Δεν δίδονται, δηλαδή, τα ίδια προβλήματα σε όλους τους μαθητές, ούτε είναι της ίδιας δυσκολίας. Επί πλέον δεν ζητείται η επίλυση των ίδιων ή παρόμοιων προβλημάτων, με στόχο την ανάπτυξη της ικανότητας επίλυσης νέων, κάθε φορά, προβλημάτων.
Η προσαρμογή των προβλημάτων στις δυνατότητες και στα ενδιαφέροντα των μαθητών κάνει τη μέθοδο αυτή να προσιδιάζει, σχετικά, με την εξατομικευμένη μάθηση.
Τα σύνθετα αυτά προβλήματα απαιτούν, για την επίλυσή τους, γνώσεις, επινοητικότητα, φαντασία, δημιουργικότητα και δράση.
Επιστρατεύονται η μνήμη, η νοημοσύνη, ο γραπτός και ο προφορικός λόγος και επινοούνται στρατηγικές. Οι μαθητές αφού κατανοήσουν, διατυπώσουν  και αναλύσουν το πρόβλημα συλλέγουν τις αναγκαίες γνώσεις και πληροφορίες και σχεδιάζουν τη λύση του. Αφού το λύσουν επιχειρούν την αξιολόγηση της όλης διαδικασίας και του τελικού αποτελέσματος.
Η διαδικασία επίλυσης προβλήματος μπορεί να είναι και ομαδική, οπότε κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού επίλυσής του μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η μέθοδος της κατάθεσης ιδεών. Σε κλίμα αποδοχής, κατανόησης και ελευθερίας κατατίθενται ακόμη και οι πιο απίθανες ιδέες για τη λύση του προβλήματος χωρίς να ασκείται κριτική. Μπορούν όμως, οι διάφορες ιδέες, να συνδυαστούν ή να βελτιωθούν. Οι επικρατέστερες ιδέες εξετάζονται κατά πόσο είναι εφικτές και χρήσιμες.

Θεματικά προγράμματα


          Η κατανόηση του κόσμου και του εαυτού μας, στην πολυπλοκότητα και στην συνθετότητα τους, δεν μπορεί να γίνει με την τεμαχισμένη σχολική γνώση.
          Η πραγματικότητα αποτελείται από γεγονότα και καταστάσεις, η κατανόηση των οποίων απαιτεί συνδυασμό γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων.
          Η θεματική προσέγγιση της γνώσης έχει ως στόχο την σφαιρική προσέγγιση ενός θέματος ή την επίλυση ενός σύνθετου προβλήματος, το οποίο έχει σχέση με τις εμπειρίες ή και τα ενδιαφέροντα των μαθητών, ή  προέρχεται από την κοινωνία. Έτσι οι μαθητές κινητοποιούνται περισσότερο, γιατί η κατάκτηση της γνώσης αποκτά νόημα και κατά συνέπεια έχουμε καλύτερα μαθησιακά αποτελέσματα.
          Η θεματική μάθηση είναι μάθηση δράσης, η οποία προϋποθέτει την ενεργό συμμετοχή των μαθητών σε όλη την διαδικασία γιατί οι μαθητές θα πρέπει να ερευνήσουν και να αντλήσουν πληροφορίες, τις οποίες και θα επεξεργαστούν, τόσο από την πραγματική ζωή όσο και από το διαδίκτυο, βιβλιοθήκες κ.α. Ταυτόχρονα επιστρατεύουν τις σχολικές τους γνώσεις έτσι που οι τελευταίες αποκτούν νόημα και ενδιαφέρον. Το προς εξέταση θέμα προσεγγίζεται έτσι σε όλες του τις διαστάσεις και στο βάθος που επιτρέπουν οι γνώσεις τους και η ωριμότητα τους.
          Η θεματική μάθηση, εκτός του ότι βοηθάει τους μαθητές να προσεγγίσουν την πραγματικότητα στην πολυπλοκότητα και στην συνθετότητα της, είναι αποδοτικότερη γιατί ερευνά αυθεντικές και όχι τεχνικές καταστάσεις και προβλήματα. Επί πλέον επιτρέπει τις συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών καταστάσεων. Μέσα από την θεματική μάθηση μπορούν να προσεγγίσουν θέματα όπως : η διεθνής πολιτική, τα ναρκωτικά, η οικολογική κρίση, οι οικονομικοί μετανάστες, η εγκληματικότητα, οι νέες τεχνολογίες, τα μεταλλαγμένα τρόφιμα, η δημοκρατία σήμερα, οι πολεμικές συρράξεις, η κοινωνική δικαιοσύνη κ.α.
          Η θεματική μάθηση βοηθά το νέο άνθρωπο να ασκηθεί στις διαδικασίες κατάκτησης της γνώσης – μαθαίνει πώς να μαθαίνει - ,να αποκτήσει υπευθυνότητα, ανεπτυγμένη κοινωνική συνείδηση και κατ’ επέκταση δημοκρατική συνείδηση, αφού θα μπορεί κριτικά και σφαιρικά να προσεγγίσει τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα και έτσι να τοποθετηθεί και να δράσει υπεύθυνα.
          Με την ενεργό μάθηση ο μαθητής «πρέπει να παρατηρήσει, να σκεφτεί, να συγκρίνει, να βγάζει συμπεράσματα, να εκφέρει κρίσεις, να ταξινομήσει γνώσεις και συμπεράσματα, να δοκιμάσει λύσεις στα προβλήματα του, να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα και στις απορίες του, να δοκιμάσει ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις στις προσπάθειες του αυτές, να συγκρίνει πείρα και γνώσεις» (Χρ. Θεοφιλίδης 1997). Επομένως μπορεί μέσω της μάθησης αυτής, ο νέος άνθρωπος, να χειραφετηθεί ως πολίτης, ως εργαζόμενος και ως διαχειριστής του ελεύθερου χρόνου του.

Ομαδική Μάθηση

          Ένας μικρός αριθμός μαθητών μπορεί να συγκροτήσει μία ομάδα μάθησης.  Μετά από δημοκρατική συζήτηση επιλέγουν το θέμα που θα ασχοληθούν, θέτουν κοινούς στόχους, επιμερίζουν εργασίες, συνεργάζονται αρμονικά, αλληλοβοηθούνται, κάνουν και δέχονται κριτική, επικοινωνούν, θέτουν κανόνες λειτουργίες και αποκτούν συλλογική αντίληψη για το υπό εκτέλεση έργο. Πρόκειται δηλαδή, για μία μικρογραφία κοινωνικής οργάνωσης, οπού συνδυάζεται η ατομική δράση, η ατομική ευθύνη και ανάπτυξη με την συνεργασία και την συνευθύνη.
          Η εργασία σε ομάδες μάθησης καλλιεργεί την πρωτοβουλία, την ικανότητα προγραμματισμού, τον σεβασμό προς τον άλλο, την ικανότητα λήψης αποφάσεων, την υπευθυνότητα, την επινοητικότητα, την δημιουργικότητα, την αυτοπειθαρχία, την ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών, την κριτική σκέψη και την αναλυτική και συνθετική ικανότητα.
          Η ομαδική μάθηση, και πολύ περισσότερο όταν συνδυάζεται με την θεματική μάθηση αναπτύσσει την κοινωνική και δημοκρατική συνείδηση των μαθητών, καθιστώντας τους ικανούς να αντιλαμβάνονται την σύνθετη πραγματικότητα, να δρουν και να συμμετέχουν υπεύθυνα στα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα. Επίσης τους προετοιμάζει να ενταχθούν ομαλά στην νέα οργάνωση της εργασίας αφού θα έχουν ανεπτυγμένες τις γενικές – κοινωνικές δεξιότητες.
          Η ομαδική μάθηση, στο βαθμό που οι πρωτοβουλίες ανήκουν στους μαθητές και όχι στον εκπαιδευτικό, βοηθά τους μαθητές να εντοπίζουν τα προβλήματα, να τα διατυπώνουν και να τα λύνουν, να διατυπώνουν υποθέσεις, να εκφράζονται με σαφήνεια, να εργάζονται συστηματικά και έτσι να αναπτύσσουν τις πνευματικές τους ικανότητες.



          Μέσα σε αυτήν την διαδικασία, οι μαθητές με χαμηλές επιδόσεις μπορούν να βρουν τη θέση τους μαθαίνοντας με τον δικό τους ρυθμό και με τους δικούς τους τρόπους. Αλλά και οι μαθητές με υψηλές επιδόσεις μαθαίνουν να συνεργάζονται, να βοηθούν τους συμμαθητές τους, να περιορίζουν τον εγωισμό τους, να μάθουν να σέβονται την διαφορετικότητα και να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με την ισότητα.
          Η ομαδική μάθηση, όχι μόνο δέχεται αλλά και αξιοποιεί την διαφορετικότητα, μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις των προς εξέταση θεμάτων, μαθαίνοντας τους μαθητές να συνυπάρχουν και να συνδημιουργούν διατηρώντας την δικιά τους πολιτισμική φυσιογνωμία προσεγγίζοντας ταυτόχρονα τις διαφορετικές θρησκείες και τις εθνικές και πολιτισμικές ταυτότητες. Αυτή η διάσταση της ομαδικής μάθησης ίσως είναι το πρώτο βήμα των νέων ανθρώπων για την κατανόηση της παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας.
          Η ομαδική δράση και μάθηση καλλιεργεί τις αξίες της ισότητας, της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας του λόγου και της ανεξιθρησκίας, καθιστώντας τους νέους ανθρώπους ικανούς να συμβάλλουν στην εμβάθυνση και διεύρυνση της δημοκρατίας και των ανθρώπινων αξιών.
          Πέρα από τα παραπάνω, η ομαδική μάθηση φαίνεται να έχει καλύτερα αποτελέσματα και ως προς την κατάκτηση της γνώσης σε σχέση με την ανταγωνιστική ή ατομική μάθηση. Πέρα από τη μείωση του άγχους, κατορθώνει οι μαθητές να έχουν καλύτερη επίδοση, βαθύτερη κατανόηση, μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μάθηση, θετικότερη στάση απέναντι στο σχολείο και τη γνώση, ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης και της αυτογνωσίας και να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν μόνοι τους.
          Όλα τα παραπάνω είναι βέβαια αρκετά δύσκολο να επιτευχθούν. Απαιτείται, προς τούτο, η πολύχρονη εφαρμογή της μεθόδου και οι εκπαιδευτικοί  από μεταδότες γνώσης θα πρέπει να αλλάξουν ρόλο και να μετατραπούν σε διευκολυντές στην κατάκτηση της γνώσης, εμπνευστές των μαθησιακών πρωτοβουλιών και βοηθοί σ’ όλο το μαθησιακό γίγνεσθαι.


Νέες τεχνολογίες


Η χρήση κάθε φορά νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων δεν οδηγεί αναγκαστικά στα αποτελέσματα που επιθυμούμε. Η ένταξη τους σε ένα δεδομένο σύστημα δε λειτουργεί προσθετικά, αφήνοντας το σύστημα ανεπηρέαστο κατά τα υπόλοιπα. Αντίθετα το σύστημα αναδιατάσσεται έτσι που στην τελική του μορφή να διαφέρει σημαντικά και ποιοτικά από την προηγούμενή του κατάσταση. Οι επιπτώσεις από την εισαγωγή αυτών των επιτευγμάτων δεν θα είναι μόνο θετικές και βέβαια δεν είναι προβλέψιμες.
          Η τεχνολογία αλλάζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, τις προσδοκίες μας, τις προτεραιότητές μας, τις αντιλήψεις μας, τα ενδιαφέροντα μας και μας επιβάλλει μια νέα θεώρηση των πραγμάτων
          Ο υπολογιστής είναι ένα μηχάνημα που δε μοιάζει με κανένα άλλο. Οι δυνατότητες του, σε συνδυασμό με το διαδίκτυο, δεν έχουν τίποτα το κοινό με τις συσκευές, τα μηχανήματα και τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν μέχρι σήμερα στην εκπαιδευτική διαδικασία είτε αυτό ήταν ένα μικροσκόπιο, ένα εργαστήριο φυσικής, μια εργαλειομηχανή, ένας σύνθετος αυτοματισμός είτε ακόμη και μια τηλεόραση – βίντεο.

Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής έχει τη δυνατότητα: 

να αποθηκεύει τεράστιο όγκο πληροφοριών και να συνδέεται με τράπεζες πληροφοριών.
να επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ανεξάρτητα από την απόσταση που βρίσκονται.
να επεξεργάζεται δεδομένα και να καταλήγει σε αποτελέσματα.
να αναπαριστά την πραγματικότητα
να διαλέγεται με τους ανθρώπους
να λύνει προβλήματα
να βοηθά τους ανθρώπους να κάνουν πρωτότυπα πράγματα.

Η εισαγωγή του υπολογιστή σε οποιοδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας επέφερε θεμελιακές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία του συστήματος. Αυτό είναι εμφανές είτε το αναζητήσουμε σε μια σύγχρονη βιομηχανία είτε σε ένα τεχνικό γραφείο είτε στη γραμματειακή υποστήριξη μιας διεύθυνσης.
Με το σχολείο δεν συνέβη το ίδιο. Η ένταξη του υπολογιστή στην εκπαιδευτική διαδικασία έγινε εργαλειακή μη αλλάζοντας την υπάρχουσα δομή και λειτουργία του σχολείου  Μ’ αυτόν τον τρόπο ο υπολογιστής χρησιμοποιήθηκε όπως και κάθε άλλη συσκευή, χωρίς το σχολείο και η εκπαιδευτική διαδικασία να εκμεταλλευτούν όλες του τις δυνατότητες, γεγονός που θα επέφερε και τη ριζική αλλαγή της λειτουργίας του σχολείου. Η εισαγωγή όμως του υπολογιστή επέτεινε την υπάρχουσα κρίση του σχολείου.





Εκπαιδευτική διαδικασία και υπολογιστής


Ο υπολογιστής, με τις τεράστιες δυνατότητες που διαθέτει, μπορεί να χρησιμοποιηθεί  στην εκπαιδευτική διαδικασία από όργανο χειραγώγησης έως και όργανο απελευθέρωσης. Οι παιδαγωγικές μέθοδοι και το λογισμικό που θα χρησιμοποιηθεί είναι εκείνα που καθορίζουν την απελευθερωτική ή μη χρήση του υπολογιστή.
Η επιλογή λογισμικών που επιτρέπουν στους μαθητές να έχουν τον πρώτο λόγο, να είναι δημιουργικοί, να τους επιτρέπουν να εξερευνούν, να αναλύουν, να συνθέτουν, να σχεδιάζουν προβλήματα και στρατηγικές επίλυσης τους,  καθιστούν τον υπολογιστή ένα μέσον εκπαιδευτικής απελευθέρωσης.
          Ας εξετάσουμε πιο αναλυτικά τις δυνατότητες του υπολογιστή και πως μπορούν αυτές να υπηρετήσουν ένα σύγχρονο σχολείο έτσι όπως περιγράφηκε παραπάνω.
Ο υπολογιστής, σε συνδυασμό με το διαδίκτυο, μπορεί να υποστηρίζει οποιοδήποτε σχέδιο εργασίας (project). Ομάδες μαθητών συνεργαζόμενοι μεταξύ τους ή και με άλλες ομάδες έχουν τη δυνατότητα να επινοήσουν, να σχεδιάσουν, να οργανώσουν και να εκτελέσουν ένα project χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή. Μέσα από αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία οι μαθητές
   ανατρέχουν σε διάφορες πηγές γνώσεις
   αξιολογούν πληροφορίες
   συνθέτουν πληροφορίες και παράγουν νέες
   μετατρέπουν τις πληροφορίες σε γνώσεις
   αναπτύσσουν την αναλυτική και συνθετική τους ικανότητα
   καλλιεργούν την πρωτοβουλία τους, την επινοητικότητά τους και τη           φαντασία τους
    μαθαίνουν να διοικούν ένα έργο
    μαθαίνουν να επιλέγουν την καλύτερη δυνατή λύση σύμφωνα με τα κριτήρια  που θέτουν.
    εκτιμούν τις συνέπειες των επιλογών τους
     αναπτύσσουν τη συνεργασία μεταξύ τους

          Η δυνατότητα του υπολογιστή να κάνει το αφηρημένο συγκεκριμένο και το μη ορατό ορατό αναπτύσσει την αφαιρετική ικανότητα των μαθητών.
Η υποατομική φυσική, ο ηλεκτρισμός, η χημεία, η θερμοδυναμική κ.α. μπορούν μέσω διδακτικών λογισμικών να γίνουν μια ευχάριστη και απολύτως κατανοήσιμη εμπειρία. Η κατανόηση των δύσκολων αφηρημένων εννοιών γίνεται ευκολότερα.
Μέσω του υπολογιστή μπορεί να γίνει διαθεματική προσέγγιση της γνώσης. Η τεμαχισμένη γνώση επανενώνεται και αποκτά νόημα γιατί προσεγγίζεται μέσω πραγματικών προβλημάτων και ζητημάτων τα οποία απαιτούν συνδυασμό γνώσεων (μαθηματικά, φυσική, ιστορία, γεωγραφία, γραπτό λόγο κ.α.).
Για την κατάκτηση της γνώσης μπορούν να υπάρξουν διαφορετικά λογισμικά ή και ένα λογισμικό με πολλές εναλλακτικές δυνατότητες που να επιτρέπει στον κάθε μαθητή να αρχίζει από το γνωστικό επίπεδο που βρίσκεται, να επιλέγει τους δικούς του δρόμους κατάκτησης της γνώσης και να πορεύεται με τους δικούς του ρυθμούς. Με αυτό τον τρόπο περιορίζεται  η σχολική αποτυχία. Επίσης αναπτύσσεται ο διάλογος μεταξύ των μαθητών γιατί ο καθένας διαθέτει διαφορετικές εμπειρίες. Αυτό θα συμβαίνει πολύ περισσότερο όταν όλοι οι μαθητές δε θα μαθαίνουν τα ίδια πράγματα, αλλά διαφορετικά σύμφωνα με τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους.
Οι ενεργητικές μορφές μάθησης μπορούν να υποστηριχθούν με  τη χρήση του υπολογιστή. Ο μαθητής είναι εκείνος ο οποίος καθορίζει τη μαθησιακή διαδικασία μέσω του υπολογιστή. Καθορίζει τους όρους και τις παραμέτρους. Ακόμη μπορεί να δημιουργήσει τα δικά του λογισμικά και τις στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων. ΄Ετσι αναπτύσσεται η κριτική του σκέψη, η δημιουργικότητά του και η φαντασία του.

Η χρήση πολλών πηγών γνώσης δίνει τη δυνατότητα στο μαθητή, με την κατάλληλη υποστήριξη ,να ασκηθεί στη κριτική αντιμετώπιση των πληροφοριών, στην ταξινόμησή τους, στην ιεράρχησή τους και τελικά στη διαχείρισή τους. Σε ένα κόσμο που κατακλύζεται από πληροφορίες -από ασήμαντες και ψευδείς έως πολύ σημαντικές και χρήσιμες- οι δεξιότητες αυτές είναι αναγκαίες για το νέο άνθρωπο τόσο για την εργασία του όσο και για τις επιλογές του ως δραστήριου πολίτη και ατόμου.

Η συμμετοχική –συνεργατική μάθηση, την οποία ευνοεί ο υπολογιστής, δίνει τη δυνατότητα να ασκηθούν οι μαθητές στην επικοινωνία, στη διαμόρφωση θέσεων, στην ανάπτυξη επιχειρημάτων και στη λήψη αποφάσεων.
Η προσωπική εξερεύνηση μπορεί να επιχειρηθεί από το μαθητή μέσω του υπολογιστή. ΄Ετσι μπορεί να δοκιμάσει τις ιδέες του, να ανακαλύψει μεθόδους και να πλουτίσει τις γνώσεις του.

          Ο «εγγραμματισμός» της εικόνας στην εποχή μας καθίσταται αναγκαίος. Το σχολείο, όπως αναφέρθηκε ήδη, δομημένο πάνω στον προφορικό και γραπτό λόγο, δεν προετοιμάζει τους μαθητές του για τον κόσμο της εικόνας. Ο υπολογιστής μπορεί να λειτουργήσει απομυθοποιητικά  για το σύνολο των φαινομένων που κυρίως χρησιμοποιούν την εικόνα (διαφήμιση, πολιτική, τέχνη κλπ.) ώστε να μπορεί να δει ο μαθητής πίσω από την επιφάνεια και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα.

Τα λογισμικά της προσομοίωσης επιτρέπουν την αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η αλλαγή των δεδομένων σε μια αναπαράσταση π.χ. μιας λειτουργούσας βενζινομηχανής αυτοκινήτου, δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να κατανοήσουν τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν οι διάφορες βλάβες και οι διαφορετικές συνθήκες στη λειτουργία της. ΄Ετσι μπορούν να πειραματιστούν αλλάζοντας τις  παραμέτρους και να καταλήξουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα.
Η αναπαράσταση όμως πάντα απέχει από την πραγματικότητα γιατί δεν μπορούν να προβλεφθούν όλα όσα θα επηρεάσουν τη λειτουργία ενός συστήματος.

Η προσέγγιση σύνθετων προβλημάτων που απαιτούν ποιοτική προσέγγιση και όχι μόνο ποσοτική επιτρέπει στους μαθητές να επιζητήσουν εναλλακτικές λύσεις, να δοκιμάσουν τις επιλογές τους και να δουν τα αποτελέσματα των υποθέσεών τους.

Ο σχεδιασμός λογισμικού που να ασκεί τους μαθητές στην αντιμετώπιση του απρόσμενου μπορεί να γίνει είτε με τα παιχνίδια που απαιτούν σύνθετες γνώσεις, είτε και με άλλα λογισμικά.

          Ο υπολογιστής, αν χρησιμοποιηθεί με λογισμικά που επιτρέπουν στο μαθητή να έχει τον πρώτο λόγο, δεν προσβάλει, δεν αποθαρρύνει, δε φοβίζει. ΄Ετσι μπορούν να βοηθηθούν αποτελεσματικά οι μαθητές που δεν προέρχονται από προνομιούχα περιβάλλοντα και εκείνοι με μαθησιακά προβλήματα. Οι μαθητές μπορούν να αυτοελέγχονται και να αυτοδιορθώνονται.
Με τον υπολογιστή η μάθηση μπορεί να γίνει από ταλαιπωρία και καταναγκασμός σε διαδικασία ανακάλυψης και χαράς.





Το σχέδιο εργασίας (project)

Το σχέδιο εργασίας, ως μέθοδος μάθησης, είναι μια οργανωμένη, ομαδική, ερευνητική και ολιστική προσέγγιση ενός ζητήματος ή η επίλυση ενός σύνθετου προβλήματος από την πραγματική ζωή.
Η συνθετότητα  του σχεδίου εργασίας επιβάλλει για την εκπόνηση του την προσέγγιση επί μέρους ζητημάτων ή και την επίλυση επιμέρους προβλημάτων. Η πληρέστερη εκδοχή του σχεδίου εργασίας είναι εκείνη, η οποία απαιτεί το συνδυασμό σχολικής και εξωσχολικής γνώσης ( χώροι εργασίας, φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, βιβλιοθήκες, διαδίκτυο  ερευνητικά κέντρα κ.α) και η ολοκλήρωση του περιέχει γραπτή εργασία, τρισδιάστατη κατασκευή και ηλεκτρονικό υλικό ( CD, DVD κ.α).
Ο συνδυασμός τρισδιάστατης κατασκευής με τη γραπτή εργασία, η οποία θα περιέχει ιστορικά στοιχεία, θεωρητικό μέρος, περιγραφή εργασιών, κοστολόγιο, ανάλυση ευρημάτων και συμπεράσματα, απαιτεί το συνδυασμό θεωρίας και πράξης, γεγονός που προσδίδει ολιστικότητα στη μάθηση και δίδει τη δυνατότητα στους μαθητές να διαπιστώσουν τη σχέση μεταξύ της θεωρητικής γνώσης με την τεχνολογία.

Στη μέθοδο αυτή τον πρώτο λόγο τον έχουν οι μαθητές σε όλη τη διάρκεια εκπόνησης του σχεδίου εργασίας και όχι ο εκπαιδευτικός. Οι μαθητές αποφασίζουν το θέμα που θα εξετάσουν, μετά από διεξοδική συζήτηση, κατά τη διάρκεια της οποίας μπορούν να ζητήσουν τη βοήθεια του εκπαιδευτικού μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις οι ίδιοι. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις βοηθά με τέτοιο τρόπο ο εκπαιδευτικός ,ώστε οι μαθητές μόνοι τους τελικά να δώσουν τις απαντήσεις και να προχωρήσουν.
Η επιλογή εξέτασης ενός θέματος ή και η τρισδιάστατη κατασκευή πρέπει να είναι μέσα στις δυνατότητες, κάθε φορά, των μαθητών. Αν οι μαθητές επιλέξουν ένα θέμα προς εξέταση που, είτε δεν μπορούν, είτε δεν έχουν τα διαθέσιμα μέσα για να το εκτελέσουν, θα πρέπει ο εκπαιδευτικός με κατάλληλες ερωτήσεις  να τους βοηθήσει να το κατανοήσουν μόνοι τους.
Δεν ωφελεί να αποφαίνεται, κάθε φορά, ο εκπαιδευτικός, αν είναι εφικτός ή όχι ο στόχος των μαθητών. Μια τέτοια παρέμβαση ακυρώνει τη μέθοδο μάθησης του σχεδίου εργασίας.
Η σφαιρική εξέταση ενός θέματος απαιτεί συνδυασμό γνώσεων. Στη μέθοδο αυτή επανενώνεται η τεμαχισμένη γνώση του σχολείου, όπως συμβαίνει στη πραγματική ζωή. Έτσι ένα σχέδιο εργασίας, για τη εκπόνησή του, μπορεί να απαιτεί γνώσεις  μαθηματικών, φυσικής, ιστορίας και βέβαια πάντα απαιτείται η χρήση γραπτού και προφορικού λόγου.
Η μάθηση μέσω του σχεδίου εργασίας δεν είναι προκαθορισμένη, όπως συμβαίνει με τη συμβατική διδασκαλία μέσα στη σχολική αίθουσα. Τα όρια και το βάθος εξέτασης του θέματος  τίθενται από τους μαθητές, οι οποίοι κατά την πορεία εξέλιξης της εργασίας μπορούν να τα αλλάξουν ανάλογα με τα ενδιαφέροντά τους, τον διαθέσιμο χρόνο, τις δυνατότητές τους και τα διαθέσιμα μέσα. Είναι ένα από τα προβλήματα που θα κληθούν να διατυπώσουν και να επιλύσουν.
Η ομάδα αφού επιλέξει το θέμα το αναλύει , προγραμματίζει και σχεδιάζει την πορεία των εργασιών. Επιμερίζει τις εργασίες στα μέλη της μετά από δημοκρατική συζήτηση. Ο επιμερισμός των εργασιών, στην αρχή, γίνεται με βάση τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις των μαθητών. Στη συνέχεια γίνεται προσπάθεια να αλλάξουν οι ρόλοι, ώστε όλοι ή να ασχοληθούν με περισσότερα του ενός ζητήματα ή να αναλάβουν περισσότερους του ενός ρόλους. Έτσι μπορούν να αναπτύξουν και άλλες ικανότητες και να αποκτήσουν σφαιρικότερη και βαθύτερη αντίληψη για το σύνολο του σχεδίου εργασίας. Κάθε μαθητής θα πρέπει να μπορεί να αντικαταστήσει ένα συμμαθητή του σε οποιοδήποτε στάδιο εξέλιξης του σχεδίου εργασίας.

Κατά  τη διάρκεια υλοποίησης του σχεδίου εργασίας και σε τακτά χρονικά διαστήματα, γίνονται συνεδριάσεις της ομάδας, στο πλαίσιο των οποίων εξετάζεται η πορεία των εργασιών, ενημερώνονται όλα τα μέλη  της ομάδας για τις επί μέρους εργασίες, τις δυσκολίες, τα λάθη και τα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί. Αν χρειασθεί το σχέδιο εργασίας επανασχεδιάζεται.
Πρέπει να τονιστεί ότι, αν ένα σχέδιο εργασίας δεν φτάσει ως το τέλος και δεν έχει τελικά παραδοτέα δεν σημαίνει ότι η ομάδα απέτυχε. Κι’ αυτό γιατί, στη συγκεκριμένη μέθοδο μάθησης η διαδικασία έχει ένα κεντρικό ρόλο για τη μάθηση και την ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Σ’ αυτή την περίπτωση  το σχέδιο εργασίας θα μπορούσε να θεωρηθεί επιτυχημένο αν η ομάδα εκπονούσε μια έκθεση όπου, αναλυτικά και με αυτοκριτική, θα εξέθετε τους λόγους, για τους οποίους δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την εργασία της.
Η έκθεση αυτή αν έχει και αναστοχαστικό χαρακτήρα θα δώσει τη δυνατότητα στους μαθητές να εξετάσουν σε βάθος τόσο τα αντικειμενικά όσα και τα υποκειμενικά δεδομένα που εμπόδισαν την ολοκλήρωση του σχεδίου εργασίας.
Ο αναστοχασμός αυτός , διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες και προωθεί τη μόρφωση και την αυτογνωσία, όπως δεν μπορεί να τα καταφέρει η συμβατική διδασκαλία και μάθηση.
Η μέθοδος του σχεδίου εργασίας συνιστά μια αντιαυταρχική διαδικασία μάθησης , όπου ο φόβος , ο καταναγκασμός και η άκριτη υπακοή δεν έχουν θέση. Η ορθή οργάνωση του σχεδίου εργασίας βασίζεται στο δημοκρατικό διάλογο, στις συλλογικές αποφάσεις, στην ελεύθερη έκφραση, στη συνεργασία, στην ανάληψη  και όχι στην ανάθεση ευθύνης, στην αυτενέργεια και στην πρωτοβουλία. Η εξέταση ζητημάτων και προβλημάτων από την πραγματική ζωή και η ενεργός συμμετοχή του μαθητή αποτελούν ισχυρά κίνητρα, όπως έχει αποδειχθεί, για θετική στάση των μαθητών στη διαδικασία της μάθησης. Το σχέδιο εργασίας δεν απαιτεί τόσο την απομνημόνευση  όσο την κατανόηση , όχι μόνο της προς κατάκτηση γνώσης, αλλά και των μεθόδων εργασίας και γενικότερα της όλης διαδικασίας.
Η ερευνητική, αναλυτική και συνθετική «περιπέτεια» της μεθόδου καταλήγει στην παραγωγή απτού  έργου, πράγμα που δεν συμβαίνει με την συμβατική διδασκαλία.

Η μέθοδος του σχεδίου εργασίας είναι μια σύνθετη μορφή διδασκαλίας και μάθησης, η οποία στοχεύει, εκτός των άλλων, στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών, στην χειραφέτησή τους και  στην ανάπτυξη της αυτονομίας τους.
Ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η πραγματοποίηση, η αυτοαξιολόγηση και η παρουσίαση του σχεδίου εργασίας αναπτύσσει στον μαθητή:
·        οργανωτικές ικανότητες. Το σχέδιο εργασίας δεν δίδεται ποτέ οργανωμένο, όπως γίνεται με τη μαθητική εργασία στη συμβατική διδασκαλία. Μετά την απόφαση των μαθητών, για την εξέταση του θέματος που τους ενδιαφέρει θα πρέπει να οργανώσουν τη διεξαγωγή των εργασιών:Ποιες πληροφορίες χρειάζονται και από πού θα τις αντλήσουν, τι υλικά , συσκευές και εργαλεία απαιτούνται, ποιος θα κάνει τι και σε ποιο χρόνο κ.α.
·        ερευνητικές ικανότητες. Σε αντίθεση με τη συμβατική διδασκαλία, η οποία χρησιμοποιεί αποκλειστικά σχεδόν το σχολικό βιβλίο και την απομνημόνευση, η μέθοδος του σχεδίου εργασίας απαιτεί να αντληθούν πληροφορίες και γνώσεις τόσο από την πραγματική  ζωή, όσο και από βιβλιοθήκες, το διαδίκτυο κ.α. Καμιά από τις παραπάνω πηγές δεν είναι δεδομένη. Οι μαθητές πρέπει να  ψάξουν και να  ανακαλύψουν  τις πληροφορίες που τους χρειάζονται.
·       την ικανότητα να αξιολογούν, να ιεραρχούν και να  επεξεργάζονται πληροφορίες. Μέσα από το πλήθος των  πληροφοριών οι μαθητές θα πρέπει να επιλέξουν εκείνες, οι οποίες τους χρειάζονται και είναι αξιόπιστες. Επίσης πρέπει να τις επεξεργαστούν προκειμένου να παραγάγουν νέες πληροφορίες και γνώση, χρήσιμη για την εκπόνηση του σχεδίου εργασίας
·       την ικανότητα διατύπωσης του, κάθε φορά, εμφανιζόμενου προβλήματος. Στη διαδικασία εκπόνησης του σχεδίου εργασίας τα προβλήματα προκύπτουν χωρίς να διατυπώνονται με πληρότητα και σαφήνεια, όπως συμβαίνει στα σχολικά εγχειρίδια. Οι μαθητές, πριν αποπειραθούν να λύσουν το κάθε πρόβλημα πρέπει να το ορίσουν με όλες του τις παραμέτρους. Η διατύπωση ενός προβλήματος είναι, πολλές φορές, σημαντικότερη μαθησιακή διαδικασία και από αυτή  καθεαυτή τη λύση του. Κάποιες φορές οι μαθητές θα βρεθούν μπροστά σε προβλήματα που έχουν πάνω από μία λύσεις ή δεν έχουν λύση σε αντίθεση με εκείνα των σχολικών βιβλίων, που έχουν πάντα μία και μοναδική λύση.
·       την επινοητικότητα, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία.
Σε αντίθεση με τη συμβατική διδασκαλία, η οποία τους μαθαίνει τρόπους επίλυσης προβλημάτων του σχολικού βιβλίου, η μέθοδος αυτή θέτει τους μαθητές μπροστά σε προβλήματα και ερωτήματα, που δεν τα έχουν ξανασυναντήσει και ούτε ξέρουν, τους τρόπους που λύνονται ή απαντιώνται. Επομένως θα πρέπει να φανταστούν και τελικά να επινοήσουν λύσεις που να μπορούν να πραγματοποιηθούν. Στη διαδικασία αυτή η φαντασία και η δημιουργηκότητα έχουν τον πρώτο λόγο.
·       την αναλυτική και συνθετική ικανότητα. Τόσο τα διάφορα προκύπτοντα προβλήματα, όσο και ολόκληρο το σχέδιο εργασίας απαιτεί, στην πορεία εκτέλεσης του, τόσο την ανάλυση σύνθετων καταστάσεων, όσο και τη σύνθεση πληροφοριών, γνώσεων, μεθόδων και ίσως και εξαρτημάτων.
·       την  ικανότητα συνεργασίας. Το σχέδιο εργασίας είναι ομαδική μέθοδος μάθησης. Επομένως απαιτεί την αρμονική συνεργασία μεταξύ των μελών της ομάδας προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος. Σε αντίθεση με τη συμβατική διδασκαλία, η οποία καλλιεργεί την ατομική – ανταγωνιστική μάθηση, το σχέδιο εργασίας χρειάζεται να μάθουν οι μαθητές να συζητούν , να ακούν , να συναποφασίζουν και να συνεκτελούν. Μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνουν , επίσης , να διαχειρίζονται και να ξεπερνούν τις τυχόν προκύπτουσες κρίσεις χωρίς να οδηγούνται στην αδράνεια και την αποτυχία.
Αντιλαμβάνονται έτσι τη σημασία της ομαδικής εργασίας τώρα που τίποτα σχεδόν δεν γίνεται από ένα μόνο άνθρωπο.
·        επικοινωνιακές ικανότητες. Η άντληση πληροφοριών από την πραγματική ζωή και η ομαδική εκπόνηση της εργασίας προϋποθέτει επικοινωνιακές ικανότητες και καλές διαπροσωπικές σχέσεις. Κάθε μέλος της ομάδας παρουσιάζει στους συναδέλφους του την εργασία του και τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν, με σαφήνεια και πληρότητα. Ακούει με προσοχή τις παρατηρήσεις και τις υποδείξεις τους και συνεχίζει την εργασία του με καλύτερους όρους και συντονιζόμενος καλύτερα μαζί τους.
·        αυτοπειθαρχία και υπευθυνότητα. Ως αντιαυταρχική μέθοδος δεν επιβάλλει, από τον εκπαιδευτικό, την πειθαρχία στους μαθητές, ούτε η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στον εκπαιδευτικό. Αφού τις αποφάσεις τις παίρνουν οι μαθητές, σ’ αυτούς ανήκει και η ευθύνη και αυτοί θα πρέπει να αποπειθαρχήσουν ώστε να εκπονηθεί με επιτυχία το σχέδιο εργασίας. Αν η ευθύνη περάσει στον εκπαιδευτικό  και εκείνος επιβάλλει πειθαρχία  στους μαθητές προκειμένου να εκπονηθεί η εργασία, ανατρέπεται πλήρως η παιδαγωγική αντίληψη της μεθόδου και η μάθηση υποβιβάζεται στο επίπεδο της συμβατικής μάθησης
·       την ικανότητα αξιοποίησης σχολικών και εξωσχολικών      γνώσεων, καθώς και όποιες ικανότητες και δεξιότητες έχουν κατακτήσει ως εκείνη τη στιγμή. Η συμβατική διδασκαλία αδιαφορεί τόσο για τις εξωσχολικές γνώσεις των μαθητών της, όσο και για τις δεξιότητές τους. Το σχέδιο εργασίας με την ποικιλία των δραστηριοτήτων που περιέχει και την αυτενέργεια που επιτρέπει, όχι μόνο δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να αξιοποιήσουν τις ιδιαίτερες ικανότητες τους αλλά και τους καλλιεργεί και άλλες. Επιπλέον τους δίνει τη δυνατότητα να ανιχνεύσουν τις κλίσεις και τα ταλέντα τους, γεγονός που δε συμβαίνει στη συμβατική μάθηση.
·       το αίσθημα της αλληλεγγύης. Προκειμένου η ομαδική εργασία να είναι αποτελεσματική, χωρίς ανταγωνισμούς και αλληλοϋπονομεύσεις θα πρέπει το κάθε μέλος της ομάδας να είναι αλληλέγγυο προς τα άλλα μέλη. Η αλληλεγγύη βοηθά αποτελεσματικά στη συνεργασία και στην αλληλοκατανόηση μεταξύ μαθητών με διαφορετικές σχολικές επιδόσεις, διαφορετική εθνικότητα, θρησκεία και χρώμα.
·       την ικανότητα αντιμετώπισης του απρόσμενου. Στη συμβατική μάθηση όλα είναι γνωστά από πριν. Τι θα ρωτήσει ο εκπαιδευτικός. Από πού θα διαβάσουν οι μαθητές. Σε τι θέματα θα εξετασθούν στο τέλος της χρονιάς. Αντίθετα στο σχέδιο εργασίας σχεδόν τίποτα δεν είναι δεδομένο. Οι μαθητές αρκετές φορές θα βρεθούν μπροστά σε απρόβλεπτες καταστάσεις, τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν με ευρηματικότητα και αποτελεσματικότητα.
·       τη δημοκρατική και κοινωνική συνείδηση των μαθητών. Η ομαδική μάθηση με τη δημοκρατική λειτουργία, η άντληση γνώσεων από τη πραγματική ζωή και η συνεργασία των μαθητών με επαγγελματίες, ερευνητικά κέντρα, γονείς κ.α αναπτύσσουν την κοινωνική και δημοκρατική συνείδηση τους. Αντιλαμβάνονται καλύτερα την κοινωνική πραγματικότητα, μαθαίνουν να διαπραγματεύονται και να διαπιστώνουν τις κοινωνικές και ηθικές επιπτώσεις της γνώσης και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων.
Οι μαθητές μαθαίνουν να συμβιώνουν και να εργάζονται με διαφορετικούς ανθρώπους από τους ίδιους. Γνωρίζουν καλύτερα τους ανθρώπους με τις δυνατότητες, τις αδυναμίες και τις ιδιομορφίες τους. Μαθαίνουν να σέβονται τη διαφορετική γνώμη των άλλων και τελικά να συνθέτουν δημιουργικά τις απόψεις, αποφεύγοντας τις κρίσεις και τα αδιέξοδα.

Η μέθοδος μάθησης του σχεδίου εργασίας μπορεί να προετοιμάσει αποτελεσματικά τους μαθητές για το εργασιακό γίγνεσθαι, όπως διαμορφώνεται σήμερα. Η μέθοδος αυτή, όπως παρατηρήσαμε παραπάνω, καλλιεργεί την επινοητικότητα τη δημιουργικότητα, την πρωτοβουλία, τη συνεργασία, τη φαντασία και υπευθυνότητα, την αναλυτική και συνθετική σκέψη, την ικανότητα προγραμματισμού και οργάνωσης κ.α. Όλες αυτές οι ικανότητες απαιτούνται από την νέα οργάνωση της εργασίας και τη δημιουργική εργασία, όπως είδαμε. Όπως η πολυεπιδέξια και πολυειδικευμένη ημιαυτόνομη ομάδα εργασίας καλείται να έχει την ευθύνη του συνόλου της εργασίας της, από το να παράγει προϊόντα έως να καινοτομεί              σε μεθόδους , με πρωτοβουλία και συνεργασία, έτσι και η μέθοδος του σχεδίου εργασίας απαιτεί από την ομάδα μαθητών, τις ανάλογες ικανότητες προκειμένου να το ολοκληρώσει με επιτυχία. Επομένως μπορεί να ισχυριστεί κανείς, σχηματικά έστω, ότι όπως η μετωπική διδασκαλία ανταποκρινόταν στις ανάγκες του Τεϋλορικά              οργανωμένου εργοστασίου της βιομηχανικής κοινωνίας έτσι και η μέθοδος του σχεδίου εργασίας αντιστοιχεί στις ανάγκες της νέας οργάνωσης της εργασίας και στην δημιουργική εργασία στην εποχή της γνώσης. Το σχέδιο εργασίας επιτρέπει στον κάθε μαθητή να ασχοληθεί μ’ αυτό που του αρέσει, με τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του τρόπους αναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης της μάθησής του. Οι δυνατότητες αυτές, σε συνδυασμό με την ελευθερία σκέψης, έκφρασης, δράσης και τα απτά  αποτελέσματα της εργασίας των μαθητών, έχουν ως αποτέλεσμα  την τόνωση της αυτοπεποίθησης τους και την ανάπτυξη της  αυτογνωσίας τους. Γεγονός που επηρεάζει θετικά την μαθησιακή τους προσπάθεια. Η ουσιαστική συμμετοχή των μαθητών στην εκπόνηση του σχεδίου εργασίας έχει ως αποτέλεσμα και την αλλαγή της συμπεριφοράς και των στάσεων των μαθητών. Επηρεάζεται επίσης θετικά η προσωπικότητά τους.
 Έχει διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη μέθοδος λειτουργεί, όταν εφαρμοστεί σωστά, ενθαρρυντικά για τους μαθητές με χαμηλή σχολική επίδοση, συμβάλλοντας έτσι στην αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας. Επιπλέον η μέθοδος αυτή έχει και στοιχεία εξατομικευμένης μάθησης αφού ο μαθητής μπορεί να προσαρμόσει, όπως είπαμε παραπάνω, τη μάθηση του στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στις ανάγκες του και έχει τη δυνατότητα προσωπικής βοήθειας από τον εκπαιδευτικό.
 Ο συνεχής διάλογος, η επικοινωνία και η συνεργασία καθώς και η παραγωγή κειμένων για τις ανάγκες της εργασίας αναπτύσσει τον προφορικό και γραπτό λόγο. Η χρήση γραπτού και προφορικού λόγου προκύπτει από την ανάγκη εκπόνησης του σχεδίου εργασίας.
Στη συμβατική διδασκαλία οι ασκήσεις που δίνει ο εκπαιδευτικός δεν προκύπτουν από καμιά ανάγκη, έτσι έχουν ένα αφηρημένο χαρακτήρα. Δεν υπάρχει δηλαδή κίνητρο όπως στην περίπτωση του σχεδίου εργασίας, στο οποίο η ανάγκη για γραπτό και προφορικό λόγο προκύπτει αβίαστα χωρίς να θεωρείται καταναγκασμός, με αποτέλεσμα η μαθησιακή  προσπάθεια να επηρεάζεται θετικά.
Η σφαιρική θεώρηση των θεμάτων επιτρέπει στο μαθητή να διαπιστώσει την συνθετότητα και την πολυπλοκότητα των καταστάσεων και των φαινομένων, καθώς επίσης και τη σχετικότητα και τα όρια της γνώσης. Η έρευνα, η ανάλυση και η σύνθεση αναπτύσσει την ικανότητα αυτόνομης μάθησης, πράγμα ιδιαίτερα χρήσιμο τώρα που η δια βίου μάθηση καθίσταται αναγκαία. Η μαθησιακή λογική του σχεδίου εργασίας, όπου ο μαθητής έχει τον πρώτο λόγο στις πρωτοβουλίες και στις αποφάσεις, βοηθά στην χειραφέτηση του και στην ανάπτυξη της αυτονομίας του. Η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης επιτρέπει στον μαθητή τη θεμελιακή κριτική των πραγμάτων. Η συμβίωση με καταστάσεις και γεγονότα δεν αφήνονται στη λογική του αυτονόητου αλλά και αυτά εξετάζονται κριτικά γεγονός που βοηθά στη συγκρότηση πρωτότυπων προτάσεων. Σήμερα που η καινοτομία είναι σε πρώτη προτεραιότητα, το ζητούμενο από τους νέους ανθρώπους είναι να προτείνουν και να φτιάξουν καινούργια πράγματα.
Η άντληση πληροφοριών και γνώσεων από τη πραγματική ζωή συνδέει την εκπαιδευτική διαδικασία με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Το σχολείο παύει να λειτουργεί στο περιθώριο του κοινωνικού γίγνεσθαι. Παύει να μένει πίσω από τις εξελίξεις, τουλάχιστον σε αυτά τα ζητήματα που εξετάζει.
Το σχέδιο εργασίας μπορεί να συνδυαστεί και με τη συμβατική διδασκαλία. Η τελευταία γίνεται ιδιαίτερα αποδοτική όταν η προς παρουσίαση και ανάλυση γνωστική ενότητα έχει προκύψει ως ανάγκη κατά τη διαδικασία εκπόνησης του σχεδίου εργασίας και οι μαθητές δεν μπόρεσαν, ούτε με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού να κατακτήσουν τις απαιτούμενες γνώσεις. Και σ’ αυτή την περίπτωση η κατάκτηση αυτής της γνώσης είχε νόημα, γιατί συνδέεται με  την εργασία που οργάνωσαν, σχεδίασαν και εκτελούν οι μαθητές.


Ο ρόλος του εκπαιδευτικού

Στη συμβατική διδασκαλία κεντρικό πρόσωπο είναι ο εκπαιδευτικός. Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Αυτός καθορίζει τι θα διδάξει, πότε θα το διδάξει και πως θα το διδάξει. Όλες οι πρωτοβουλίες και οι αποφάσεις απορρέουν από αυτόν. Οι μαθητές οφείλουν να υπακούουν και να εκτελούν τις εντολές του. Στην περίπτωση του σχεδίου εργασίας ο εκπαιδευτικός δεν είναι το κεντρικό πρόσωπο και ο παντογνώστης. Στο κέντρο της μαθησιακής διαδικασίας είναι οι μαθητές. Σ’ αυτούς ανήκουν, όπως είδαμε, όλες οι πρωτοβουλίες διαθέτοντας ελευθερία σκέψης, έκφρασης και δράσης. Επομένως ο ρόλος του εκπαιδευτικού αλλάζει ριζικά. Είναι συμβουλευτικός,  δίνει ερεθίσματα, βοηθητικός, στις περιπτώσεις εκείνες, που δεν μπορούν οι μαθητές να προχωρήσουν μόνοι τους. Χωρίς ο ίδιος να πάρει πάνω του την εκπόνηση του σχεδίου εργασίας, γεγονός που θα ακύρωνε τη παιδαγωγική λογική του σχεδίου εργασίας, θα πρέπει με κατάλληλες ερωτήσεις ή και παρατηρήσεις να βοηθήσει τους μαθητές να ξεπεράσουν εμπόδια και να λύσουν προβλήματα, μόνοι τους. Επειδή το σχέδιο εργασίας είναι μια σύνθετη μέθοδος μάθησης, χωρίς πλήρως καθορισμένη πορεία και όρια, είναι πιθανόν, κάποιες φορές, οι μαθητές να απογοητευτούν στην προσπάθεια τους να επιλύσουν σύνθετα προβλήματα. Στην περίπτωση αυτή ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι και εμψυχωτικός. Πρέπει να βρει τρόπο να τους ενθαρρύνει ώστε να τους βγάλει από το αδιέξοδο και να συνεχίσουν την εργασία τους.
Η συλλογική εργασία καταργεί την ιεραρχία. Η διαμόρφωση ιεραρχικών σχέσεων μεταξύ των μαθητών θα πρέπει να αποφεύγεται γιατί αλλοιώνει την παιδαγωγική λογική της μεθόδου. Ο εκπαιδευτικός στην πορεία εξέλιξης των εργασιών θα πρέπει να περιορίζει  συνεχώς τον ρόλο του, αφήνοντας περιθώριο να αναλαμβάνουν  περισσότερες πρωτοβουλίες και ευθύνες οι μαθητές της ομάδας. Επομένως σε μια τέτοια διαδικασία δεν έχουν θέση οι αμοιβές και κυρίως οι ποινές. Η σωστή οργάνωση των εργασιών δίνει κίνητρα για τη μάθηση. Επομένως είναι συμαντικό η δράση των εκπαιδευτικών να είναι προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση δημιουργίας κινήτρων και όχι προς την άσκηση πιέσεων στους μαθητές.


Αξιολόγηση

Η όλη λογική της μεθόδου οδηγεί σε μια άλλου τύπου αξιολόγηση. Πρωταρχική σημασία έχει η αυτοαξιολόγηση  και η αξιολόγηση του έργου της μιας ομάδας από την άλλη. Η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνει, όχι μόνο στο τελικό προϊόν, αλλά και στη διαδικασία εκτέλεσης και ως προς τους στόχους που έθεσαν. Οι εξετάσεις, οι διαγωνισμοί, η αριθμητική βαθμολογία δεν έχουν θέση στην περίπτωση του σχεδίου εργασίας. Η αυτοαξιολόγηση πρέπει να περιέχει και στοιχεία αυτοκριτικής και αναστοχασμού, έτσι ώστε να διευρυνθεί η σκέψη των μαθητών και η μάθηση, πέρα από τις εμπειρίες που έζησαν, τις πληροφορίες και τις γνώσεις που κατέκτησαν. Η αυτοαξιολόγηση, η οποία συντάσσεται και με τη βοήθεια του εκπαιδευτικού  είναι αναλυτική και περιγραφική τόσο για τον κάθε μαθητή ξεχωριστά όσο και την ομάδα στο σύνολό της. Έτσι αναδεικνύονται, μέσα από τις γραμμές της, όχι μόνο οι αδυναμίες και τα λάθη που παρουσιάστηκαν αλλά και οι δυνατότητές των μαθητών, τα ενδιαφέροντά τους και οι κλίσεις τους. Μέσα από την αξιολόγηση και αυτοαξιολόγηση  αναδεικνύονται οι προσωπικότητες των μαθητών, περιγράφοντας κυρίως τις θετικές πλευρές της συμπεριφοράς και της δράσης τους. Καλό θα είναι, όλοι οι μαθητές να τηρούν ημερολόγιο σε όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής του σχεδίου εργασίας, το οποίο θα χρησιμεύσει τόσο στην αυτοαξιολόγηση όσο και στην αξιολόγηση.





Τελειώνοντας …

          Το σημερινό σχολείο με την παθητική στάση, τη συμμόρφωση, τα διδακτικά σαραντάλεπτα, την τεμαχισμένη γνώση, τη μετωπική διδασκαλία και την απομνημόνευση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες ούτε της κοινωνίας αλλά ούτε στις ανάγκες του κάθε ατόμου ξεχωριστά, γι’ αυτό και βρίσκεται σε βαθύτατη κρίση.
          Σήμερα τίθεται επιτακτικά η ανάγκη να οργανωθεί το σχολείο με βάση την ερευνητική, ενεργητική, βιωματική, αυτόνομη και ομαδική μάθηση.
          Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει με τεμαχισμένο χρόνο και σε ορισμένο χώρο. Το σχολείο οργανωμένο στην βάση εργαστηρίων και σπουδαστηρίων, ανοιχτό όλη την ημέρα και στελεχωμένο από εκπαιδευτικούς και άλλους ειδικούς επιτρέπει στους μαθητές του να πειραματίζονται, να ερευνούν, να συνθέτουν εργασίες, να κατασκευάζουν έργα. Μέσω αυτής της διαδικασίας  κάθε μαθητής, υψηλών ή χαμηλών επιδόσεων, θα μπορεί να ανιχνεύσει τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του μέσα από τους δικούς του μαθησιακούς δρόμους και με τους δικούς τους ρυθμούς κατάκτησης της γνώσης και ανάπτυξης δεξιοτήτων και ικανοτήτων. Θα μπορεί να αναπτύξει ολόπλευρα την προσωπικότητα του όπως αυτός θέλει.  Η τυπική διδασκαλία θα έχει ένα επικουρικό ρόλο, θα συμπληρώνει τα γνωστικά κενά και θα αντιμετωπίζει αδυναμίες που τυχόν δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από την ενεργό και αυτόνομη μάθηση. Καθηγητές και μαθητές καλλιεργούν αμφίδρομες σχέσεις με όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία και το αντίθετο. Μαθητές και καθηγητές συνδημιουργούν, αντλούν πληροφορίες και γνώσεις από την κοινωνία (χώροι εργασίας, μουσεία, χώρος καλλιτεχνικής δημιουργίας, επιστημονικοί φορείς, συνδικάτα, τοπική αυτοδιοίκηση, πολιτιστικοί σύλλογοι, επαγγελματικές ενώσεις, συνεταιρισμοί κ.α.). Αντίστροφα στις διάφορες δραστηριότητες και εκδηλώσεις τους σχολείου συμμετέχουν ειδικοί, καλλιτέχνες, τεχνίτες, επαγγελματίες συνδικαλιστές, επιστήμονες κ.α. Έτσι μόνο το σχολείο θα αποκτήσει μία οργανική σχέση με την κοινωνία και δεν θα αποτελεί γκέτο όπως σήμερα. Έτσι μόνο το σχολείο δεν θα μείνει πίσω από τις κοινωνικές, τεχνολογικές και άλλες αλλαγές που συντελούνταν με μεγάλη ταχύτητα στις μέρες μας. Έτσι θα αναπτυχθεί και η κοινωνική συνείδηση των μαθητών, αφού θα εντάσσονται ομαλά στις κοινωνικές διεργασίες και ανάλογα με την ωριμότητα τους.
 Η έμφαση στην θεμελιακή γνώση, που δεν αλλάζει με τον χρόνο, και στη γενική μόρφωση δίνει τη δυνατότητα στους νέους ανθρώπους να διαθέτουν επαγγελματική ευελιξία και να συμμετέχουν σε προγράμματα δια βίου μάθησης. Πάνω στις θεμελιακές γνώσεις εδράζονται οι εφαρμοσμένες γνώσεις όλων των ειδικοτήτων.
          Η ανάπτυξη της αφαιρετικής ικανότητας σήμερα είναι αναγκαία για να μπορεί κάποιος να έχει την εποπτεία του ολοένα αυξανόμενου γνωστικού πεδίου αφού είναι αδύνατο αλλά και άχρηστο να το απομνημονεύσει. Το σχολείο οφείλει να ξεκινά από το συγκεκριμένο, το απτό και να φτάνει στο αφηρημένο. Έτσι αντιλαμβάνονται οι νέοι άνθρωποι καλύτερα τη σημασία της αφηρημένης γνώσης και την χρησιμότητα της στην ανθρώπινη δημιουργία.
          Οργανωμένο το σχολείο δημοκρατικά και συμμετοχικά, σε κάθε τομέα των δραστηριοτήτων του, καλλιεργεί την υπευθυνότητα και την δημοκρατική συνείδηση στους μαθητές του.
          Επιτακτική ανάγκη είναι σήμερα ο «εγγραμματισμός» της εικόνας. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, όπου η εικόνα τείνει να κυριαρχήσει στην πολιτική, στη διασκέδαση, στην διαφήμιση και όχι μόνο, απαιτείται να έχουν μία εκπαίδευση οι νέοι άνθρωποι έτσι ώστε να μπορούν να βλέπουν «πίσω από την εικόνα». Να την ερμηνεύουν και να μη μένουν μόνο στις εντυπώσεις και τα γρήγορα επιπόλαια συναισθήματα που θέλει να προκαλέσει. Να μπορούν να δουν τι κρύβεται πίσω από μία φαντασμαγορική διαφήμιση. Να μπορούν να δουν την ουσία πίσω από την εντυπωσιακή εμφάνιση ενός πολιτικού. Να μπορούν να ανιχνεύσουν το ιδεολογικό στίγμα ενός σήριαλ.
          Τα πολυμέσα σήμερα μας δίνουν αυτή τη δυνατότητα πολύ περισσότερο από ότι το βίντεο-τηλεόραση.
          Το σχολείο μπορεί να γίνει και χώρος ψυχαγωγίας. Δημιουργικά, ερευνητικά και παιχνίδια γνώσης διατίθενται στα εργαστήρια των υπολογιστών. Η μάθηση μπορεί να γίνει ευχάριστη και, γιατί όχι, παιχνίδι.
          Χωρίς τάξεις και ηλικιακές ταξινομήσεις κάθε μαθητής ακολουθεί το δικό του μαθησιακό δρόμο, μέσα από ποικίλες δραστηριότητες, μαθαίνοντας διαφορετικά πράγματα, το πλάτος και το βάθος των οποίων καθορίζεται από τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντα του. Η αντικατάσταση της αριθμητικής αξιολόγησης από την περιγραφική-αναλυτική αξιολόγηση μειώνει το άγχος και τον ανταγωνισμό και αναδεικνύει όλες τις πλευρές της προσωπικότητας των μαθητών. Το προσοντολόγιο, το οποίο  περιέχει μόνο  θετικές κρίσεις για  τον μαθητή, θα περιέχει όχι μόνο τις επιδόσεις του(όχι αριθμητικά) στα μαθήματα αλλά και τα ενδιαφέροντα του, τις επιδιώξεις του και πως δραστηριοποιείται ώστε να τις ικανοποιήσει, τις σχολικές και εξωσχολικές του διακρίσεις, αθλητικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές κ.α. Ερευνητική, λοιπόν, απασχόληση για κάθε μαθητή από τους διδάσκοντες και κυρίως εκείνων που έχουν χαμηλή επίδοση με στόχο την συνεχή εξέλιξη και ανάπτυξη. Το ζητούμενο επομένως είναι ένα σχολείο μέσα και από τη ζωή, ευχάριστο, ελκυστικό, συμπληρωματικό και απόρροια των κοινωνικών διεργασιών. Ένα σχολείο που δεν αποκόβει τους νέους από την ζωή και τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Που υπευθυνοποιεί και ωριμάζει το νέο άνθρωπο αφού τον  κάνει συμμέτοχο και κοινωνό της κοινωνίας των μεγάλων στο μέτρο των δυνατοτήτων του κάθε φορά.






































Βιβλιογραφικό σημείωμα


Για τη συγγραφή αυτής της πρότασης χρησιμοποιήθηκαν κείμενα των:
Στέλιου Μπαμπά, W. Carr, St. Kemmis, R. Marples, Θ. Γέρου, Στ. Βοσνιάδου, Χρ. Γεωργούση, Ι. Βρεττού, Ph. Perrenoud, A. Grisay, M. Ιωαννίδου – Κουτσελίνη, Ε. Μορέν, Ι. Κανάκη, D. Jaques, N. Χαραλάμπους, D. Johnson, R. Johnon, P. Freire, Y. Bertrand, A. Baudrit, G. Fourez, Γιάννη Καλιόρη, Β. Μακράκη, Κ. Frey, A. Maingain, B. Dufour, H. Ματσαγγούρα, Α. Γκορz, Κρ. Χαλκιά, Α. Ράπτης, Α. Ράπτη, Δ. Καμαρινού, Ν. Πόστμαν, Π. Παπακωνσταντίνου, Β. Charlot, T. Husen, C. A. Tomlinson, Χρ. Θεοφιλίδη, Nr. Κελνερ, Μ. Βαϊνά, D. Held, A. Mc Grew, M. Steger, K. Καστοριάδη, Α. Ευστρατόγλου, Β. Guillochon, Χρ. Βαρελά, Fr. Kapra, Χαράς Δαφέρμου, Α. Σιμάτου, Χρ. Σολομωνίδου, Ν. Δαπόντε, Χρ. Κυνηγού, Στ. Φράγκου κ.α