Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

Τότε δικτατορία. Τώρα, ποια δημοκρατία;;;


                                                                     Του Ολύμπιου Δαφέρμου
Ο μαύρος ογκόλιθος της δικτατορίας κατέστρεψε τις ελπιδοφόρες πολιτικές και πολιτιστικές διεργασίες που συγκλόνιζαν τη χώρα μας τη δεκαετία του ‘60. Ήττα των πολιτικών. Ήττα του εξεγερμένου πληθυσμού. Καθολική ήττα των προσδοκιών, των πόθων για δημοκρατία, ισοπολιτεία και ισονομία. Τελευταίος σπασμός του απεχθούς μετεμφυλιακού κράτους. Με τους φαιδρούς συνταγματάρχες σε ρόλο σωτήρα. Ολοταχώς προς τα πίσω. Παραληρηματικός πολιτικός λόγος. Ασυνάρτητη ιδεολογία. Παλαιοκομματική άσκηση εξουσίας.
 Κύριο πολιτικό τους εργαλείο, ο τρόμος. Απειλές, παρακολουθήσεις, φυλακίσεις, εξορίες, βασανιστήρια, στρατοδικεία.
Οι δικτάτορες κατείχαν την απόλυτη αλήθεια. Απαγορεύεται ο διάλογος. Οι πάντες έπρεπε να το αντιληφθούν. Νάρκισσοι στην αγραμματοσύνη τους. Η πολιτική ανοησία στην εξουσία.
Οι ηττημένες πολιτικές δυνάμεις αδυνατούν να αντιπαρατεθούν. Ούτε προέβλεψαν, ούτε, πολύ περισσότερο, αντιστάθηκαν στην έλευση της δικτατορίας. Ο πληθυσμός δεν τους εμπιστεύεται. Μόνη πηγή δροσιάς, ελπίδας και αισιοδοξίας οι απολογίες των αντιστασιακών στα στρατοδικεία. Έγραψαν ιστορία. Πυροδότησαν τις ψυχές των φοιτητών.
Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα εμφανίζεται δίχως την πρωτοβουλία οργανώσεων ή προσωπικοτήτων. Καλύπτει το κενό αντίστασης. Δρα και λειτουργεί αυτόνομα. Δίχως καθοδηγητές και οπαδούς. Μόνο συμμετέχοντες έχει. Μια νέα ποιότητα στο χώρο της αντίστασης. Ορατό και μαζικό αναδεικνύεται ως ο κύριος αντίπαλος της δικτατορίας. Κομίζει νέα πολιτικά ήθη. Οργανώνεται «από τα κάτω». Δεν αναδεικνύει ηγεσία. Μόνο εκπροσώπους και συντονιστές εκλέγει. Λειτουργεί δημοκρατικά κάτω από συνθήκες δικτατορίας. Συμπαρασύρει ακόμα και αυτούς που αργότερα θα μετανιώσουν. Στη λειτουργία, δράση και οργάνωσή του μοιάζει με τα αναρχικά φοιτητικά κινήματα της Δύσης της δεκαετίας του ‘60. Ως προς τις πολιτικές του βλέψεις έχει ένα αριστερό προσανατολισμό. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου μετατρέπει τη Χούντα σε πολιτικό πτώμα. Με την τραγωδία της Κύπρου, που η δικτατορία προκάλεσε, έγινε και η εξόδιος  ακολουθία.
Και σήμερα τι; Ενοχοποιείται η γενιά του Πολυτεχνείου για την οδυνηρή κατάσταση της χώρας. Έστω και αν ελάχιστοι της γενιάς συμμετείχαν στα κόμματα εξουσίας. Στα ένοχα κόμματα. Η συντριπτική πλειονότητα  «γύρισε στο σπίτι», όπως συμπεραίνει σχετική έρευνα. Θέλουν επίσης να πάψει να γιορτάζεται η επέτειος του Πολυτεχνείου . Γιατί όλα αυτά; Γιατί οι απανταχού συστημικοί- και ωφεληθέντες- που στηρίζουν το μνημόνιο, ξέρουν ότι το Πολυτεχνείο είναι σύμβολο αντίστασης απέναντι σε κάθε αυθαίρετη και αντικοινωνική εξουσία. Και σήμερα, με άλλους όρους, μια αυθαίρετη και αντικοινωνική πολιτική εξουσία έχουμε, η οποία καθοδηγείται από ξένα κέντρα και λογοδοτεί σε αυτά αγνοώντας απολύτως την κοινωνία και τις ανάγκες των ανθρώπων. Μόνο το περίβλημα της Δημοκρατίας μας έμεινε.  Αποτελεί, επομένως, κίνδυνο τόσο η «μυθοποιημένη» γενιά , όσο και οι γιορτασμοί του Πολυτεχνείου. Σήμερα που θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για την αντιφασιστική, αντιρατσιστική και δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των νέων μας.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 18-4-14

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Ωρα να... χρεοκοπήσει η Ελλάδα (!), λένε οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς»


06:23 | 15 Απρ. 2014
Γιώργος Δελαστίκ
Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου δεν φανταζόταν τη χθεσινή πισώπλατη μαχαιριά που της έδωσαν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» του Λονδίνου, η μεγαλύτερη οικονομική εφημερίδα της Ευρώπης και η «Βίβλος» του επιχειρηματικού κόσμου της Γηραιάς Ηπείρου. Γροθιά στο στομάχι και μόνο ο τίτλος: «Αυτή θα μπορούσε να είναι η στιγμή για την Ελλάδα να κάνει στάση πληρωμών!». Ακόμη χειρότερα, το άρθρο στο χθεσινό φύλλο της βρετανικής εφημερίδας στο οποίο αναφερόμαστε φέρει την υπογραφή του ενός από τους δύο κορυφαίους αρθρογράφους των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» - του Βόλφγκανγκ Μινχάου. Την ώρα που ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έχει εξαπολύσει ολόκληρη προπαγανδιστική εκστρατεία βασισμένη στο ότι δανείστηκε 3 δισεκατομμύρια ευρώ για 5 χρόνια με επιτόκιο 4,75% με την ελπίδα μήπως και μέσω της διαφήμισης του γεγονότος ότι του δάνεισαν οι ξένοι κατορθώσει και σώσει την κυβέρνησή του, έρχονται οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» και τι γράφουν;
Η διατύπωση του αρθρογράφου είναι ωμή: «Η ελληνική οικονομία δεν είναι σε ύφεση. Δεν ανακάμπτει. Εχει καταρρεύσει»! Ο Βόλφγκανγκ Μινχάου είναι καταλυτικός στην επιχειρηματολογία του. «Μεταξύ του 2008 και του 2013 το πραγματικό ΑΕΠ (της Ελλάδας) συρρικνώθηκε κατά 23,5% και οι επενδύσεις κατά 58,4%. Η πιο πρόσφατη επισκόπηση των εργαζομένων έδειξε ανεργία 26,7% τον Ιανουάριο. Το μέγεθος της ανεργίας των νέων το 2013 ήταν 60,4%», αναφέρει ο Μινχάου στο άρθρο του και συνεχίζει ακάθεκτος: «Από 2,8 εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά, τα 2,3 εκατομμύρια έχουν φορολογικά χρέη που δεν μπορούν να αποπληρώσουν. Οι συντάξεις είναι η κύρια πηγή εισοδήματος για το 48,6% των οικογενειών.
Επιπροσθέτως 3,5 εκατομμύρια απασχολούμενοι πρέπει να υποστηρίζουν 4,7 εκατομμύρια ανέργους ή μη οικονομικά ενεργά άτομα», υπογραμμίζει ο Βρετανός αρθρογράφος. «Με ένα δημόσιο χρέος που αναμένεται να αυξηθεί φέτος στο 177% του ΑΕΠ, η Ελλάδα δεν προσελκύει πολλές πραγματικές επενδύσεις από το εξωτερικό ακριβώς τώρα. Ούτε μπορεί να παραγάγει εσωτερικές επενδύσεις εξαιτίας του κατεστραμμένου τραπεζικού συστήματος... Ποιος άνθρωπος που έχει τα λογικά του θα κάνει μακροπρόθεσμη επένδυση σε μια χώρα με μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα δημόσιο χρέος;», αναρωτιέται ο κορυφαίος αρθρογράφος των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς». «Βρίσκω δύσκολο να δω πώς θα μπορούσε κάποιος να δημιουργήσει έκρηξη επενδύσεων, εκτός πια αν το επίσημο χρέος διαγραφεί ή υπάρξει στάση πληρωμών», προσθέτει και αρχίζει να αναπτύσσει την άποψή του περί της καταλληλότητας των συνθηκών για να κηρύξει η Ελλάδα στάση πληρωμών. «Για πρώτη φορά από τότε που άρχισε η κρίση, η Ελλάδα είναι σε θέση να κάνει παύση πληρωμών», ισχυρίζεται και αυτό το εξηγεί ως εξής: «Η Ελλάδα έχει πρωτογενές πλεόνασμα - προ της πληρωμής των τόκων.
Η Κομισιόν έχει προβλέψει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα φτάσει στο 2,7% του ΑΕΠ φέτος και θα αυξηθεί στο 4,1% το 2015... Η Ελλάδα δεν εξαρτάται πλέον από τους ξένους επενδυτές... Η Ελλάδα βραχυπρόθεσμα είναι αξιόχρεη», γράφει μεταξύ πολλών άλλων, τα οποία έχουν κυρίως τεχνική αξία, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η εναλλακτική λύση είναι «η Ελλάδα να κάνει παύση πληρωμών για όλο το εξωτερικό χρέος της». Τελειώνοντας το ομολογουμένως εντυπωσιακό, αλλά και άκρως επιζήμιο για την κυβέρνηση Σαμαρά άρθρο του, ο Βόλφγκανγκ Μινχάου υπογραμμίζει: «Δεν υποστηρίζω την έξοδο (σ.σ.: εννοεί την έξοδο της χώρας μας από την Ευρωζώνη και την εισαγωγή εθνικού νομίσματος, τα πλεονεκτήματα του οποίου έχει αναλύσει παραπάνω). Οι Ελληνες ψηφοφόροι και οι ξένοι επενδυτές, όμως, πρέπει να γνωρίζουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται τώρα σε μια θέση όπου υπάρχει επιλογή».
Η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή, μπορεί να διαλέξει αν θα κάνει παύση πληρωμών ή όχι, αν θα διατηρήσει το ευρώ ως εθνικό νόμισμα ή όχι. Το ζήτημα δεν είναι αν κάποιος συμφωνεί με τον Μινχάου ή όχι, αν οι θέσεις του είναι σωστές ή όχι, αν είναι υποβολιμαίες ή ειλικρινείς, αν η ασκούμενη πολιτική είναι «μονόδρομος» όπως ισχυρίζονται ο Αντώνης Σαμαράς και ο Ευάγγελος Βενιζέλος ή αν θα αλλάξει ριζικά μόλις γίνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως ισχυρίζεται ο Αλέξης Τσίπρας. Αυτές είναι προσωπικές απόψεις του καθενός και η ομοφωνία γύρω από αυτές αποκλείεται εκ προοιμίου και εξ ορισμού. Τη ζημιά στην κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου δεν την κάνει η άποψη του Μινχάου. Την κάνει ο ισχυρισμός κορυφαίου αρθρογράφου των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» ότι «η ελληνική οικονομία δεν ανακάμπτει, έχει καταρρεύσει»! Επειτα από αυτό το άρθρο, ποιος επενδυτής ακούει το success story της ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ...

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Μπάουμαν: Συνέντευξη

Τη συνέντευξη πήραν η Ντίνα Δαβάκη και ο Δημήτρης Μπούκας

Ενα χειμωνιάτικο απόγευμα στο σπίτι του στο χιονισμένο Leeds, ο επίτιμος καθηγητής κοινωνιολογίας Ζίγκμουντ Μπάουμαν μάς μίλησε για την κρίση, τον καταναλωτισμό, τις μορφές αντίστασης, την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας και το πώς βλέπει το μέλλον. 

Η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη διέρχονται μια παρατεταμένη οικονομική κρίση και δέχονται συνέχεια σκληρά μέτρα λιτότητας. Ποια είναι η γνώμη σας για αυτά που συμβαίνουν;
Τα μέτρα συνδέονται με τα δάνεια που ζητούνται. Είναι σημαντικό όμως να δει κανείς για ποιο σκοπό χρησιμοποιούνται τα δάνεια που δίνονται στην Ελλάδα. Αν χρησιμοποιούνται για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, τότε απλά τρέφεται η ρίζα του προβλήματος και οι πολιτικές λιτότητας θα συνεχιστούν αμείωτες. Οι οικονομικές κρίσεις έχουν να κάνουν όχι με καταστροφή του πλούτου, αλλά με αναδιανομή του. Σε κάθε κρίση υπάρχουν πάντα κάποιοι που κερδίζουν περισσότερα χρήματα σε βάρος των άλλων. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μετά την κρίση έχει παρατηρηθεί μια αργή ανάκαμψη, όμως το 93% του επιπλέον ΑΕΠ που δημιουργήθηκε κατέληξε μόνο στο 1% του πληθυσμού.
Στα βιβλία σας έχετε πολλές φορές αναφερθεί στον καταναλωτισμό της σύγχρονης, μετανεωτερικής κοινωνίας. Σε τι βαθμό υπάρχει συμβατότητα μεταξύ καταναλωτισμού και μέτρων λιτότητας;  
Μέχρι το 1970, υπήρχε μια κυρίαρχη κουλτούρα αποταμίευσης και οι άνθρωποι δεν ξόδευαν χρήματα αν δεν τα είχαν προηγουμένως κερδίσει. Μετά το 1970, και με τη συνδρομή πολιτικών, όπως ο Ρέϊγκαν, η Θάτσερ και θεωρητικών όπως ο Φρίντμαν, το καπιταλιστικό σύστημα αντιλήφθηκε ότι υπήρχε παρθένο έδαφος που μπορούσε να κατακτηθεί. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν αυτή που είχε πει ότι ο καπιταλισμός αναζωογονείται μέσω νέων παρθένων περιοχών. Αλλά προέβλεψε λανθασμένα ότι όταν το σύστημα κατακτήσει όλα τα παρθένα εδάφη θα καταρρεύσει. Αυτό που δεν προέβλεψε ήταν ότι ο καπιταλισμός θα αποκτούσε την ικανότητα να δημιουργεί τεχνητές παρθένες περιοχές και να τις κατακτά. Μία από αυτές είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν χρέη. Έτσι εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες.

Διαμορφώθηκε λοιπόν μια κουλτούρα διαφορετική από αυτή της αποταμίευσης. Τώρα πλέον μπορούσε κανείς να ξοδεύει χρήματα που δεν είχε αποκτήσει. Η φάση μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, που διήρκεσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα, βασίστηκε σε αυτήν ακριβώς την πίεση για δανεισμό. Κι όταν κανείς χρωστούσε η αντίδραση των τραπεζών δεν ήταν, όπως παλιότερα, να στείλουν τον κλητήρα, αλλά το αντίθετο: έστελναν ένα πολύ ευγενικό γράμμα, με το οποίο προσέφεραν ένα νέο δάνειο για να αποπληρωθεί το προηγούμενο χρέος! Αυτό συνεχίστηκε για τριάντα χρόνια, μέχρι που ο Κλίντον εισήγαγε τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου που σήμαινε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να καλύψουν τα έξοδά τους με τα έσοδα μπορούσαν να πάρουν στεγαστικά δάνεια κλπ. Τελικά αυτή η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και έτσι δημιουργήθηκε η χρηματοπιστωτική κρίση.
Παρόλα αυτά, η καπιταλιστική οικονομία φαίνεται να αντέχει. Είχαμε, για παράδειγμα, το κίνημα Καταλάβετε τη Wall Street, το οποίο έτυχε μεγάλης προσοχής από τα ΜΜΕ σε όλον τον κόσμο. Στο μόνο μέρος που δεν έγινε αισθητό ήταν στην ίδια τη  Wall Street, η οποία λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο! Και αυτό είναι το πρόβλημα. Κυριαρχεί η ιδέα, στο μυαλό της κας Μέρκελ και των άλλων πολιτικών, ότι ο μόνος τρόπος είναι να υποστηρίζονται οι τράπεζες για να μπορούν να δίνουν περισσότερα δάνεια. Αλλά αυτή είναι μια πολύ κοντόφθαλμη πολιτική, αφού αυτή η παρθένα περιοχή του καπιταλισμού έχει πια εξαντληθεί: Οποιοσδήποτε μπορούσε να χρεωθεί έχει χρεωθεί! Ακόμα και τα εγγόνια σας είναι ήδη χρεωμένα, δεν υπάρχει αμφιβολία. Θα πληρώνουν αυτά τα τριάντα χρόνια καταναλωτικού οργίου. Κι ενώ στην αρχή η παρθένα περιοχή των ανθρώπων που χρεώνονται απέφερε τεράστια κέρδη, βαθμιαία τα κέρδη αυτά λιγόστεψαν και τώρα είναι μηδαμινά, σύμφωνα με το νόμο της φθίνουσας απόδοσης. Αυτό που γινεται στην Ελλάδα τώρα είναι ότι η χώρα επενδύει σε φαντάσματα, αυτό ακριβώς είναι οι τράπεζες που δίνουν δάνεια!
Ποια είναι η διέξοδος, αν, όπως είπατε σε μια ομιλία σας, «έχει το μέλλον Αριστερά»;
Μού ζητάτε να απαντήσω ένα ερώτημα το οποίο πολύ πιο έξυπνοι άνθρωποι, όπως ο Στίγκλιτς, δυσκολεύονται να απαντήσουν. Είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν ριζικές λύσεις. Κι εκείνο που με ανησυχεί, είναι ότι μεταξύ των πολιτικών θεσμών που έχουμε στη διάθεση μας δεν υπάρχει ούτε ένας που να είναι σε θέση να παράσχει μακροπρόθεσμες λύσεις. Ολες οι κυβερνήσεις υπόκεινται στους, κατά τον R.D.Laing[1],διπλούς δεσμούς, που στην περίπτωση των κυβερνήσεων, για να χρησιμοποιήσω μια αναλογία, συνίστανται στις πιέσεις που δέχονται. Από τη μία για να επανεκλεγούν πρέπει να αφουγκράζονται τα αιτήματα του λαού, εκούσια ή ακούσια, και να υποσχεθούν την ικανοποίησή τους. Από την άλλη, όλες οι κυβερνήσεις, δεξιές κι αριστερές,αδυνατούν να τηρήσουν τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις λόγω των χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Για παράδειγμα, όταν η κυρία Μέρκελ και ο κύριος Σαρκοζί συναντήθηκαν μια Παρασκευή να διαβουλευτούν για το μνημόνιο της Ελλάδας, έλαβαν και κοινοποίησαν κάποιες αποφάσεις και έτρεμαν όλο το σαββατοκύριακο μέχρι να ανοίξουν τα χρηματιστήρια τη Δευτέρα.
Δεν ξέρω αν η άποψη του Laing είναι σωστή ή λάθος ως προς την οικογένεια, αλλά θεωρώ ότι έχω δίκιο όταν υποστηρίζω πως ισχύει στην περίπτωση των κυβερνήσεων.
Ο κόσμος ψηφίζει από απογοήτευση. Εχουμε ολοένα και πιο συχνές εναλλαγές Δεξιάς και Αριστεράς. Στα πλαίσια της ίδιας κρίσης, ο αριστερός Θαπατέρο ηττήθηκε από τον δεξιό Ραχόι στην Ισπανία, ενώ στη Γαλλία ο δεξιός Σαρκοζί αντικαταστάθηκε από τον σοσιαλιστή Ολάντ.
Αυτό ακριβώς εννοώ με τον όρο διπλοί δεσμοί. Από τη μία η πίεση του εκλογικού σώματος και από την άλλη το παγκόσμιο κεφάλαιο, χρηματιστήρια, τράπεζες, επενδυτές, που υπερβαίνουν οποιαδήποτε κυβέρνηση. Μέχρι και οι ΗΠΑ είναι καταχρεωμένες. Φαντάζεστε να ζητήσουν οι δανειστές της αμερικανικής κυβέρνησης άμεση εξόφληση του χρέους; Η αμερικανική οικονομία θα καταρρεύσει εν ριπεί οφθαλμού. Σε συνθήκες διπλών δεσμών, τόσο στην ψυχολογία όσο και στην μακροοικονομία, δεν υπάρχει επιτυχής διαφυγή. Πρέπει να αλλάξει το σύστημα εκ βάθρων και αυτό χρειάζεται χρόνο.
Ναι, χρειάζεται ριζική λύση. Ποιά η γνώμη σας για τα κινήματα στη Νότια Ευρώπη; Εμείς ελπίζουμε πως τα κινήματα βάσης φαίνονται να ενισχύονται ολοένα. Είναι η πρώτη φορά, που στην Ελλάδα παρατηρούνται ομοιότητες με τα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά την πτώση της δικτατορίας. Υπάρχει συσπείρωση των πολιτών και νομίζουμε πως είναι πολύ καλός οιωνός και ελπιδοφόρος.

Είναι η μόνη ελπίδα. Στο «Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς» ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας Κούτσι επανεξετάζει τις βασικές αρχές που διέπουν τη σκέψη μας, τα θεμέλια του στοχασμού μας που θεωρούνται δεδομένα. Ο αρχαίος ελληνικός όρος είναι «δόξα» και υποδηλώνει τις ιδέες με βάση τις οποίες σκεπτόμαστε, που όμως δεν αμφισβητούμε (ΣτΜ «δοξασία» στα νέα ελληνικά). Μας διευκολύνουν να κατανοήσουμε τι γίνεται γύρω μας, ή τουλάχιστον έτσι νομίζουμε, αλλά δεν υπόκεινται σε έλεγχο. Τις αποδεχόμαστε σιωπηρά.  Ο Κούτσι τις θέτει σε αμφισβήτηση. Και λέει λοιπόν: «Αν θέλουμε πόλεμο, τον έχουμε. Αν επιθυμούμε ειρήνη, μπορούμε να την αποκτήσουμε. Αν αποφασίσουμε πως τα έθνη πρέπει να δρουν σε καθεστώς ανταγωνισμού και όχι φιλικής συνεργασίας, αυτό θα γίνει». Επομένως κάθε αλλαγή είναι εφικτή.

Είναι θέμα πολιτικής βούλησης...
Στη θέση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, μπορούμε να έχουμε συνεταιρισμούς,  Oταν έκανα την διατριβή μου για υφηγεσία στο LSE, το θέμα μου ήταν η κοινωνιολογική ανάλυση του βρετανικού εργατικού κινήματος. Πώς από την παρακμή του στο τέλος του 19ου αιώνα εδραιώθηκε και απέκτησε ισχύ τον 20ο. Δεν έγινε χάρη στις τράπεζες, ούτε χρηματοδοτήθηκε από ιδρύματα. Ενισχύθηκε όμως από το συνεταιρισμό καταναλωτών Ροτσντέιλ, που ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός το 19ου αιώνα. Τα μέλη του αποφάσισαν να σταματήσουν να αγοράζουν από τα μαγαζιά, να μην πληρώνουν τους κεφαλαιούχους, αλλά να διανέμουν τα έσοδα του συνεταιρισμού στα μέλη του και στις τοπικές κοινότητες. Ο Ροτσντέιλ δεν ήταν ο μόνος, υπήρχαν κι άλλοι. Υπήρχαν τα ταμεία αλληλοβοήθειας, που με μια μικρή συνδρομή, τα μέλη σε περίπτωση δυσκολίας μπορούσαν να δανειστούν χρήματα και να μην καταφύγουν στην τράπεζα. Αυτά τα ταμεία δεν ήταν κερδοσκοπικά. Επομένως δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του Κούτσι αλλά εφικτό το να γίνουν αλλαγές. Προΰποθέτουν όμως επανάσταση στο επίπεδο της κουλτούρας και νοοτροπίας.
Στην Ελλάδα της κρίσης υπάρχουν παρόμοιες πρωτοβουλίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που παρακάμπτουν το μεσάζοντα και αγοράζουν από τους παραγωγούς και πωλούν σε τιμές κόστους απευθείας στους καταναλωτές. Μόνο έτσι μπορούν να αντεπεξέλθουν οι πολίτες , των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει μειωθεί στο μισό από τις αλλεπάλληλες περικοπές. Πρόκειται για έγκλημα...
Αν τελικά η αλλαγή νοοτροπίας έχει αρχίσει, είναι μια αργή και μακροπρόθεσμη διαδικασία, που πρέπει να υπερνικήσει ισχυρότατους αντιπάλους. Ετσι όταν μιλάμε για λύσεις, το μείζον πρόβλημα δεν είναι το να βρούμε το τι είναι αναγκαίο να γίνει. Σ’ αυτό εύκολα μπορούμε να πετύχουμε σύγκλιση απόψεων. Το θέμα είναι το ποιός θα το κάνει.
Μήπως οι αγανακτισμένοι πολίτες;
Σίγουρα όχι τα πολιτικά κόμματα οποιασδήποτε απόχρωσης. Ούτε οι κυβερνήσεις, που δεν ελέγχουν την οικονομία, οι δυνάμεις τις οποίας είναι παγκόσμιες. Τα κράτη είναι εξ ορισμού υποχρεωμένα να δρουν στα πλαίσια της επικράτειάς τους. Η οικονομία δεν ασχολείται πλέον με το τοπικό επίπεδο, τη νομοθεσία του τόπου, τις προτιμήσεις ή σύστημα αξιών των κατοίκων του. Μόλις διαπιστωθεί σύγκρουση, παίρνουν τους laptop, τα i-pad και i-phones και μετακομίζουν σε χώρες σαν το Μπανγκλαντές, όπου βρίσκουν απρόσκοπτη πρόσβαση σε εργατικά χέρια που κοστίζουν 2 δολάρια τη μέρα.  Υπάρχει αυτό που ο Ισπανός κοινωνιολόγος Μανουέλ Καστέλς αποκαλεί «χώρο των ροών» (space of flows). Εκατομμύρια δολλάρια μεταφέρονται ελεύθερα με το πάτημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή. Έτσι λοιπόν, από τη μια μεριά έχουμε την εξουσία, που είναι απελευθερωμένη από τον πολιτικό έλεγχο και από την άλλη έχουμε την πολιτική, που συνεχώς πάσχει από έλλειμα εξουσίας, μια και η εξουσία εξατμίζεται στον χώρο των ροών.
Εννοείτε ότι η πολιτική είναι τοπική, ενώ η εξουσία παγκόσμια...
Ακριβώς. Και ο πιο αδύναμος κρίκος δεν είναι η κοινότητα, η πόλη, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή τοπικότητας, αλλά το ίδιο το κράτος, που είναι παγιδευμένο μεταξύ δύο πυρών, του έθνους από τη μια και των αγορών από την άλλη. Και οι πρωτοβουλίες που αναφέρατε γεννιούνται στο υπο-εθνικό επίπεδο. Οι θεσμοί του εθνικού επιπέδου (κόμματα, κυβέρνηση, βουλή κλπ) δε μπορούν  ν’αντεπεξέλθουν στη διπλή αυτή πίεση. Οι πολίτες στην προσπάθεια τους να προστατευθούν από τις επιπτώσεις αυτών των ανώνυμων δυνάμεων της αγοράς αντιδρούν με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή οργανώνονται με γνωστούς τους, γείτονες, με όλους αυτούς με τους οποίους αντιλαμβάνονται από κοινού, πως η βελτίωση του τόπου τους θα έχει θετικό αντίκτυπο σε όλους και δεν είναι ανταγωνιστικό παιχνίδι με νικητές και ηττημένους.
Γίνεται στις μέρες μας συχνά λόγος για δίκτυα...
Ξέρετε, αντιμετωπίζω τον όρο αυτον με δυσπιστία. Τα δίκτυα έχουν να κάνουν με την επικοινωνία και η επικοινωνία περικλείει ταυτόχρονα τη δυναμική της σύνδεσης και τη δυναμική της αποσύνδεσης. Προτιμώ να μιλώ για κοινότητα, γιατί αυτός ο όρος εμπεριέχει την έννοια της δέσμευσης, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση των δικτύων. Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει εκατοντάδες φίλους σε ένα online δίκτυο και απλά κάποια στιγμή να σταματήσει να επικοινωνεί με κάποιους, χωρίς να χρειαστεί καν να εξηγήσει γιατί ή να ζητήσει συγγνώμη.
Στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε ποσοστό περίπου 27% για πρώτη φορά στην ιστορία. Η δέσμευσή του είναι ότι θα σταματήσει την αποπληρωμή του χρέους και τα μέτρα λιτότητας που έχουν επιβληθεί.
Από μια άποψη ήταν ευτυχής συγκυρία που η Αριστερά δε μπόρεσε να γίνει κυβέρνηση. Μπορώ να φανταστώ τη δυσκολία της θέσης της απέναντι σε πολιτικές που έχουν επιβληθεί, όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά από τις ανώνυμες δυνάμεις της αγοράς. Όσο ισχυρή θέληση και καλή οργάνωση και να έχουν τα κόμματα, δε νομίζω ότι μπορούν να καταφέρουν κάτι αν δεν αλλάξει το σύστημα.
Όπως ανέφερα, εκείνο που παρατηρείται σήμερα είναι η αποκοπή της εξουσίας από την πολιτική. Ως εξουσίααντιλαμβάνομαι την ικανότητα να κάνει κανείς κάποια πράγματα. Ως πολιτική αντιλαμβάνομαι την ικανότητα να αποφασίζει κανείς τι πρέπει να γίνει. Παλιότερα, το ζητούμενο ήταν να επιβάλλει κανείς τη δική του πολιτική ατζέντα. Ήταν δεδομένο ότι το κράτος θα υλοποιούσε την όποια ατζέντα. Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν εννοώ ότι το κράτος είναι τελείως ανίσχυρο, αλλά ότι έχει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών. Έτσι, μπορεί π.χ. να αποφασίσει ποιούς θα φορολογήσει περισσότερο, αλλά δεν έχει λόγο στα μεγάλα προβλήματα. Όλοι οι πολιτικοί θεσμοί που δημιουργήθηκαν μεταπολεμικά βασίζονταν στην αντίληψη ότι το κράτος είναι ικανό να διαχειριστεί την οικονομία, την άμυνα, όπως και τις πολιτισμικές νόρμες μιας κοινωνίας.

Αλλά τώρα πια η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας αποτελεί αυταπάτη, αφού δεν υπάρχει ούτε ένα έθνος που να είναι κυρίαρχο. Ακόμη και πολύ θαραλλέοι πολιτικοί, όπως ο Λούλα στη Βραζιλία, χρειάζεται να παρακολουθούν τις αντιδράσεις των αγορών όταν υιοθετούν τη μια ή την άλλη πολιτική. Αντίθετα, κυριαρχούν τα χρηματιστήρια που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να παρακολουθούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων κι όταν εντοπίσουν μια αδυναμία να την διογκώνουν μέχρι να πάρει διαστάσεις τεράστιου προβλήματος μέσω των ΜΜΕ και της πληροφορικής, ώστε να οδηγήσουν σε πτώση των μετοχών και υποτιμήσεις και να δημιουργήσουν συνθήκες κερδοσκοπίας για το μεγάλο κεφάλαιο.

Πώς μπορεί να επέλθει η αλλαγή; Πώς είναι δυνατόν το σύστημα της αγοράς να παραμένει τόσο σταθερό σ’ένα περιβάλλον γενικής ρευστότητας, για να χρησιμοποιήσουμε δικούς σας όρους;
Όπως σάς είπα, δε βλέπω κάποια αρχή ικανή να επιβάλει κάτι διαφορετικό και πιστεύω ότι για να υπάρξει θα περάσουν δεκαετίες, δεν είναι κάτι που θε εμφανιστεί μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η μόνη ριζική λύση που βλέπω είναι να εδραιωθεί ένας τρόπος ζωής που θα καταστήσει το υπάρχον σύστημα έκπτωτο. Δηλαδή, να σταματήσει το σκεπτικό τού να δανείζεται κανείς για την απόκτηση αυτοκινήτου ή σε επίπεδο κρατών το να καταφεύγουν σε δανεισμό για να μειώσουν τους φόρους για τους πολύ πλούσιους, και να υιοθετηθεί ένας τρόπος ζωής, που θα παρέχει σε κάποιο βαθμό ασφάλεια σε όλους. Σε τέτοιο περιβάλλον οι κερδοσκόποι δεν μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα.
Δηλαδή ένας αντικαταναλωτικός τρόπος ζωής.
Ακριβώς. Το μισό πρόβλημα είναι ο υπερβολικός, καταναλωτισμός της σπατάλης, που κυριαρχεί. Γι’ αυτό και κανένα επίδοξο κόμμα εξουσίας δεν υπόσχεται στους ψηφοφόρους πως θα πατάξει τον καταναλωτισμό. Δεν μιλάμε φυσικά για λιτότητα, αλλά για αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου ζωής με έμφαση στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι την ικανοποίηση των καταναλωτών. Ο κόσμος τότε δε θα σπαταλάει χρήματα για την απόκτηση διάφορων gadgets, όπως για παράδειγμα το να αγοράζεις καινούριο κινητό, χωρίς το παλιό να έχει βλάβη...
Αυτό γίνεται γιατί οι κατασκευαστές των gadgets διασφαλίζουν ότι μόλις εισαχθεί το νέο μοντέλο μιας συσκευής τα παλιότερα θα γίνουν παρωχημένης τεχνολογίας και αυτό ακριβώς τονίζουν όταν τα διαφημίζουν. Τέτοια τεχνάσματα χρησιμοποιούν για να παγιδεύουν τους καταναλωτές.
Φυσικά. Τα διαφημιστικά κόλπα αρχίζουν από τις διαφημίσεις στην παιδική τηλεόραση, όταν π.χ. τα νέα μοντέλα αθλητικών παπούτσιών παρουσιάζονται με τέτοιον τρόπο, που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται πως θα γίνουν ρεζίλι στο σχολείο αν εμφανιστούν με παλιότερα. Μ’αυτόν τον τρόπο ασκούνται πιέσεις από παντού και απαιτείται θάρρος και αντοχή για να αντισταθεί κανείς στον καταναλωτισμό. Κάποιοι το κατορθώνουν και δημιουργούνται μικροί πυρήνες, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία υπάρχει το κίνημα slow food, που έχει εξαπλωθεί σε 160 χώρες. Ή το Cittaslow, που αποσκοπεί στην επιβράδυνση του ρυθμού ζωής στα αστικά κέντρα και στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής αντί για την ποιότητα της κατανάλωσης. Τέτοιες πρωτοβουλίες, αποτελούν «νησάκια» σε ένα αρχιπέλαγος. Από αυτό το σημείο ως τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας είναι μακρύς ο δρόμος. Με παρηγορεί όμως η σκέψη πως κάθε πλειοψηφία στην ιστορία ξεκίνησε ως μειοψηφία κι έτσι το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις κινήσεις που αναφέραμε. Δεν έχω δυστυχώς άλλο όραμα να σας προσφέρω.
Ποιός θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος των διανοούμενων σε αυτήν την προσπάθεια;
Η διανόηση έχει γίνει κι αυτή ένα προϊόν που πωλείται και αγοράζεται και αυτό ισχύει για όλους, τόσο συντηρητικούς όσο και προοδευτικούς. Παλιότερα, ας πούμε στη δεκαετία του ’30, υπήρχαν διανοούμενοι με κάποιο όραμα, κομμουνιστικό ή ακόμη και φασιστικό. Σήμερα, οι διανοούμενοι με όραμα είναι πολύ λίγοι. Ο Μισέλ Φουκώ έχει πει ότι δεν υπάρχουν πια ολοκληρωμένοι διανοούμενοι: οι πανεπιστημιακοί στηρίζουν τα πανεπιστήμια, οι καλλιτέχνες τα θέατρα, οι γιατροί τα νοσοκομεία, η κάθε κατηγορία τα δικά της επαγγελματικά συμφέροντα. Λείπουν οι διανοούμενοι που θα στοχαστούν με πλαίσιο αναφοράς την ανθρωπότητα ολόκληρη.
Αυτή η απουσία έχει να κάνει με τη σχετικοποίηση και την εμπορευματοποίηση της γνώσης;
Οι διαδικασίες της εμπορευματοποίησης, της απορρύθμισης, του ατομισμού χαρακτηρίζουν όλες τις πλευρές της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι δεν υπάρχουν πια «κέντρα βάρους», σημεία συνεύρεσης, και «εργοστάσια αλληλεγγύης». Όλα είναι σκόρπια, ρευστά. Συνεργαζόμαστε στιγμιαία για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος και στη συνέχεια μεταπηδάμε σε κάτι άλλο όταν βαρεθούμε και όχι όταν το πρόβλημα έχει επιλυθεί. Δεν υπάρχει αγκυροβόλι.

Αν λοιπόν, όπως περιγράφετε και στα βιβλία σας, ζούμε πια σε ένα μεταμοντέρνο, ρευστό κόσμο, μια ρευστή μετανεωτερικότητα, ποιά θα είναι η διάδοχη κατάσταση;
Χρησιμοποιώ, όπως ίσως ξέρετε, τον όρο interregnum, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Τίτο Λίβιο για να περιγράψει την κατάσταση στη Ρώμη μετά το θάνατο του Ρωμύλου, που βασίλεψε για 37 χρόνια, όσο ήταν τότε ο μέσος όρος ζωής. Μετά το θάνατό του, ελάχιστοι Ρωμαίοι θυμούνταν τη Ρώμη πριν το Ρωμύλο. Οπότε επικρατούσε μια κατάσταση τραγικής αβεβαιότητας και έλλειψης προσανατολισμού μέχρι να βρεθεί βασιλιάς. Ο Γκράμσι δανείστηκε τον όρο και τον προσάρμοσε για να περιγράψει μια κατάσταση, όπου οι παλιές πρακτικές δεν είναι πια αποτελεσματικές, ενώ νέοι τρόποι δεν έχουν ακόμα εφευρεθεί. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε ποιοί θα είναι αυτοί οι τρόποι. Ίσως σε άλλα σημεία της υδρογείου να έχουν ήδη βρεθεί και να μην το γνωρίζουμε. Αυτό το μαθαίνουμε πάντα εκ των υστέρων. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, ούτε ένα από τα γεγονότα που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας δεν είχε προβλεφθεί. Όλα αποτέλεσαν εκπλήξεις και ο κόσμος δεν μπορούσε να πιστέψει, πως συνέβαιναν. Οταν μελετούσα την ιστορία του εργατικού κινήματος στη Βρετανία και έκανα έρευνα στα αρχεία της Guardian στο Μάντσεστερ, διαπίστωσα πως ούτε μια φορά μέχρι το 1870  δεν είχε γίνει αναφορά στην βιομηχανική επανάσταση, ούτε στην κοιτίδα της, το Μάντσεστερ. Ο κόσμος δεν είχε αντιληφθεί πως ζούσε τη βιομηχανική επανάσταση. Επομένως, αν τώρα ζούμε μια μετα-ρευστή επανάσταση, μόνο τα παιδιά σας θα τη συνειδητοποιήσουν.
Αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Ο συμπατριώτης σας Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν, λόγω των ριζοσπαστικών του θέσεων, ερωτήθηκε αν στόχος του ήταν να αλλάξει τον κόσμο απάντησε «Ούτε κατά διάνοια. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου να αλλάξω τον κόσμο. Αυτό που επιθυμώ είναι να αλλάξει η ανθρωπότητα από μόνη της, όπως έκανε τόσες φορές στο παρελθόν». Αυτή είναι οπτική αισιόδοξου ανθρώπου.

Την προσυπογράφετε σε τελική ανάλυση;
Δεν θα προλάβω να το δω, γιατί είναι μακροπρόθεσμο. Όμως ελπίζω ο 21ος αιώνας να είναι αφιερωμένος στην επανασύνδεση εξουσίας και πολιτικής, μέσα από συλλογική δράση και κοινούς στόχους. Η διάκριση μεταξύ αισιόδοξης και απαισιόδοξης στάσης κατά τη γνώμη μου είναι λογικά εσφαλμένη, αφού δεν εξαντλεί όλες τις πιθανότητες. Ποιός είναι ο αισιόδοξος; Όποιος πιστεύει, πως ο κόσμος ως έχει εδώ και τώρα είναι ο καλύτερος δυνατός. Ποιός είναι ο απαισιόδοξος; Αυτός που σκέπτεται, πως ίσως ο αισιόδοξος να έχει δίκιο.
Υπάρχει και ο Καστοριάδης μεταξύ των δύο θέσεων, που λέει πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός και έλπιζε πως κάποτε θα πραγματοποιηθεί. Όσον αφορά στο απώτερο μέλλον η άποψη του είναι σωστή, όχι όμως όσον αφορά στο άμεσο μέλλον. Όσο για μένα, είμαι βραχυπρόθεσμα απαισιόδοξος και μακροπρόθεσμα αισιόδοξος. Δεν βλέπω ριζοσπαστικές αλλαγές σύντομα, αλλά είμαι σίγουρος, πως είναι στο πρόγραμμα.
 
 
[1] Ο ψυχίατρος R.D. Laing, ορίζει ως «διπλούς δεσμούς», τα διαφορετικά αντιφατικά μηνύματα στα οποία είναι εκτεθειμένα τα μέλη της οικογένειας λόγω της ταυτόχρονης επιρροής της κοινωνίας και της οικογένειας και την ανάγκη να απαντήσουν σε πολύ συχνά παράλογες προκλήσεις για να μην τιμωρηθούν.