Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ογδόντα Γάλλοι οικονομολόγοι συνιστούν: Βάλτε τέλος στη λιτότητα!

Αυτοί ξέρουν

11:39 | 14 Φεβ. 2016
Ογδόντα Γάλλοι οικονομολόγοι συνιστούν το τέλος της λιτότητας! Υπογράφοντας ένα κείμενο με παραλήπτη τόσο την πολιτική ηγεσία της Γαλλίας, όσο και τα νεοφιλελεύθερα κέντρα εξουσίας της Ευρώπης, οι 80 οικονομολόγοι ασκούν σκληρή κριτική στις πολιτικές που ακολουθούνται και προτείνουν το δικό τους σχέδιο για να βγει η οικονομία από το σημερινό αδιέξοδο.
«Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε την πολιτική αυτή που οδηγεί σε μια αέναη περιδίνηση στην κρίση. Για να απαντήσουμε στις επείγουσες οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, για να ξαναδώσουμε την ελπίδα στις λαϊκές τάξεις, προτείνουμε στους συμπολίτες μας, στα συνεταιριστικά, συνδικαλιστικά και πολιτικά κινήματα, να ξεκινήσουν έναν διάλογο με θέμα την εφαρμογή ενός σχεδίου εξόδου από την κρίση», λένε χαρακτηριστικά.
Το κείμενο τους δημοσιεύει η γαλλική εφημερίδα «Le Monde»:
«Δεν είναι αδύνατο να ξανακερδίσει κανείς το μέλλον, ακόμη και το οικονομικό. Αυτό είναι το κεντρικό νόημα της έκκλησης αυτής. Το απαιτεί η σοβαρότητα της κατάστασης. Γι' αυτό είμαστε σήμερα εδώ παρόντες ως οικονομολόγοι, παρά τις σημαντικές διαφορές απόψεων που μας χωρίζουν: για να υπογραμμίσουμε ότι υπάρχουν αξιόπιστες εναλλακτικές για να βγει η οικονομία από το αδιέξοδο.
Η ανεργία, η ανασφάλεια, η δυσκολία για να βγει ο μήνας χαρακτηρίζουν τη ζωή εκατομμυρίων συμπολιτών μας. Στις πρακτικές δυσκολίες της καθημερινής ζωής προστίθενται η απώλεια κάθε ελπίδας, το αίσθημα ότι το μέλλον είναι κλειστό για μας και τα παιδιά μας. Οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία αλλά και οι αναμετρήσεις σε άλλες χώρες έχουν σημάνει το καμπανάκι του συναγερμού. Οι αιτίες της κοινωνικής απελπισίας είναι αποκλειστικά οικονομικές. Και καμία ελπίδα δεν πρόκειται να ξαναγεννηθεί αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας.
Τι να κάνουμε; Οι οπαδοί του οικονομικού φιλελευθερισμού υποστηρίζουν την ακόμη πιο δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών, την αποδιάρθρωση των κανόνων που ρυθμίζουν την εργασία, την αναθεώρηση της τάσης για μείωση του ωραρίου εργασίας και τη μείωση του κόστους εργασίας μέσω της συμπίεσης των μισθών και των ασφαλιστικών και κοινωνικών εισφορών. Αυτή η θεραπεία του σοκ εφαρμόστηκε στη Νότια Ευρώπη (Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία...). Οδήγησε στην κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας και σε μια έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας.
Το δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε στα ύψη, καθώς η μείωση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) προκάλεσε μια συρρίκνωση των δημοσίων εσόδων και μια αύξηση της σχέσης του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκές χώρες ενεπλάκησαν σε έναν θανατηφόρο αγώνα δρόμου ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας μέσω της λιτότητας, του οποίου στόχος είναι να κερδίσει η μία χώρα μέρος της αγοράς και να ενισχύσει την απασχόλησή της εις βάρος των γειτονικών της χωρών.
Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε την πολιτική αυτή που οδηγεί σε μια αέναη περιδίνηση στην κρίση. Για να απαντήσουμε στις επείγουσες οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, για να ξαναδώσουμε την ελπίδα στις λαϊκές τάξεις, προτείνουμε στους συμπολίτες μας, στα συνεταιριστικά, συνδικαλιστικά και πολιτικά κινήματα, να ξεκινήσουν έναν διάλογο με θέμα την εφαρμογή ενός σχεδίου εξόδου από την κρίση που θα εδράζεται σε τρεις άξονες.
1. Οικολογικό και κοινωνικό παραγωγικό συμβόλαιο
Οι ανάγκες στο πεδίο αυτό περισσεύουν: επενδύσεις για τη μείωση των εκπομπών ρύπων (θερμική ανακαίνιση κτιρίων, μέσα μαζικής μεταφοράς, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας...), ανέγερση κατοικιών, προγράμματα για να τερματιστούν τα γκέτο στις πόλεις, πολιτικές για να αποκατασταθεί η ανάμειξη των κοινωνικών ομάδων και η ισότητα, νέο κοινωνικό συμβόλαιο προς όφελος της εκπαίδευσης, της υγείας, του πολιτισμού, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, βοήθεια στα άτομα που χάνουν την αυτονομία τους, χώροι υποδοχής και παιχνιδιού για τα πολύ μικρά παιδιά. Οι δραστηριότητες αυτές θα οδηγούσαν στη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Με βάση αυτές, θα ήταν δυνατό να ανακαλύψουμε έναν νέο δρόμο που οδηγεί σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, με θέσεις εργασίας ισότιμες, δίχως διακρίσεις φύλου και καταγωγής.
Η ανοικοδόμηση της οικονομίας μας σε νέες βάσεις προϋποθέτει να βγούμε από τη λογική της γενικευμένης περιφρόνησης. Της περιφρόνησης έναντι των ανέργων, επάνω από τους οποίους πλανάται η υποψία ότι είναι υπεύθυνοι για την κατάστασή τους, ενώ υπεύθυνη είναι η αποτυχημένη οργάνωση της οικονομίας. Της περιφρόνησης έναντι των φτωχών, που θεωρούνται από πολλούς κοινωνικό βάρος, ενώ είναι η κοινωνία που τους στερεί την πρόσβαση σε περισσότερους πόρους. Της περιφρόνησης έναντι των δημοσίων υπαλλήλων που κατηγορούνται για αντιπαραγωγικότητα την ώρα που συνεισφέρουν στη διαμόρφωση του ΑΕΠ και την ώρα που χάρη στην παραγωγή τους - το έργο των δημοσίων υπηρεσιών εν γένει - καθίσταται δυνατή η ουσιαστική μείωση των ανισοτήτων. Της περιφρόνησης των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα που κατηγορούνται ότι είναι τα χαϊδεμένα παιδιά του Εργατικού Δικαίου, την ώρα που οι εργασιακές συνθήκες καθίστανται ολοένα και δυσχερέστερες.
Η ανοικοδόμηση αυτή απαιτεί την κινητοποίηση του συνόλου της κοινωνίας. Των δημοσίων υπηρεσιών, το κύρος των οποίων πρέπει να αποκατασταθεί πλήρως, για να ανταποκριθούν στην αποστολή τους που είναι η εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος με τρόπο λιγότερο γραφειοκρατικό και περισσότερο συνεργατικό με τον πολίτη. Της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, απαραίτητης για την ανάπτυξη των κοινών αγαθών. Της συμμετοχικής και της συνεργατικής οικονομίας, που δεν πρέπει να είναι συνώνυμο της "ουμπεροποίησης", που επιτείνει την ανασφάλεια και τους κοινωνικούς αυτοματισμούς (σ.σ.: αναφέρονται στη γιγαντιαία αμερικανική εταιρεία ιδιωτικών μεταφορών Uber, στην οποία το Εφετείο του Παρισιού επέβαλε  πρόστιμο 150.000 ευρώ για αθέμιτο ανταγωνισμό των ταξιτζήδων, με το επιχείρημα ότι "συνεπιβατισμός επ' αμοιβή δεν νοείται").
Οι επιχειρήσεις ή οι συνεταιρισμοί εργαζομένων, με μισθωτούς που απολαμβάνουν τον σεβασμό και την αναγνώριση, πρέπει να ανοικοδομηθούν ενάντια στις οικονομικίστικες και κερδοσκοπικές λογικές που κυριαρχούν σήμερα στην πλειονότητα των μεγάλων ομίλων και συντρίβουν τους υπεργολάβους. Τα διοικητικά στελέχη, οι επικεφαλής των επιχειρήσεων, συχνά ασφυκτιώντας από τις απαιτήσεις των τραπεζών και των μετόχων, πρέπει να αποδεσμευθούν από την επιθετική στρατηγική της Medef (σ.σ.: η μεγαλύτερη εργοδοτική ένωση της Γαλλίας, αντίστοιχη του ΣΕΒ) και να υιοθετήσουν οικολογικές και κοινωνικές προτεραιότητες.
2. Στήριξη της ανάπτυξης και της απασχόλησης
Οι έρευνες που διενεργούνται στις επιχειρήσεις έχουν αποδείξει ότι είναι πάνω απ' όλα τα βιβλία παραγγελιών που μπλοκάρουν την ανάπτυξη, την απασχόληση και τις επενδύσεις. Προτείνουμε την υιοθέτηση ενός προγράμματος στήριξης των επιχειρήσεων με 40 δισ. ευρώ ετησίως, που θα χρηματοδοτείται εν μέρει από την ανασύνταξη των πόρων του Συμφώνου Υπευθυνότητας και Αλληλεγγύης (σ.σ.: δέσμη μέτρων που εξήγγειλε στις 31 Δεκεμβρίου 2013 ο Φρανσουά Ολάντ για την τόνωση της απασχόλησης και των επενδύσεων), η αποτυχία του οποίου σε ό,τι αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προσέλκυση επενδύσεων είναι προφανής.
Εν μέρει, το πρόγραμμα που προτείνουμε θα χρηματοδοτείται με δημόσιο δανεισμό, κάτι που δεν δίστασαν να κάνουν κατά τη διάρκεια της κρίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
3. Οι ευρωπαϊκοί κανόνες εμποδίζουν την ανάκαμψη
Ο τελευταίος άξονας για την έξοδο από το οικονομικό αδιέξοδο έχει να κάνει με τη συνειδητοποίηση ότι είναι καιρός να επανεξετάσουμε τους νεοφιλελεύθερους κανόνες που έφεραν την ΕΕ στη θέση να είναι σήμερα ο μεγάλος ασθενής της παγκόσμιας οικονομίας. Το εμπορικό πλεόνασμα της ευρωζώνης ανέρχεται στο 3% του ΑΕΠ της, κάτι που μαρτυρά ότι η εσωτερική ζήτηση είναι σαφώς ανεπαρκής. Το πλεόνασμα αυτό δικαιολογεί μια αύξηση των μισθών και των παροχών κοινωνικής ασφάλισης της τάξεως του 10% για τα χαμηλά εισοδήματα.
Η αύξηση αυτή είναι πιο σημαντική στις χώρες που συσσωρεύουν υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα - στη Γερμανία το πλεόνασμα φθάνει το 8% του ΑΕΠ όντας διπλάσιο από αυτό της Κίνας. Η υιοθέτηση του ευρώ από οικονομίες ετερογενείς και δίχως διορθωτικούς μηχανισμούς οδήγησε σε μείζονες ανισορροπίες. Το ευρώ είναι de facto υποτιμημένο για τη Γερμανία, ενώ είναι υπερτιμημένο για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης αλλά και για τη Γαλλία. Οι ισχύοντες νεοφιλελεύθεροι κανόνες επιβάλλουν στις τελευταίες αυτές χώρες την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητάς τους μέσω μιας εσωτερικής υποτίμησης (μείωση των μισθών και των δημοσίων δαπανών), διαδικασία που τροφοδοτεί την ύφεση, αποθαρρύνει τις επενδύσεις και εν τέλει απομακρύνει διαρκώς τις δυνατότητές τους να ανακάμψουν.
Εν προκειμένω, είναι το αντίθετο που πρέπει να κάνουμε: η αύξηση των δαπανών στις χώρες με πλεονάσματα θα επέτρεπε να περιοριστούν εκ των άνω οι ανισορροπίες των εμπορικών ισοζυγίων τους και να ανασχεθούν οι αποπληθωριστικές πιέσεις που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αδυνατεί να περιορίσει από μόνη της. Πέρα από το σχέδιο Γιούνκερ, που εξάλλου ελάχιστα χρηματοδοτήθηκε, πρέπει επιτέλους να καταρτιστεί ένα πραγματικό αναπτυξιακό ευρωπαϊκό σχέδιο επικεντρωμένο στον σεβασμό του περιβάλλοντος, που θα εφαρμοστεί ακριβέστερα και πληρέστερα στις χώρες που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες.
Η Γαλλία μπορεί να προτείνει αυτόν τον αναπροσανατολισμό των στόχων και των μεθόδων στους ευρωπαίους εταίρους της και πρωτίστως στη Γερμανία, η οποία ήδη έχει δεσμεύσει πάνω από 10 δισ. ευρώ για να υποδεχθεί τους πρόσφυγες. Σε περίπτωση που η Γερμανία απορρίψει το σχέδιο, η Γαλλία θα μπορούσε να προτείνει στις χώρες που το επιθυμούν - στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, οι τέσσερις αυτές χώρες μαζί με τη Γαλλία συνεισφέρουν κατά 50% και πλέον του ΑΕΠ της ευρωζώνης - να συνυπογράψουν ένα Σύμφωνο Ανασυγκρότησης, θέτοντας την οικονομική και κοινωνική αναγκαιότητα πάνω από τους νεοφιλελεύθερους κανόνες.
Συνοδευόμενη με μέτρα που θα αποσκοπούν στη δραστική αναδιοργάνωση των τραπεζών, στη ρήξη με τις ανεξέλεγκτες χρηματοδοτήσεις και το φορολογικό και κοινωνικό ντάμπινγκ ακόμη και μέσα στους κόλπους της ΕΕ, η στρατηγική αυτή είναι η μοναδική που μπορεί να ανατάξει την Ευρώπη.
Η κακοποιημένη Γαλλία έχει ανάγκη από έναν νέο ορίζοντα. Η έξοδος από το σκοτεινό πολιτικό τούνελ στο οποίο έχει μπει δεν περνά αποκλειστικά και μόνο από την οικονομία. Αλλά θα είναι ανυπόφορο γι' αυτήν αν επιμείνουμε να ακολουθούμε νεοφιλελεύθερες πολιτικές που εμβαθύνουν τις ανισότητες και εκτρέφουν την κοινωνική δυστυχία. Είναι καιρός να βάλουμε μπροστά μια εναλλακτική οικονομική πολιτική».
Από το tvxs

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Αρνητικά ρεκόρ στην αγορά εργασίας

agora_ergasias_oosa_anasfaleia.jpg

Αύξηση της ανασφάλειας στην αγορά εργασίας στις περισσότερεςΙσπανία και Ελλάδα αναδεικνύονται σε πρωταθλήτριες στην επιδείνωση της ποιότητας των θέσεων απασχόλησης την τελευταία δεκαετία, σε επίπεδο τόσο αμοιβών όσο και εργασιακών συνθηκών
Δραματική επιδείνωση λόγω της οικονομικής κρίσης αναφορικά με την ποιότητα των θέσεων εργασίας την τελευταία δεκαετία κατέγραψε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, όπως προέκυψε από την αξιολόγηση των στοιχείων 45 χωρών.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση του διεθνούς Οργανισμού, πρωταθλητές αυτής της αποκαρδιωτικής διαπίστωσης είναι η Ισπανία και η Ελλάδα, όπου η μείωση των αποδοχών ξεπέρασε το 30%, ενώ στα συμπεράσματα τονίζεται ότι «η κρίση δεν επηρέασε καίρια μόνο τον αριθμό των διαθέσιμων θέσεων εργασίας, αλλά και την ποιότητά τους».
Η ποιότητα των αποδοχών μειώθηκε στα δύο τρίτα των χωρών του ΟΟΣΑ -ιδιαίτερα στην Ισπανία και την Ελλάδα- αναφορικά με την ασφάλεια των εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
Πάντως ενώ ορισμένα κράτη κατέγραψαν επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών λόγω της κρίσης, σε άλλες χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ οι εργαζόμενοι που διατήρησαν τις θέσεις εργασίας τους είδαν τις συνθήκες εργασίας τους να βελτιώνονται.
Ειδικά στη χώρα μας ωστόσο, η κρίση πυροδότησε μία αύξηση-μαμούθ της ανεργίας, αλλά και πτώση τόσο στην ποιότητα των αποδοχών όσο και στην ασφάλεια στην αγορά εργασίας. Μόνη σταθερά παρέμεινε η συχνότητα της καταπόνησης στην αγορά εργασίας.
Αναλυτικότερα, τα στοιχεία του εδρεύοντος στο Παρίσι διεθνούς οργανισμού αποτυπώνουν υψηλότερη ποιότητα θέσεων εργασίας σε Αυστραλία, Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Νορβηγία και Ελβετία.
Αυτό είναι το συμπέρασμα των θετικών επιδόσεων που κατέγραψαν σε τουλάχιστον δύο από τους τρεις τομείς της ποιότητας εργασίας.
Αντιθέτως, σχετικά χαμηλή ποιότητα των θέσεων εργασίας καταγράφηκε στην Ισπανία, την Ελλάδα, την Εσθονία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και την Τουρκία.
Το πλαίσιο βάσει του οποίου ο ΟΟΣΑ καταγράφει και αξιολογεί την ποιότητα των θέσεων εργασίας περιλαμβάνει τρεις παράγοντες:
•Την ποιότητα των αποδοχών, καθώς αυτές αποτυπώνουν το εύρος της ευημερίας των εργαζομένων, κάτι που μετράται με τις μέσες αποδοχές και την κατανομή τους.
•Την ασφάλεια στην αγορά εργασίας, δηλαδή τους κινδύνους να βρεθεί κάποιος άνεργος σε συνδυασμό με το οικονομικό κόστος που έχει για τους εργαζόμενους, παράγοντας που εξαρτάται από τον κίνδυνο ανεργίας και τα επιδόματα ανεργίας σε περίπτωση που ο εργαζόμενος χάσει τη δουλειά του.
•Τέλος, ο τρίτος παράγοντας αφορά την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος, στοιχείο που σχετίζεται άμεσα τόσο με τη φύση όσο και με το περιεχόμενο της εργασίας, τις συμφωνίες για το ωράριο και τις σχέσεις στη θέση εργασίας.

Κερδισμένοι στη Γερμανία

Στον αντίποδα, «η Γερμανία», σχολιάζει ο ΟΟΣΑ, «όχι μόνο σημείωσε αύξηση των ποσοστών απασχόλησης, αλλά παρουσίασε και γενικότερη βελτίωση σε όλους τους παράγοντες που αφορούν την ποιότητα των θέσεων απασχόλησης».
Στην Πορτογαλία, η ποιότητα των αποδοχών έμεινε σταθερή και η ασφάλεια στην αγορά εργασίας μειώθηκε σημαντικά, ενώ η ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος βελτιώθηκε για τους ήδη εργαζόμενους (πριν από την κρίση).
Επιπροσθέτως, καταγράφηκαν μεγάλες διαφορές μεταξύ ομάδων εργαζομένων, με θύματα -ως είθισται δυστυχώς- τους νέους και ανειδίκευτους.
Οι τελευταίοι δεν τείνουν μόνο να έχουν τη χειρότερη επίδοση όσον αφορά την απασχόλησή τους, αλλά έχουν επίσης χαμηλότερες αποδοχές και σημαντικά υψηλότερη ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, καθώς και καταπόνηση στην εργασία, ιδιαίτερα όσοι έχουν χαμηλή εξειδίκευση.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το αποκαλούμενο «ασθενές φύλο», οι γυναίκες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας από τους άνδρες, αλλά και μεγάλες αποκλίσεις στις αποδοχές τους.
* Περισσότερα στοιχεία στο http://stats.oeπόcd.org/Index.aspx?DataSetCode=JOBQ
Από την Εφημερίδα των Συντακτών

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Ζωή Κωνσταντοπούλου: Ο Τσίπρας μου στέρησε το υπουργείο Δικαιοσύνης

23:38 | 09 Φεβ. 2016
Νέα πυρά κατά της κυβέρνησης και του Αλέξη Τσίπρα από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Σε μακροσκελέστατο κείμενο που ανάρτησε σε την ιστοσελίδα της η Ζωή Κωνσταντοπούλου κατηγορεί τον πρωθυπουργό ότι της στέρησε το υπουργείο Δικαιοσύνης κάνοντάς την Πρόεδρο της Βουλής. Επιπλέον υποστηρίζει ότι η επιλογή της κυβερνητικής συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ έγινε από τον πρωθυπουργό χωρίς «καμία διαβούλευση και διεργασία».
Ολόκληρη η ανάρτηση της Ζωής Κωνσταντοπούλου: 
Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης (31/1/2016) και αναπόσπαστο τμήμα εκείνων που θεωρώ απαραίτητο να κατατεθούν δημόσια και υπεύθυνα για την ιστορική περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2015, ως κομμάτι της ιστορίας. 
Η πολιτική πρέπει να κινείται στο φως, ενώπιον των πολιτών, όχι στα σκοτάδια της διαπλοκής και των μηχανορραφιών. Είναι δεδομένο ότι η αλήθεια, η διαφάνεια και η δικαιοσύνη ενοχλούν και δυσκολεύουν τα σχέδια όσων επιθυμούν να αποφασίζουν για τους λαούς ερήμην τους και να πλουτίζουν και να ωφελούνται στην πλάτη τους. 
Ένα χρόνο μετά την εκλογή μου στη θέση της Προέδρου της Βουλής (6/2/2015), από όπου υπηρέτησα με όλες μου τις δυνάμεις την εντολή που ο ελληνικός λαός έδωσε στις 25/1/2015 και ανατρέχοντας στα γεγονότα που οδήγησαν στην αποκρυστάλλωση της προδοσίας τον περασμένο Ιούλιο, αλλά και σε όσα ακολούθησαν και εξακολουθούν να εκτυλίσσονται, θεωρώ καίριας σημασίας την δημοσιοποίηση του τρόπου με τον οποίο μου προτάθηκε η Προεδρία της Βουλής, των λόγων για τους οποίους συμπεραίνω ότι μου προτάθηκε αυτή η θέση και των προβλημάτων που δημιούργησε η εκ μέρους μου άσκηση των καθηκόντων μου στην εκ μέρους του Α. Τσίπρα προμελετημένη, όπως αποδείχθηκε, καταστρατήγηση της λαϊκής ετυμηγορίας:
Ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είχα αναλάβει την ευθύνη των τομέων της Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Με πρωτοβουλία και επιμονή μου δημιουργήθηκε Τμήμα Δικαιοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και Οργάνωση Δικηγόρων και παράταξη δικηγόρων, ενώ τίποτε από αυτά δεν υπήρχε προηγουμένως. Σε όλο το διάστημα Μαΐου 2012-Ιανουαρίου 2015 ανέδειξα βασικά ζητήματα της που άπτονται της Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με κυριότερα:
1) Την ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων για την λογοδοσία Κυβερνητικών Προσώπων που προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις (Κατάργηση Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών, αλλά και διαδικασία έγκαιρης επεξεργασίας δικογραφιών που αφορούσαν Κυβερνητικά πρόσωπα)
2) Τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου κατά της διαφθοράς, με έμφαση όχι μόνον στην ποινική αλλά και στην αστική ευθύνη και στην διαδικασία αποζημίωσης του κράτους
3) Την αποτελεσματική χρήση στοιχείων όπως η λίστα Λαγκάρντ, όχι μόνον για την φορολόγηση ποσών που είχαν διαφύγει της φορολογίας, αλλά και για την κατάσχεση προϊόντων εγκλήματος και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του Δημοσίου
4) Την λήψη μέτρων για την αποζημίωση της χώρας από υποθέσεις διαφθοράς, με κυριότερες την υπόθεση Siemens, και τις υποθέσεις των εξοπλιστικών και των υποβρυχίων
5) Την ενίσχυση των μικτών ορκωτών δικαστηρίων όχι μόνον για ποινικές, αλλά και για αστικές υποθέσεις
6) Την διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών και την ενεργοποίηση της εκτέλεσης της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για την αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου
Σε πάρα πολλά δημοσιεύματα της περιόδου, εμφανιζόμουν ως Υπουργός Δικαιοσύνης σε μια Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων που συναντούσα, αυτό φάνταζε ως φυσική εξέλιξη. Την ίδια ώρα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ δεχόμουν διαρκείς επιθέσεις από συγκεκριμένα στελέχη, με προεξάρχοντα τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος με χαρακτήριζε ως υποστηρίκτρια «του δικαστικού δρόμου για το σοσιαλισμό». [Ο ίδιος ο Τσακαλώτος, σε μία συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας το πρώτο τρίμηνο του 2014, παρά την αντίθεσή του στον «δικαστικό δρόμο», μου είχε επιτεθεί υπερασπιζόμενος τον Γιάννη Στουρνάρα και δηλώνοντας ότι εάν ήταν στη θέση της συνεργάτιδάς του (σ.σ. της οποίας το όνομα συνδέεται με την επεξεργασία στη λίστα Λαγκάρντ), θα μου έκανε μήνυση «γιατί την προσέβαλα». Αναγκάστηκε να αποκαλύψει ότι ήταν αποδέκτης παραπόνων από τον ίδιο τον Στουρνάρα και αυτό σε μια περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρουόταν ολομέτωπα με τον τότε Υπουργό Οικονομικών.] 
Προσωπικά, ουδέποτε ενθάρρυνα σενάρια περί εκ μέρους μου ανάληψης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, γιατί πρώτη προτεραιότητά μου ήταν η προετοιμασία του τομέα της Δικαιοσύνης και όχι η ανάληψη εξουσίας.
Ωστόσο, στο διάστημα κατά το οποίο είχα την ευθύνη αυτή, υπήρξαν δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Αλέξης Τσίπρας, με έμμεσους ή άμεσους τρόπους προσπάθησε να μου αφαιρέσει την ευθύνη του τομέα της Δικαιοσύνης. Η πρώτη φορά ήταν το φθινόπωρο του 2013, όταν, εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, άρχισαν να διοχετεύονται σενάρια περί επικείμενης δήθεν διεκδίκησης της Δημαρχίας της Αθήνας από εμένα. Φρόντισα δημόσια να διαψεύσω αυτά τα σενάρια, πριν μου γίνει οποιαδήποτε πρόταση. Παρόλη τη δημόσια διάψευση, ο Αλέξης Τσίπρας, σε συνάντηση στο γραφείο του στην Κουμουνδούρου, με βολιδοσκόπησε εμμέσως, λέγοντάς μου:
«Πρέπει να κατέβω στην Κεντρική Επιτροπή, και μπορεί να αποφασίσουμε να είσαι υποψήφια για το Δήμο της Αθήνας». Του απάντησα αμέσως «Να μην πάρετε τέτοια απόφαση γιατί θα αρνηθώ, έχω και δημοσίως αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο». Του εξήγησα την πάγια θέση μου ότι το πρότυπο ενός αριστερού, ριζοσπαστικού κόμματος δεν μπορεί να είναι ένα κακέκτυπο των παλαιοπολιτικών και χρεοκοπημένων κομμάτων, που ανακυκλώνουν τα στελέχη τους σε όλες τις θέσεις και σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Τότε είχα εισηγηθεί την υποψηφιότητα του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, ενός νέου ανθρώπου, που είχε κατά την γνώμη μου την προοπτική να ενσαρκώσει ένα άλλο πρότυπο και να διεκδικήσει με αξιώσεις τη Δημαρχία, άποψη που συμμερίζονταν πολλοί και πολλές και που, τελικά, επικράτησε.
Η δεύτερη φορά που ο Α. Τσίπρας επιχείρησε να μου αφαιρέσει την αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης ήταν την Άνοιξη 2014, όταν με κάλεσε στο γραφείο του και μου πρότεινε να αναλάβω τον τομέα της Άμυνας, εν όψει της υποψηφιότητας του Θ. Δρίτσα στις Δημοτικές Εκλογές, επιχειρώντας να μου εμφανίσει την πρόταση αυτή ως «αναβάθμιση». Του απάντησα αρνητικά, επισημαίνοντάς του ότι η Άμυνα σε καμμία περίπτωση δεν ήταν το πρώτο πεδίο της ειδίκευσης και των γνώσεών μου και ότι θα έπρεπε να αξιοποιούμε τους καλύτερους στο πεδίο της μέγιστης απόδοσής τους και όχι να αυτοσχεδιάζουμε. Στη συνέχεια του επέδωσα και αναλυτική επιστολή, όπου του εξηγούσα για ποιο λόγο η Δικαιοσύνη θα αποτελούσε το πρώτο πεδίο της πολιτικής μας δοκιμασίας. Του είπα ότι, εάν θέλει να μου αφαιρέσει αυτήν την ευθύνη, έχει φυσικά την εξουσία, αλλά ότι δεν επιθυμούσα να μετακινηθώ στον τομέα της Άμυνας. Με σκοπό την μετακίνησή μου στον τομέα της Άμυνας με είχε προσεγγίσει την ίδια περίοδο και ο Κώστας Αθανασίου, τότε διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και σήμερα Γενικός Γραμματέας της Βουλής. Μου είχε πει ότι θεωρεί πολύ σημαντική αυτήν την αναβάθμιση και απορούσε γιατί αρνήθηκα. Επίσης είχε ισχυρισθεί ότι με προσέγγιζε εμπιστευτικά, με δική του πρωτοβουλία.
Σε όλο το διάστημα αυτό, ουδέποτε είχα συζητήσει με τον Αλέξη Τσίπρα την ανάθεση κάποιου υπουργικού χαρτοφυλακίου στην περίπτωση ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας. Θεωρούσα υποχρέωσή μου να δουλέψω για την προετοιμασία των τομέων και αντικειμένων που είχα αναλάβει και σε αυτήν την υποχρέωση ανταποκρινόμουν. Ποτέ δεν μπήκα στη λογική διεκδικήσεων θώκων και παζαριών.
«Ζωή, σου έχω μία πρόκληση»
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ής Ιανουαρίου, μετά τη μεγάλη χαρά της νίκης και της δικαίωσης και την προσωπική ικανοποίηση που μου έδωσε η τιμή που μου έκαναν οι συμπολίτες μου να με αναδείξουν ξανά πρώτη στην εκλογική περιφέρεια της Α’ Αθήνας, και μάλιστα με τετραπλάσιες ψήφους από το 2012, γεγονός που θεώρησα ως επιβράβευση της σκληρής δουλειάς 3,5 ετών, ήρθαν οι απανωτές δυσάρεστες εκπλήξεις:
1) Έκπληξη 1η, η άμεση, χωρίς καμμία διαβούλευση και διεργασία ανακοίνωση της συνεργασίας με τους ΑΝ.ΕΛΛ. την Δευτέρα 26/1, με τρόπο που έδειχνε προσυμφωνημένη σύμπραξη, με άγνωστους όρους
2) Έκπληξη 2η, ο ορισμός ως Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης του Σπύρου Σαγιά, ο οποίος παρέστη στην ορκωμοσία του Πρωθυπουργού τη Δευτέρα 26/1/2015
Σε όλη τη διάρκεια της Δευτέρας 26/1/2015 δεχόμουν καταιγιστικά τηλεφωνήματα από εκπροσώπους του Τύπου, στους οποίους δεν απαντούσα, αλλά και από συντρόφους και συμπολίτες, που αγωνιωδώς με ρωτούσαν αν θα αναλάμβανα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στους οποίους απαντούσα ότι η σύνθεση και η διαδικασία συγκρότησης της Κυβέρνησης θα αποφασισθούν από τον Πρωθυπουργό.
Στις 10 το βράδυ της Δευτέρας 26/1/2015 με κάλεσε στο τηλέφωνο ο Αλέξης Τσίπρας.
«Ζωή, σου έχω μία πρόκληση», μου είπε.
«Σε ακούω», απάντησα. 
«Να αναλάβεις το πρώτο τη τάξει Υπουργείο, το Υπουργείο Εσωτερικών. Θα είναι ένα υπερ-Υπουργείο και ως Υπουργός θα συμμετέχεις στο Κυβερνητικό Συμβούλιο, που θα είναι 10μελές. Θα έχεις έναν αναπληρωτή, που θα τον επιλέξεις εσύ. Θα έχεις και 3 ακόμη Αναπληρωτές, τον Πανούση ως Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, έναν Υπουργό Μετανάστευσης, σκέφτομαι την Τασία (Χριστοδουλοπούλου) και έναν από τους ΑΝ.ΕΛΛ. στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Τι λες;»
«Λέω ότι πρέπει να έρθω να μιλήσουμε από κοντά», του απάντησα.
«Εντάξει, αλλά θα το αναλάβεις;»
«Θα έρθω να τα πούμε από κοντά»
«Εντάξει, έλα», μου είπε κάπως απρόθυμα.
Πήγα στο γραφείο του στην Κουμουνδούρου, το οποίο είχε πρόσφατα ανακαινιστεί με επιμέλεια της Θεανώς Φωτίου. Τον είχα δει το βράδυ των εκλογικών αποτελεσμάτων, δηλαδή της Κυριακής, μόλις 24 ώρες νωρίτερα, και τότε δεν μου είχε αναφέρει το παραμικρό για όσα έγιναν στη διάρκεια της Δευτέρας (συνεργασία με ΑΝ.ΕΛΛ., Σαγιάς και, τώρα, πρόταση να αναλάβω ένα Υπουργείο με τερατώδη και αλλοπρόσαλλη δομή, που ουδέποτε είχε συζητηθεί στο πλαίσιο της προετοιμασίας που γινόταν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα).
Ήμουν πολύ στενοχωρημένη και ανήσυχη.
Αναμένοντας τον Α. Τσίπρα, είδα τον Σ. Σαγιά να αναχωρεί και στην συνέχεια τον Δ. Τζανακόπουλο, νομικό σύμβουλο τότε του Τσίπρα και μέλος της Επιτροπής Δικαιοσύνης, στον οποίο εξέφρασα τη βαθιά μου ανησυχία. Ο Τζανακόπουλος (που μετέπειτα και μέχρι σήμερα έγινε διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου του Α. Τσίπρα, μετά την Υπουργοποίηση Ν. Παππά, που μέχρι τότε ήταν Διευθυντής του Γραφείου Τσίπρα) τότε εμφανιζόταν εξίσου ανήσυχος για το πρόσωπο του Σ. Σαγιά, ενώ στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν μία φαινομενική μόνον διαφοροποίηση και ανησυχία.
«Λοιπόν, θα το αναλάβεις;», με ρώτησε ο Αλέξης Τσίπρας μόλις μπήκα στο γραφείο του.
«Ποιος το σκέφτηκε αυτό το Υπουργείο;», τον ρώτησα.
«Τι εννοείς;»
«Ποιος σκέφτηκε αυτή τη δομή; Με ποιον συζήτησες μία τέτοια δομή Υπουργείου;» τον ξαναρώτησα
«Έχουμε φτιάξει Προεδρικά Διατάγματα με τον Σπύρο (Σαγιά) και τον Δημήτρη (Τζανακόπουλο)», μου απάντησε. 
«Πώς επέλεξες τον Σαγιά ως Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης;», τον ρώτησα, αναφερόμενη σε γνωστά και στους δύο γεγονότα που θα έπρεπε να αποκλείσουν μια τέτοια επιλογή. Μου απαντά ότι τον γνωρίζει χρόνια, ότι τους έφερε σε επαφή ο Στέργιος Πιτσιόρλας, και ότι τον εμπιστεύεται, αν και «για κανέναν δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά». Του επισήμανα ότι ο μεν Πιτσιόρλας καθύβριζε τον ΣΥΡΙΖΑ και η σύζυγός του, Νόνη Καραγιάννη, από τον 9,84 εξαπέλυε ουκ ολίγες επιθέσεις. Του είπα ότι η επιλογή Σαγιά έδινε ένα στίγμα αντίθετο προς το πρότυπο που θα έπρεπε να οικοδομήσουμε. 
Επανέρχεται στο Υπουργείο Εσωτερικών:
«Θα το αναλάβεις;», με ξαναρώτησε
«Όχι», του απάντησα αμέσως
«Τι όχι;» με ρώτησε, εμβρόντητος
«Όχι», επανέλαβα
«Γιατί;»
«Γιατί δεν πιστεύω σε αυτήν την δομή. Ο Υπουργός σε αυτό το Υπουργείο θα είναι στην καλύτερη περίπτωση διακοσμητικός και στη χειρότερη θηριοδαμαστής των υφισταμένων του Υπουργών. Δεν θα είμαι χρήσιμη σε αυτό το ρόλο και δεν με ενδιαφέρει να αναλάβω κάτι όπου δεν θα μπορώ να είμαι χρήσιμη. Ποιον ρώτησες, με ποιον συζήτησες μια τέτοια δομή;», του είπα. 
«Μα σου είπα, τα έχουμε ετοιμάσει με τον Σπύρο και τον Δημήτρη. Μόνο εσύ μπορείς να το αναλάβεις, ζήτησα από το Σκουρλέτη, ο οποίος λέει δεν μπορεί, δεν είναι νομικός», μου λέει. 
«Εγώ δεν θα το αναλάβω, γιατί δεν το πιστεύω, δεν θεωρώ αυτή τη δομή λειτουργική», του επανέλαβα.
«Ο Τζανακόπουλος πρότεινε να βάλουμε την Προστασία του Πολίτη μαζί με τη Δικαιοσύνη», μου λέει τότε.
«Αυτό έχει μία λογική, του απαντάω. Και κάτι τέτοιο θα μπορούσα να το αναλάβω.»
«Τώρα έχουμε φτιάξει τα ΦΕΚ, δεν γίνεται», μου λέει. 
«Τι άλλες συγχωνεύσεις έχετε κάνει;» τον ρωτάω και μου εκθέτει συνοπτικά τον σχεδιασμό των Υπουργείων, λέγοντάς μου ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει αφεθεί ως είχε και έχει επιπλέον δημιουργηθεί ένα νέο Χαρτοφυλάκιο, παρά τω Πρωθυπουργώ, για θέματα διαφθοράς, το οποίο θα αναθέσει στον Παναγιώτη Νικολούδη. «Μου είπε ότι θα μου φέρει 2 δις ευρώ από τη φοροδιαφυγή». Με εντυπωσιάζει που για τίποτε από αυτά δεν έχει καν ζητήσει την άποψή μου ως αρμόδιας για τα θέματα Δικαιοσύνης, Διαφάνειας, Δικαιωμάτων και μου δημιουργούνται ακόμη πιο έντονες ανησυχίες για τον τρόπο που σχεδιάζεται η διακυβέρνηση.
«Μπορώ να αναλάβω την Δικαιοσύνη, την οποία, όπως γνωρίζεις έχω προετοιμάσει όλον αυτόν τον καιρό ως αρμόδια για την Κοινοβουλευτική Ομάδα»
«Δεν είναι για σένα το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Είναι το 7ο τη τάξει Υπουργείο», μου λέει. 
«Δεν με νοιάζει και αν είναι το 17ο, είναι το πρώτο πεδίο της πολιτικής μας δοκιμασίας», του λέω. «Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει αποφασιστική αρμοδιότητα για την εκτέλεση της απόφασης για το Δίστομο, έχει αρμοδιότητα νομοθέτησης σε πλείστα πεδία όπως η διαφθορά, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η προστασία των αδυνάτων, η εξυγίανση της Δικαιοσύνης, η ανεξαρτητοποίησή της»
«Έχω ήδη προτείνει στον Νίκο Παρασκευόπουλο να το αναλάβει και περιμένω την απάντησή του. Τι γνώμη έχεις;»
«Έχω πολύ καλή γνώμη για τον Παρασκευόπουλο, τον εκτιμώ πολύ ως νομικό και καθηγητή. Νομίζω, όμως, ότι θα δυσκολευτεί γιατί δεν έχει πρακτική εμπειρία της Δικαστικής και δικηγορικής πραγματικότητας ούτε επαφή με τα προβλήματα και τους χώρους» του απαντάω. 
Η συζήτηση γυρνάει στα άλλα πρόσωπα του Κυβερνητικού Σχήματος.
«Υπουργό Άμυνας θα κάνεις τον Καμμένο;», τον ρωτάω, έχοντας διαβάσει τις σχετικές διαρροές. 
«Δυστυχώς», μου απαντάει, με μια γκριμάτσα.
Και για τα υπόλοιπα πρόσωπα του Κυβερνητικού Σχήματος μου εκθέτει τις επιλογές του, για τα κυρίως Υπουργεία και για κάποιες θέσεις αναπληρωτών.
«Θα προτείνω στον Γαβριήλ να είναι Αναπληρωτής Υπουργός Τουρισμού», μου λέει.
«Θεωρώ ότι αυτό είναι μία πολύ κακή ιδέα και ελπίζω ότι δεν ήταν δική σου», του λέω. Με ανησυχεί το γεγονός ότι υποχρέωσαν τον Γαβριήλ να είναι υποψήφιος βουλευτής, ενώ επιλογή του είναι να παραμείνει στο Δήμο και να χτίσει την Ανοιχτή Πόλη. Με ανησυχεί ότι η πίεση είναι προς μία κατεύθυνση αποδόμησης του προτύπου που ο Γαβριήλ έχει οικοδομήσει. 
«Πρόεδρο της Βουλής ποιον θα κάνεις;», τον ρωτάω.
«Το Βούτση», μου απαντάει.
«Εγώ στη θέση σου ξέρεις ποιον θα έκανα;»
«Ποιον;», με ρωτάει
«Το Λαφαζάνη», του λέω
«Το Λαφαζάνη;», με ρωτάει απορημένος
«Ναι. Είναι ο πιο έμπειρος κοινοβουλευτικός σου, ξέρει απ’ έξω τον Κανονισμό και θα έχεις το κεφάλι σου ήσυχο ότι θα έχει την εμπειρία και τη γνώση να αποφύγει κοινοβουλευτικές παγίδες ή κακοτοπιές»
«Άμα θέλω να τους τρελάνω όλους, θα κάνω εσένα Πρόεδρο της Βουλής», λέει τότε. Είναι κάτι που δεν είχα ποτέ σκεφθεί και ούτε εκείνη την ώρα περνάει από το μυαλό μου και δεν αντιδρώ καν σε αυτή τη φράση. 
Συνεχίζεται η συζήτηση και επανέρχεται στην πίεση να αναλάβω το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο επιμένει να παρουσιάζει ως «πρώτο τη τάξει». Ήδη είμαι ακόμη πιο προβληματισμένη από το γεγονός ότι δείχνει να μην θέλει σε καμμία περίπτωση να αναλάβω τον τομέα της Δικαιοσύνης, που έχω προετοιμάσει.
«Μην επιμένεις, δεν θα αναλάβω κάτι που πιστεύω ότι δεν έχει καμμία λειτουργικότητα. Τα προεδρικά διατάγματα μπορούν να φτιαχτούν ξανά, σημασία έχει να είναι λειτουργική η Κυβέρνηση», του λέω
«Έτσι έχουμε αποφασίσει να γίνει», μου απαντάει
«Εγώ δεν θα το αναλάβω», του λέω
«Θα με κρεμάσεις, δηλαδή;», μου λέει
«Θα σε κρέμαγα αν το αναλάμβανα», του απαντάω
«Μα είσαι δουλευταρού, είσαι η μόνη που μπορεί να το φέρει εις πέρας», μου λέει
«Εσύ μου είπες ότι το πρότεινες κατ’ αρχήν στο Σκουρλέτη. Κι ακόμη κι αν ο Σκουρλέτης αρνείται ή δεν θέλει, υπάρχουν σίγουρα ικανά και άξια πρόσωπα που μπορείς να επιλέξεις», του λέω.
«Αν μου βρεις σε ποιον να το προτείνω, θα σε απαλλάξω»
«Αλέξη, δεν είναι δική μου υποχρέωση να σου βρω σε ποιον να το προτείνεις, όταν έχεις φτιάξει μόνος σου μια δομή-τέρας, χωρίς να συμβουλευτείς κανέναν από όσους είχαν την αρμοδιότητα. Αφού, όμως, με ρωτάς ποια πρόσωπα θα μπορούσαν να αναλάβουν, σου υπενθυμίζω ότι υπεύθυνη για τον τομέα των Εσωτερικών και της Δημόσιας Διοίκησης ήταν η Σοφία Σακοράφα, την οποία θα έπρεπε να έχεις τουλάχιστον συμβουλευτεί. Επίσης, γνώστης του αντικειμένου είναι ο Γιώργος Κατρούγκαλος, που ως Συνταγματολόγος θα μπορούσε να συμβάλει πολύ θετικά στη διαμόρφωση του πλαισίου», είπα τότε
«Είναι Ευρωβουλευτές», μου απαντάει. 
«Δεν ξέρω αν η Σοφία θα ενδιαφερόταν να αναλάβει Κυβερνητική θέση, αλλά ο Κατρούγκαλος έχει δημόσια δηλώσει ότι θα ήταν έτοιμος να βοηθήσει την Κυβέρνηση», του υπενθυμίζω.
Η συζήτηση συνεχίζεται με τον Τσίπρα να εμφανίζει ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο κατάλληλο πρόσωπο για αυτό το Υπουργείο, μολονότι μου έχει προηγουμένως πει ότι η αρχική του επιλογή ήταν ο Πάνος Σκουρλέτης, ο οποίος αρνήθηκε.
«Αν δεν μου προτείνεις κάποιον, πρέπει να το αναλάβεις εσύ», μου λέει
Θυμάμαι ότι όταν μου είχε προτείνει να αναλάβω την Άμυνα, μου δήλωσε με μεγάλη φυσικότητα ότι την Δικαιοσύνη θα μπορούσε να αναλάβει ο Σ. Κοντονής.
«Αν δεν έχεις άλλον, κάνε τον Κοντονή», του λέω
«Τον Βουλευτή Ζακύνθου να κάνω πρώτο τη τάξει Υπουργό;», μου απαντάει.

Η συζήτηση αποβαίνει άκαρπη. Μου ζητάει να ξαναμιλήσουμε το πρωί.
«Να μιλήσουμε το πρωί, βεβαίως, αλλά μην υπολογίζεις ότι θα αλλάξω γνώμη, δεν σου απαντάω ελαφρά τη καρδία», του απαντάω
Η συζήτηση με έχει προβληματίσει και ανησυχήσει. Αισθάνομαι ότι οι επιλογές γίνονται με ελαφρότητα και χωρίς σχεδιασμό ή με σχεδιασμούς που δεν έχουν ποτέ συζητηθεί σε οποιαδήποτε συλλογική διαδικασία.
Του τηλεφωνώ το πρωί, αποφασισμένη αφενός να μην δεχθώ την πρόταση για το Υπουργείο Εσωτερικών, αφετέρου να μην έχω καμμία ανάμειξη στο Κυβερνητικό Σχήμα και να ζητήσω να προεδρεύσω στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, από όπου μπορώ να αναλάβω πρωτοβουλίες κατά της διαφθοράς και για την ενίσχυση της διαφάνειας στη λειτουργία των θεσμών.
«Αλέξη, εδώ Ζωή. Δεν έχει αλλάξει κάτι εκ μέρους μου. Και εφ’ όσον ισχύει ότι έχεις δεσμευθεί στον Ν. Παρασκευόπουλο για το Υπουργείο Δικαιοσύνης, εγώ δεν χρειάζεται να είμαι στην Κυβέρνηση. Μπορώ να αναλάβω την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής…»
«Σου έχω κάτι καλύτερο. Πρόεδρος της Βουλής, τι λες;», μου λέει
Αιφνιδιάζομαι πλήρως. 
«Να το σκεφτώ και να σου απαντήσω. Θα σε καλέσω σε λίγο».
Η πρόταση μου φαίνεται πολύ τιμητική, αλλά ασύμβατη με την προηγούμενη. Με προβληματίζει η επιμονή να μην αναλάβω την Δικαιοσύνη χωρίς καμμία σοβαρή ή πειστική εξήγηση. Διερωτώμαι αν ο Α. Τσίπρας αντιλαμβάνεται το εύρος των αρμοδιοτήτων και του πεδίου δράσης ενός Προέδρου της Βουλής σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό. Αναλογίζομαι την ευθύνη αλλά και τις πρωτοβουλίες που μπορούν να αναληφθούν και αποφασίζω να αποδεχθώ την πρόταση.
Την ίδια ημέρα ανακοινώνεται το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και η πρότασή για Πρόεδρο της Βουλής. Ο Δ. Τζανακόπουλος με καλεί και μου ζητά, εκ μέρους του Τσίπρα, να παρευρεθώ στην Ορκωμοσία της Κυβέρνησης, λέγοντάς μου ότι θα αναλάβει τις σχετικές διατυπώσεις για την είσοδό μου στο Προεδρικό Μέγαρο. Μετά από λίγο καιρό, ο κοινοβουλευτικός συντάκτης της ΕφΣυν εμφανίζει το Μαξίμου ενοχλημένο από την παρουσία μου στην ορκωμοσία της Κυβέρνησης και επιμένει ότι έχει την πληροφορία από έγκυρη κυβερνητική πηγή. Ο Νίκος Παρασκευόπουλος δεν ορκίζεται με την υπόλοιπη κυβέρνηση. Όπως με πληροφορεί ο ίδιος αργότερα, η πρόταση για το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν του είχε γίνει από την Δευτέρα, όπως μου είχε πει ο Τσίπρας, αλλά την Τρίτη το πρωί (ημέρα της ορκωμοσίας της Κυβέρνησης).
Στο διάστημα μέχρι την ορκωμοσία της Βουλής (5/2/2015) και την εκλογή Προέδρου (6/2/2015) καλώ τον Νίκο Παρασκευόπουλο στο γραφείο μου, με δική μου πρωτοβουλία, για να τον ενημερώσω για την προεργασία που έχει γίνει στον τομέα αρμοδιότητάς του. Με ευχαριστεί γιατί ουδείς τον έχει ενημερώσει σχετικά και ο ίδιος δεν έχει σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του γεγονότος ότι η σύζυγός του Ι. Καμτσίδου είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής.
Του δίνω τις προτάσεις που έχουμε επεξεργασθεί ως πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της Δικαιοσύνης. Μεταξύ αυτών η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών, η νομοθεσία κατά της διαφθοράς, η οριστική απόσυρση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (εκείνου που ο Ν. Παρασκευόπουλος εν συνεχεία υπέγραψε και έφερε στη Βουλή), οι αλλαγές στο σωφρονιστικό σύστημα.
Του εφιστώ την προσοχή στο ζήτημα της απόφασης για το Δίστομο. «Χρειάζεται μόνον η υπογραφή του Υπουργού Δικαιοσύνης για να εκτελεσθεί η Απόφαση, που έχει καταστεί αμετάκλητη πριν 15 χρόνια. Ως υπεύθυνη για τον τομέα Δικαιοσύνης έχω δημόσια δηλώσει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ θα βάλει αυτήν την υπογραφή που κανένας Υπουργός Δικαιοσύνης δεν έβαλε εδώ και 15 χρόνια»
Μου λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι δεν γνωρίζει το θέμα και θέλει να ενημερωθεί. Του λέω ότι ο πιο κατάλληλος για να τον ενημερώσει είναι ο Γιάννης Σταθάς, ο Διστομίτης βουλευτής μας. Επιφυλάσσεται να ενημερωθεί.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης, στις 8/2/2015, ο Νίκος Παρασκευόπουλος δηλώνει ότι θα υπογράψει για την εκτέλεση της απόφασης του Διστόμου. Σήμερα, ένα χρόνο αργότερα, αυτή η υπογραφή δεν έχει τεθεί.
Από όλα τα παραπάνω και από όσα ακολούθησαν, συνάγεται ένα οδυνηρό συμπέρασμα: για λόγους που άπτονται των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Δικαιοσύνης και, κυρίως, των αρμοδιοτήτων που αφορούν τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και τα σχετικά σκάνδαλα, αλλά και τις Γερμανικές Οφειλές, ο Αλέξης Τσίπρας είχε αποφασίσει αρκετά νωρίς να μου αφαιρέσει αυτήν την αρμοδιότητα και προσπάθησε με διάφορα προσχήματα αφενός να υποβαθμίσει τη σημασία αυτού του τομέα αφετέρου να μου προτείνει άλλα πεδία. Ουδέποτε μου είπε ευθέως ότι διαφωνεί με επιλογές μου. Με έμμεσους τρόπους, ωστόσο, μου έγινε αντιληπτό σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ότι η στάση μου δεν ήταν αποδεκτή. 
Η πρώτη φορά, ήταν κατά την εξέταση Διώτη στην υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ, όταν η υπόθεση μόλις άνοιγε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, τον Οκτώβριο 2012. Ο Τσίπρας τότε μου εξέφρασε την απορία του γιατί ήμουν τόσο σκληρή με τον Διώτη και του απάντησα ότι κατά την άποψή μου ο Διώτης ήταν εξίσου υπεύθυνος με τον Βενιζέλο και τον Παπακωνσταντίνου για υπεξαγωγή σε βαθμό κακουργήματος. 
«Στόχος μας δεν είναι ο Διώτης», μου είχε πει. 
«Στόχος μας πρέπει να είναι η Αλήθεια και η Δικαιοσύνη», του είχα απαντήσει. 
Όταν, στη συνέχεια, συγκροτήθηκε η Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, υπήρξα ακόμη πιο εξονυχιστική στην εξέταση του Ι. Διώτη, ο οποίος δήλωσε ότι θα αρνηθεί την περαιτέρω εξέτασή του από εμένα και θα δηλώσει ασθένεια. Δεν δέχθηκα άλλα σχόλια από τον Τσίπρα για το θέμα, άλλωστε η Επιτροπή λειτουργούσε ως προανακριτική. Ωστόσο, αμέσως μετά την βίαιη ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής, πριν την ολοκλήρωση της έρευνας, ξεκίνησαν οι διαρροές για εκ μέρους μου διεκδίκηση του Δήμου Αθηναίων. 
Η δεύτερη φορά που υπήρξε εμφανής δυσαρέσκεια εναντίον μου κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ήταν στις 4 Ιουνίου 2014, όταν Παπούλιας και Σαμαράς έκλεισαν τη Βουλή για να παραγραφεί η υπόθεση των υποβρυχίων- ναυπηγείων Σκαραμαγκά και άλλων ποινικών υποθέσεων και των συναφών ευθυνών Βενιζέλου -Παπακωνσταντίνου. Η τότε δημοσιογράφος και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αννέτα Καββαδία μετέδωσε ρεπορτάζ περί δυσαρέσκειας της Κουμουνδούρου για την ανακοίνωσή μου εναντίον του Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όταν την κάλεσα στο τηλέφωνο, μου δήλωσε ότι η δυσαρέσκεια είχε διατυπωθεί από τον Π. Σκουρλέτη. 
Όταν τον Μάιο 2012 εξελέγην πρώτη σε ψήφους βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Αθηνών, χωρίς να είμαι ούτε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ ούτε να έχω προηγουμένως θέσει υποψηφιότητα σε άλλη εκλογική αναμέτρηση (πλην της συμμετοχής μου στη λίστα των Ευρωεκλογών του 2009, όπου δεν υπήρχε ζήτημα σταυροδοσίας), πολλοί ήταν αυτοί που με προειδοποίησαν ότι αυτό θα ενοχλούσε και θα ενεργοποιούσε αντανακλαστικά εσωτερικής υπονόμευσης. Μολονότι δεν αγνοούσα ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ουδέποτε πίστεψα ότι μία τέτοια υπονόμευση θα προερχόταν από τον ίδιο τον Α. Τσίπρα, τον οποίο είχα στηρίξει σε δύσκολες στιγμές ως δικηγόρος του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπεράσπισή του απέναντι στην μήνυση και αγωγή του Α. Βγενόπουλου για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, την κατάθεση μήνυσης για την αστυνομική βία και τα χημικά σε βάρος διαδηλωτών το 2011, την υποστήριξή του στην υπόθεση καταγγελίας των απορρήτων δαπανών του ΥπΕξ επί Γ. Παπανδρέου, την κατάθεση αγωγής κατά της Bild προεκλογικά.
Με οδύνη διαπίστωσα, μέσα από την εμπειρία του 2015, ότι πολλές από τις επιλογές τότε του Α. Τσίπρα δεν εκπορεύονταν από στάση αρχής και αναφορά σε αξίες, αλλά καθαρά από κομματικό και προσωπικό οπορτουνισμό. Δεν μπορεί ο ίδιος άνθρωπος που κατήγγελλε το ξεπούλημα του ΟΤΕ το 2008, να ξεπουλάει το σύνολο των δημοσίων επιχειρήσεων και υποδομών της χώρας. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που κατέθετε μήνυση για αστυνομική βία εναντίον διαδηλωτών, να επιχειρηματολογεί υπέρ των επιλογών Πανούση. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που ζητούσε διαφάνεια στη λειτουργία του ΥπΕξ να δημιουργεί την πλέον παραθεσμική λειτουργία της ΕΥΠ.
Το συμπέρασμα συνάγεται αβίαστα, ένα χρόνο μετά, και με δεδομένα όσα μεσολάβησαν: η επιλογή μου για την Προεδρία της Βουλής ήταν ο τρόπος που απεργάσθηκε ο Α. Τσίπρας προκειμένου αφενός να εξασφαλίσει ότι δεν θα αναλάμβανα το Υπουργείο Δικαιοσύνης και, επομένως, δεν θα αναλαμβάνονταν οι αναγκαίες πρωτοβουλίες αρμοδιότητας του Υπουργού Δικαιοσύνης ούτε για την υπογραφή της εκτέλεσης της Απόφασης για τις Γερμανικές Οφειλές ούτε για την νομοθεσία κατά της διαφθοράς, της διαπλοκής, της ευθύνης Υπουργών. Είναι πρόδηλο ότι, έχοντας στο μυαλό του το «πρότυπο» διακοσμητικών Προέδρων της Βουλής, θεώρησε ότι με αυτήν την πρόταση απλώς με τοποθετούσε σε μία τιμητική θέση ψυγείου. Όταν συνειδητοποίησε ότι αναλάμβανα πρωτοβουλίες πέρα και έξω από τα συνηθισμένα και αναμενόμενα, αποφάσισε σε εμένα μεν να προσποιείται ότι με υποστηρίζει, να το πράττει και δημόσια όποτε χρειαζόταν, αλλά την ίδια ώρα υπόγεια να στηρίζει και όλους τους μηχανισμούς υπονόμευσης αυτών των πρωτοβουλιών. Από την πλευρά μου, δυστυχώς, και μολονότι κατά καιρούς είχα έντονες ανησυχίες, καθησυχαζόμουν από ενέργειες που θόλωναν τα νερά. Τέτοια ήταν και η ομιλία του Τσίπρα στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης:
«Είμαστε σάρκα από τη σάρκα αυτού του λαού…Αυτόν τον λαό θα υπηρετήσουμε…Είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος αυτής της χώρας. Σε αυτό το Σύνταγμα ορκιστήκαμε, αυτό το Σύνταγμα θα υπηρετήσουμε»
Ήταν μία ομιλία που διέγραψε όλες τις προηγούμενες ανησυχίες μου.
Για να αναβιώσουν αυτές με δραματικό τρόπο όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, ημερομηνία που σηματοδότησε μία περίοδο τεράστιας ανησυχίας και εγρήγορσης εκ μέρους μου, μέχρι την προκήρυξη του δημοψηφίσματος…
Από το tvxs

Τζόζεφ Στίγκλιτς:«Να ξαναγραφτούν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς»

«Το 2015 η συνολική επίδοση της παγκόσμιας οικονομίας ήταν απογοητευτική», εκτιμά σε άρθρο του
Τζόζεφ Στίγκλιτς:«Να ξαναγραφτούν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς»
εκτύπωση  

«Το 2015 η συνολική επίδοση της παγκόσμιας οικονομίας ήταν απογοητευτική», εκτιμά σε άρθρο του ο Αμερικανός Νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς. Διερευνά τα αίτια και τονίζει ότι «πρέπει να ξαναγραφτούν οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς».

Ακολουθούν αποσπάσματα από την ανάλυσή του σχετικά με το τι δεν επιτρέπει την ανάπτυξη, διεθνώς:

«Επτά χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008, η παγκόσμια οικονομία συνέχισε να σκοντάφτει το 2015. Σύμφωνα με έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 54% από την αρχή της κρίσης. Υπολογίζεται ότι περίπου 44 εκατομμύρια άνθρωποι είναι άνεργοι στις ανεπτυγμένες χώρες, περίπου 12 εκατομμύρια περισσότεροι από ό,τι το 2007, ενώ ο πληθωρισμός έχει πέσει στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2008.

Αλλά οι κυρίαρχες πολιτικές κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά την κρίση - η δημοσιονομική λιτότητα και η ποσοτική χαλάρωση (QE) από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες - έχουν προσφέρει ελάχιστη υποστήριξη για την τόνωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών, τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.

Αντιθέτως, έχουν την τάση να κάνουν τα πράγματα χειρότερα. Στις ΗΠΑ, η ποσοτική χαλάρωση δεν τόνωσε την κατανάλωση και τις επενδύσεις, εν μέρει επειδή το μεγαλύτερο μέρος από την πρόσθετη ρευστότητα επέστρεψε στα ταμεία των κεντρικών τραπεζών με τη μορφή πλεοναζόντων αποθεματικών.

Τα πλεονάζοντα αποθεματικά στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) αυξήθηκαν κατά μέσο όρο από 200 δισ. δολάρια την περίοδο 2000-2008 σε 1,6 τρισ. το διάστημα 2009-2015. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα επέλεξαν να κρατήσουν τα χρήματά τους στην Fed αντί να δώσουν δάνεια προς την πραγματική οικονομία, κερδίζοντας σχεδόν 30 δισ. δολάρια - χωρίς κανένα ρίσκο - κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών.

Αυτό ισοδυναμεί με μια γενναιόδωρη - και σε μεγάλο βαθμό κρυμμένη - επιδότηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα από την Fed. Και, ως αποτέλεσμα της αύξησης των επιτοκίων της Fed τον περασμένο μήνα, η επιδότηση θα αυξηθεί κατά 13 δισ. δολάρια το τρέχον έτος.

Δεδομένου ότι η ποσοτική χαλάρωση κατάφερε να διατηρήσει σχεδόν μηδενικά τα επιτόκια για σχεδόν επτά χρόνια, θα έπρεπε να έχουν ενθαρρυνθεί οι κυβερνήσεις στις αναπτυγμένες χώρες να δανειστούν και να επενδύσουν σε υποδομές, στην εκπαίδευση και στον κοινωνικό τομέα.

Αλλά η έκθεση του ΟΗΕ δείχνει σαφώς ότι, σε ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο, οι ιδιωτικές επενδύσεις δεν αναπτύχθηκαν όπως θα περίμενε κανείς, δεδομένων των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων. Σε 17 από τις 20 μεγαλύτερες ανεπτυγμένες οικονομίες, η αύξηση των επενδύσεων παρέμεινε χαμηλότερα κατά τη διάρκεια της μετά το 2008 περιόδου σε σχέση με τα χρόνια πριν από την κρίση. Πέντε παρουσίασαν μείωση των επενδύσεων το διάστημα 2010-2015.

Τίποτα από αυτά δεν βοήθησε την πραγματική οικονομία. Είναι σαφές ότι η διατήρηση των επιτοκίων σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο δεν οδηγεί απαραίτητα σε υψηλότερα επίπεδα πιστώσεων ή επενδύσεων. Οταν οι τράπεζες έχουν την ελευθερία να επιλέξουν, επιλέγουν το ακίνδυνο κέρδος ή ακόμη και την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία αντί του δανεισμού που θα στηρίξει τον ευρύτερο στόχο της οικονομικής ανάπτυξης.

Αντί να ενθαρρύνει αποτελεσματικά τις τράπεζες να μην δανείζουν, η Fed θα έπρεπε να τιμωρεί τις τράπεζες για τα πλεονάζοντα αποθεματικά. Ούτε η νομισματική πολιτική, ούτε ο χρηματοπιστωτικός τομέας έκαναν αυτό που θα έπρεπε να κάνουν.

Φαίνεται ότι η πλημμύρα της ρευστότητας έχει δυσανάλογα διοχετευθεί προς την δημιουργία χρηματοοικονομικού πλούτου, παρά προς την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας. Παρά την απότομη πτώση των τιμών των μετοχών σε όλο τον κόσμο, η κεφαλαιοποίηση της αγοράς ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ο κίνδυνος μιας άλλης οικονομικής κρίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Υπάρχουν, όμως, πολιτικές που μπορούν να αποκαταστήσουν μια ανάπτυξη που θα είναι βιώσιμη, και χωρίς αποκλεισμούς. Αυτές προϋποθέτουν ότι θα ξαναγράψουμε τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς για να διασφαλιστεί μεγαλύτερη ισότητα, και να τιθασευθεί η χρηματοπιστωτική αγορά με αποτελεσματική ρύθμιση και κατάλληλες δομές κινήτρων.

Αλλά θα χρειαστούν επίσης μεγάλες αυξήσεις των δημόσιων επενδύσεων σε υποδομές, στην εκπαίδευση και στην τεχνολογία. Αυτά θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν, τουλάχιστον εν μέρει, από την επιβολή περιβαλλοντικών φόρων, συμπεριλαμβανομένων των φόρων άνθρακα, και των φόρων επί των μονοπωλίων, ενώ θα πρέπει να χαλιναγωγήσουμε και όλες αυτές τις τάσεις που έχουν γίνει διάχυτες στην οικονομία της αγοράς - και συνεισφέρουν σε τεράστιο βαθμό στην ανισότητα και την αργή ανάπτυξη».
Από το Βήμα

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Πριν αναρωτηθούμε (και καλά θα κάνουμε να αναρωτηθούμε) πως η Ολλανδία με την μισή έκταση και μικρότερο αγροτικό πληθυσμό, παράγει και εξάγει τρόφιμα σε όλο το κόσμο, ας δούμε μια αναλυτική έρευνα για την κατάσταση της Ελληνικής γεωργίας.

"Μύθος η διατροφική εξάρτηση της Ελλάδας από άλλες χώρες"
(του Νίκου Παπαδόπουλου*)
Ίσως τα πιο δημοφιλή σλόγκαν τον καιρό της κρίσης να είναι τα εξής: «Η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα» ή «Αν πάψουν οι εισαγωγές, τελειώσαμε, θα πεινάσουμε».
 Οι παραπάνω φράσεις, εκτός από ενδείξεις εθνικής μειονεξίας, μαρτυρούν και ένα τεράστιο έλλειμμα πληροφόρησης ή, καλύτερα, μια συστηματική παραπληροφόρηση του κοινού σχετικά με τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας..

Ο μύθος της έλλειψης τροφίμων στην Ελλάδα

Όπως προκύπτει από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 79% των Ελλήνων (και το 47% των Κυπρίων) θεωρεί πως δεν υπάρχουν επαρκή επίπεδα παραγωγής τροφίμων για τον ευρωπαϊκό πληθυσμό σε επίπεδο ΕΕ, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (ποσοστό 94% - το μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη) πιστεύει ότι η εθνική παραγωγή τροφίμων δεν είναι επαρκής για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού. 

 Οι παραπάνω φόβοι των Ελλήνων είναι εντελώς αδικαιολόγητοι. 
 Σύμφωνα με έρευνα της ΠΑΣΕΓΕΣ, η οποία πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας, η Ελλάδα, ακόμα κι αν κοπούν τελείως οι εισαγωγές τροφίμων (όπως έγινε στην Αργεντινή), δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να πεινάσει. Έτσι, λοιπόν, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της ΠΑΣΕΓΕΣ, κ. Τζανέτος Καραμίχας, το ποσοστό αυτάρκειας της χώρας σε μια σειρά βασικών αγροτικών-διατροφικών προϊόντων φυτικής και ζωικής παραγωγής για το 2010, ανήλθε κατά μέσο όρο στο 94% περίπου!

Ειδικότερα, από την παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι το ποσοστό αυτάρκειας στη φυτική παραγωγή ανέρχεται κατά μέσο όρο περίπου στο 99%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 82% περίπου, με το μικρότερο ποσοστό να καταγράφεται στο μαλακό σιτάρι (32%) και το υψηλότερο στο ρύζι (171 %).

Στο ελαιόλαδο και τις ελιές, τα οποία είναι βασικά είδη διατροφής, η αυτάρκεια εμφανίζει υψηλό ποσοστό, μια και η χώρα παραμένει έντονα εξαγωγική στα δυο αυτά προϊόντα.

 Η αυτάρκεια βρώσιμης ελιάς αυξήθηκε κατά το τελευταίο έτος κατά 61,8%, με αποτέλεσμα να καλύπτουμε το 996%(!) της ζήτησης, με το 88,3% όμως να εξάγεται.
 Στο λάδι η παραγωγή φτάνει επίσημα το 151% της κατανάλωσης. Στο ποσοστό αυτό, όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και μια τεράστια ποσότητα ατυποποίητου λαδιού που εξάγεται παρανόμως κυρίως σε γειτονικές χώρες, καθώς και ένα μικρό ποσοστό της τάξεως του 4,33% ελαιολάδου που εισάγεται ετησίως, χωρίς κανείς να ξέρει την αιτία.

Συνυπολογίζοντας αυτά τα ποσοστά, θα μπορούσαμε να τροφοδοτούμε με λάδι σχεδόν όλη την Ευρώπη! Φέτος, μάλιστα, παρατηρήθηκε υπερπαραγωγή ελιάς σε Πήλιο και Χαλκιδική, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να μην έχουν τι να κάνουν το προϊόν τους και να το αποθηκεύουν προκειμένου να πιάσουν καλύτερες τιμές μετά από κάποιους μήνες.

Το ψωμί, ψωμάκι;

 Στο μαλακό σιτάρι, από το οποίο γίνεται το ψωμί, εισάγουμε ετησίως πάνω από 1.000.000 τόνους αξίας εκατομμυρίων ευρώ, κυρίως από χώρες όπως η Ρωσία, η Γαλλία και η Ουκρανία. Οι εισαγωγές αυτές είναι τελείως άσκοπες και καταστροφικές για την ελληνική Οικονομία - πρόκειται για σιτηρά αμφίβολης ποιότητας, αφού κάποιες ανατολικές χώρες υποχρεούνται βάσει κοινοτικής νομοθεσίας να κάνουν ακόμα και ελέγχους για ίχνη ραδιενέργειας! Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1957(!) η Ελλάδα πέτυχε την αυτάρκεια σε μαλακό σιτάρι, με την ποικιλία Γ 38290 που δημιούργησε το Ελληνικό Ινστιτούτο Σιτηρών. Μάλιστα, προς τα τέλη του 1970 υπήρχε πλεόνασμα που διατηρήθηκε μέχρι το 1984!

 Έκτοτε αρχίζει ραγδαία μείωση της καλλιέργειας του μαλακού σιταριού, η οποία συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της καλλιέργειας του σκληρού. 

 Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι από τότε ελλειμματική σε μαλακό σιτάρι και πλεονασματική σε σκληρό, από το οποίο γίνονται τα ζυμαρικά. Αυτό οφείλεται στην Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε., η οποία έδωσε ισχυρά κίνητρα στους παραγωγούς σκληρού σιταριού (35 ευρώ το στρέμμα). Δηλαδή μας αύξησαν την παραγωγή μακαρονιών και μάς μείωσαν την παραγωγή ψωμιού, που από την Αρχαιότητα είναι βασικό είδος διατροφής.

 Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, τα 2.498.070 στρέμματα (με παραγωγή 649.800 τόνων) που καλλιεργούνταν με σκληρό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, αυξήθηκαν το 2001 σε 7.083.100 στρέμματα (με παραγωγή 1.457.260 τόνων) ενώ, αντίστροφα, τα 7.517.747 στρέμματα (με παραγωγή 2.106.270 τόνων) που καλλιεργούνταν με μαλακό σιτάρι στην Ελλάδα το 1981, μειώθηκαν το 2001 σε 1.682.273 στρέμματα (με παραγωγή 442.060 τόνων).

  Η τεράστια μείωση της παραγωγής του ελληνικού μαλακού σιταριού και του κριθαριού αύξησε σημαντικά την εισαγωγή τους και οδήγησε σε μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στο κλάδο των δημητριακών που έφθασε το 2008 τα 365 εκατ. ευρώ, ενώ και το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου στον κλάδο των ζωοτροφών έφθασε την ίδια χρονιά στα 354 εκατ.

 Αυτή η ραγδαία ανατροπή συνοδεύτηκε από μετακίνηση του μαλακού σιταριού στα πιο άγονα και του σκληρού στα πιο γόνιμα εδάφη, με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσης του πρώτου και την υποβάθμιση της ποιότητας του δεύτερου. Συνολικά, η έκταση του σιταριού την τελευταία εικοσαετία έχει μειωθεί κατά 1.650.000 στρέμματα.

 Μεγάλο τμήμα αυτής της έκτασης βρίσκεται σε υποχρεωτική αγρανάπαυση ή έχει φυτευτεί με ορισμένα είδη δένδρων, όπως ακακίες και καρυδιές, συνεπεία των «πεφωτισμένων» προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 Παρόλα αυτά, η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση στην Ευρώπη στην παραγωγή σιτηρών με 9 εκατ. στρέμματα, από τα οποία περίπου τα 6 εκατ. είναι με σκληρό και μαλακό σιτάρι! 
 Μπορεί, λοιπόν, στο μαλακό σιτάρι να είμαστε ελλειμματικοί με μόνο το 1/3 της ζήτησης να παράγεται στην Ελλάδα, αλλά είμαστε πλεονασματικοί όσον αφορά την παραγωγή του σκληρού σιταριού. 
 Η Ελλάδα παράγει πάνω από 1,1 εκατ. τόνους σκληρό σιτάρι και, σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Τσαυτάρη, φέτος είμαστε αυτάρκεις κατά 143%. 
Η κατανάλωση ανέρχεται περίπου στους 700.000 τόνους. Το υπόλοιπο περίπου 400.000 τόνοι (340.000 τόνοι για το 2011), εξάγεται σε διάφορες χώρες, κυρίως στην Ιταλία. Πολλοί δεν γνωρίζουν ότι διάσημα ζυμαρικά που παράγονται στην Ιταλία γίνονται από ελληνικό σιτάρι.

 Αν από τα 4 περίπου εκατ. στρέμματα που καλλιεργούνται με σκληρό σιτάρι (στοιχεία 2011) αφιερώσουμε το 1/3 (δηλαδή εκτάσεις περίπου 1,35 εκατ. στρεμμάτων) για την παραγωγή μαλακού σιταριού, τότε θα έχουμε σχεδόν 2,8 εκατ. καλλιέργειας μαλακού σιταριού, οπότε η παραγωγή του θα διπλασιαστεί.

 
Έτσι, από 450.000 τόνοι που ήταν το 2011, θα φτάσει τους 900.000 και πλέον τόνους. 
Με λίγα λόγια, θα έχουμε μείωση των εισαγωγών σε μαλακό σιτάρι κατά 50% (περίπου 500.000 τόνοι), με αύξηση της αυτάρκειάς μας σε μαλακό σιτάρι σε πάνω από 62%! Το μαλακό σιτάρι έχει μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση (ακόμα και 700 κιλά/ στρέμμα σε αρδευόμενες καλλιέργειες) από το σκληρό (μέχρι 400 κιλά/στρέμμα). Επίσης δεδομένου ότι λόγω επιλεκτικών επιδοτήσεων τα σκληρά σιτάρια καλλιεργούνται στα πιο εύφορα εδάφη, είναι πολύ πιθανό με την καλλιέργεια των μαλακών σιταριών σε αυτά να έχουμε υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις, οπότε το ποσοστό αυτάρκειας σε μαλακό σιτάρι να φτάσει ακόμα και το 80%.
 Οι εξαγωγές, βέβαια, του σκληρού σιταριού θα μειωθούν (πιθανόν να μηδενιστούν κατά το πρώτο έτος), αλλά με δεδομένο ότι θα παύσουν οι εισαγωγές σκληρού σιταριού (περίπου 53.000 τόνοι) καθώς και οι εξαγωγές μαλακού σιταριού (95.000 τόνοι) που γίνονται ασκόπως, θα εξισορροπήσει το εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο μέσα σε λίγα χρόνια.

 Θα μπορέσουμε, λοιπόν, να εξάγουμε ξανά. Αυτό θα ευνοήσει και τους παραγωγούς, αφού θα απολαμβάνουν υψηλότερες τιμές για το προϊόν τους και όχι τις εξευτελιστικές τιμές που δίνουν συχνά οι ξένοι εισαγωγείς. Στην προσπάθειά μας αυτή, καλό είναι να μιμηθούμε τους Βούλγαρους που, αφού πρώτα εξασφάλισαν σιτάρκεια, κάνουν τώρα εξαγωγές μέχρι και 50% της παραγωγής τους.

Αν, ταυτόχρονα με αυτή την προσπάθεια, αρχίσουν και προγράμματα καλλιέργειας και άλλων ξεχα­σμένων σιτηρών, όπως η σίκαλη, το κριθάρι και η ζέα, τα οποία παράγουν υπέροχα και απείρως πιο θρεπτικά ψωμιά, είναι κάτι πα­ραπάνω από βέβαιο ότι οι 'Ελληνες όχι απλά δεν θα πεινάσουν, αλλά θα τρώνε και τις πιο υγιεινές τροφές που υπάρχουν.


Η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας


Στα εσπεριδοειδή, τη μεγαλύτερη αυτάρκεια κατέχουν τα πορτοκάλια με ποσοστό 167%, ενώ στα λεμόνια η αυτάρκεια περιορίζεται στο 63%. Αλλά και στα υπόλοιπα φρούτα η αυτάρκεια παραμένει υψηλή (128%). 

Αντί, λοιπόν, να τρώμε μπανάνες, ανανάδες και παπάγια(;), είναι προτιμότερο να στραφούμε στα ελληνικά φρούτα, τα οποία είναι απεί­ρως πιο θρεπτικά και, ευτυχώς, δεν πρόκει­ται να μας λείψουν ποτέ. 
Είναι ενδεικτικό ότι στο ροδάκινο η Ελλάδα κατέχει πάνω από 60% των εξαγωγών παγκοσμίως!Επιπλέον, υπάρχουν και φρούτα ανεκμετάλλευτα, τα οποία δεν είναι ευρέως γνωστά, όπως το κορόμηλο, το άγριο βατόμουρο, το άγριο αχλάδι (αγκορτσιά), το τσάπουρνο, το μούρο κ.α., που σαπίζουν κάθε χρόνο στα χωριά μας.

 Έλλειψη παρατηρείται στη ζάχαρη, 
με την εγχώρια παρα­γωγή να καλύπτει μόνο το 14,3% των αναγκών, που υπολο­γίζονται στους 320.000 τόνους.

 Ενώ ως το 2005 η ελληνική ζάχαρη εξασφάλιζε κερδοφορία, το 2006 υπογράφηκε η ταφόπλακά της, όταν η Ελλάδα συμφώνησε με την ΕΕ να πα­ράγει σχεδόν τη μισή παραγωγή από τις ανάγκες της και να πάει σε εισαγωγές! 
 Η ΕΕ έλαβε απόφαση για μείωση της πα­ραγωγής ζάχαρης από τις χώρες-μέλη της κατά 50%, με το σκεπτικό ότι η αγορά ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο από 
τρί­τες χώρες, αντί για ζαχαρότευτλο, συνέφερε περισσότερο, ώ­στε να διευκολυνθούν οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων στις ζαχαροπαραγωγούς Βραζιλία και Ινδία.
Η Ελλάδα υπέ­γραψε να της δοθεί ποσόστωση 158.000 τόνους από την ΕΕ και -ανεπαρκή- αντισταθμιστικά οφέλη, μολονότι ως χώρα ήμασταν αυτάρκεις και πραγματοποιούσαμε και εξαγωγές. Ορισμένοι παραγωγοί αποζημιώθηκαν και στράφηκαν σε άλλες καλλιέργειες.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το κλείσιμο πολλών εργο­στασίων της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης, λόγω κακο­διαχείρισης. Με δεδομένο, βέβαια, ότι η ζάχαρη δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης, αλλά και με την καλλιέργεια στέβιας, η οποία έχει έως 300 φορές μεγαλύτερη γλυκαντική δράση, σε μια πιθανή παύση των εισαγωγών δεν αναμένεται να αν­τιμετωπίσει η χώρα σοβαρό πρόβλημα.

 Πολύ χαμηλή αυτάρκεια διαπιστώνεται στην κατηγορία των οσπρίων, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 39%. 

 Συγκεκριμένα, παράγουμε περίπου 8.000 τόνους φακές και εισάγουμε ακόμα 10.000 τόνους, κυρίως από Τουρκία, προκειμένου να καλύψουμε την εγχώρια ζήτηση.
 Αντίστοιχο πρόβλημα υπάρχει και στα φασόλια: καταναλώνουμε 35.000
 τό­νους, εκ των οποίων οι 25.000 τόνοι είναι εισαγωγής. 
Σημειωτέον ότι το 1981 η ετή­σια παραγωγή φασολιών ήταν 31.500 τόνοι!

Το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί εύκολα, με μια αναδιάταξη της 

πα­ραγωγής, ακόμα και με επιδότηση, ώστε σε εκτάσεις που καλλιεργούνται σήμερα άλλα προϊόντα, π.χ. ρύζι (στο οποίο εί­μαστε πλεονασματικοί (171% επάρκεια, 51% εξαγωγές).), να καλλιεργηθούν όσπρια, πολλά από τα οποία, όπως τα ρεβύθια ή τα μαυρομάτικα φασόλια, έχουν και μικρότερες ανάγκες σε νερό.
* η διάθεση των πλεονασμάτων ρυζιού, εξαρτάται από τις διαθέσεις των εμπόρων της Τουρκίας. Φέτος χιλιάδες τόνοι μένουν αδιάθετοι λόγω της έλλειψης από πλευράς ρούρκων εμπόρων να απορροφήσουν το πλεονάζον ρύζι. 

 Και στις πατάτες υπάρχει αυτάρκεια κατά 82%, με μόνιμη μάστιγα όμως τις «ελληνοποιήσεις» πατάτας από Αίγυπτο, αλλά και τις άσκοπες εισαγωγές κατεψυγμένης πατάτας από χώρες όπως οι ΗΠΑ, επειδή δήθεν τηγανίζεται πιο εύκολα.

 Η ελληνική αμπελουργία είναι επίσης σε πολύ καλό επί­πεδο, αφού στα επιτραπέζια σταφύλια (αυτάρκεια 133,45%) έχουμε πλεόνασμα, δηλαδή μπορούμε άφοβα να κάνουμε εξαγωγές, χωρίς να μας λείψουν ποτέ.

 Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών, η Ελλάδα παράγει έως 5 εκατ. λίτρα κρασί ετησίως και καταναλώνει μόλις 3 εκατ. λίτρα, ενώ το 2011 εξήγαγε κρασί αξίας 57 εκατ. ευρώ. Παρόλο που το ελληνικό κρασί αρκεί να καλύψει τις ανάγκες των Ελλήνων, το 2010 πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές σε αξία 12 εκατ. ευρώ, καθώς οι 'Ελληνες φαίνεται ότι δεν προ­τιμούν μόνο τα ελληνικά κρασιά.

 Αναφέρεται ότι μπορεί το κρασί να καλύπτει τις ανάγκες των Ελλήνων καταναλωτών, αλλά αυτοί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο ουίσκι (το ουίσκι καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωσης ποτών, καταλαμβάνοντας ποσοστό πε­ρίπου 42% το 2010, σύμφωνα με έρευνα της ICAP), το οποίο βεβαίως εισάγεται. 

Ταυτόχρονα διαθέτουμε και μια πολύ ση­μαντική (μικρότερη, βέβαια, από το παρελθόν) παραγωγή σταφίδας (σουλτανίνα και κορινθιακή) άνω των 50.000 τόνων ετησίως, η οποία υπερεπαρκεί για τις ανάγκες μας (αυτάρκεια 274,8%) και μας καθιστά ικανούς για εξαγωγές.
 Στο μέλι, επίσης, καταγράφεται ποσοστό αυτάρκειας της τάξεως 92%.

Αρνάκι άσπρο και παχύ

Όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ελληνικής τροφοεξάρ­τησης, το βασικό πρόβλημα της χώρας, ως προς την αυτάρκεια, είναι κυρίως η ζωική παραγωγή. Αυτό, όμως, είναι ένας μύθος - ή, μάλλον, μια μισή αλήθεια

Το ποσοστό αυτάρκειας στη ζωική παραγωγή-αλιεία ανέρχεται, κατά μέσο όρο, περίπου στο 76,11%, αλλά διαφοροποιείται μεταξύ επιμέρους κατηγοριών προϊόντων, όπως το κρέας, όπου η αυτάρκεια ανέρχεται στο 56% περίπου, με το μικρότερο ποσο­στό να καταγράφεται στο βόειο κρέας (13%) και το υψηλό­τερο στο αιγοπρόβειο κρέας (94%).
 Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τους 158.000 τόνους που καταναλώνουμε ετησίως σε μοσχαρίσιο κρέας, στην Ελλάδα παράγουμε μόλις τους 20.000 τόνους.
 Στο χοιρινό κρέας η κατάσταση είναι λίγο καλύτερη, αφού από τους 290.000 τόνους που καταναλώ­νουμε,παράγουμε μόνο τους 111.000, δηλαδή το 38%.

Η έλλειψη αυτή σε μοσχαρίσιο και χοίρειο κρέας είναι αποτέλεσμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε.

Χα­ρακτηριστικό είναι ότι πριν το 1980, δηλαδή πριν μπούμε στην τότε ΕΟΚ, η Ελλάδα είχε φτάσει σε αυτάρκεια στο χοι­ρινό κρέας 84%, στο μοσχαρίσιο σε 66%, ενώ το αιγοπρόβειο κρέας ήταν στα σημερινά επίπεδα αυτάρκειας - περί­που 94%. Γιατί, όμως, ενώ είμαστε ελλειμματικοί σε βόειο κρέας, συνεχίζουμε να το καταναλώνουμε, σκορπώντας εκα­τομμύρια ευρώ στο εξωτερικό;

Η Ελλάδα μεταπολεμικά σχεδόν υποχρεώθηκε να κατανα­λώνει μοσχαρίσιο κρέας, με τη λογική ότι είναι πιο ογκώδες ζώο, με μεγαλύτερη γαλακτοπαραγωγή σε σχέση με τα αιγο­πρόβατα, και άρα είναι πιο συμφέρον για την Ελλάδα. 

Χαρα­κτηριστικό είναι ότι εισήχθησαν και νέες φυλές βοοειδών από βορειο-ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ελβετία, Βέλγιο), ακόμα και από Αμερική, εκτοπίζοντας εγχώριες φυλές βοοειδών, όπως η ελληνική βραχυκερατική φυλή, που απαντάται στις Πρέσπες, αλλά και άλλες φυλές, όπως οι αγελάδες Κατερίνης, Τήνου και Κέας στις Κυκλάδες, Ζακύνθου, Συκιάς στη Χαλ­κιδική, Κύμης, Φλώρινας, οι σαρακατσάνικες και οι αγελάδες Γλώσσας Σκοπέλου.
 Οι εγχώριες αυτές φυλές έχουν μικρότερο μέγεθος, αλλά μέσω της γενετικής επιλογής είχαν προσαρμο­στεί πλήρως στις ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Το ίδιο συνέβη και με τον ελληνικό βούβαλο, που κάποτε κατέ­κλυζε τους υδροβιότοπους της βόρειας Ελλάδας και ο πληθυ­σμός του έφτασε τα όρια της εξαφάνισης τη δεκαετία του ’90. Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια σημαντική προσπάθεια ανά­καμψης του αριθμού των βουβαλιών, η οποία έχει φέρει απο­τελέσματα στην περιοχή της Κερκίνης στον νομό Σερρών.

Με επιδοτήσεις της Ε.Ε. εξαφανίστηκαν οι εγχώριες ράτσες βοοειδών και ενισχύθηκε η εκτροφή βοοειδών έναντι της αιγοπροβατοτροφίας και άλλων παραδοσιακών μορφών κτηνο­τροφίας, απείρως πιο αποδοτικών, όπως η κονικλοτροφία.Αυτό ήταν ένα ολέθριο σφάλμα, καθώς τα αιγοπρόβατα είναι ιδανικά για τη μορφολογία του ελληνικού εδάφους που έχει ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις, σε αντίθεση με τα βοοειδή και κυρίως τις εισαγόμενες ράτσες, που θέλουν ανοιχτές πε­διάδες (τύπου Ολλανδίας). 

Ταυτόχρονα, έγινε συνήθεια στον Έλληνα η κατανάλωση μοσχαρίσιου κρέατος, κάτι που δεν συνέβαινε σε τέτοια έκταση κατά το παρελθόν. Το μοσχαρίσιο κρέας δεν πλεονεκτεί σε θρεπτικά συστατικά, έναντι του αι­γοπρόβειου, ενώ αν λάβουμε υπόψη και τις σύγχρονες συν­θήκες εντατικής εκτροφής των βοοειδών (αντιβιοτικά, μεταλ­λαγμένες ζωοτροφές, ενσταυλισμός σχεδόν καθόλη τη διάρ­κεια του έτους), το μοσχαρίσιο κρέας είναι μάλλον επιβαρυ­μένο και κακής ποιότητας. 
Αντίθετα, το αιγοπρόβειο κρέας και κάποιες εγχώριες φυλές βοοειδών προέρχονται στην πλειοψηφία τους από κοπάδια ζώων που βόσκουν τον περισσό­τερο χρόνο ελεύθερα σε ορεινές ή ημιορεινές περιοχές, εκμε­ταλλευόμενα πλήρως την πλούσια ελληνική χλωρίδα.

Στο αιγοπρόβειο κρέας είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, αφού σύμφωνα με στοιχεία για το 2009 η Ελλάδα διαθέτει περίπου 8,9 εκατ. πρόβατα και 4,8 εκατ. κατσίκια, δηλαδή αντιστοι­χούν περίπου ένα πρόβατο και μισή κατσίκα για κάθε Έλ­ληνα. 

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Κτηνοτροφών, κ. Δημήτρη Καμπούρη, «Σε ένα με δύο χρόνια, μπορούμε να έχουμε 20 εκατ. αιγοπρόβατα. Αυτό για την Οι­κονομία σημαίνει διπλάσια παραγωγή κρέατος και γάλα­κτος, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των εξαγωγών και αύ­ξηση των θέσεων εργασίας. Η αύξηση του ζωικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει με ελάχιστα οικονομικά κίνητρα. Τα αρνιά και τα κατσίκια πωλούνται κυρίως το Πάσχα. Αν για μία- δύο χρονιές δεν δώσουμε τα θηλυκά στους εμπόρους, τότε τα ζώα θα διπλασιαστούν».

Σημαντικός τομέας είναι και η πτηνοτροφία,
 στην οποία είμαστε αυτάρκεις κατά 85% στο κρέας και κατά 91% στα αυγά.

Ιδιαίτερα για τα αυγά, υπάρχει τόση παραγωγή, ώστε το 2011 οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά. 2134%!

Στη δε αλιεία το ποσοστό αυτάρκειας, χωρίς να υπολογί­σουμε τις ιχθυοκαλλιέργειες, αγγίζει περίπου το 125,6%, με πάνω από 160.000 τόνους ψαριών τον χρόνο. 

Μαζί με τις ι­χθυοκαλλιέργειες (120.000 τόνοι), το ποσοστό σε αυτάρκεια των αλιευμάτων φτάνει το 221,3%! Μια πιθανή, λοιπόν, παύση των εισαγωγών κρέατος μάλλον καλό θα έκανε στη χώρα, αφού θα επανερχόμασταν στη μεσογειακή διατροφή, μειώνοντας την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, η οποία μα­κροπρόθεσμα έχει και επιπτώσεις στην υγεία και θεωρείται υπεύθυνη για την εκδήλωση πολλών μορφών καρκίνου (π.χ. στομάχου ή παχέως εντέρου). Μεσούσης της κρίσης, ο μέσος Έλληνας καταναλώνει ετησίως 100 κιλά κόκκινου κρέατος - γεγονός που τον κατατάσσει στην 7η θέση παγκοσμίως, ξεπερνώντας Αμερικανούς, Καναδούς και Γερμανούς!
Στην κατηγορία των γαλακτοκομικών-τυροκομικών προϊό­ντων, η φέτα -με ποσοστό αυτάρκειας 147%- περίπου υπερ­βαίνει τον μέσο όρο της κατηγορίας, ο οποίος κυμαίνεται στο 80%.
 Γενικότερα στο γάλα, η Ελλάδα κατά το παρελθόν ήταν πλεονασματική. 
 Σήμερα είναι ελλειμματική, αφού η παρα­γωγή αγελαδινού γάλακτος κυμαίνεται στους 638 χιλιάδες τόνους, καλύπτοντας μόνο το 58,2% της ζήτησης (στοιχεία ΕΛΟΓΑΚ 2011).
 Βέβαια, στο αιγοπρόβειο γάλα που έχει και μεγαλύτερη θρεπτική αξία, είμαστε σχεδόν αυτάρκεις, με πα­ραγωγή που καλύπτει το 98% της ζήτησης.
  Αυτό που δε γνωρίζει ο πολύς κόσμος είναι ότι η σχετικά μειωμένη παραγωγή γάλακτος δεν οφείλεται στη μη παραγωγικότητα της ελληνικής κτηνοτροφίας αλλά στο καθεστώς των ποσοστώσεων που επέβαλε η ΕΕ. 
Μέχρι τις αρχές του 2000, η χώρα πλήρωνε πρόστιμα στην ΕΕ, επειδή οι παραγόμενες ποσότητες γάλακτος ήταν υψηλότερες από το πλαφόν που είχε δέσει αυθαίρετα η ΕΕ - κι αυτό διότι δεν είναι αναλογικές ούτε με τον πληθυσμό, ούτε με το ζωικό κεφάλαιο κάθε χώρας.

Το 1996 γαλακτοπαραγωγοί νομοί, όπως η Φλώρινα, πλήρωσαν πρόστιμα, επειδή η ποσόστωση ήταν 47.000 τόνοι και οι κτηνοτρόφοι παρήγαγαν 55.000 τόνους.


Το 1999 η χώρα πλήρωσε συνολικά 2,5 δισ. δραχμές πρόστιμο, επειδή είχε παραγωγή 22.000 τόνους μεγαλύτερη από την ποσόστωση. Ταυτόχρονα, ενώ μας επέβαλαν χαμηλή παραγωγή, εισήγαμε χιλιάδες τόνους συμπυκνωμένου γάλακτος από Ολλανδία και Γερμανία, πετώντας εκατομμύρια ευρώ στο εξωτερικό.
 Το καθεστώς αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών των ζωοτροφών και την έλλειψη στήριξης από την πολιτεία, αποθάρρυνε πολλούς κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα την τελευταία δεκαετία να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους το 63,5% των κτηνοτρόφων. Έτσι σήμερα, αν και έχουν αυξηθεί οι ποσοστώσεις από 650.000 τόνους κατά το παρελθόν, σε 861.000 τόνους, η παραγωγή έχει μειωθεί στο ελάχιστο.

Αν, λοιπόν, παύσουν οι εισαγωγές στο αγελαδινό γάλα, θα παρατηρηθεί μια πρόσκαιρη έλλειψη, η οποία όμως μπορεί να αναπληρωθεί εύκολα αν μάθουμε να καταναλώνουμε αιγοπρόβειο γάλα. Αν πάρουμε μια ποσότητα αιγοπρόβειου γάλακτος (που έχει μεγαλύτερη θρεπτική αξία από το αγελαδινό) από την παραγωγή φέτας και την αξιοποιήσουμε για την κατανάλωση ως νωπό γάλα, είναι σίγουρο ότι δεν θα υπάρξει έλλειψη στην αγορά. Και αν δοθούν τα λεφτά που ξοδεύονται στις εισαγωγές συμπυκνωμένου γάλακτος αμφίβολης θρεπτικής αξίας στους Έλληνες παραγωγούς, θα αυξηθεί το ζωικό κεφάλαιο και σύντομα θα δημιουργηθεί υπερεπάρκεια σε γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα.

Η Ελλάδα «υπερδύναμη» τροφίμων

Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία (στοιχεία 2009), η Ελλάδα καλλιεργεί 32.693 χιλιάδες στρέμματα, από τα 37.324 χιλιάδες στρέμματα (25% της έκτασής μας) που είναι η συνολική καλλιεργήσιμη έκτασή μας, δηλαδή καλλιεργείται περίπου το 87,6% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. 

Τα υπόλοιπα 4.631 χιλιάδες στρέμματα είναι αναξιοποίητα, αφού βρίσκονται σε αγρανάπαυση, η οποία μάλιστα είναι και συμφέρουσα, αφού είναι επιδοτούμενη από την ΕΕ. 
Στον αριθμό αυτό μπορούν να προστεθούν και εκατομμύρια άλλα στρέμματα ανά την επικράτεια, τα οποία έχουν εγκαταληφθεί εδώ και δεκαετίες, και έχουν μετατραπεί σε λιβαδικές, θαμνώδεις ή και δασώδεις εκτάσεις. 
Σε πολλούς νομούς, όπως στον νομό Σερρών, η εγκατάλειψη είναι τόσο μεγάλη, που αγγίζει ποσοστά πάνω από το 40%!

Αυτές οι χαμένες αγροτικές εκτάσεις βρίσκονται στα βοσκοτόπια και στα βουνά (43% της έκτασης), και σε μικρότερο ποσοστό στα δάση (21% της ελληνικής γης).

 Επειδή τα δάση δεν πρέπει να μειωθούν για χάρη της γεωργίας, θα μπορούσαμε να καλλιεργήσουμε μέρος από τις χορτολιβαδικές εκτάσεις, πολλές από τις οποίες κάποτε ήταν χωράφια και μάλιστα πολύ εύφορα. 
Με καλλιέργεια μόνο στο 1/4 της έκτασης της Ελλάδας, η χώρα είναι σχεδόν αυτάρκης. Αν διπλασιάζαμε τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, φτάνοντας στο 50% της ελληνικής γης, θα μπορούσαμε να θρέψουμε τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό ή, αλλιώς, να τροφοδοτούμε εξ ολοκλήρου χώρες με παραπλήσιο πληθυσμό, όπως η Πορτογαλία.

Το επιχείρημα ότι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε σε ορεινές ή και ημιορεινές περιοχές είναι αστείο, αφού κάποιες καλλιέργειες, όπως τα αρωματικά φυτά, πολλά από τα οπωροκηπευτικά, δενδρώδεις καλλιέργειες, όπως οι καστανιές, οι κερασιές, οι φουντουκιές, οι καρυδιές κ.ά. αναπτύσσονται καλύτερα σε υψηλό υψόμετρο και σε επικλινή εδάφη.

Το βασικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση πρώην αγροτικών εκτάσεων.

 Για να μεταβληθεί αυτή η κατάσταση απαιτούνται σοβαρά κίνητρα για τους νέους. Θα πρέπει να γίνει όχι ενοικίαση εκτάσεων, όπως προωθεί το Υπουργείο και πρόσφατα η εκκλησία, αλλά πλήρης απαλλοτρίωση και «χάρισμα» γης σε άτομα, με την αυστηρή προϋπόθεση οι εκτάσεις αυτές να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για αγροτικούς σκοπούς.
 Ο αγρότης, για να είναι αποδοτικός και να παραμείνει στο επάγγελμα, πρέπει να έχει ιδιόκτητη γη και όχι ενοικιαζόμενη. Με πάνω από ένα εκατομμύριο επίσημα ανέργους, σκεφτείτε τι ώθηση δα έδινε στον γερασμένο αγροτικό κόσμο, αν μόνο μισό εκατομμύριο νέοι, αντί να σκέφτονται τη φυγή, στρέφονταν στη γεωργία.

Με μόνο 300.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες σήμερα (και περίπου 2 εκατ. που δηλώνουν συμπληρωματικό εισόδημα), με άλλο μισό εκατομμύριο, θα είχαμε αύξηση κατά 266% τουλάχιστον του αγροτικού πληθυσμού, ενώ η ποιοτική διαφορά θα ήταν ασύγκριτη, αφού στη γεωργία θα έμπαινε ανθρώπινο δυναμικό μικρής ηλικίας και μορφωμένο, προάγοντας την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία.

Μην ξεχνάμε ότι, μόλις 50 χρόνια πριν (1961), στην Ελλάδα οι αγρότες αντιπροσώπευαν το 53% του πληθυσμού!

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, επιτάχθηκαν και απαλλοτριώθηκαν σχεδόν 10 εκατ. στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε όλη τη χώρα και διατέθηκαν για την αποκατάσταση προσφύγων και γηγενών. Η διανομή της γης είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθούν εδάφη που πρώτα χρησιμοποιούνταν ως βοσκές ή έμεναν ακαλλιέργητα και να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή, ιδιαίτερα των σιτηρών, στα οποία ένα ποσοστό 93% της αύξησης προήλθε από τις περιοχές στις οποίες η γη διανεμήθηκε στους ακτήμονες. Στην Μακεδονία, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, οι εκτάσεις που καλλιεργήθηκαν με σιτηρά διπλασιάστηκαν από το 1915 έως το 1932!

Παράλληλα πρέπει να γίνουν προγράμματα ολοκληρωμένης διαχείρισης, στα οποία η ανάγκη σε ζωοτροφές, λιπάσματα, νερό, ακόμα και ενέργεια, να καλύπτεται από την ίδια την αγροτική επιχείρηση.
 Η χρήση των οργανικών υπολειμμάτων των ζώων, αλλά και χορταριού σε αποσύνθεση για λίπασμα, η επιδότηση των κτηνοτροφών για καλλιέργεια των ζωοτροφών που χρειάζονται, η δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού, αλλά και η επέκταση των προγραμμάτων φιλικής για το περιβάλλον ενέργειας (π.χ. φωτοβολταϊκά) σε κάθε ιδιόκτητη φάρμα, θα απάλλασσε πολλούς αγρότες από ένα μεγάλο τμήμα του κόστους παραγωγής. Επιπλέον, απαιτείται μείωση της τιμής του αγροτικού πετρελαίου, αλλά και μια καθετοποιημένη παραγωγή με πλήρη επιδότηση μεταποιητικών μονάδων κοντά στα χωράφια, ώστε ο κόσμος να παραμείνει στην επαρχία και το κέρδος από το προϊόν να το απολαμβάνει ο παραγωγός και όχι οι μεσάζοντες.

Ένας ακόμα τομέας ανάπτυξης είναι και η εκτατική μορφή κτηνοτροφίας.
 Η Ελλάδα διαθέτει λιβάδια σε ποσοστό 35% του εδάφους της, τη στιγμή που στην Ιταλία είναι το 15%, στην Πορτογαλία το 16% και στην Ισπανία το 24%. Στα λιβάδια αυτά μπορούν να βόσκουν κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους αιγοπρόβατα ή και εγχώριες φυλές βοοειδών και χοίρων, χωρίς να έχουν καμία ανάγκη για ζωοτροφές. 

Ειδικά για τα αιγοπρόβατα, θα μπορούσαμε να μετατραπούμε σε Νέα Ζηλανδία, αφού η ημιορεινή φύση της χώρας είναι ιδανική για την ανάπτυξή τους, ενώ οι ήπιες κλιματολογικές συνθήκες δεν απαιτούν ενσταυλισμό, παρά μόνο για λίγους μήνες κατά τη διάρκεια του έτους.
Αυτό θα μείωνε τις τεράστιες εισαγωγές ζωοτροφών, ενώ θα έδινε ένα κρέας εξαιρετικής ποιότητας. Σύμφωνα με τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, η αξιοποίηση των βοσκοτόπων στην Ελλάδα μπορεί να αποφέρει 4,5 δισ. ευρώ ετησίως!

Ένας ακόμα αναξιοποίητος πλούτος είναι και η αλιεία. Η Ελλάδα, με τα 15.000 χιλιόμετρα ακτογραμμών, τα 300 θαλάσσια είδη, τα ποτάμια (ο Αλιάκμονας έχει 33 είδη ψαριών και ο Αξιός 36), τις λίμνες, τους εκατοντάδες κόλπους, καθώς και τα 3.000 νησιά, είναι ένα φυσικό ιχθυοτροφείο.

 Ήδη η χώρα διαθέτει τον μεγαλύτερο αλιευτικό στόλο στην Ε.Ε.
 Ταυτόχρονα, μπορούν να αναπτυχθούν και οι υδατοκαλλιέργειες.
 Σύμφωνα με έρευνες Καναδών επιστημόνων που διεξήχθησαν για την Google Earth, από τους 21.200 περίπου κλωβούς ιχθυοτροφείων που βρίσκονται στη Μεσόγειο (δορυφορικές εικόνες), οι μισοί περίπου (49%) βρίσκονται στη χώρα μας, με αποτέλεσμα να υποεκτιμούμε τη συνολική παραγωγή ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας κατά τουλάχιστον 30%! 
Η Ελλάδα με μόνο ελάχιστα ιχθυοτροφεία, σε σχέση με αυτά που θα μπορούσε να έχει, παράγει το 60% της συνολικής παραγωγής σε συναγρίδα και λαβράκι που εκτρέφονται στην Ε.Ε. και σχεδόν τη μισή από την παγκόσμια παραγωγή!

Αναπτυξιακές προοπτικές

Η χώρα θα έπρεπε εδώ και δεκαετίες να επενδύσει όχι μόνο στη διατροφική της αυτάρκεια, κάτι που ήδη υφίσταται παρόλη την γεωργοκτόνα πολιτική των τελευταίων ετών, αλλά και στην εξάρτηση σε τρόφιμα άλλων χωρών από εμάς, ώστε σε μια πιθανή κρίση να έχουμε συμμάχους τους εμπορικούς μας εταίρους.

Ο φιλότιμος Έλληνας αγρότης, που κατάφερε εδώ και αιώνες να θρέψει τον ελληνικό πληθυσμό, ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες, είναι σίγουρο ότι και τώρα θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα καταφέρει να θρέψει τους Έλληνες. Παρόλα αυτά, όμως, η αυτάρκεια σε τρόφιμα απαιτεί συντονισμένη δράση όλων - από τους κρατικούς φορείς και τις αρμόδιες υπηρεσίες, μέχρι τον τελευταίο καταναλωτή, ο οποίος θα πρέπει να αποκτήσει εθνική συνείδηση και να πάψει να καταναλώνει εισαγόμενα, κυρίως τυποποιημένα τρόφιμα αμφίβολης ποιότητας, που ενισχύουν παραγωγούς και οικονομίες άλλων κρατών. Ακόμα και αν οι τιμές των ελληνικών προϊόντων είναι υψηλότερες, θα πρέπει να στηρίξουμε τον αγώνα και τον μόχθο του Έλληνα γεωργού. Η επιστροφή στη μεσογειακή διατροφή, που όλοι αναφέρουν αλλά κανείς δεν εφαρμόζει, είναι αυτή που θα μας προστατεύσει σε πιθανή παύση των εισαγωγών.

Η Ελλάδα δεν είναι απλά μια πλούσια χώρα, αλλά μια κοιμισμένη υπερδύναμη, η οποία θα πρέπει να κάποτε να ξυπνήσει και να ορθοποδήσει, πάντα στηριγμένη στα δικά της πόδια. Με δεδομένη την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού, τα τρόφιμα είναι ένας τομέας ζωτικής σημασίας, που μελλοντικά θα αποτελέσει παγκοσμίως τη μέγιστη προτεραιότητα για κάθε κράτος, αλλά και το υπ’ αριθμόν ένα μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Η αυτονομία στα τρόφιμα είναι η μόνη λύση για την επίτευξη της ελευθερίας των λαών, αλλά και της εθνικής ανεξαρτησίας, αφού η χειρότερη μορφή εξάρτησης είναι εκείνη της διατροφής του πληθυσμού.

Γίνεται, λοιπόν, σαφές γιατί η παγκοσμιοποίηση, το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και οι πολιτικές της Ε.Ε., του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Τράπεζας χτύπησαν αρχικά την αυτάρκεια σε τρόφιμα των κρατών. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που δεν μας θέλουν ελεύθερους.


* Πτυχιούχος του Τμήματος Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών