Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Καταστροφές: ο καθρέφτης αυτής της χώρας.



              Οι καταστροφές , στις οποίες επιδίδονται ομάδες νέων κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων, που άλλοι οργανώνουν, ούτε τον παλιό κόσμο ανατρέπουν, ούτε προοπτική έχουν, ούτε όραμα, ελπίδα και θέσεις δίδουν. Αντίθετα ισχυροποιούν τους μηχανισμούς  καταστολής του κράτους και δεν αφήνουν να διογκωθούν οι αντιμνημονιακές διαμαρτυρίες. Δείχνουν επίσης το αδιέξοδο αυτών των νέων που με τόσο μένος καταστρέφουν ακόμη και κτήρια στολίδια αυτής της πόλης.- Για το αδιέξοδο τους αυτό, οι νέοι, δεν έχουν παρά ελάχιστη ευθύνη.  
Το όλο ζήτημα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, αν θυμηθούμε και το Δεκέμβριο 2008.
Γιατί όμως αυτοί οι νέοι, που όπως φαίνεται δεν είναι λίγοι, έχουν αυτή τη συμπεριφορά;
Γιατί  δεν συμπεριφέρονται, ας πούμε, όπως το προδικτατορικό νεολαιίστικο και φοιτητικό κίνημα ή το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα, που όχι μόνο δεν έκαναν καταστροφές αλλά αντίθετα κόμιζαν, λόγω και έργω, νέα πολιτικά ήθη, μέσα από τα οποία διακρινόταν η θέληση τους να οικοδομήσουν έναν άλλο κόσμο δημοκρατικό, ειρηνικό, ένα κόσμο ισότητας, αδερφοσύνης και κοινωνικής δικαιοσύνης .
Τότε η δημοκρατία ήταν ζητούμενο και ο σοσιαλισμός  όραμα, μαζί με ένα αξιακό σύστημα, στο επίπεδο των απλών ανθρώπων, που έδινε νόημα  στην καθημερινότητα.  Η ¨ψυχή¨ των νέων ήταν γεμάτη.
Ιδεολογίες, βεβαιότητες, αξίες, στάσεις, προοπτικές, τόσο ατομικές όσο και συλλογικές, ήταν παρούσες, ισχυρές και ζωντανές .Όλα τα παραπάνω δημιουργούσαν τη βεβαιότητα ότι η υπέρβαση του  ταξικού, κοινωνικά άδικου και αντιδημοκρατικού συστήματος ήταν δυνατή προς την κατεύθυνση μιας δίκαιης, ανθρώπινης και δημοκρατικής κοινωνίας.
Το όραμα λοιπόν αυτό, ένα όραμα ανθρωπιάς, καθόριζε και τα μέσα με τα οποία προσπαθούσαν να το πραγματοποιήσουν. Ήταν επομένως εκτός της λογικής τους η οποιαδήποτε μορφή βίας, αν και τα κινήματα αυτά, όχι λίγες φορές, δέχτηκαν τις βίαιες επιθέσεις των μηχανισμών καταστολής του κράτους .
Σήμερα όπου και να κοιτάξει ο νέος βλέπει αδιέξοδο. Βλέπει πρακτικές και λογικές της κοινωνίας των ενηλίκων απολύτως καταδικαστέες και ηθικά αντιπαραδειγματικές. Τα θετικά πρότυπα, όσα υπάρχουν, δεν βρίσκουν το δρόμο της δημοσιότητας.
Το όποιο αξιακό σύστημα του αστικού καθεστώτος έχει καταρρεύσει. Η συναλλαγή, η διαφθορά, η ασυνέπεια, ο ατομισμός, ο αθέμιτος πλουτισμός, η αντικοινωνική συμπεριφορά, ο καταναλωτισμός έχουν παραμερίσει την ηθική, την κοινωνικότητα, την υπευθυνότητα, τη συνέπεια, το ήθος και την αξιοπρέπεια,
Οι πολιτικοί μας, των τελευταίων δεκαετιών ,και κυρίως οι αυτοαποκαλούμενοι  σοσιαλιστές,  δεν διακρίνονται ούτε για την αποτελεσματικότητα τους ούτε, πολύ περισσότερο, για την ηθική τους. Πνιγμένοι στα σκάνδαλα φρόντισαν να μην οδηγούνται ποτέ στη δικαιοσύνη. Πρώτος και μοναδικός τους στόχος η καριέρα τους, δίχως ηθικούς περιορισμούς. Ωραίο, ωραιότατο  παράδειγμα για τους νέους!!!
Οι διανοούμενοι μας φρόντισαν να ¨κρατικοποιηθούν¨ με ότι αυτό συνεπάγεται σε προβολή και αντιμισθίες. Οι λίγοι διανοούμενοι που επιμένουν να στέκονται κριτικά απέναντι στην εξουσία σπάνια βρίσκουν χώρο να εκφραστούν.
Η οικονομική ελίτ ληστεύει τον τόπο δίχως ίχνος αστικής συνείδησης και δίχως αιδώ.
Η δικαιοσύνη κάθε άλλο παρά παράδειγμα αποτελεί. Οι κρατικοί θεσμοί, στο σύνολο τους κακολειτουργούν.   
Η εκκλησία είναι παράδειγμα προς αποφυγή (αν εξαιρέσουμε τα συσσίτια για τους άστεγους). Ο Εφραίμ είναι μάλλον η κορφή του παγόβουνου.
Οι ιδεολογίες της Αριστεράς κατέρρευσαν. Σήμερα η Αριστερά δεν έχει όραμα. Επομένως δεν μπορεί να συγκροτήσει, με βάση το όραμα της, τεκμηριωμένη θέση για το σήμερα. Δεν μπορεί η Αριστερά να κάνει τους ανθρώπους να ονειρευτούν, να ελπίσουν και να αγωνιστούν με μια ποιότητα αντίστοιχη του απελευθερωτικού της προτάγματος.
Ο σημερινός νέος σπουδάζει παίρνοντας δύο και τρία πτυχία, τα οποία τον οδηγούν στην ανεργία, την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω ο νέος σήμερα δεν έχει που να κρατηθεί. Δεν έχει που να ελπίσει. Ούτε στα υλικά, ούτε στα άϋλα.  Κενό. Καθολική έλλειψη προοπτικής. Οδηγείται έτσι, εκ των πραγμάτων, σε απόγνωση και οργή. Να ποια είναι η βάση της βίαιης συμπεριφοράς του.
 Οι νέοι μας είναι δικά μας δημιουργήματα. Ακόμη και όταν, για να μη πω κυρίως, ξεσπούν σε βιαιότητες.
Οι άνθρωποι βέβαια γεννιώνται με κάποιες προδιαθέσεις, αλλά η κοινωνία είναι εκείνη που διαμορφώνει το αξιακό τους σύστημα.
Ο πρόεδρο της ΝΔ αποκάλεσε αυτούς τους νέους καθάρματα. Πρώτα έπρεπε να κοιτάξει τον καθρέφτη. Να καθίσει και να σκεφτεί πόσο υπεύθυνος είναι και ο ίδιος για τη διάλυση αυτού του τόπου ως εξέχον μέλος της πολιτικής ελίτ. Προϊόντα της οποίας είναι και οι βιαιότητες.
Κατηγορείται η Αριστερά ότι υποθάλπει αυτούς τους νέους. Εύκολος τρόπος για να αποσείσουν τις ευθύνες τους οι άνθρωποι της εξουσίας. Η Αριστερά δυστυχώς δεν μπορεί να εκφράσει πολιτικά αυτούς τους νέους. Οι τελευταίοι στρέφονται και εναντίον της. Δεν μπορεί να δώσει διέξοδο στα αδιέξοδα τους.
Για τους λόγους που  προαναφέρθηκαν.
Αν η Αριστερά μπορούσε να εκφράσει τη δυσαρέσκεια και την αμφισβήτηση των νέων τα πράγματα θα εκδηλωνόντουσαν εντελώς διαφορετικά και θα ήταν πολύ επικίνδυνα  για τους ανεύθυνους και κυνικούς ανθρώπους(;) όλων των εξουσιών τώρα που το ¨δημιούργημά¨ τους καταρρέει.           
  .      
 


Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

Άτιτλο

                                                            Απαγορεύτηκαν τα όνειρα
                                     και στον ύπνο μας διατελούμε εν παρανομία
                                     Στους απανταχού ρεαλιστές



                                    

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Ενέργειας κόστος

Ολύμπιε καλημέρα,

Η Ελλάδα για να παράγει 220 δις Ευρώ ΑΕΠ θα χρειασθεί φέτος περίπου 50 δις Ευρώ εργατικό κόστος (27 δις Ευρώ για μισθούς στο δημόσιο αν δεν κάνω λάθος και τα υπόλοιπα στον ιδιωτικό τομέα) και 30 δις Ευρώ για ενέργεια, ενώ το 2000 εχρειάζετο περίπου το ίδιο για εργατικό κόστος  και 10 δις για ενέργεια!
Αν δεν μειωθούν τα 30 δις της ενέργειας  όσο κι αν περισταλούν οι μισθοί δύσκολα θα αποφύγουμε τα επόμενα χρόνια μια ασταθή πλαγιοκαθοδική κίνηση του ΑΕΠ.
Βασικά το κόστος της ενέργειας έχει μια συνθετικότητα, παρουσιάζεται με πολλές μορφές αλλά επίσης επηρεάζει και με κάποιους σχετικά αφανείς τρόπους.

1.  Όπως συνοψίζει το άρθρο στο Nature, η τιμή του (συμβατικού) αργού πετρελαίου αυξάνεται κατά 15% το χρόνο τη τελευταία δεκαετία απλά γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα βελτίωσης της παγκόσμιας παραγωγής.  Τουναντίον η παραγωγή άρχισε μια μη-αντιστρέψιμη πορεία προς τα κάτω, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια επική προσπάθεια "αναπλήρωσης" με συνθετικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.  Η τιμή βάσης (το λεγόμενο floor) είναι τώρα $100 το βαρέλι! 

2.  Οι υψηλές τιμές πετρελαίου λειτουργούν κατ αρχάς σαν ακριβός εξωτερικός δανεισμός, τα 12+ δις Ευρώ  που πληρώνει η Ελλάδα για να εισάγει πετρέλαιο φεύγουν έξω όπως οι δανειακές υποχρεώσεις (το εσωτερικό αποτέλεσμα στην οικονομία είναι πιο σύνθετο, προφανώς όμως οι υψηλές τιμές καυσίμων αφαιρούν εισόδημα από τα νοικοκυριά, και έχουν και αφανές αλλά και ορατό επιβραδυντικό αποτέλεσμα στην οικονομία γιατί συμπαρασύρουν τις τιμές των πρώτων υλών, των τροφίμων κλπ).  (Να θυμηθούμε ότι οι πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης έχουν φτηνή πυρηνική ενέργεια από Γαλλία, Τσεχία, Φινλανδία κλπ, μακροχρόνια συμβόλαια με Gazprom (Γερμανία αέριο με $220 /1000 m3 για πολλά χρόνια!) και Β. Θάλασσα (ειδικά η Ολλανδία)

3. Η Ελλάδα με την ατυχή επιλογή του μνημονίου (κανείς πραγματικά δεν πρέπει να πιστεύει ότι το πρώτο μνημόνιο ήταν αναγκαίο) κατάφερε να αποβληθεί από τις αγορές ομολόγων όπου πολύ φοβάμαι θα αργήσει και να ξαναβγεί.  Η δυσφήμηση της χώρας είναι πολύ μεγάλη για να αλλάξει αυτό γρήγορα.  Έτσι, θα υποφέρει και τα δύο κακά ταυτόχρονα - υψηλό κόστος δανεισμού (που συνεπάγεται χρόνια στενότητα ρευστότητας) και υψηλό κόστος ενέργειας (το οποίο φυσικά δεν μπορεί να ελέγξει παρά μόνο με υψηλούς φόρους στα καύσιμα, που όμως λειτουργούν ανασταλτικά για την ανάπτυξη της οικονομίας κλπ κλπ).

4.  Φυσικά και θα έλθουν πολλά ευρώ στη χώρα από τον Μάρτη και πέρα. Όμως με χαμηλότερο μισθολογικό κόστος και μόνο ή έστω μια ευέλικτη αγορά εργασίας, δεν μπορεί να ξαναμπεί η χώρα σε σοβαρή ανάπτυξη.  Κάθε φορά που η οικονομία θα πάει να σηκώσει κεφάλι, θα προσκρούει στο υψηλό κόστος ενέργειας και θα ξαναγονατίζει.

5. Αν ξεχωρίσει κανείς κάποια πράγματα γύρω από το πώς επηρεάζει η ακριβή ενέργεια την Οικονομία, θα δει πως η ευρωπαϊκή κρίση χρέους είναι όντως η πρώτη μεγάλη παράπλευρη συνέπεια της Μεταπετρελαικής Εποχής που άρχισε το 2005 .
Πολλούς χαιρετισμούς
Λευτέρης                                                   Φεβρουάριος 2012

Κραυγή

Φωνάχτε την ουτοπία
Φωνάχτε γρήγορα την ουτοπία
Το μέλλον αποφάσισε να φύγει

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Άνευ πολιτικής ηγεσίας



Πολιτική ηγεσία που να κατατρομοκρατεί τον κοινωνία πρώτη φορά βλέπω, εκτός από εκείνη των δικτατορικών καθεστώτων. Θαυμάστε τι είπε ο πρωθυπουργός της χώρας στην προσπάθεια του να πείσει για την αναγκαιότητα του δεύτερου μνημονίου, το οποίο έχει την ίδια λογική και κινείται προς την  ίδια κατεύθυνση με εκείνη  του αποτυχημένου πρώτου μνημονίου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Παπαδήμο αν δεν ψηφιστεί το μνημόνιο «οι αποταμιεύσεις των πολιτών θα κινδύνευαν. Το κράτος θα αδυνατούσε να πληρώσει μισθούς, συντάξεις, να καλύψει στοιχειώδεις λειτουργίες, όπως τα νοσοκομεία και τα σχολεία […] η εισαγωγή βασικών αγαθών - όπως φάρμακα, πετρέλαιο και μηχανήματα - θα γινόταν προβληματική, αφού η χώρα, δημόσιος και ιδιωτικός τομέας, θα έχανε κάθε πρόσβαση σε δανεισμό και η ρευστότητα θα συρρικνωνόταν. Επιχειρήσεις θα έκλειναν μαζικά, αδυνατώντας να αντλήσουν χρηματοδότηση. Η ανεργία, η οποία είναι ήδη απαράδεκτα υψηλή θα αυξανόταν περισσότερο. Το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων […] θα κατέρρεε. Η χώρα θα παρασυρόταν σε μια μακρά δίνη ύφεσης, αστάθειας, ανεργίας και παρατεταμένης εξαθλίωσης».
Τα ίδια είπε και ο επίδοξος πρωθυπουργός Σαμαράς«μεταξύ της βεβαιότητας της καταστροφής και της αμφιβολίας για τη σωτηρία διαλέγω το δεύτερο»
Στο ίδιο μοτίβο και ο απερχόμενος ΓΑΠ, μίλησε για χάος και καταστροφή!!!
Δίχως ιδέες, δίχως θέσεις, δίχως ευαισθησία, τη στιγμή που υποφέρει η κοινωνία το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η πολιτική τους καριέρα. Δεν κατανοούν ή δεν τους ενδιαφέρει ότι  μια κατατρομαγμένη κοινωνία διασπάται στο ¨ο σώζων εαυτόν σωθείτω¨. Όπερ σημαίνει ότι όλοι οι προγραμματισμοί ακυρώνονται. Τίποτα δεν μπορεί να εφαρμοστεί ορθά.
Δεν δίδουν καμιά ελπίδα. Δεν τεκμηριώνουν το λόγο τους. Ψεύδονται ασύστολα και αλλάζουν  θέσεις από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκτός από ανεπαρκείς είναι και θολωμένοι. Δημοσκοπικά  καταρρέουν, όμως επιμένουν. Δεν αποσύρονται . Ίχνος υπευθυνότητας. Ίχνος ήθους. Δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτα το καλό από αυτούς και από τις ηγετικές ομάδες των δύο κομμάτων εξουσίας, τα οποία ευθύνονται για την κατάρρευση της χώρας.     

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Video με την Ναομί ΚλάΙν για την καταστροφή στην Ελλάδα και αλλού

:




«Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ειπωθεί η ιστορία του νεοφιλελευθερισμού, μια από αυτές είναι και η ιστορία του πώς να δεθούν τα χέρια της δημοκρατίας…». Με τον τρόπο αυτό...
η γνωστή δημοσιογράφος και συγγραφέας, Naomi Klein, επιχειρεί μια περιγραφή της απόπειρας αλλαγής των «κανόνων» της πολιτικής σκακιέρας, τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως.

Η συγγραφέας του εξαιρετικού βιβλίου «το Δόγμα του Σοκ» σχολιάζει τις επιταγές της τρόικας, προχωρά σε συγκρίσεις και παρουσιάζει μια διαφορετική ερμηνεία των όσων συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας, βασισμένη σε ιστορικά αντίστοιχα παραδείγματα.

Παρακολουθείστε ένα μικρό απόσπασμα της συνέντευξης που παραχώρησε η Naomi Klein, στους Άρη Χατζηστεφάνου και Κατερίνα Κιτίδη για το νέο ντοκιμαντέρ που προετοιμάζουν, με τον τίτλο «Catastroika».

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ

Ήθελε να μαγειρέψει για όλα τα πεινασμένα παιδιά
Για όλους τους άστεγους
Για όλους τους άνεργους
Κι έκαψε το φαϊ



Αφιερωμένο στην εσωτερική μας τρόικα, τα καμάρια μας: Σαμαρά,  Παπανδρέου, Καρατζαφέρη.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Η δομική κρίση του συστήματος.


Συνέντευξη με το Στέλιο Μπαμπά

Ο.Δ. Φαίνεται ότι η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει σημάδια βαθειάς κρίσης. Μια διάσταση αυτής της κρίσης, η οικονομική, έχει ήδη αναδειχθεί σε κεντρικό ζήτημα σ’ αυτήν τη δύσκολη συγκυρία. Είναι όμως η κρίση της εποχής μας μόνον οικονομική ή εκτείνεται ευρύτερα και σε άλλα πεδία της ζωής μας;  Ποιος είναι πράγματι ο χαρακτήρας της, ποιες οι διαστάσεις της;
Κατά την άποψή μου οι δομές, οι σχέσεις, οι λειτουργίες του σύγχρονου καπιταλισμού υπό τον οποίο σήμερα συγκροτείται η ανθρωπότητα, δέχονται ισχυρούς κλονισμούς. Διερχόμαστε μια μεταβατική φάση. Βαδίζουμε από τις «βιομηχανική κοινωνία» στην κοινωνία «της πληροφορίας, της επικοινωνίας, της γνώσης». Από τον κόσμο των εθνών – κρατών προς μια δυναμική πλανητικής συγκρότησης του κόσμου μας, με όλες τις αντιφάσεις που αυτή η δυναμική εμπεριέχει. Γι’ αυτό και αυτή η κρίση δεν είναι μια ακόμα «κυκλική» οικονομική κρίση. Τείνει να αναχθεί σε δομική κρίση της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, ακριβώς λόγω του χαρακτήρα της ως δομικής κρίσης, αυτή η κρίση δεν είναι απλώς μια σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας που θα περάσει χωρίς να αφήσει ίχνη. Ανήκω σ’ εκείνους που αρνούνται τις λογικές του «τέλους της Ιστορίας». Αρνούμαι επίσης και τα σενάρια νομοτελειακής ανατροπής του παρόντος κοινωνικού συστήματος. Η Ιστορία δεν υπακούει σε νομοτέλειες. Αναδεικνύει ιστορικές δυναμικές που ανοίγονται σε πολλαπλές εκδοχές. Η δομική κρίση στην οποία έχει κατά τη γνώμη μου εμπλακεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, έχει αυτόν τον χαρακτήρα. Αναδεικνύονται οι θεμελιώδεις αντινομίες του. Υποδηλώνεται η αδυναμία του να αντιμετωπίσει με τους δικούς του όρους τη δυναμική μετάβασης της ανθρωπότητας από την ιστορική περίοδο της «βιομηχανικής κοινωνίας» σε αυτήν «της πληροφορίας, της επικοινωνίας, της γνώσης». Φαίνεται πως διαμορφώνεται ένα «ιστορικό αδιέξοδο». Ωστόσο, απέναντι στον διαφαινόμενο κίνδυνο του «ιστορικού αδιεξόδου» αναδύεται, ως ιστορική δυναμική και όχι ως νομοτέλεια, η εκδοχή ενός ανθρωπολογικά νέου πολιτισμού, μιας νέας ανθρωπότητας.
Βρισκόμαστε εμπρός σε κρίσιμα ερωτήματα. Τις απαντήσεις όμως σε ιστορικού χαρακτήρα διαδικασίες μόνον εμείς οι άνθρωποι, ως κοινωνικά υποκείμενα αλλά και ως συλλογικότητες, μπορούμε να δώσουμε∙ βιώνοντας, αναπλάθοντας, ανατρέποντας τους όρους της προσωπικής και της κοινωνικής μας ζωής, με την πράξη, τη σκέψη, τα όνειρά μας.

Ο.Δ. Ωστόσο, με πιο συγκεκριμένους όρους, ποιες είναι οι μορφές, ο χαρακτήρας, οι διαστάσεις αυτής της κρίσης που βιώνουμε σήμερα και αποκαλείς δομική;
Πράγματι, μπορούμε να απαριθμήσουμε πολλαπλές διαστάσεις αυτής της δομικής κρίσης: κρίση οικονομική, κοινωνική, οικολογική, δημογραφική, πολιτική, πολιτισμική, κρίση αξιών. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγουν δυο βασικά σημεία αυτής της συζήτησης για τη δομική κρίση:
Το πρώτο, ότι κάθε μία από αυτές τις διαστάσεις έχει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τη σχετική της αυτονομία. Από την άλλη όμως πλευρά όλες αυτές οι διαστάσεις της κρίσης αποτελούν οργανικά στοιχεία ενός ενιαίου φαινομένου, της δομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού, που βιώνουμε ως κρίση της ανθρωπότητας.
Το δεύτερο, ότι η κρίση δεν είναι ένα εξ ορισμού αρνητικό φαινόμενο. Με όλες τις συγκρούσεις, τις αντιθέσεις, συχνά τον πόνο και την εξαθλίωση που σέρνει πίσω της, μπορεί να είναι –δεν είναι υποχρεωτικά- ο πρόδρομος μιας δομικής αλλαγής, ένα ιστορικό βήμα του ανθρώπου. Επιμένω ότι η έκβαση της διαλεκτικής ανάμεσα στην κρίση και το νέο ιστορικό βήμα σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από εμάς∙ τη σκέψη και την πράξη μας, τον τρόπο που επιχειρούμε να πλάσουμε τη ζωή μας, ο καθένας χωριστά και από κοινού, μέσα σε κοινωνικές, πολιτικές, πνευματικές συλλογικότητες.

Ο.Δ. Εγώ θα επιμείνω, λαμβάνοντας υπόψη όσα ήδη ανέφερες, να επιχειρήσουμε, έστω ενδεικτικά, μια προσέγγιση σε αυτές τις επιμέρους διαστάσεις της δομικής κρίσης. Και για να ξεκινήσουμε λίγο «ανορθόδοξα» -όχι λ.χ. από την οικονομική κρίση στην οποία συνεχώς όλοι αναφέρονται- γιατί τονίζεις την οικολογική και δημογραφική διάσταση της κρίσης;
Θα προσπαθήσω να διατυπώσω την άποψή μου γι’ αυτές τις διαστάσεις της δομικής κρίσης, όσο μπορώ πιο συνοπτικά:

Η οικολογική διάσταση
Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση υπήρξε, από τα πρώτα του βήματα ως σήμερα, στο επίκεντρο της κοινωνικής του ζωής..
Στα πρώτα του βήματα, ο άνθρωπος ένοιωθε εξαρτημένος από τη φύση. Στη συνέχεια, όσο έκανε βήματα στην τεχνική και τον πολιτισμό, ανέπτυξε πρακτικές και μέσα που του επέτρεπαν να παρεμβαίνει στη φύση. Δεν μπόρεσε ποτέ να κυριαρχήσει σ’ αυτήν πράγματι, αλλά μπορούσε να παρεμβαίνει, σε βαθμό που να του δίνεται αυτή η ψευδαίσθηση. Το βήμα από το εργαλείο στη μηχανή και τα συστήματα μηχανών, η βιομηχανοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και οι κοινωνικές αλλαγές που ακολούθησαν (καπιταλισμός, «σοβιετικό σύστημα»), έδωσαν υπόσταση στην αντίληψη, ορθότερα στο ιδεολόγημα, της κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση. Έδωσαν στον άνθρωπο τη δυνατότητα να μετατρέπει τη φύση -ορθότερα το τμήμα της φύσης που εντάσσει στην ανθρώπινη δραστηριότητα- σε «πράγμα», ανθρώπινη κατασκευή. Στο βαθμό δε που εγκαθιδρύεται η αστική κοινωνία και στη συνέχεια συγκροτείται ο καπιταλισμός, η φύση ως «πράγμα» ανάγεται σε εμπόρευμα. Ενσωματώνεται ως στοιχείο των καπιταλιστικών σχέσεων. Ορίζεται ως ανταλλακτική αξία. Από την άλλη πλευρά, η φύση ως «πράγμα» που ανάγεται σε εμπόρευμα, ενσωματώνει ανθρώπινη εργασία. Αυτό με τη σειρά του ανάγει και τον άνθρωπο σε «πράγμα»∙ εμπορευματοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις. Δια μέσου αυτής της γενικευμένης εμπορευματοποίησης ανοίγει ο δρόμος για μια νέα αναστροφή της σχέσης ανθρώπου – φύσης. Σε αυτήν τη φάση του σύγχρονου καπιταλισμού διαρκώς εντονότερα μας δημιουργείται και πάλι η εντύπωση, πως η φύση «αντιδρά» στην προσπάθεια του ανθρώπου να την κατακτήσει. Να την αντιμετωπίζει ως «πράγμα» και ως «εμπόρευμα». Να την «αναλώνει» δια μέσου της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης πέραν των πραγματικών αναγκών του, για τη διασφάλιση της λειτουργίας και των στόχων του σύγχρονου καπιταλισμού. Ότι σε μια αναστροφή των πραγμάτων, δεν κυριαρχεί ο άνθρωπος στη φύση, αλλά η φύση στον άνθρωπο. Έχουμε διαρκώς μπροστά μας, ως εφιάλτες μιας οικολογικής καταστροφής, τις μεγάλες κλιματικές αλλαγές, τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, το λιώσιμο των πάγων στους πόλους, τις πλημμύρες αλλά και τις ερημοποιήσεις. Την εξαφάνιση ειδών του «ζωικού βασιλείου». Την εξάντληση των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων.
Η φύση όμως δεν λειτουργεί με όρους κυριαρχίας. Ούτε ο άνθρωπος κυριαρχεί σ’ αυτήν, αφού άλλωστε είναι οργανικό της μέρος. Η βιολογική διάσταση του ανθρώπου είναι το θεμέλιο της κοινωνικής του διάστασης. Η φύση δεν κυριαρχεί. Ωστόσο, όταν διαταράσσονται η δομή και οι λειτουργίες της φύσης από την ανθρώπινη δράση, αναπτύσσονται δυναμικές ανάταξης αυτών των δομών και λειτουργιών της, μια δυναμική επανεξισορρόπησης, που ωστόσο οδηγεί σε βαθύτατες αντινομίες και ανατροπές.
Βιώνουμε αυτές τις αντινομίες και ανατροπές με τη μορφή μεταλλάξεων στη φύση, αλλά και στη ζωή του ανθρώπου, που δημιουργούν συνθήκες αρνητικές και για την επιβίωση πολλών μορφών ζωής στον πλανήτη, αλλά και για την επιβίωση του ανθρώπου. Η οικολογική κρίση είναι αναμφίβολα μια καίρια διάσταση της δομικής κρίσης της ανθρωπότητας. Αλλά δεν μπορεί να κατανοηθεί –και ούτε να αντιμετωπισθεί- αυτοτελώς. Θα κατανοηθεί και πιθανόν θα υπερβαθεί ως διάσταση της δομικής κρίσης της ανθρωπότητας.

Δημογραφική διάσταση
Είναι αλήθεια πως έχουμε αρχίσει να υποψιαζόμαστε το μέγεθος της οικολογικής κρίσης. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τη δημογραφική κρίση την οποία βιώνουμε σε πολλές επιμέρους πλευρές της, αλλά, ιδιαίτερα ο άνθρωπος της Δύσης δεν την θέτει στο επίκεντρο της σκέψης του, δεν την κατανοεί παρά στις επιμέρους εκφράσεις της, δεν την εντάσσει ως καίρια διάσταση της δομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού, της ανθρωπότητας.
Παλαιότερα θεωρούσαμε, ότι το δημογραφικό πρόβλημα της ανθρωπότητας έγκειται στην αύξηση του πληθυσμού της γης πέρα από τα όρια επάρκειας των φυσικών πόρων για τη επιβίωσή τους. Το ζήτημα εξακολουθεί να υπάρχει, αφού ο πληθυσμός της γης υπερβαίνει πλέον τα 6,5 δισεκατομμύρια και εξακολουθεί να αυξάνει. Αν και τεμκηριωμένα υποστηρίζεται η άποψη, ότι η ανθρωπότητα αξιοποιώντας τις δυνατότητες που της παρέχει η τεχνολογία, μεταβάλλοντας τους όρους της κοινωνικής ζωής, αναδεικνύοντας νέα κριτήρια και αξίες ζωής, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα υπερπληθυσμού.
Αλλ’ αν στην αποκαλούμενη «περιφέρεια» η δημογραφική κρίση παίρνει τη διάσταση του υπερπληθυσμού, στην «αναπτυγμένη Δύση» παίρνει τη μορφή γήρανσης του πληθυσμού, υπογεννητικότητας, σε ορισμένες περιπτώσεις δημογραφικής αποδόμησης.
Οι αντινομίες αυτές της δημογραφικής κρίσης, καθώς συνδυάζονται με τα φαινόμενα οικολογικής κρίσης που ήδη ανέφερα, αλλά και τις συνέπειες του τρόπου οργάνωσης του σύγχρονου καπιταλισμού, οδηγούν την ανθρωπότητα σε ακραίες καταστάσεις: από το παλαιό φαινόμενο της μετανάστευσης των ανθρώπων που αναζητούν «καλύτερη τύχη», οδηγούμαστε στις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών που στον τόπο τους πλέον λείπουν τα πιο στοιχειώδη (νερό, τροφή) ή δια μέσου συγκρούσεων και πολέμων αποσυντίθεται η κοινωνική τους οργάνωση, σε αναζήτηση ακόμα και αυτών των στοιχειωδών πόρων και όρων ζωής. Η υποσαχάρια Αφρική μας δίνει ήδη αρκετά δείγματα αυτού του μαζικού φαινομένου.
Αν αυτή η δυναμική της δημογραφικής κρίσης οδηγεί σε αποδόμηση της κοινωνικής ζωής στην «περιφέρεια», στην «αναπτυγμένη Δύση», αντίστοιχα, οδηγεί σε κλονισμό της κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και των δομών και αξιών που ιστορικά είχαν διαμορφωθεί. Η μεγάλη, αν και όχι ακόμα σήμερα μαζική, μετανάστευση από την «περιφέρεια» στο «κέντρο», οδηγεί τις κοινωνίες του «κέντρου» σε πρακτικές που καταλύουν τις ίδιες τις αρχές και αξίες στις οποίες στηρίχθηκαν οι «αστικές δημοκρατίες». Πολιτικές βίαιης αντιμετώπισης «στα σύνορα» των παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων∙ Επιβολή στις κοινωνίες του «κέντρου» μηχανισμών και μεθόδων «ασφαλείας», για την απόκρουση της «παράνομης» μετανάστευσης∙ αντιμετώπιση της ως «εχθρού». Ενός «εχθρού» που ωστόσο η πληθυσμιακά γηράσκουσα και αποδομούμενη «Δύση» τον έχει ανάγκη. Ο σύγχρονος καπιταλισμός στο «κέντρο» έχει ανάγκη τα εργατικά χέρια των μεταναστών, αλλά αρνείται να δεχτεί ότι αυτά τα χέρια ανήκουν σε ανθρώπους που δικαιούνται και είναι κοινωνικά αναγκαίο να αναγνωρίζονται ως πολίτες στις κοινωνίες υποδοχής τους.
Αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε από αυτήν τη στοιχειώδη ιχνογράφηση της διάστασης της δημογραφικής κρίσης, είναι το γεγονός ότι αυτή και στη γένεση της και στην πορεία και την «αντιμετώπιση» της δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο. Γεννάται μέσα από τις αντινομίες και αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού που ήδη δομείται σε πλανητικό επίπεδο και ανοίγει νέα αδιέξοδα που δεν μπορούν να υπερβαθούν στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού.

Δ.Ο. Ας έρθουμε τώρα στην εικόνα που όλοι αντικρύζουμε με δέος και νοιώθουμε άμεσα στην καθημερινότητά μας: Την οικονομική κρίση. Γιατί κατά τη γνώμη σου επήλθε αυτή η οικονομική κρίση που, όπως υποστηρίζεται, θα είναι ίσως η ισχυρότερη των τελευταίων δεκαετιών. Κατά συνέπεια, έχει ήδη και θα έχει εντονότερα συνέπειες στην κοινωνική συγκρότηση του κόσμου, με άλλα λόγια του σύγχρονου καπιταλισμού;

Αισθάνομαι αδυναμία να αναφερθώ στην κοινωνική, την οικονομική, την πολιτική διάσταση της κρίσης χωριστά. Θεωρούσα πάντα εργαλειακό αυτόν το διαχωρισμό των κοινωνικών πεδίων, έστω και αν αποδεχτώ ότι οι αντίστοιχες κοινωνικές επιστήμες αναπτύσσουν καθεμία τη δική της μεθοδολογία μελέτης του επιμέρους αντικειμένου τους. Έχω το θράσος να υποστηρίζω, ότι η «επιστήμη της κοινωνίας» είναι ενιαία, μολονότι το αντικείμενο της εμφανίζεται εξαιρετικά σύνθετο και πολυδιάστατο, απαιτεί δε πολλαπλά μεθοδολογικά «εργαλεία» και νέες έννοιες προσέγγισης. Θα επιχειρήσω λοιπόν να προσεγγίσω ενιαία αυτές τις τρεις διαστάσεις της δομικής κρίσης: την κοινωνική, την οικονομική, την πολιτική, ως πλευρές μιας ολότητας, ωστόσο με ιδιαίτερη καθεμία φυσιογνωμία και δυναμική.

Η κοινωνική διάσταση
Κατά την άποψή μου, η μείζων διάσταση της δομικής κρίσης είναι η κοινωνική. Παρότι από άποψη μεθοδολογική η διαδικασία ανέλιξης της παραγωγικής δομής και οι σχέσεις, αντιθέσεις και αντιφάσεις στο πλαίσιο της είναι καθοριστικές για την κατανόηση της κοινωνικής συγκρότησης, ωστόσο οι κοινωνικές δυνάμεις και οι μεταξύ τους σχέσεις, ανταγωνιστικές ή κατά περίπτωση και συγκλίνουσες, έχουν μεν θεμέλιο τη θέση των κοινωνικών δυνάμεων στην παραγωγική διαδικασία, αναπτύσσονται όμως κατά πολύ πιο σύνθετο τρόπο, σε πολλαπλά πεδία, σε μια εξαιρετικά σύνθετη, αντινομική, ανταγωνιστική πραγματικότητα που μορφοποιεί την εξέλιξη της κοινωνίας.
Στη βιομηχανική φάση της αστικής κοινωνίας αυτή δομείται γύρω από το ανταγωνιστικό δίπολο της αστικής τάξης αφενός, της εργατικής τάξης αφετέρου. Προφανώς και στη «βιομηχανική κοινωνία» το πεδίο των κοινωνικών δυνάμεων και σχέσεων ήταν πολύ πιο σύνθετο από το ανταγωνιστικό δίπολο αστικής και εργατικής τάξης∙ ωστόσο, αυτό το δίπολο χαρακτήρισε την κοινωνική συγκρότηση και διαμόρφωσε τελικά ένα σχετικά σταθερό πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων, αγώνων, ανταγωνισμών.
Η κοινωνική διάσταση της δομικής κρίσης των ημερών μας συνδέεται κατ’ εξοχήν με την τεχνολογική «επανάσταση» της κυβερνητικής, της πληροφορίας, της επικοινωνίας και τη νέα κοινωνική δυναμική που αυτή η τεχνολογική επανάσταση επιφέρει, ώστε να αναφερόμαστε ήδη, αν και βρισκόμαστε στην αφετηρία των κοινωνικών αλλαγών, στην «κοινωνία της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης». Δεν αναφέρομαι ακόμα στο άλμα της βιο-τεχνολογίας. Φαίνεται ότι θα ανατρέψει πολλά δεδομένα της ζωής μας, αλλά νομίζω ότι ακόμα είναι νωρίς να μιλήσουμε για τις μεταλλάξεις που θα επιφέρει όχι μόνο στην κοινωνική συγκρότηση, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο∙ τη βιολογική, ψυχολογική, διανοητική του υπόσταση. Βρισκόμαστε, κατά συνέπεια, εμπρός σε μια δυναμική μεταλλάξεων στην όλη κοινωνική συγκρότηση, που θεμελιώνεται στις επαναστατικές μεταβολές στην παραγωγική δομή και διαδικασία και κατ’ αντιστοιχία στις βαθειές αλλαγές των κοινωνικών δυνάμεων και σχέσεων.
Είναι από αυτήν την άποψη χαρακτηριστική η βαθειά αλλαγή που κυοφορείται στην κοινωνία της «πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης». Την εικόνα της αντίθεσης αστικής και εργατικής τάξης, που ήταν καθοριστική στη «βιομηχανική κοινωνία», αντίθεση που καθόριζε και τους δυο ευρύτερους ανταγωνιστικούς συνασπισμούς κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων κοινωνικών κατηγοριών και τη σαφή ηγεμονία σε καθένα από αυτούς της αστικής και της εργατικής τάξης αντίστοιχα, τείνει να διαδεχθεί στην υπό συγκρότηση «κοινωνία της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης» ένα νέο ανταγωνιστικό δίπολο κοινωνικών σχηματισμών, με σύνθεση πολύ πιο περίπλοκη, με εσωτερικές αντινομίες και εσωτερικούς ανταγωνισμούς, αλλά και συγκλίσεις∙ ωστόσο, με ισχυρά κατάλοιπα από τη «βιομηχανική κοινωνία» και απροσδιοριστίες που οφείλονται στον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της «κοινωνίας της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης»∙ με ιχνογραφούμενη, αλλά προς το παρόν ανολοκλήρωτη τη σχέση ηγεμονίας σε καθένα από τους δυο νέους κοινωνικούς συνασπισμούς, το υπό συγκρότηση νέο δίπολο: Τις κυρίαρχες κοινωνικές δυνάμεις από τη μία πλευρά (αστική τάξη, διευθυντικά στελέχη, τεχνοκρατικές και γραφειοκρατικές ελίτ - διανοούμενοι ενσωματωμένοι στο συνασπισμό των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων)∙ τις κυριαρχούμενες κοινωνικές δυνάμεις από την άλλη πλευρά (εργαζόμενοι με εξαρτημένη εργασία: στην υλική παραγωγή, στην παροχή υπηρεσιών, στην παροχή  διανοητικής εργασίας, εκτελεστική και δημιουργική, τόσο στον χώρο των επιχειρήσεων όσο και στον χώρο των δημόσιων και κοινωνικών θεσμών – διανοούμενοι που εντάσσονται στο συνασπισμό των κυριαρχούμενων από τη φύση του πνευματικού τους έργου και τη συνειδησιακή τους συγκρότηση).
Φυσικά, ανάμεσα στους δυο υπό συγκρότηση πόλους των κυρίαρχων και κυριαρχουμένων δυνάμεων κινείται, αποσταθεροποιεί τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και επηρεάζει τη ροή των κοινωνικών ανταγωνισμών με συγκυριακές κοινωνικές συμπλεύσεις και αναδυόμενες δυναμικές ένταξης, ένα πλέγμα κοινωνικών στρωμάτων και υπό διαμόρφωση κοινωνικών κατηγοριών από τα παραδοσιακά μικροαστικά και μεσαία στρώματα, τους αγρότες (με την ιδιαίτερη διαστρωμάτωσή τους), τους εργαζομένους σε μη εξαρτημένη σχέση εργασίας (από τους παραδοσιακούς «ελευθερο-επαγγελματίες» ως τους απασχολουμένους με «δουλειά στο σπίτι») και μέχρι το πολυδιάστατο «περιθώριο» που στην παρούσα φάση διευρύνεται και ενισχύεται, ακολουθώντας και ως ένα βαθμό εκφράζοντας την αποδόμηση τμημάτων της παραδοσιακής εξαρτημένης εργασίας, αλλά και ευρύτερα την αστάθεια και τις συνεχείς ρήξεις των κοινωνικών σχέσεων στο σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό το δυναμικό στοιχείο των μη εντασσόμενων κοινωνικών δυνάμεων ενισχύει την αστάθεια και τις ανατροπές σε μια μεταβατική περίοδο όπως η σημερινή, κρύβει δυναμικές οπισθοδρόμησης, αλλά και δυναμικές ριζοσπαστικότητας που ο ίδιος ο κοινωνικός χαρακτήρας του «περιθωρίου» εμπεριέχει.
Αυτή η υπό συγκρότηση αντίθεση κυρίαρχων – κυριαρχουμένων / εκμεταλλευτών - εκμεταλλευόμενων στο σύγχρονο καπιταλισμό δεν διαθέτει επί του παρόντος τη σαφήνεια έκφρασης και στόχων που είχε η αντίθεση αστικής και εργατικής τάξης στη «βιομηχανική κοινωνία». Αντίθετα, επιτείνει τον χαρακτήρα ιστορικού αδιεξόδου της κοινωνικής κρίσης. Από την άλλη όμως πλευρά, το υπό συγκρότηση νέο δίπολο κυρίαρχων και κυριαρχούμενων κοινωνικών δυνάμεων, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, θέτει υπό νέους όρους το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής. Αναδεικνύεται η εκδοχή της υπέρβασης/ανατροπής του σύγχρονου καπιταλισμού διαμέσου της δομικής του κρίσης.
Αισθάνομαι πάντως την ανάγκη να υπενθυμίσω, ότι στην Ιστορία δεν λειτουργούν νομοτέλειες. Σε μια τόσο σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα, όπως ο εν κρίσει σύγχρονος καπιταλισμός και άλλες ιστορικές εκδοχές είναι νοητές, όπως η ανατροπή της ηγεμονίας μέσα στον ως σήμερα κυρίαρχο πόλο υπέρ των τεχνοκρατικών ελίτ, γεγονός που το πιθανότερο θα ήταν να οδηγήσει σε ολοκληρωτικές μορφές κοινωνικών συγκροτήσεων∙ ή μια κατάσταση ιστορικής παρακμής και αποσυνθετικών διαδικασιών, χωρίς ωστόσο ανατροπή του ιστορικά διαμορφωμένου ανταγωνιστικού δίπολου κεφαλαίου και εργασίας∙ ακόμα, η εκδοχή διαδικασιών εκτεταμένης οικολογικής, πολεμικής ή άλλης καταστροφικής ρήξης, που θα κατέστρεφε τον παλαιό κόσμο χωρίς ελπίδα για ένα νέο.

Η πολιτική διάσταση
Η θέσμιση της κοινωνίας στη μακρά πορεία της Ιστορίας ελάμβανε μορφές κρατικής υπόστασης, με εξαίρεση ίσως τις πόλεις της Αρχαίας Ελλάδας, όπου η δημόσια ζωή δεν αντιστοιχούσε σε κρατική θέσμιση∙ δεν μπορούμε να την ταυτίσουμε με τον κρατικό θεσμό.
Στην περίοδο των αστικών επαναστάσεων η θέσμιση της δημόσιας λειτουργίας στην αστική κοινωνία έλαβε υπόσταση και εξελίχθηκε ως σήμερα υπό την διπλή διάσταση του εθνικού κράτους και της αστικής δημοκρατίας. Το εθνικό κράτος αποτέλεσε την θεσμική υπόσταση της εθνικής κοινωνίας, εθνικής οικονομίας, εθνικής πολιτικής. Η αστική δημοκρατία όπως τελικά διαμορφώθηκε ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, διασφάλισε την πολιτική συγκρότηση του εθνικού κράτους και τη διακυβέρνηση και της αστικής κοινωνίας.
Το αστικό / εθνικό κράτος, σε όλη την πολύμορφη και συχνά περιπετειώδη διαδρομή του διατηρούσε -και ως ένα βαθμό εξακολουθεί να διατηρεί- μια δυσυπόστατη υπόσταση: Από τη μία πλευρά, αυτήν του κεντρικού θεσμού εξουσίας που διασφαλίζει το γενικό συμφέρον του πόλου των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, ακόμα και σε βάρος επιμέρους συμφερόντων κατηγοριών της αστικής τάξης. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς για να διασφαλισθεί το γενικό συμφέρον των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, το αστικό / εθνικό κράτος είναι ο κεντρικός θεσμός που διασφαλίζει την υπόσταση (κοινωνική, πολιτική, στρατιωτική, πολιτισμική), αλλά και τη διεύθυνση και ελάχιστη αναγκαία συνοχή της εθνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Αντίστοιχα, η πολιτική διάσταση της δομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού εστιάζεται γύρω από τα ακόλουθα δύο κεντρικά σημεία: Πρώτο, την αποδόμηση της αστικής Δημοκρατίας υπό την κοινοβουλευτική της μορφή. Δεύτερο, την αδυναμία του αστικού – εθνικού κράτους να διασφαλίσει το γενικότερο συμφέρον των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων∙ να διατηρήσει τον διευθυντικό του ρόλο στην εθνική κοινωνία και οικονομία∙ να διασφαλίσει την αναγκαία ελάχιστη συνοχή της εθνικής κοινωνίας.
Η διαδικασία αυτή θεσμικής και πολιτικής αποδόμησης της εθνικής κοινωνίας συνδέεται με την πορεία μετάβασης από τη «βιομηχανική κοινωνία» σε αυτήν της «πληροφορίας, επικοινωνίας, γνώσης». Η δυναμική της τεχνολογικής επανάστασης, της «πληροφορίας/επικοινωνίας/ γνώσης», από τη μια πλευρά πραγματώθηκε στο πλαίσιο του καπιταλισμού και όπως ήταν εύλογο επιχειρήθηκε, ως ένα δε βαθμό πραγματώθηκε, η ενσωμάτωση της στο σύγχρονο καπιταλισμό, προωθώντας τις δομικές μεταβολές που διαλαμβάνονται στον αποκαλούμενο «οικονομικό νεοφιλελευθερισμό». Από την άλλη όμως πλευρά, αυτές οι δομικές μεταβολές τόσο στην παραγωγική δομή, όσο και γενικότερα στην κοινωνική συγκρότηση, γεννούν νέες αντιφάσεις και ρήγματα στον καπιταλισμό, που κλωνίζουν τα θεμέλια του, αναδεικνύουν τον δομικό χαρακτήρα της κρίσης που αυτός διανύει, καθιστούν αιτιολογημένα επίκαιρη τη συζήτηση για την υπέρβαση του καπιταλιστικού σχηματισμού συνολικά. Ενδεικτικά αναφέρω:
-   Η αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας επέφερε άλματα στην παραγωγικότητα, γεγονός που επέτεινε τις λογικές της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης και του υπερκαταναλωτισμού ως επιβεβλημένης κοινωνικής πρακτικής.
-   Η ανάγκη μεγάλων κεφαλαίων για τις νέες επιχειρηματικές επενδύσεις και τη λειτουργία των νέων επιχειρήσεων υπό νέους όρους, κατέστησε το χρηματο-πιστωτικό κεφάλαιο το πλέον δυναμικό τμήμα του κεφαλαίου.
-   Η είσοδος της πληροφορικής και της επικοινωνίας και μάλιστα με προέχοντα ρόλο τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και, γενικότερα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή, οδηγεί την οικονομία και την κοινωνία σε βαθειές τομές αλλά και αδιέξοδα. Λ.χ. οδήγησε στην εγκατάσταση και λειτουργία του κεφαλαίου και πέραν των ορίων της εθνικής οικονομίας, με νέες μορφές δομής και λειτουργίας, στοχεύοντας στο υπό συγκρότηση πλανητικό πεδίο της οικονομίας.
-    Πέραν των παραδοσιακών υπερεθνικών δράσεων στον καπιταλισμό, όπως οι ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα δράσεις και οι υπερεθνικής εμβέλειας επιχειρήσεις των ισχυρών καπιταλιστικών εθνικών κέντρων, οι οποίες πάντως έστω και αν λειτουργούν πέραν των ορίων της εθνικής οικονομίας, ωστόσο αναφέρονται, ιδιαίτερα για τις επιτελικές/διευθυντικές τους λειτουργίες και την χάραξη της πολιτικής τους, σε συγκεκριμένο εθνικό / μητροπολιτικό κέντρο∙ οι διεθνικές επιχειρηματικές συνεργασίες, αλλά κυρίως οι νέοι διεθνικοί επιχειρηματικοί όμιλοι, που συγκροτούνται, διοικούνται και λειτουργούν δια δικτύων, αναπτύσσουν μια πλανητικού χαρακτήρα δυναμική, στο βαθμό δε που ολοκληρώνεται η δια δικτύων συγκρότηση τους, δεν αναφέρονται δεσμευτικά σε ορισμένο εθνικό / μητροπολιτικό κέντρο.
-   Ο αυτοματισμός, η πληροφορική, η επικοινωνία, στις οποίες θεμελιώνονται οι υπερεθνικού και πλανητικού χαρακτήρα δράσεις, οδηγούν την παραγωγική δομή και διαδικασία από την πυραμιδοειδή οργάνωση, ακραία εξειδίκευση, τυποποίηση και μαζική παραγωγή, στην οριζόντια δια δικτύων οργάνωση, την ευελιξία της παραγωγικής διαδικασίας, τη μείωση του απασχολούμενου προσωπικού και τις μεταλλάξεις της εργασίας∙ αλλά και μεταλλάξεις στον χαρακτήρα και μορφές διεύθυνσης των νέου τύπου επιχειρηματικών λειτουργιών και δράσεων.
-   Ο δυναμικός πλέον ρόλος της διανοητικής εργασίας, εκτελεστικής και διευθυντικής, και, αντίστοιχα, η υποβάθμιση της χειρωνακτικής εργασίας, αφενός μεν ανέδειξε τη γνώση σε κεντρικό στοιχείο της παραγωγικής διαδικασίας και, γενικότερα, της οικονομίας και της κοινωνικής συγκρότησης, αφετέρου δε μετέβαλε βαθύτατα τον χαρακτήρα και τις μορφές της εργασίας.
Το σύνολο αυτών των αλλαγών, μεταβάλλει καίρια τους όρους άσκησης της πολιτικής και τον ρόλο και χαρακτήρα του κράτους, ώστε να αιτιολογείται πράγματι το ιδιαίτερο βάρος που προσδίδουμε στην πολιτική διάσταση της δομικής κρίσης του καπιταλισμού. Συγκεκριμένα: Η ανάδειξη της πλανητικής διάστασης της επιχειρηματικής και οικονομικής γενικότερα δράσης, ο ρόλος των διεθνικών επιχειρηματικών δράσεων ως του πλέον δυναμικού στοιχείου της οικονομίας στο σύγχρονο καπιταλισμό, καθιστά τις βασικές λειτουργίες του εθνικού κράτους, ήτοι τη διασφάλιση αφενός του γενικού συμφέροντος των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων της εθνικής κοινωνίας και αφετέρου τη διεύθυνση της καπιταλιστικής κοινωνίας και τη διαφύλαξη της ελάχιστης αναγκαίας συνοχής της, χωρίς περιεχόμενο. Χωρίς περιεχόμενο, στο βαθμό που το πιο δυναμικό τμήμα της επιχειρηματικής δράσης και της οικονομικής ζωής δεν οριοθετείται πλέον από τα όρια της εθνικής οικονομίας, κοινωνίας, κράτους, ούτε καν αναφέρεται πλέον δεσμευτικά σε συγκεκριμένο εθνικό / μητροπολιτικό κέντρο. Αντίστοιχα, η πολιτική που, όπως ιστορικά έχει διαμορφωθεί, αναφέρεται στη διεύθυνση της εθνικής κοινωνίας και των λειτουργιών της, αποδομείται σε σημαντικό βαθμό, αφού το πιο δυναμικό τμήμα της οικονομικής λειτουργίας της κοινωνίας, η οποία είναι καθοριστική και για όλες τις άλλες πλευρές της κοινωνικής ζωής, εκφεύγει από την οριοθέτηση της εθνικής κοινωνίας, ή καν δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένο εθνικό / μητροπολιτικό κέντρο.
-   Τελευταίο σημείο αυτών των παρατηρήσεων για πολιτική διάσταση της δομικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού.
Η αστική δημοκρατία ως ιστορικά συγκροτημένη μορφή πολιτεύματος και άσκησης της πολιτικής, ουδέποτε προσέγγισε το βαθύτερο νόημα της Δημοκρατίας όπως το συνέλαβε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, αλλ’ ούτε καν και το βαθύτερο νόημα των τριών βασικών διαστάσεων της Δημοκρατίας (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη / αλληλεγγύη) που ο Διαφωτισμός ανέδειξε και οι αστικές επαναστάσεις διακήρυξαν. Και δεν το προσέγγισε ποτέ, γιατί δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς την ισότητα, αλλά η ισότητα εκπίπτει σε ισονομία στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας. Όπως επίσης δεν νοείται «αδελφοσύνη» και αλληλέγγυα ζωή στο βασίλειο του ατομικισμού.
-   Ωστόσο, η ατελής αυτή αστική δημοκρατία διασφάλιζε ένα minimum δημοκρατικής συμβίωσης: Στη θέση της ισότητας παρέμενε η ισοτιμία. Τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, ο κοινοβουλευτισμός ως διαδικασία έκφρασης της λαϊκής βούλησης, θεωρήθηκαν ως ισχνή έστω κατάκτηση ελευθερίας. Το «κοινωνικό κράτος» και γενικότερα η έννοια του «δημόσιου συμφέροντος» υποκαθιστούν σε κάποιο βαθμό την αλληλέγγυα ζωή.
Αλλά, αυτή η ισχνή Δημοκρατία και οι κατακτήσεις της, η αστική Δημοκρατία, τελεί υπό μια προϋπόθεση: Ότι αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνία, ένα λαό του οποίου θεωρείται ότι τη βούληση εκφράζει και τις ανάγκες υπηρετεί. Ο λαός θεωρείται ως ο καθοριστικός παράγων που ενεργοποιεί όλες τις διαστάσεις αυτής της ατελούς αστικής Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια, το έθνος ως ιστορική έκφραση του λαού, η οριοθέτηση του εθνικού πεδίου, αποτελούν δεσμευτικό πλαίσιο και προϋπόθεση της αστικής Δημοκρατίας. Όταν όμως, μετά από τις νέες μεταλλάξεις της κοινωνικής ζωής, το πλέον δυναμικό τμήμα της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής διαφεύγει πέραν των ορίων της εθνικής κοινωνίας, τότε η Δημοκρατία, έστω αυτή η ατελής αστική Δημοκρατία, τείνει να καταστεί κενός λόγος∙ ο κοινοβουλευτισμός τυπική διαδικασία∙ η «ελευθερία», η «ισότητα», η «αδελφοσύνη», μνήμες του ιστορικού παρελθόντος.
Αυτή κατά τη γνώμη μου είναι η πολιτική διάσταση της δομικής κρίσης του καπιταλισμού. Και αυτή η πολιτική διάσταση της δομικής κρίσης δεν θα υπερβαθεί, παρά μόνον όταν η αναγκαία υπέρβαση/ανατροπή της κοινωνικής συγκρότησης περιλάβει και την πολιτική λειτουργία στο σύνολό της: Υπέρβαση της αστικής δημοκρατίας, επαναθέτοντας το ιστορικό αίτημα της Δημοκρατίας, αλλά και των θεμελιακών της αρχών: της ελευθερίας της ισότητας, της αδελφοσύνης/αλληλεγγύης. Υπέρβαση του εθνικού κράτους προς νέους θεσμούς πολιτικής διακυβέρνησης που θα αντιστοιχούν στο νέο πεδίο κοινωνικής συγκρότησης: τη δυναμική των υπερεθνικών και πλανητικών δομών και σχέσεων. Θέσμιση της παγκοσμιοποίησης σε αντιστοίχηση προς τη δυναμική της «πληροφορίας-επικοινωνίας-γνώσης» και της παγκοσμιοποιούμενης οικονομίας. Αλλά, και επανα-νοηματοδότηση των θεσμών του εθνικού κράτους και των θεσμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τοπικών και περιφερειακών. Επανανοηματοδότηση του δημοσίου συμφέροντος. Ώστε όλο το θεσμικό οικοδόμημα διακυβέρνησης της παγκοσμιοποιούμενης ανθρωπότητας να παραμένει προσανατολισμένο στον πολίτη ως το κοινωνικό υποκείμενο της νέας παγκοσμιοποιούμενης κοινωνικής συγκρότησης. Να εκκινεί από τον άνθρωπο, τις ανάγκες του, τα όνειρά του. Να μη μεταιωρίζεται μακριά από αυτόν, στο βασίλειο των σκοτεινών συμφερόντων και της τεχνοκρατικής λογικής.

Η οικονομική διάσταση
Έχω την άποψη, ότι οι αναλύσεις που αντιμετωπίζουν την παρούσα οικονομική κρίση ως συγκυριακό φαινόμενο στο πλαίσιο των οικονομικών κύκλων της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν συλλαμβάνουν τις βαθύτερες μεταλλάξεις της οικονομικής ζωής των οποίων έκφραση είναι αυτή η κρίση.
Κατά την άποψή μου οι οικονομικές δομές του σύγχρονου καπιταλισμού εξάντλησαν τα όριά τους. Η επιβίωση οικονομικών και κοινωνικών δομών και λειτουργιών, καθώς και πολιτικών λειτουργιών του παρελθόντος, ενώ η ανθρωπότητα κινείται ήδη προς μια νέα ιστορική περίοδο, ήταν εύλογο να οδηγήσει την οικονομία, καθώς και την κοινωνική συγκρότηση σε όλες τις εκφάνσεις της, σε δομική κρίση.
Πολύ συνοπτικά σημειώνω:
-   Η «ελεύθερη οικονομία της αγοράς» και οι φιλελεύθερες θεωρίες για το ρόλο του ανταγωνισμού και της ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης, είχαν νόημα στις απαρχές της καπιταλιστικής οικονομίας, στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας που διευθύνεται από το εθνικό κράτος.
-   Η ανέλιξη της «βιομηχανικής κοινωνίας» έφερε στο επίκεντρο της οικονομίας τις ολιγοπωλιακές επιχειρηματικές δράσεις, τη μαζική παραγωγή και τη μαζική κατανάλωση. Τέλος, κατέστησε τον ιμπεριαλισμό στις πολλαπλές μορφές του κεντρική διάσταση της καπιταλιστικής οικονομίας, που υπερβαίνει μεν τα όρια της εθνικής οικονομίας και κοινωνίας, αναφέρεται όμως σε συγκεκριμένα «εθνικά κέντρα». Έτσι αναδύεται η αντίθεση «κέντρου – περιφέρειας» ως κεντρική αντιθετική σχέση στο καπιταλιστικό σύστημα. Αντιθετική σχέση που υπερβαίνει τα όρια της εθνικής οικονομίας, παραμένει όμως λειτουργικά συνδεόμενη με το έθνος/κράτος ως το «κέντρο» στο οποίο αναφέρεται η ιμπεριαλιστική δομή, αλλά και η πέραν των εθνικών ορίων δράση των μεγάλων επιχειρήσεων ενώ, από την άλλη πλευρά της αντιθετικής σχέσης κέντρου – περιφέρειας, οι αντιπαρατιθέμενες στην ιμπεριαλιστική δομή κοινωνίες και πολιτικές δυνάμεις της «περιφέρειας» αναφέρονται αντίστοιχα στο όραμα ή το υπό συγκρότηση έθνος/κράτος της «περιφέρειας».
-   Είναι προφανές, ότι ο αυτοματισμός της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς», ο ανταγωνισμός, η ισορροπία προσφοράς – ζήτησης, τα ιδεολογικά θεμέλια του οικονομικού φιλελευθερισμού, σε συνθήκες ολιγοπωλιακής οργάνωσης της οικονομίας (ατελής οικονομικός ανταγωνισμός συνδεόμενος λειτουργικά με στρατιωτικο-πολιτικούς και ιδεολογικούς – εθνικιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των εθνών/κρατών) ήσαν παντελώς ανεπαρκή στο πλαίσιο λειτουργίας για την καπιταλιστική οικονομία και κοινωνική συγκρότηση της ώριμης βιομηχανικής κοινωνίας.
Οδυνηρή συνέπεια αυτής της ανεπάρκειας θεωρούνται οι οικονομικές (και πολιτικές) κρίσεις του πρώτου ημίσεως του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικές εκφάνσεις αυτών των κρίσεων η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1930, η άνοδος του φασισμού, ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος.
-   Η μεταπολεμική προώθηση του κοινωνικού κράτους και της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής αποτέλεσε, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, απάντηση στη δομική κρίση του μεσοπολέμου. Απάντηση που επέτρεψε στον καπιταλισμό να ανακάμψει σε σημαντικό βαθμό, παρά τις σοβαρές απώλειες του (αποδόμηση της αποικιοκρατίας – απελευθερωτικά κινήματα στην «περιφέρεια», ήττα Γαλλίας και ΗΠΑ στο Βιετνάμ, η επανάσταση στην Κούβα κ.ο.κ.).
Ωστόσο, οι αντιφάσεις της νέας περιόδου υπήρξαν οδυνηρές. Ο διευθυντικός ρόλος του εθνικού κράτους, παρότι επέτρεψε μιαν τεχνοκρατικού χαρακτήρα ορθολογικότητα στην οικονομία (παρά τις αντινομίες και αντιστάσεις), αντέφασκε στις αρχές της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, του ανταγωνισμού, της ισορροπίας προσφοράς - ζήτησης. Μολονότι δε διασφάλιζε το γενικό συμφέρον των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων και απομάκρυνε τις οικονομικές κρίσεις, ωστόσο έθετε φραγμούς κοινωνικού και τεχνοκρατικού χαρακτήρα στην ελευθερία του μεγάλου κεφαλαίου.
Η αλυσίδα των αντικαπιταλιστικών κινημάτων και αυθόρμητων εξεγέρσεων στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και αρχές ’70, ουσιαστικά σε ολόκληρη τη Δύση, ανέδειξε τα σημάδια μιας νέας δομικής κρίσης του καπιταλισμού. Κρίση που σήμερα βρίσκεται σε νέα κορύφωση.
-   Από την άλλη πλευρά, η τεχνολογική επανάσταση της «πληροφορίας/επικοινωνίας/γνώσης» δημιούργησε τους όρους μιας ισχυρής εξάπλωσης του μεγάλου κεφαλαίου πέραν των εθνικών ορίων. Για πρώτη φορά αναδύεται μια νέα δυναμική πλανητικής συγκρότησης της οικονομίας, η οποία, βέβαια, στο πλαίσιο του σύγχρονου καπιταλισμού έλαβε τη μορφή της «καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης».
Η δυναμική της «καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης» συνδέεται λειτουργικά με τη συσσώρευση κεφαλαίου, τη δημιουργία νέων επιχειρησιακών δομών με τη μορφή κυρίως των πλανητικών δικτύων επιχειρηματικής συνεργασίας και των διεθνικών επιχειρηματικών ομίλων με οριζόντια δια δικτύων συγκρότηση. Η ειδοποιός διαφορά από τις προγενέστερες υπερεθνικές επιχειρηματικές δομές (πολυεθνικές εταιρείες) των διεθνικών επιχειρηματικών ομίλων και άλλων μορφών διεθνικών επιχειρηματικών δράσεων που σήμερα διεκδικούν ηγεμονικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, έγκειται κυρίως στη δυναμική αυτονόμησης αυτών των επιχειρηματικών δικτύων από συγκεκριμένο εθνικό/μητροπολιτικό κέντρο. Κατά συνέπεια, στην πλανητική πράγματι κατεύθυνση τους. Αυτές όμως οι νέες δομές επιχειρηματικής δράσης και, γενικότερα, η δόμηση της «καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης» επιφέρουν ρήξεις στην καπιταλιστική οικονομία και αναδεικνύουν νέες αντιφάσεις και αδιέξοδα.
-   Τα νέα αυτά σχήματα επιχειρηματικής δράσης αντιστοιχούν σε νέα επίπεδα συσσώρευσης του κεφαλαίου, για την οποία δεν αρκεί η επανεπένδυση τμήματος των επιχειρηματικών κερδών.
Από την άλλη πλευρά, η ανάγκη διασφάλισης και διαχείρισης του συσσωρευόμενου κεφαλαίου αλλά και «τοποθέτησης» των υπερκερδών, έχει ήδη αναδείξει το χρηματο-πιστωτικό κεφάλαιο σε ηγεμονική κατηγορία του κεφαλαίου.
Το τραπεζιτικό κεφάλαιο διασφαλίζει πιστώσεις για την χρηματοδότηση των επιχειρήσεων πολύ πέραν του πλεονάσματος από την επιχειρηματική δραστηριότητα, συντείνοντας έτσι στη συσσώρευση και συγκέντρωση του επιχειρηματικού κεφαλαίου, αλλά και στην εξάρτηση της επιχειρηματικής δράσης από το τραπεζιτικό κεφάλαιο.
Το τραπεζιτικό κεφάλαιο διασφαλίζει την τροφοδότηση του μαζικού υπερκαταναλωτισμού, διαμέσου του υπερδανεισμού ως μεθόδου τεχνητής διόγκωσης της ζήτησης, αλλά και χειραγώγησης του καταναλωτή.
Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο με τη σειρά του διασφαλίζει την τοποθέτηση και διαχείριση των  υπερκερδών, αλλά και τη χρηματοδότηση των επιχειρηματικών επενδύσεων με διαθέσιμα κεφάλαια δια μέσου της χρηματιστηριακής αγοράς. Τούτο όμως με τη σειρά του οδηγεί στη διασπορά του μετοχικού κεφαλαίου και την ένταξη του στο κερδοσκοπικό χρηματιστηριακό παιγνίδι.
-   Αυτή η επέμβαση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην επιχείρηση και, τελικά, ο πλήρης ή έστω μερικός έλεγχος της επιχείρησης από αυτό, μεταβάλλει ουσιαστικά την εικόνα της επιχειρηματικής δράσης και υποβαθμίζει την παραδοσιακή αστική τάξη.
Στην κλασσική αντίληψη για το κεφάλαιο ο επιχειρηματίας ως ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής ασκεί τον κεντρικό ρόλο στην επιχείρηση. Πέραν του ότι αντλεί το επιχειρηματικό κέρδος, λαμβάνει τις κεντρικές αποφάσεις. Ασκεί τη γενικού χαρακτήρος διεύθυνση. Στη σύγχρονη μεγάλη επιχείρηση όμως που περιγράψαμε, όπου το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο πρακτικά ασκεί έλεγχο, καθώς της παρέχει –με τους δικούς του όρους- τα χρηματοδοτικά μέσα λειτουργίας, συγκέντρωσης, επέκτασης και ως τα όρια της πλανητικής οικονομίας, ποιος ασκεί τελικά τη διεύθυνση της επιχείρησης; Ποιος είναι πράγματι ο «ιδιοκτήτης» που ασκεί τον έλεγχο των μέσων παραγωγής;
Αυτή η μετακίνηση όμως του ελέγχου της επιχείρησης από τον επιχειρηματία στους μηχανισμούς του χρηματο-πιστωτικού κεφάλαιου έχει τις συνέπειες της. Ο παραδοσιακός επιχειρηματίας ασφαλώς προσβλέπει στο κέρδος, αλλά ταυτόχρονα έχει συμφέρον στη διατήρηση και διεύρυνση της επιχείρησής του. Κατά συνέπεια η επιχειρηματική του λογική δεν είναι μονοδιάστατα κερδοσκοπική. Αντίστροφα, οι μηχανισμοί του τραπεζιτικού κεφαλαίου στοχεύουν στην άντληση του μέγιστου ποσοστού κέρδους τους από το σύνολο των δανειοδοτούμενων, αλλά δεν ενδιαφέρονται ειδικά για τη διασφάλιση της ορθολογικής λειτουργίας και την πορεία καθεμίας συγκεκριμένης δανειοδοτούμενης επιχείρησης. Ασκούν μια υπό στενή έννοια κερδοσκοπική δράση.
-   Αντίστοιχα, το χρηματιστικό κεφάλαιο, καθώς εισέρχεται στην επιχείρηση υπό τη μορφή της αγοράς μετοχών, ενδιαφέρεται κατ’ ουσίαν κυρίως για το κέρδος που θα αντλήσει από το χρηματιστηριακό «παιγνίδι» με την αξία αυτών των μετοχών, που μπορεί υπό δεδομένες συνθήκες να οδηγεί και στην πτώση της αξίας της μετοχής, την οικονομική απαξίωση της επιχείρησης. Για το χρηματιστηριακό κεφάλαιο και το επιχειρηματικό κέρδος καθ’ αυτό των επιχειρήσεων που έχουν ενταχθεί στο χρηματιστήριο είναι ένας μόνο συντελεστής, συχνά όχι ο πιο αποφασιστικός, στο χρηματιστηριακό «παιγνίδι».
Υπ’ αυτούς τους όρους ούτε το χρηματιστικό κεφάλαιο ασχολείται με τη διεύθυνση της επιχείρησης, έστω και αν υπό τον έλεγχό του βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης.
-   Από την άλλη πλευρά, η συγκέντρωση του κεφαλαίου στις μεγάλες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό προς την είσοδο στην επιχειρηματική δομή και λειτουργία της τεχνολογικής επανάστασης της «πληροφορίας/επικοινωνίας/γνώσης», οδήγησε με τη σειρά της στην ενίσχυση του ρόλου των τεχνοκρατών – στελεχών της επιχείρησης, με συνέπεια, σε συνδυασμό και προς όσα ήδη εκτέθηκαν προηγουμένως για την αποδυνάμωση των αστών-επιχειρηματιών μέσα στη δομή της μεγάλης επιχείρησης, την ενίσχυση του διευθυντικού ρόλου των τεχνοκρατών-στελεχών της επιχείρησης.
-   Το σύνολο αυτών των εξελίξεων στην οικονομία του σύγχρονου καπιταλισμού οδηγεί δυνάμει την αστική τάξη σε ρόλο εισοδηματία βάσει της κατοχής εκ μέρους της εταιρικών μετοχών ως συμβόλων πλούτου και όχι ως μορφή ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Αλλ’ αυτή η νέα κατάσταση του αστού ως εισοδηματία που αντλεί εισόδημα (και κοινωνικό κύρος) από την κατοχή των μετοχών – συμβόλων πλούτου, αναπέμπει σε παραστάσεις παλαιών ηγεμονικών κοινωνικών τάξεων (λ.χ. των φεουδαρχών ή του καθολικού κλήρου) που σε κάποια ιστορική στιγμή απώλεσαν τον κοινωνικό τους ρόλο, αλλ’ όχι και τα κοινωνικά και υλικά τους προνόμια και επί ορισμένο διάστημα παρέμειναν στον πόλο των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων ως παρασιτική κοινωνική τάξη (χωρίς κοινωνικό ρόλο), αλλά με υλικά και κοινωνικά προνόμια που αντλούσαν από τις ιστορικές τους καταβολές, μέχρις ότου οι αστικές επαναστάσεις αποδόμησαν αυτό το κοινωνικό οικοδόμημα που ήδη είχε αποσαθρωθεί.
Αισθάνομαι πάντως την ανάγκη να τονίσω, ότι οι σκέψεις αυτές για την αστική τάξη στο σύγχρονο καπιταλισμό είναι μια υπόθεση εργασίας, πολύ θολή στη σημερινή φάση μετάβασης από τη «βιομηχανική κοινωνία» στην κοινωνία της «πληροφορίας/επικοινωνίας/γνώσης» και αφορά το τμήμα των μεγάλων επιχειρήσεων που βρίσκονται στο επίκεντρο των εξελίξεων και δέχονται όλες αυτές τις μεταλλάξεις που εξέθεσα. Ο κορμός αντίθετα της επιχειρηματικής δραστηριότητας που δεν έχει ακόμα ενταχθεί στη διαδικασία αυτής της μετάβασης, λειτουργεί με τις παραδοσιακές σχέσεις της «βιομηχανικής κοινωνίας», αντιμετωπίζοντας όμως ένα συνεχώς πιο πιεστικό οικονομικό περιβάλλον.
-   Είναι φανερό, ότι το σύνολο αυτών των μεταλλάξεων στο σύγχρονο καπιταλισμό αντιφάσκει πλήρως προς τις δομές και πολιτικές που διαμορφώθηκαν στις δεκαετίες του 1950-1960, προκειμένου να υπερβαθούν οι κρίσεις των προηγούμενων δεκαετιών και να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Το εθνικό κράτος δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει τον διευθυντικό του ρόλο που στόχευε στη διασφάλιση του γενικού συμφέροντος των κυρίαρχων τάξεων στο πλαίσιο της εθνικής κοινωνίας και οικονομίας, αλλά παράλληλα και στη διασφάλιση της αναγκαίας ελάχιστης συνοχής της εθνικής κοινωνίας, αφού με τους νέους όρους της «καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης» το εθνικό κράτος, ακόμα και τα ισχυρά εθνικά/μητροπολιτικά κέντρα του συστήματος, δεν μπορεί να ασκήσει διευθυντικό ρόλο σε μια οικονομία που το πιο δυναμικό της τμήμα, αυτό των διεθνικών επιχειρηματικών συνεργασιών και των διεθνικών επιχειρηματικών ομίλων, δεν ορίζεται πλέον στα όρια της εθνικής οικονομίας, αλλ’ ούτε αναφέρεται δεσμευτικά σε εθνικά – μητροπολιτικά κέντρα. Η αποτυχία των ΗΠΑ να εγκαθιδρύσουν όρους «αυτοκρατορίας των ΗΠΑ» πλανητικού επιπέδου, μάλλον θα είναι η τελευταία απόπειρα να συγκροτηθεί η «καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» και να λειτουργήσουν οι πλανητικού επιπέδου επιχειρηματικές δομές και δράσεις σε αναφορά προς ορισμένο εθνικό / μητροπολιτικό κέντρο.
Εξάλλου, ο κατευθυντήριος ρόλος του χρηματο-πιστωτικού κεφαλαίου στην πολιτική των μεγάλων επιχειρήσεων και η δυναμική ανάληψη της διεύθυνσης τους από την τεχνοκρατική ελίτ, περιόρισαν τη στόχευση της πολιτικής αυτών των επιχειρήσεων στη μέγιστη δυνατή κερδοσκοπία, αδιαφορώντας ακόμα και για την προοπτική των ίδιων αυτών επιχειρήσεων ως οικονομικών οργανισμών, πολύ περισσότερο δε για τις ανάγκες λειτουργίας και στόχους της εθνικής κοινωνίας. Αυτή δε η αδιαφορία είναι εύλογη, αφενός διότι η επιχειρηματική στρατηγική περιορίζεται στην μεγιστοποίηση του προϊόντος της κερδοσκοπίας και τη διασφάλιση των συμφερόντων του ηγεμονικού χρηματο-πιστωτικού κεφαλαίου, αφετέρου δε διότι, στο βαθμό που επιχειρηματική δράση τείνει προς την παγκοσμιοποιούμενη οικονομία, η εθνική οικονομία δεν αποτελεί πλέον κέντρο αναφοράς του επιχειρηματικού κεφαλαίου, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, δευτερεύον πεδίο άσκησης της επιχειρηματικής πολιτικής.
-   Υπ’ αυτές τις συνθήκες η αντίθεση του κεφαλαίου προς την πολιτική του κοινωνικού κράτους και την κεϋνσιανή οικονομική πολιτική των δεκαετιών του 1950-1960 ήταν πλήρης.
Κατά συνέπεια, ήταν εύλογη η επιστροφή του σύγχρονου καπιταλισμού στην οικονομική λογική του «οικονομικού φιλελευθερισμού», προκειμένου να απαλλαγεί από τις περιττές γι’ αυτόν δεσμεύσεις -και το οικονομικό βάρος- του κοινωνικού κράτους, αλλά και να απαλλαγεί από το βάρος μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής που δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει ως πολιτική διεύθυνσης της σύγχρονης παγκοσμιοποιούμενης καπιταλιστικής οικονομίας.
-   Ωστόσο, αν η ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής των μεταπολεμικών δεκαετιών στις σημερινές συνθήκες είναι εμφανής, η επιστροφή της καπιταλιστικής οικονομίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα στις πολιτικές των αρχών του περασμένου αιώνα, τις πολιτικές του «οικονομικού φιλελευθερισμού», της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς» και των αυτοματισμών της, της «ισορροπίας προσφοράς και ζήτησης», μπορεί να δημιουργεί συνθήκες υψηλής κερδοσκοπίας στο χρηματο-πιστωτικό κεφάλαιο και τις διεθνικές επιχειρηματικές δια δικτύων συγκροτήσεις, απαλλάσσοντας από τα «περιττά» οικονομικά βάρη του «κοινωνικού κράτους» και τις δεσμεύσεις των πολιτικών προάσπισης του γενικού συμφέροντος από το εθνικό κράτος. Ο αποκαλούμενος «οικονομικός νεοφιλελευθερισμός» είναι μάλλον προβολή ιδεολογημάτων στη θέση μιας οικονομικής πολιτικής για την παγκοσμιοποιούμενη οικονομία που απουσιάζει παντελώς. Στην πράξη η πολιτική του «οικονομικού νεοφιλελευθερισμού» και της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς» ήταν μια πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού χωρίς πυξίδα, όπου κάθε οικονομικός φορέας αγωνίζεται για τον εαυτό του και για τον καταποντισμό των άλλων, στο όνομα μιας χωρίς σχέδιο και προοπτική κερδοσκοπίας, στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού όχι της «ελεύθερης οικονομίας της αγοράς», αλλά ανταγωνισμού μαστοδόντων, οικονομικού, πολιτικού, στρατιωτικού, μιντιακού, όπου όλα τα μέσα (και η διαφθορά και η μετατροπή της πολιτικής σε μηχανισμό οικονομικής επιβολής και τα μέσα επικοινωνίας ως μέσα χειραγώγησης κ.ο.κ.) είναι επιτρεπτά σε μια καταστροφική πορεία εκβαρβαρισμού.
Ήταν, κατά συνέπεια, εύλογη συνέπεια η επέλευση μιας νέας δομικής κρίσης που η οικονομική της διάσταση είναι η πλέον κραυγαλέα πλευρά της.

ΟΔ: Αυτή η μετάβαση από τη «βιομηχανική κοινωνία» στην κοινωνία της «πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης», όπως την αποκαλείς, συνιστά γενικότερα κρίση του βιομηχανικού πολιτισμού;
Κάθε φορά που έχουμε μια θεμελιώδη μετάβαση στην κοινωνική συγκρότηση, διαμορφώνονται οι όροι ενός νέου πολιτισμού. Διαμορφώνονται οι όροι, δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα έχουμε ένα νέο πολιτισμό∙ είναι μια ιστορική διαδικασία της οποίας το μέλλον δεν είναι νομοτελειακά ορισμένο. Αλλά αν πράγματι έχουμε τέτοιες βαθιές αλλαγές στην τεχνολογία και αντίστοιχα και στην παραγωγική δομή και διαδικασία, αυτό επιφέρει και αλλαγές στον πολιτισμό μας.
Λέω λοιπόν ότι πράγματι ανοίγεται μια νέα δυναμική για μια νέα μορφή παραγωγικής διαδικασίας και άρα μιας νέας μορφής κοινωνικής συγκρότησης και δυνάμει ενός νέου πολιτισμού. Αλλά αυτό είναι μόνον μια δυναμική.  Η πραγματικότητα ακόμα σήμερα είναι πολύ πιο δεμένη με το παρελθόν, τη «βιομηχανική κοινωνία».  Αυτή η δυναμική θα επέτρεπε, υπό μιαν έννοια θα επέβαλλε πράγματι, άλλους τρόπους οργάνωσης της ζωής μας. Αλλά αυτοί οι άλλοι τρόποι έρχονται σε σύγκρουση με το υπάρχον σύστημα.
Για παράδειγμα, για να προχωρήσει αυτή η νέα παραγωγική διαδικασία έχει ανάγκη, όπως είπαμε, τη διανοητική εργασία. Η διανοητική εργασία όμως εκ των πραγμάτων θέτει το αίτημα συνεχούς ανανέωσης του γνωστικού της πεδίου. Εξελίσσονται οι γνώσεις συνεχώς∙ ο διανοητικά εργαζόμενος για να μπορέσει να λειτουργήσει ως συντελεστής της νέας παραγωγικής διαδικασίας, πρέπει να ανανεώνει τη γνώση του. Και όταν αναφερόμαστε στη γνώση δεν έχουμε κατά νου απλώς την εξειδικευμένη γνώση, ούτε τη διαδικασία της «κατάρτισης». Η γνώση ως παράγων ποιοτικής ανέλιξης της εργασίας στοχεύει κυρίως στην ικανότητα του εργαζομένου να κατανοεί, να αναλύει, να στοχάζεται, να δημιουργεί. Αλλά, από την άλλη πλευρά,, η εργασία ως δημιουργία που είναι αναγκαία στην κοινωνία της «πληροφορίας / επικοινωνίας / γνώσης», δεν είναι συμβατή με τους όρους λειτουργίας της «βιομηχανικής κοινωνίας» η οποία, καίτοι ανήκει πλέον στο παρελθόν, ωστόσο επιβιώνει ως κύρια μορφή κοινωνικής συγκρότησης στην παρούσα μεταβατική φάση και λειτουργεί στρεβλωτικά στις δυναμικές της μετάβασης προς την αναγκαία κοινωνική αλλαγή. Αντίστοιχα, ο σύγχρονος καπιταλισμός, που επίσης επιβιώνει ως κυρίαρχη κοινωνική συγκρότηση παρά τα ιστορικά του αδιέξοδα, δεν μπορεί να αποδεχθεί τη δημιουργική εργασία παρά μόνον ως «κτήμα» των τεχνοκρατικών ελίτ και των διανοούμενων που ενσωματώνονται στον πόλο των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων, στην απελπισμένη προσπάθεια του να αξιοποιήσει την εργασία ως δημιουργία, χωρίς να θέσει υπό αναίρεση την ίδια του την υπόσταση. Απελπισμένη προσπάθεια, που δια μέσου των στρεβλώσεων της «εξειδίκευσης», της «ακαδημαϊκής γνώσης» του «εργαλειακού λόγου», της επιβολής του τεχνοκρατικού εμπειρισμού, τείνει τελικά στη στρέβλωση, κατ’ ουσίαν στην αναίρεση της εργασίας ως δημιουργίας, αφού η δημιουργία συντελείται υπό καταναγκαστικούς όρους, κοινωνικές δεσμεύσεις, ιδεολογικές περιχαρακώσεις∙ είναι μια ανάπηρη και στρεβλή «δημιουργία».
Από την άλλη πλευρά, η αυτοματοποίηση της παραγωγής που λειτουργικά συνδέεται με την πληροφορική, οδηγεί σε πολύ μικρότερη ανάγκη εργατικών χειρών από ό,τι προηγούμενα. Αυτό θα φαινόταν πολύ φυσιολογικό, αν λέγαμε ότι απασχολούνται οι άνθρωποι λιγότερες ώρες στην παραγωγή, ώστε να έχουν χρόνο και δυνατότητα να ασχολούνται στην απόκτηση και ανέλιξη της γνώσης. Αλλά αντιφάσκει προς τη λογική της εμπορευματοποίησης της εργασίας στον καπιταλισμό και τον κεντρικό ρόλο του «χρόνου εργασίας» στη λειτουργία της εργασίας ως εμπορεύματος.
Δεύτερο βασικό παράδειγμα δομικής κρίσης είναι αυτό της δυναμικής της «παγκοσμιοποίησης» στην παρούσα περίοδο μετάβασης προς την «κοινωνία της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης», ενώ ακόμα ο καπιταλισμός, κύρια δομή κοινωνικής οργάνωσης της «βιομηχανικής κοινωνίας», καίτοι δεν ανταποκρίνεται πια στις νέες ιστορικές συνθήκες, ωστόσο παραμένει κυρίαρχη μορφή κοινωνικής συγκρότησης. Παραμένει, από τη μία πλευρά επιχειρώντας διαρκώς να προσαρμοστεί στους νέους ιστορικούς όρους, αντιφάσκοντας προς βασικές πλευρές του καπιταλισμού της «βιομηχανικής κοινωνίας», από την άλλη δε πλευρά στρεβλώνοντας ή και αναιρώντας θεμελιώδεις πλευρές της μετάβασης προς την «κοινωνία της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης».
Πράγματι, στην κοινωνία της «πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης» τα όρια, οι φραγμοί, οι ανταγωνισμοί που έθετε –και θέτει ακόμα- η ιστορική δομή των εθνικών οικονομιών, κοινωνιών, κρατών, των βασικών αυτών δομών της «βιομηχανικής κοινωνίας» και του καπιταλισμού, καίτοι υπαρκτοί και σήμερα, δεν αντιστοιχούν πλέον στις νέες υπό συγκρότηση πραγματικότητες. Η τεχνολογική επανάσταση της «πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης» παρέχει τα μέσα, αλλά δημιουργεί και την ανάγκη στους ανθρώπους, τις κοινωνικές δυνάμεις, τις οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές δομές όλης της γης, να επικοινωνούν, να διαλέγονται, να συνεργάζονται, να σχεδιάζουν το παρόν και το μέλλον πέρα από τα εθνικά σύνορα, ακόμα και πέρα από τους σύγχρονους πολιτικούς μύθους των «υπερδυνάμεων» και των «χωρών – οπαδών», των «αυτοκρατοριών» και των υποτελών του στον 21ο αιώνα. Αυτή η υπέρβαση του χθες θα ήταν πράγματι η θεμελίωση μιας πλανητικής συγκρότησης που θα αντιστοιχεί στη νέα εποχή. Αλλά ταυτόχρονα θα επέφερε την υπέρβαση του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος που γεννήθηκε και εδραιώθηκε σε άλλην «ιστορική στιγμή», αυτήν της «βιομηχανικής κοινωνίας», στην οποία το εθνος – κράτος ως κεντρικός φορέας διεύθυνσης της κοινωνίας, αλλά και ως θεσμικός φορέας της εξουσιαστικής σχέσης, είναι η θεμελιακή δομή κοινωνικής συγκρότησης.
Βιώνουμε, κατά συνέπεια, τη βαθύτατη αντινομία ανάμεσα στη δυναμική παγκοσμιοποίησης των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών δομών, που αντιστοιχεί στην «κοινωνία της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης» και την «καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» που ο σύγχρονος καπιταλισμός αγωνίζεται να επιβάλει, προκειμένου να επιβιώσει περάν των ιστορικών του ορίων. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της πολιτικής και των στρεβλώσεων που επιφέρει, είναι η πολιτική απόπειρα των ΗΠΑ να υποκαταστήσουν τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης με την «Αυτοκρατορία των ΗΠΑ». Αλλ΄ αυτή η απόπειρα μάλλον έκλεισε τον κύκλο της, όπως αναφέρθηκε, με την πλήρη αποτυχία της πολιτικής Μπους (ή μήπως όχι; Μήπως θα αντιμετωπίσουμε και νέα «αυτοκρατορικά» εγχειρήματα με άλλες μορφές, αλλά τον ίδιο στόχο;). Απέτυχε και θα αποτυγχάνει και στο μέλλον κατά την γνώμη μου, κυρίως διότι μια πολιτική «παγκοσμιοποίησης» που επιχειρείται από ένα εθνικό/μητροπολιτικό κέντρο και αναφέρεται / υποτάσσεται σ’ αυτό, μπορεί να είναι εγχείρημα νέας ιμπεριαλιστικής πολιτικής, στείρα αναπόληση των προκαπιταλιστικών «αυτοκρατοριών», δεν είναι πάντως η πλανητική δομή που η νέα εποχή αναζητεί.
Βέβαια, η συζήτηση για τη δομική κρίση του καπιταλισμού που συνδέεται με τη μετάβαση από τη «βιομηχανική κοινωνία» στην «κοινωνία της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης», δεν σταματά σ’ αυτά τα πράγματι θεμελιακά για την κατανόηση της κρίσης παραδείγματα. Δεν αναφέρεται μόνο στην οικολογική, τη δημογραφική, την οικονομική και κοινωνική, την πολιτισμική διάσταση της κρίσης για τις οποίες έγινε ήδη λόγος αρκετά αναλυτικά.
Κλείνοντας αυτό το μεγάλο θέμα που έθεσε η ερώτηση για τον χαρακτήρα και τις διαστάσεις της κρίσης που διέρχεται ο καπιταλισμός ως κυρίαρχος κοινωνικός σχηματισμός αλλά και η ανθρωπότητα στο σύνολό της και ο καθένας μας ως κοινωνικό υποκείμενο, θα ήθελα να τονίσω δυο αλληλένδετα σημεία:
 Το πρώτο, ότι η αναλυτική αναφορά σε επιμέρους διαστάσεις της κρίσης θα ήταν λάθος να μας αποκρύψει τον βαθύτερο χαρακτήρα και το νόημα αυτής της κρίσης. Δεν υπάρχουν επιμέρους κρίσεις. Υπάρχει μια ενιαία σύνθετη, πολυδιάστατη, δομική κρίση που ορίζει τις τύχες της ανθρωπότητας και αντίστοιχα την προσωπική μας ζωή, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε∙ και αυτό ισχύει για τον κύριο κορμό της ανθρωπότητας, στο βαθμό που εντάσσεται στον καπιταλισμό ως κυρίαρχη ακόμα κοινωνική συγκρότηση, στο βαθμό που οι άνθρωποι αλλοτριώνονται βαθειά, αγωνιζόμενοι να επιβιώσουν ή να επιβληθούν στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Αυτή η κρίση χαράζει τη ζωή μας, τη σχέση μας με τους άλλους, το μέλλον μας.
Το δεύτερο σημείο είναι, ότι αυτή η κρίση, πέραν από τις επιμέρους διαστάσεις της, είναι κυρίως κρίση του πολιτισμού μας. Όχι μόνο των κοινωνικών δομών και σχέσεων, αλλά αυτών των ίδιων των τρόπων της ζωής μας, της πράξης μας, της νόησής μας∙ του «ανθρωπολογικού παραδείγματος» που ιδιαίτερα στην ιστορική φάση της «βιομηχανικής κοινωνίας» έχει επιβληθεί. Κατά την άποψή μου, σε αυτήν την πορεία μετάβασης από τη «βιομηχανική κοινωνία» στην «κοινωνία της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης», ο πολιτισμός που οικοδομήσαμε, ορθότερα ο πολιτισμός που μας επιβλήθηκε ως τρόπος ζωής, κοινωνική οργάνωση, πράξη, νόηση, αρχές και αξίες, αίσθηση του ωραίου, όραμα ζωής, είναι πλέον διάτρητος, και κυρίως αναντίστοιχος προς τη νέα ιστορική πραγματικότητα.
Η αναγκαιότητα –και η δυναμική- μιας νέας κοινωνικής συγκρότησης, νέων ανθρώπινων σχέσεων, ενός νέου πολιτισμού, ενός νέου κόσμου, δεν αποτελεί ιδεολογικό πρόταγμα. Ανακύπτει ως η αναγκαία ιστορική απάντηση στη δομική κρίση του καπιταλισμού. Ως η ανάγκη αντιστοίχησης της κοινωνικής συγκρότησης στους νέους όρους, τις νέες συνθήκες, τα νέα υπό συγκρότηση «παραδείγματα» ζωής και σκέψης της «κοινωνίας της πληροφορίας – επικοινωνίας – γνώσης». Αλλά η αναγκαιότητα αυτού του νέου πολιτισμού -θα το τονίσω ακόμα μια φορά- δεν σημαίνει και τη νομοτέλεια της έλευσης του. Η άρνηση όμως ή η αδυναμία συγκρότησης αυτού του νέου πολιτισμού θα οδηγούσε μάλλον σε μια μακρά περίοδο ιστορικής παρακμής, που τελικά καταλήγει σε μορφές εκβαρβαρισμού. Εξελίξεις όχι άγνωστες στην Ιστορία. Θα μπορούσε ακόμα να οδηγήσει και σε ολική καταστροφή της ανθρωπότητας (οικολογική καταστροφή, πυρηνικός πόλεμος κ.ο.κ.).

Ο.Δ. Θα ήθελα να κλείσουμε αυτήν τη συζήτηση, σχολιάζοντας ένα γεγονός που προκάλεσε τριγμούς στην κοινωνία μας: Οι νέοι μας, με πρωταγωνιστές τους μαθητές όλης της χώρας, ξεσηκώθηκαν  τον περασμένο Δεκέμβρη. Ήταν πράγματι ένα σημαντικό για την χώρα γεγονός και είναι φυσικό να υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες και εκτιμήσεις γι’ αυτό. Θα ήθελα όμως την άποψή σου, κατά πόσο αυτός ο ξεσηκωμός των νέων της χώρας συνδέεται με ότι συζητήσαμε για την κρίση της εποχής μας.

Θα ήθελα κατ’ αρχήν να συμφωνήσω με όσους λένε, πως αυτός ο ξεσηκωμός δεν ήταν ένα επεισόδιο. Ήταν εξέγερση. Η εξέγερση δεν είναι υποχρεωτικά μια απόπειρα κοινωνικής ανατροπής. Δεν είναι μια επανάσταση. Είναι μια κοινωνική έκρηξη. Το αν θα έχει προεκτάσεις και ποιες, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμα δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε συνολικά.
Αφετηρία αυτής της εξέγερσης, όπως γνωρίζουμε, υπήρξε η απρόκλητη δολοφονία εφήβου από «όργανο της τάξης». Μια πρόκληση της «καθεστηκυίας τάξεως» που δεν έμεινε αναπάντητη από τη γενιά των εφήβων που ένοιωσαν να ταυτίζονται με τον δολοφονημένο και έπραξαν στο όνομά του και στη μνήμη του.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν έμειναν εκεί. Πολύ σύντομα σαν χιονοστιβάδα, από γειτονιά σε γειτονιά, από πόλη σε πόλη, αυτή η αυθόρμητη  εξέγερση άγγιξε βαθειά τους πολίτες∙ τους ανήσυχους, τους ανθρώπους των μέσων επικοινωνίας, τους καλλιτέχνες, τους διανοούμενους, τους πολιτικοποιημένους.
Η εξέγερση ήταν αυθόρμητη. Είχε συνθήματα, συχνά εύστοχα, είχε πράξεις και ήθος ανατροπής. Απέκτησε, καθώς αποκτούσε υπόσταση από μέρα σε μέρα μέσα από την ίδια εμπειρία της εξέγερσης, στόχους: τα «σύμβολα» του κεφάλαιου και της εξουσίας (Τράπεζες, Καταστήματα, Αστυνομικά Τμήματα). Δεν είχε όμως σκοπούς, πρόγραμμα, φιλοσοφία. Ήταν εξέγερση. Συλλογική έκφραση αγανάκτησης, οδύνης, πένθους. Αλλά και έκφραση αγωνίας εμπρός στα αδιέξοδα∙ αδιέξοδα της κοινωνίας μας, αδιέξοδα του κόσμου μας.
Βιώνουμε πράγματι συγκεκριμένες εκδηλώσεις αυτής της κρίσης: ανεργία, οικονομικά βάρη που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, ακρίβεια κ.ο.κ. Ωστόσο, νομίζω πως πίσω από όλα αυτά κυριαρχεί η αβεβαιότητα για το μέλλον. Η αίσθηση αδιεξόδου όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, σε όλες τις διαστάσεις της κοινωνικής ζωής. Η πολιτική ζωή της χώρας εκφράζει με τον πιο παραστατικό τρόπο την πολιτική διάσταση της δομικής κρίσης που στη χώρα μας είναι απειλητικά προφανής σε όλους.
Αυτή η εξέγερση, ως εξέγερση και μάλιστα αυθόρμητη, φόβισε. Οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να αντικρύσουν τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας∙ και τρόμαξαν. Αυτή η εξέγερση ως εξέγερση και μάλιστα αυθόρμητη, άρα μη «καθοδηγούμενη» αλλά και μη ελεγχόμενη, οδηγήθηκε σε «παρεκτροπές». Τρομάζουμε εμπρός σε ό,τι δεν είναι άνωθεν ελεγχόμενο, καθοδηγούμενο, περιφρουρούμενο; Έχουμε απωλέσει την ικανότητα να διερευνούμε τα πράγματα με κριτικό πνεύμα; Να στηρίζουμε το νέο και να μετέχουμε σ’ αυτό, αρνούμενοι τις «παρεκτροπές» του; Να μετέχουμε στις κοινωνικές αντιστάσεις προτείνοντας ιδέες;
Τα κόμματα εξουσίας είναι πολιτικά και ιδεολογικά δεσμευμένα σε πολιτικές που οδηγούν στη δομική κρίση του συστήματος. Τα κόμματα της Αριστεράς από την άλλη πλευρά, ως πολιτικοί σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν στην εποχή της «βιομηχανικής επανάστασης», βρίσκονται σε αδυναμία να διατυπώσουν στόχους, πρόγραμμα, ιδέες, αξίες που θα αντιστοιχούν στην ιστορικά αναγκαία πλέον υπέρβαση του ευρισκόμενου σε δομική κρίση σύγχρονου καπιταλισμού. Χωρίς να παραγνωρίζω τη σημασία της ιστορικής παράδοσης στον χώρο της Αριστεράς, αλλά και τα πολιτικά εγχειρήματα ριζοσπαστικής ανανέωσης στους κόλπους της, θεωρώ ότι έχουμε να διανύσουμε μακρύ δρόμο και στην χώρα μας και στον κόσμο, για να συγκροτήσουμε πράγματι μέσα σ’ αυτήν τη δομική κρίση του συστήματος, εναλλακτική πολιτική δράση και σκέψη για την υπέρβασή της δια μέσου της υπέρβασης του ίδιου του σύγχρονου καπιταλισμού.
Σ’ αυτό το «κενό» στρατηγικών προτάσεων άλλωστε αντιστοιχεί και το γεγονός, ότι η εξέγερση των νέων μας, και όσων τους συμπαραστάθηκαν, παρά τον κοινωνικό κλονισμό που γέννησε, δεν είχε -και δεν μπορούσε να έχει- στόχους, ιδέες, κατευθύνσεις που να οδηγήσουν πέρα από το ίδιο το γεγονός της αυθόρμητης εξέγερσης. Ίσως γι’ αυτό επίσης η εξέγερση αυτή εξέφραζε κυρίως την οργή των εξεγερμένων, την άρνηση απέναντι στους κυρίαρχους και τα όργανά τους, χωρίς να μπορεί να υπερβεί αυτήν την άρνηση.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό. Συνδέεται με τον χαρακτήρα της κρίσης και την ιστορική συγκυρία της μετάβασης. Οι «στιγμές» της μετάβασης μπορεί να είναι ως και μεγαλειώδεις για την πορεία του ανθρώπου, αλλά είναι ταυτόχρονα εξ ορισμού «θολές». Και η θολότητα είναι τόσο κοντά στο φως όσο και στο σκότος. Ωστόσο, υπάρχει πάντα η δυνατότητα υπέρβασης/ανατροπής ενός συστήματος όπως ο σύγχρονος καπιταλισμός που επιβιώνει σε παρακμή. Προφανώς, η εξέγερση αυτή δεν είναι επαρκής δράση για την υπέρβαση της κρίσης, και αλληλένδετα, την αναγκαία κοινωνική αλλαγή.
Η κοινωνία αλλάζει υπερβαίνοντας τη δομική της κρίση, όταν ωριμάσει. Ωριμάζει όμως με τις δικές μας προσπάθειες και αγώνες, που έχουν και τις εξάρσεις τους, όπως αυτές που βιώσαμε τον προηγούμενο Δεκέμβρη, αλλά και τα βήματα της καθημερινής πολυδιάστατης δράσης, της διερεύνησης της πραγματικότητας στην οποία ζούμε, της αναζήτησης μέσα στη θολότητα της κρίσης, του φωτεινού δρόμου της αλλαγής. Προς ένα νέο κόσμο πέρα από τη δομική κρίση του σύγχρονου καπιταλισμού, πέρα από τη θλιβερή πραγματικότητά του που βιώνουμε. Ένα νέο κόσμο όμως, που καμμιά νομοτέλεια δεν μας προσφέρει εκ των προτέρων. Εμείς, με τη δική μας ευθύνη, δική μας σκέψη και πράξη, ονειρευόμαστε, ανιχνεύουμε, οικοδομούμε.
Ιανουάριος 2009