Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Το επόμενο κραχ

Σήμερα, 15 Σεπτεμβρίου, συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την παραλίγο κατάρρευση της Wall Street, που πυροδότησε τη Μεγάλη Υφεση.
Αφού «έπιασε πάτο» το 2009, η οικονομία παρουσίασε σταθερή ανάπτυξη και το χρηματιστήριο εκτοξεύτηκε στα ύψη, όπως και τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων.
Αλλά οι περισσότεροι Αμερικανοί ζουν ακόμη στη σκιά της Μεγάλης Υφεσης. Τα ποσοστά απασχόλησής τους αυξήθηκαν βέβαια. Αλλά ο μέσος όρος των αποδοχών δεν έχει αυξηθεί, αν συνυπολογιστεί ο πληθωρισμός.
Και πολλοί εξ αυτών βρίσκονται σήμερα σε χειρότερη θέση, λόγω του αυξανόμενου κόστους για κατοικία, περίθαλψη και εκπαίδευση – ενώ και η αξία των ακινήτων και των άλλων περιουσιακών στοιχείων τους παραμένει συγκριτικά μικρότερη σε σχέση με το 2007.
Πέρσι, σύμφωνα με μια έρευνα του Urban Institute, περίπου τέσσερις στις δέκα αμερικανικές οικογένειες δυσκολεύτηκαν να καλύψουν τουλάχιστον μία βασική τους ανάγκη – είτε για τη διατροφή των μελών τους, είτε για ιατρικές ανάγκες, ενοίκια ή λογαριασμούς.
Ολα τα παραπάνω στοιχεία συντείνουν στο ότι οδεύουμε προς το ίδιο είδος «κραχ» που ζήσαμε το 2008, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί εξίσου καταστροφικό με εκείνο του 1929.
Αν απομακρύνει κανείς τα χρηματο-οικονομικά «μπάζα» από αυτά τα δύο παλαιότερα κραχ, θα διαπιστώσει ότι αμφότερα τροφοδοτήθηκαν από διευρυνόμενες ανισορροπίες ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη της πλειονότητας των ανθρώπων και την παραγωγική τους ικανότητα ως εργαζομένων. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτή η ανισορροπία ήταν που οδήγησε στην οικονομική κατάρρευση.
Η συγκεκριμένη ανισορροπία αυξάνεται ξανά. Το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών «τσεπώνουν» σήμερα το 20% του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος και κατέχουν πάνω από το 40% του συσσωρευμένου πλούτου στις ΗΠΑ. Τα νούμερα αυτά προσεγγίζουν τις αντίστοιχες στατιστικές «κορυφές» του 1928 και του 2007.
Τα κραχ συμβαίνουν στην αμερικανική οικονομία όταν αυτή γίνεται υπερβολικά εμπροσθοβαρής – διότι η οικονομία έχει ανάγκη από την καταναλωτική δαπάνη για να παραμένει λειτουργική, αλλά οι πλούσιοι δεν ξοδεύουν ανάλογο ποσοστό από τα σωρευμένα χρήματά τους, όπως κάνουν η μεσαία τάξη και οι φτωχοί.
Για ένα διάστημα, η μεσαία τάξη και οι φτωχοί μπορούν να κρατήσουν ενεργή την οικονομία και χωρίς τα χρήματα των πλουσίων, μέσω του δανεισμού.
Αλλά, όπως το 1929 και το 2008, οι φούσκες του χρέους κάποια στιγμή σκάνε. Πλησιάζουμε επικίνδυνα σε αυτό το σημείο.
Το πρώτο τρίμηνο του 2018, τα χρέη των αμερικανικών νοικοκυριών σημείωσαν νέο ιστορικό ρεκόρ, φτάνοντας τα 13,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Σχεδόν το 80% των Αμερικανών ζουν σήμερα «μήνα με τον μήνα», από μισθό σε μισθό.
Σε πρόσφατη έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Fed, το 40% των ερωτηθέντων δήλωσαν πως δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους αν ξαφνικά αντιμετώπιζαν μια έκτακτη ανάγκη μόλις 400 δολαρίων. Ως τώρα εξυπηρετούσαν τα χρέη τους επειδή τα επιτόκια δανεισμού παρέμεναν χαμηλά. Αλλά η εποχή των χαμηλών επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος της.
Το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι ότι οι Αμερικανοί ξοδεύουν περισσότερα χρήματα απ’ όσα βγάζουν. Το πρόβλημα είναι πως δεν βγάζουν αρκετά για να συμβαδίζουν με την πορεία της οικονομίας. Τα περισσότερα κέρδη πηγαίνουν στην κορυφή.
Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε τα χρόνια πριν από το κραχ του 2008. Μεταξύ 1983 και 2007, τα χρέη των νοικοκυριών αυξάνονταν, ενώ τα περισσότερα οικονομικά οφέλη πήγαιναν στις τσέπες του 1%. Αν η πλειονότητα των νοικοκυριών έπαιρνε μεγαλύτερο μερίδιο από τα οφέλη της οικονομίας, δεν θα αναγκαζόταν να βυθιστεί τόσο βαθιά στα χρέη.
Αντιστοίχως, ανάμεσα στο 1913 και το 1928, η αναλογία ανάμεσα στα ιδιωτικά χρέη και το ΑΕΠ σχεδόν διπλασιάστηκε.
Οπως είχε εξηγήσει αργότερα ο Μάρινερ Εκλις, διοικητής της Fed από το 1934 ώς το 1948: «Είναι σαν ένα παιχνίδι πόκερ, όπου οι μάρκες συγκεντρώνονται σε όλο και λιγότερα χέρια: οι υπόλοιποι παίκτες μπορούν να μείνουν στο παιχνίδι μόνο αν δανείζονται μάρκες από τους έχοντες. Αλλά κάποια στιγμή ο δανεισμός επί πιστώσει τερματίζεται και τότε το παιχνίδι σταματά».
Μετά το κραχ του 1929, η κυβέρνηση εφηύρε νέους τρόπους για να ενισχύσει τις απολαβές και την κατανάλωση: το συνταξιοδοτικό σύστημα (Social Security), τα επιδόματα ανεργίας, τις πληρωμένες υπερωρίες, τον κατώτατο εξασφαλισμένο μισθό, τις υποχρεωτικές συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων και τελικά το μεγάλο πρόγραμμα πλήρους απασχόλησης, που έγινε γνωστό σαν Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μετά το κραχ του 2008, η αμερικανική κυβέρνηση έσπευσε να διασώσει τις τράπεζες και να «τρομπάρει» αρκετά χρήματα στην οικονομία ώστε να σταματήσει την πτώση. Ωστόσο, αν εξαιρέσει κανείς το «Affordable Care Act» (τη μεταρρύθμιση του συστήματος περίθαλψης από τον Ομπάμα, γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο ως «Obamacare»), δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει το κυρίαρχο πρόβλημα των παγωμένων μισθών.
Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι μεγαλοπαράγοντες που τον στηρίζουν καταργούν σήμερα τους κανόνες που εγκρίθηκαν για να σταματήσουν τον υπερβολικά επικίνδυνο δανεισμό της Wall Street.
Αλλά η μεγαλύτερη συμβολή του Τραμπ στο επόμενο κραχ είναι το ενεργό σαμποτάζ του «Affordable Care Act», η ουσιαστική κατάργηση των πληρωμένων υπερωριών, τα εμπόδια στη συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα, οι φοροπερικοπές για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλουσίους, αλλά όχι και για την πλειονότητα των εργαζομένων, το «ψαλίδι» στα προγράμματα υποστήριξης των φτωχών και οι προτεινόμενες περικοπές στα εναπομείναντα ομοσπονδιακά προγράμματα περίθαλψης Medicare and Medicaid – μια δέσμη μέτρων που άμεσα ή έμμεσα συμπιέζουν το τελικό εισόδημα των περισσότερων Αμερικανών.
Δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η πραγματική ρίζα της Μεγάλης Υφεσης δεν ήταν η τραπεζική κρίση.
Ηταν η αυξανόμενη ανισορροπία ανάμεσα στην καταναλωτική δαπάνη και τη συνολική οικονομική παραγωγή, όπως διαμορφώθηκε από τους λιμνάζοντες μισθούς και τη διευρυνόμενη ανισότητα.
Η ανισορροπία αυτή επέστρεψε. Τον νου σας στα πορτοφόλια σας.
*Ο Ρόμπερτ Ράιχ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ, πρώην υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον και διάσημος επικριτής του μοντέρνου καπιταλισμού. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί το βιβλίο του «Καπιταλισμός για τους πολλούς, όχι για τους λίγους» (Λιβάνης), ενώ πολύ γνωστό είναι και το ντοκιμαντέρ «Inequality for All» («Ανισότητα για όλους», 2013), για τις ρίζες αλλά και τις συνέπειες της κρίσης του 2008. Το παραπάνω άρθρο του δημοσιεύτηκε στην προσωπική του ιστοσελίδα και μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.(από την εφΣυν)
Μετάφραση: Γιώργος Τσιάρας

Δέκα χρόνια μετά*

lehman2.jpg

Η κατάρρευση της Lehman BrothersAP Photo
Πάνε δέκα χρόνια από τότε που χρεοκόπησε η αμερικανική επενδυτική τράπεζα Lehman Brothers, επιφέροντας ένα τεράστιο κραχ στις παγκόσμιες χρηματαγορές και σηματοδοτώντας τη βαθύτερη οικονομική ύφεση στην παραγωγή, στις επενδύσεις και στην απασχόληση από το κραχ του 1929, το οποίο σήμερα ονομάζουμε Μεγάλη Υφεση.
Αξίζει να θυμηθούμε ορισμένα από τα μαθήματα και τις επιπλοκές αυτού του οικονομικού σεισμού. Πρώτον, οι επίσημοι θεσμοί και οι συστημικοί οικονομολόγοι δεν τον προέβλεψαν ποτέ. Τον Οκτώβριο του 2007 το ΔΝΤ συμπέραινε ότι «στις αναπτυγμένες οικονομίες οι οικονομικές υφέσεις έχουν σχεδόν εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου».
Οταν το βάθος της κρίσης αποκαλύφθηκε το 2008, ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο Αλαν Γκρίνσπαν, έλεγε στο αμερικανικό Κογκρέσο: «Βρίσκομαι σε μια κατάσταση σοκ και δυσπιστίας [...] διότι βάδιζα επί σαράντα και περισσότερα χρόνια με σημαντικά στοιχεία ότι (ο καπιταλισμός) λειτουργεί εξαιρετικά καλά».
Οταν ρωτήθηκε τι προκάλεσε τη Μεγάλη Υφεση, ο νομπελίστας και κορυφαίος οικονομολόγος Γιουτζίν Φάμα απάντησε: «Δεν γνωρίζουμε τι προκαλεί τις υφέσεις. Δεν είμαι ειδικός στη μακρο-οικονομία και δεν αισθάνομαι άσχημα γι’ αυτό. Ποτέ δεν γνωρίζαμε. Οι συζητήσεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα για το τι προκάλεσε τη Μεγάλη Υφεση. Τα οικονομικά δεν είναι και πολύ καλά στο να εξηγούν τις ταλαντεύσεις στην οικονομική δραστηριότητα [...] Εάν μπορούσα να έχω προβλέψει την κρίση, θα το είχα κάνει. Δεν το βλέπω. Μακάρι να ήξερα περισσότερα για το τι προκαλεί τους επιχειρηματικούς κύκλους».
Ομως και οι περισσότεροι ετερόδοξοι οικονομολόγοι επίσης δεν είδαν το κραχ να έρχεται. Υπήρξαν λίγες εξαιρέσεις: Το 2003 ο Ανουάρ Σάικ εξέφραζε την εκτίμηση ότι η πτώση στην κερδοφορία του κεφαλαίου και στις επενδύσεις οδηγούσε σε μια νέα ύφεση.
Και όντως το 2005 έλεγε: «Δεν έχει ξαναϋπάρξει τέτοια σύμπτωση κύκλων από το 1991. Και αυτή τη φορά θα συνοδευτεί από την πτώση της κερδοφορίας. Θα φτάσουμε στον πάτο μέχρι το 2009-2010! Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε μια πολύ οξεία οικονομική κάμψη σε βαθμό που δεν έχουμε δει από το 1980 ή και πιο πριν».
Ορισμένοι το έριξαν στη θεωρία των πιθανοτήτων: θα ήταν ένα γεγονός μία στο εκατομμύριο. Οι περισσότεροι είδαν μόνο τα επιφανειακά φαινόμενα του οικονομικού κραχ και συμπέραναν ότι η Μεγάλη Υφεση ήταν το αποτέλεσμα της οικονομικής απερισκεψίας των απορρυθμισμένων τραπεζών ή κάποιου «χρηματοπιστωτικού πανικού». Από τους κύριους κεϊνσιανούς οικονομολόγους, ο Πολ Κρούγκμαν εκτιμούσε ότι ήταν «μια τεχνική δυσλειτουργία» η οποία έπρεπε και όφειλε να διορθωθεί μέσω της αποκατάστασης της «επαρκούς ζήτησης».
Ελάχιστοι ανέτρεξαν στην αυθεντική άποψη του Μαρξ για τις αιτίες των υφέσεων στην παραγωγή. Ενας απ’ αυτούς ήταν ο Γουλιέλμο Καρτσέντι ο οποίος εξηγούσε: «Προσεγγίζουμε ένα σημείο στο οποίο θα υπάρξει ένας μαζικός και ξαφνικός αποπληθωρισμός στον χρηματοπιστωτικό και στον κερδοσκοπικό τομέα. Παρότι φαίνεται λες και η κρίση ξεκίνησε απ’ αυτούς, η αρχική αιτία βρίσκεται στην παραγωγική σφαίρα και στην ακόλουθη πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους». Η κερδοφορία στους παραγωγικούς τομείς των μεγάλων καπιταλιστικών οικονομιών έφτασε σε ιστορικά χαμηλά το 2007. Αυτό ενθάρρυνε μια τεράστια αύξηση του πλασματικού κεφαλαίου (αγορά ομολόγων και μετοχών), η οποία δεν στηριζόταν σε μια επαρκή βελτίωση στα κέρδη από παραγωγικές επενδύσεις.
Η πτώση των κερδών σήμανε την υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και έτσι, μια δραστική περικοπή των επενδύσεων. Ακολούθησε μια πτώση στην παραγωγή, στην απασχόληση και στα εισοδήματα κ.ο.κ. Είχαμε δηλαδή τη Μεγάλη Υφεση.
Η Μεγάλη Υφεση τελείωσε στα μέσα του 2009. Αυτό που συμβαίνει από τότε είναι ένα μακροχρόνιο ράλι στις χρηματαγορές – το μεγαλύτερο από το 1945. Ομως είναι ταυτόχρονα η πιο ασθενής οικονομική ανάκαμψη στην ιστορία του καπιταλισμού με χαμηλή ανάπτυξη, λιμνάζον εμπόριο και μικρές επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες – μια περίοδος την οποία έχω ονομάσει «Μακρά Υφεση».
Μπορεί οι αγορές μετοχών και ομολόγων να έχουν εμφανίσει αύξηση, αφού ενισχύθηκαν από φτηνή, σχεδόν δωρεάν πίστωση από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά η κερδοφορία του παραγωγικού κεφαλαίου στις μεγαλύτερες οικονομίες δεν έχει επανέλθει στα προηγούμενα υψηλά, παρά τη λιτότητα στις δημόσιες υπηρεσίες, τα όρια στους μισθούς και τις περικοπές στη φορολογία των εταιρειών.
Την ίδια στιγμή, τα εταιρικά και δημόσια χρέη έχουν αυξηθεί σε επίπεδα-ρεκόρ, έτσι ώστε ένα σημαντικό τμήμα των ασθενέστερων επιχειρήσεων με το ζόρι να εξυπηρετούν το χρέος τους.
Και τώρα οι κεντρικές τράπεζες, με πρώτη την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, έχουν αρχίσει να αναστρέφουν την «ποσοτική χαλάρωση» και αυξάνουν πολύ τα επιτόκια.
Το κόστος δανεισμού και αποπληρωμής του χρέους θα ανέβει, σε μια περίοδο ακριβώς που η κερδοφορία εξασθενεί. Αυτή είναι η συνταγή για ένα νέο κραχ τύπου Lehman Brothers.
Οι λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Αργεντινή, η Τουρκία και η Νότια Αφρική, αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα. Εάν υπάρξει μια νέα κάμψη τον επόμενο ή τα επόμενα χρόνια, τότε και η αποκαλούμενη «ανάκαμψη» στην Ελλάδα θα αρχίσει να παραπαίει.
*Το άρθρο γράφτηκε αποκλειστικά για την «Εφημερίδα των Συντακτών».
**Εργάζεται στο Σίτι του Λονδίνου και προσεγγίζει την οικονομία από μαρξιστική σκοπιά. Στο μπλογκ του, thenextrecession.wordpress.com, αναλύει σε τακτική βάση τις οικονομικές εξελίξεις και ο αναγνώστης μπορεί να βρει ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες απόψεις για την κρίση, αλλά και για τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Τελευταίο του βιβλίο είναι το «Η Μεγάλη Υφεση: οι κύκλοι του κέρδους, η οικονομική κρίση». (ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΦΣΥΝ)
Μετάφραση – επιμέλεια: Τάσος Τσακίρογλου

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Εκθεση ΕΚΤ: Ολέθριο λάθος με την υπερβολική λιτότητα... φταίει ο πολλαπλασιαστής (από το tvxs)
Οι πληγείσες από τη χρηματοπιστωτική κρίση χώρες της ΕΕ έπρεπε να μειώσουν δραστικά τις δαπάνες για να λάβουν βοήθεια από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ - προφανώς ήταν ένας ολέθρια λανθασμένος υπολογισμός», γράφει η Handelsblatt σε σχετικό της άρθρο.
Το άρθρο συνεχίζει, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων:
«Επιδείνωσαν και επιμήκυναν την κρίση που ξεκίνησε το 2008 στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ); Απαίτησαν ως τρόικα από τις κυβερνήσεις, οι οποίες χρειάζονταν τα προγράμματα βοήθειας, υπερβολικές περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων; Πίεσε γενικά πάρα πολύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να γίνουν;
Για τον Ολιβιέ Μπλανσάρ (Olivier Blanchard), o oποίος διετέλεσε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ από το 2008 έως το 2015, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη εδώ και πολύ καιρό. Το 2010 τασσόταν ακόμα υπέρ των περικοπών δαπανών ως το κύριο μέσο για την αντιμετώπιση κρίσεων, όπως αυτής στην Ελλάδα, αλλά ήδη από το 2013 δημοσίευσε με τον αντιπρόσωπό του Ντάνιελ Λι (Daniel Leigh) μια έκθεση, η οποία ισοδυναμούσε με παραδοχή ενοχής. Η οικονομία στις χώρες του προγράμματος είχε καταρρεύσει πολύ ισχυρότερα από τις προβλέψεις. Από αυτό οι δύο συντάκτες της έκθεσης συμπέραναν ότι οι κρατικές προσπάθειες λιτότητας επιβράδυναν περισσότερο από το αναμενόμενο τις οικονομικές επιδόσεις.
Τεχνικά διατυπωμένο αυτό σημαίνει ότι ο πολλαπλασιαστής των κυβερνητικών δαπανών δεν βρισκόταν στο σύνηθες 0,5, αλλά σαφώς πάνω από το 1. Επομένως, η μείωση του προϋπολογισμού κατά ένα ευρώ συμπιέζει την οικονομική επίδοση όχι μόνο κατά μισό ευρώ, αλλά περισσότερο από ένα ευρώ. Ετσι όμως η αυστηρή πολιτική λιτότητας ερχόταν σε αντίθεση με τον στόχο της μείωσης του δείκτη χρέους.
Θρησκευτικός πόλεμος γύρω από την πολιτική περικοπών
Η συζήτηση για τις συνέπειες της πολιτικής περικοπών διεξήχθη σαν ένα είδος θρησκευτικού πολέμου, ιδίως μεταξύ Γερμανών και Αγγλοσαξόνων οικονομολόγων και πολιτικών. Οι πρώτοι τάσσονταν κατά κανόνα υπέρ της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ οι άλλοι υπέρ μιας δημοσιονομικής πολιτικής που ενισχύει την ανάπτυξη.
«Η εγκατάλειψη των προσπαθειών εξυγίανσης των δημόσιων προϋπολογισμών θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ», προειδοποιούσε, για παράδειγμα, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου (Ifo) Κλέμενς Φιστ το 2016, ενώ ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου ανακοίνωνε το ίδιο έτος πριν από τη συνεδρίαση της ομάδας των G20: «Η G20 δεν συζητούν πλέον για το θέμα ανάπτυξη εναντίον λιτότητας, αλλά για το πως μπορούν να εφαρμόσουν καλύτερα τη δημοσιονομική τους πολιτική για να στηρίξουν την ανάπτυξη».
Τέσσερις οικονομολόγοι της ΕΚΤ υπολόγισαν τα στοιχεία της ανάλυσης Μπλανσάρ βασιζόμενοι σε βελτιωμένα στοιχεία, και το συμπέρασμα δημοσιεύτηκε στο Ερευνητικό Δελτίο της ΕΚΤ (ECB Research Bulletin) με τίτλο «Learning about fiscal multipliers during the European sovereign debt crisis» («Μαθαίνοντας για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρωπαϊκού χρέους»).
Ιδίως έχει βελτιωθεί η κατάσταση πληροφόρησης σχετικά με το ύψος του τεκμαιρόμενου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πολλαπλασιαστή. Οι Μπλανσάρ και Λι έπρεπε τότε να υποθέσουν ότι η Επιτροπή είχε εκκινήσει από την εν πολλοίς αποδεκτή παραδοχή ενός πολλαπλασιαστή 0,5. Οι Βρυξέλλες κρατούν παραδοσιακά ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους σε ό,τι αφορά στις υποθέσεις των προβλέψεων και κρίσεων τους.
Ο Μπλανσάρ συνέκρινε την πραγματική οικονομική ανάπτυξη στις χώρες που βρίσκονταν σε πρόγραμμα σε σχέση με τις προβλέψεις και απέδωσε το λάθος στο ότι ο πολλαπλασιαστής έπρεπε να είναι υψηλότερος από τον υπολογιζόμενο 0.5 - πολύ υψηλότερος μάλιστα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθεί να μην ανακοινώνει βέβαια ακόμα την εκτίμησή της για τον πολλαπλασιαστή, έχει γίνει όμως από άλλης απόψεως περισσότερο διαφανής, με αποτέλεσμα η εκτίμηση να μπορεί να προσδιοριστεί έμμεσα. Η ερευνητική ομάδα της ΕΚΤ χρησιμοποίησε από τη μια πλευρά τις κανονικές προβλέψεις της Επιτροπής και από την άλλη προγνώσεις σύμφωνα με τη διαδικασία σε περίπτωση υπερβολικού ελλείμματος.

Οι πρώτες καταρτίζονται με βάση την υπόθεση μιας δημοσιονομικής πολιτικής όπως αυτή καθορίζεται στους προϋπολογισμούς. Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, η Επιτροπή υποθέτει ότι θα ακολουθήσουν πρόσθετα μέτρα εξυγίανσης, τα οποία ήταν αναγκαία, ώστε να μειωθεί το έλλειμμα μέχρι ένα συγκεκριμένο έτος κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Από τη σύγκριση αυτών των προβλέψεων μπορεί να υπολογιστεί ένας τεκμαρτός δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής.
Το συμπέρασμα της ομάδας της ΕΚΤ είναι εντυπωσιακό. Βέβαια, διαπιστώνουν ότι ο πολλαπλασιαστής ήταν σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο υπολογισμού κάτω του 1, δηλαδή χαμηλότερος απ' ό, τι υπολογίζεται από τους Μπλανσάρ και Λι, και ότι η Επιτροπή έμαθε με τα χρόνια κάποια πράγματα και δέχεται ένα συνεχώς υψηλότερο πολλαπλασιαστή. Λιγότερο κολακευτικό είναι όμως το πού οφείλεται το χαμηλότερο αποτέλεσμα για τον πολλαπλασιαστή. Οφείλεται στο γεγονός ότι η Κομισιόν δεν έλαβε υπόψη στα πρώτα χρόνια τον συνήθη πολλαπλασιαστή 0,5, αλλά προφανώς εκκινούσε από το ότι βρίσκεται κοντά στο μηδέν.
Με άλλα λόγια, εκκινούσε από το γεγονός ότι οι περικοπές των κρατικών δαπανών δεν θα είχαν σχεδόν καθόλου αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Στην πραγματικότητα, οι Βρυξέλλες, η Φρανκφούρτη και το Βερολίνο παρέπεμπαν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση στην άποψη του οικονομολόγου του Χάρβαρντ Αλμπέρτο Αλεσίνα (Alberto Alesina) σχετικά με την επεκτατική επίδραση των περικοπών των κρατικών δαπανών.
Μαθαίνοντας από τα λάθη
Η ομάδα της ΕΚΤ καταδεικνύει ότι, με την πάροδο των ετών, η Επιτροπή έμαθε ότι οι οικονομίες των χωρών που βρίσκονταν σε πρόγραμμα υπέφεραν πολύ περισσότερο απ' ό, τι είχε υποτεθεί. Από σχεδόν μηδέν το 2010 και το 2011, αύξησε -σύμφωνα με τους υπολογισμούς- μέχρι την τελευταία διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, τον τεκμαρτό πολλαπλασιαστή σε βάρος της Γαλλίας σε 0,9 το 2015. Αυτό είναι πολύ κοντά στο ένα και θα σήμαινε ότι δύσκολα θα μπορούσε να υπολογίσει κανείς ότι η μείωση του ελλείμματος θα μειώσει το χρέος σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.
Με τον συνεχώς υψηλότερα υπολογιζόμενο πολλαπλασιαστή συμβάδιζε το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούσε μικρότερες περικοπές από τις κυβερνήσεις που είχαν υπερβολικά μεγάλο έλλειμμα. Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν τη μετριοπαθέστερη πολιτική λιτότητας ως τον λόγο που χώρες οι οποίες αντιμετώπιζαν κρίση, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, παρουσιάζουν και πάλι μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη από το 2015.
Αν και οι κυβερνήσεις αντιτάχθηκαν στις απαιτήσεις λιτότητας από τις Βρυξέλλες, ο Επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί παραιτήθηκε από την επιβολή κυρώσεων το 2016 με το επιχείρημα ότι δεν ήταν «πολιτικά και οικονομικά η σωστή στιγμή». Η στιγμή δεν ήρθε όμως ούτε αργότερα, κυρίως επειδή οι οικονομίες των δύο εξεγερθεισών χωρών αναπτύχθηκαν πολύ καλύτερα απ' ό, τι είχε προβλέψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Oι διαπιστώσεις που δημοσίευσε τώρα η ομάδα της ΕΚΤ φαίνεται πως έχουν διαρρεύσει στα διοικητικά όργανα της ΕΚΤ ήδη από το 2014. Στις «Εισαγωγικές παρατηρήσεις» των μηνιαίων συνεντεύξεων Τύπου του Μάριο Ντράγκι ακόμα τον Ιανουάριο του 2014 αναφέρεται ότι είναι «ουσιαστικής σημασίας» να μην μειωθούν οι μέχρι τώρα προσπάθειες για δημοσιονομική εξυγίανση. Από τον Φεβρουάριο δεν γινόταν πλέον λόγος για την «ουσιαστική σημασία» τους. Από τον Απρίλιο, οι κυβερνήσεις έπρεπε πλέον μόνο να αποφεύγουν την οπισθοδρόμηση στην προτέρα κατάσταση, ενώ τον Δεκέμβριο ολοκληρώθηκε η αλλαγή του και αναφερόταν: «Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη». Αυτό ίσχυε μέχρι τις αρχές του 2017, οπότε ο Ντράγκι ξαναστράφηκε προς την ουδέτερη σύστασή του για την οικονομική πολιτική και από το Δεκέμβριο του 2017 καλεί και πάλι να «δημιουργηθούν οικονομικά μαξιλάρια».


Εάν η ανάλυση της ομάδας της ΕΚΤ είναι ορθή, τότε οι Αγγλοσάξονες είχαν δίκιο στην κριτική τους και η κρίση στις ιδιαίτερα πληγείσες χώρες του Νότου θα ήταν συντομότερη και λιγότερο βαθιά, αν οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη είχαν ακούσει νωρίτερα τα επιχειρήματά τους».